του Β. Φτωχάπουλου, από το Άρδην τ. 47, Ιούνιος 2004
Γράφω εναντίον της ηγεσίας μας, μα πολλές φορές και εναντίον του ιδίου του λαού μας, εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Η ηγεσία ουδόλως με ενδιαφέρει. 0 λαός πάντα με τρόμαζε. Ουδέποτε έγραψα λόγια για να παραχαϊδέψω τ’ αυτιά του. Αντιθέτως έγραψα γενικότητες, πολλές φορές υβριστικές κιόλας, που δεν αφορούσαν το σύνολο του κυπριακού λαού. Αφορούσαν μονάχα την πλειοψηφία ή την κυρίαρχη τάση. Έγραψα όμως και για τα καλά αυτού του λαού. Καλά που φαίνεται ότι μόνο λίγοι συμμερίζονται. Αυτά τα καλά ποτέ δεν τα αγνόησα. Κάθε λίγο και λιγάκι τα τονίζω, όχι μόνο για να πάρω εγώ κουράγιο, αλλά κυρίως για να χτυπήσω τις κυρίαρχες απόψεις που θέλουν τον λαό μας είτε εντελώς ηλίθιο (ο Κυπραίος εν μόνο για σούβλες) είτε υπερβολικά συνειδητοποιημένο (ο μαρτυρικός κυπριακός λαός). Ο λαός μας, φυσικά, δεν είναι ένα ενιαίο σύνολο. Από αρχαιοτάτων χρόνων είχε αποκτήσει κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τα οποία δεν μας κάνουν και ιδιαίτερα περήφανους. Διαχρονικά αυτά τα χαρακτηριστικά και νοοτροπίες ερμηνεύουν και την ιστορία μας και την ψυχοσύνθεσή μας και τις διάφορες κυρίαρχες λογικές του λαού μας. Τρισάθλιοι και ελεεινοί έμποροι οι Κύπριοι. Εξυπνόβλακες και κόλακες οι Κύπριοι. Δουλοπρεπείς και ύπουλοι οι Κύπριοι. Καιροσκόποι και ανεύθυνοι οι Κύπριοι. Ναι, είμεθα λίγο απ’ όλα αυτά. Λέγεται από πολλούς ότι μ’ αυτά τα χαρακτηριστικά καταφέραμε να επιβιώσουμε ως σήμερα τόσες και τόσες κατοχές. ΔΙΑΦΩΝΩ. Βρισκόμαστε εδώ σήμερα, και μάλιστα ως Έλληνες, διότι από τα παλιά τα χρόνια υπήρξε πάντα ένα 10-15% διαφορετικό από την πλειοψηφία. Μια μειοψηφία που αντιστεκόταν, μια μειοψηφία που πατούσε γερά πάνω σ’ αυτήν τη γη, μια μειοψηφία με το σταυρό και τη γλώσσα της βαθιά προφυλαγμένη στον κόρφο της, μια μειοψηφία που δεν είχε σχέση με εμπόριο, μεταπράτες και φραγκολεβαντίνους. Μια μειοψηφία ξεροκέφαλων Κυπρίων που ήξεραν μόνο να τραγουδούν τον έρωτα και την ελευθερία. Προοκννώ τη χάρη σου, λαέ μου. Προσκυνώ αυτήν τη μειοψηφία του λαού μας που, χωρίς φωνή, με προστάτιδα μόνο την Παναγία, κατάφερε να παρασύρει και τον υπόλοιπο λαό ν’ αντισταθεί στους τρανούς του έθνους και του κόσμου. Προσκυνώ και φιλώ το χέρι των μανάδων των αγνοουμένων, των γυναικών αυτών που έτυχαν της μεγαλύτερης εκμετάλλευσης και της μεγαλύτερης συκοφάντησης. Προσκυνώ και φιλώ τα πόδια τους, διότι μένουν μόνον αυτές, μαυροντυμένες και σιωπηλές, να κρατούν την κλωστή που δένει το παρελθόν μας με το σήμερα γεροδεμένη. Προσκυνώ και φιλώ τα ροζιασμένα χέρια των χωρικών μας που, παρά τους ισοπεδωτικούς καιρούς, καταφέρνουν ακόμη και σήμερα ν’ ανάβουν τα καντήλια των εκκλησιών μας και των ψυχών μας. Προσκυνώ και φιλώ τα χέρια των “δυσπροσάρμοστων”, “πελλών” και “εξτρεμιστών” των πόλεών μας οι οποίοι, με το ένα πόδι στο ψυχιατρείο και το άλλο στο παρελθόν μας, επιμένουν να μας υπενθυμίζουν ότι αυτός ο τόπος είναι ελληνικός. Προσκυνώ και φιλώ το χέρι των νέων μας, των παιδιών των φίλων μου που, παρά την ευμάρεια και την άνεση, αγωνιούν και κλαίνε και ελπίζουν στους δρόμους της Λευκωσίας. Προσκυνώ τη χάρη σου, λαέ μου. Με τον Πιερέττη να παίζει το ξερό βιολί του, με τον Βασίλη Μιχαηλίδη να απαγγέλλει κρυφά την 9η Ιουλίου, με τον Γ. Πολ. Γεωργίου και τα γαλάζια του χρώματα, με τους ψάλτες μας να ψάλλουν το Όμικρον, το Χι και το Γιώτα. AU τους φτωχούς, τους πονεμένους, με τον Μόντη τζιαι τες ελιές του τζιαι τες τερατσιές του και με τους χιλιοπροδομένους συνέλληνες να ψάλλουν “Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα Νικητήρια”.