του Χ. Κληρίδη, από το Άρδην τ. 47, Ιούνιος 2004
Το αρνητικο κλιμα που δημιουργήθηκε μετά την απόρριψη του 5ου και Τελικού Σχεδίου του Γενικού Γραμματέα ΟΗΕ κ. Κόφι Ανάν από τους Ελληνοκύπριους στο Δημοψήφισμα τις 24.4.04, με ποσοστό περίπου 76%, οφείλεται μεταξύ άλλων και σε υποσχέσεις των προηγούμενων Ελληνικών και Κυπριακών κυβερνήσεων, αλλά και στις κατολισθήσεις και συνεχείς υποχωρήσεις που έyιναν μονομερώς και έδωσαν λανθασμένα μηνύματα για τη δεκτότητα του Σχεδίου.
Ως γνωστό, δημιουργήθηκε αρνητικό κλίμα στο διεθνή παράγοντα, στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, και σε ορισμένες άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
0 διεθνής παράγοντας σήμερα, συμπεριλαμβάνει πρωτίστως τις Η-ΠΑ και, σε σχέση με το Κυπριακό, το Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο πρωτοστάτησε και πρωτοστατεί στις διεργασίες για τη διασφάλιση των Αγγλικών Βάσεων στη Μεγαλόνησο μέσα από τη λύση των Σχεδίου Ανάν.
Το ζήτημα του ψευδοκράτους
θέμα αναγνώρισης του ψευδοκράτους δεν τίθεται για δύο λόγους κατά τη γνώμη μας:
(α) Τούτο θα ήταν αντίθετο με το Διεθνές Δίκαιο και τη διεθνή πρακτική όπως υπαγορεύεται από τα Ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας 541 του 1983 και 550 του 1984, τα οποία ακολούθησε πιστά η Διεθνής Κοινότητα εκτός της Τουρκίας, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια διεθνής πρακτική από την οποία είναι δύσκολο να υπάρξει απόκλιση. Πέραν τούτου, τα Ψηφίσματα αυτά υιοθετήθηκαν και ή αποτέλεσαν τη βάση του σκεπτικού αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στις υποθέσεις Τιτίνας Λοϊζίδου vs Τουρκίας (1996) και πιο πρόσφατα Κύπρου vs Τουρκίας (2001), 4η Διακρατική Προσφυγή. Να σημειωθεί επίσης ότι, η Συνθήκη Προσχώρησης Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση βασίζεται στη ρητή πρόνοια ότι στην Ευρωπαϊκή Ενωση εντάσσεται η Κυπριακή Δημοκρατία στο σύνολο της, με αναστολή εφαρμογής του κεκτημένου μέχρι επίλυσης του κυπριακού προβλήματος, οπότε το Συμβούλιο θα αποφασίσει τους όρους ενσωμάτωσης των Τουρκοκυπρίων. Συνεπώς δεν τίθεται θέμα de jure αναγνώρισης του Ψευδοκράτους.
(β) Αναγνώριση θα σήμαινε, στο βαθμό που θα προερχόταν από την Ευρωπαϊκή Ενωση και τη Διεθνή Κοινότητα, αποκλεισμό των Τουρκοκυπρίων από την ένταξη τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση εφόσον, σε μια τέτοια περίπτωση, θα ήταν αδιανόητη η αποδοχή του Ψευδοκράτους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τουλάχιστο από την Ελλάδα και την Κύπρο. Επιπρόσθετα, θα ενταφιασθεί και η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας για τους ίδιους λόγους.
Όμως, η ιδέα η οποία προωθείται, και αυτό για να ασκηθεί κυρίως πίεση στη δική μας πλευρά, είναι της εισαγωγής, όπως αναφέρεται, του μοντέλου Ταϊβάν στην Κύπρο, δηλαδή ενδυνάμωσης του “acknowledgement” σε διάφορους τομείς, ιδιαίτερα στον οικονομικό, με το επιχείρημα ότι οι Τουρκοκύπριοι θα πρέπει να επιβραβευθούν για το “ΝΑΙ” τους στο Σχέδιο Ανάν και να βγουν από το οικονομικό αδιέξοδο και αποκλεισμό στον οποίο βρίσκονται.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο τίθεται εκβιαστικά το θέμα απευθείας εξαγωγών προϊόντων σε ευρωπαϊκά λιμάνια. Πλην όμως και εδώ υπάρχουν πολλά νομικά προβλήματα τα οποία είναι πολύ δύσκολο να επιλυθούν χωρίς τη συγκατάθεση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Μεταξύ αυτών εγείρεται και το θέμα ότι, εφόσον το Κοινοτικό Κεκτημένο δεν εφαρμόζεται στα κατεχόμενα λιμάνια, εξαγωγές από αυτά θα θεωρούνται σαν εξαγωγές από τρίτη χώρα και θα υπόκεινται στο δασμολόγιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τρίτες χώρες, κάτι το οποίο θα καθιστά τα προϊόντα αυτά ασύμφορα για σκοπούς εξαγωγής τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Επιπρόσθετα η νομιμότητα τέτοιων μέτρων αναμφίβολα θα προσβληθεί, αν όχι από την Κυπριακή Κυβέρνηση, από ιδιώτες, όπως εξάλλου έγινε και στο παρελθόν στις υποθέσεις Αναστασίου ενώπιον του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, με το ενδεχόμενο τα μέτρα αυτά να κηρυχθούν άκυρα και παράνομα.
Περαιτέρω η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αλλά πολύ περισσότερο το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, πρέπει να γνωρίζει ότι υπάρχουν όρια αντοχής της κοινής γνώμης σε Ελλάδα και Κύπρο και το χειρότερο πράγμα το οποίο θα μπορούσαν να πετύχουν αυτή τη στιγμή είναι τα μέτρα αυτά να έχουν περαιτέρω δυσμενή αντίκτυπο στην κοινή γνώμη με αποτέλεσμα, το ενδεχόμενο να υπάρξει πρόοδος σε θέματα επίλυσης του Κυπριακού να μειωθεί. Κάτι τέτοιο δεν επιζητεί η Ε.Ε.
Να αντιμετωπίσουμε τους εκβιασμούς
Ανεξάρτητα από το “ΟΧΙ” των Ελληνοκυπρίων, ο Διεθνής Παράγοντας και η Ευρωπαϊκή Ένωση θα συνεχίσουν να ενδιαφέρονται για την επίλυση του Κυπριακού, γιατί οι λόγοι που υπήρχαν πριν την 24.4.04 εξακολουθούν ασφαλώς να υφίστανται.
Πρόσφατα, σε Συνέδριο του Πανεπιστημίου της Βρέμης στη Βρέμη στις 15.5.04, ο κ. Didier Pfirter Ελβετός Διπλωμάτης στην Πρεσβεία της Λισσαβόνας, Επικεφαλής της ομάδας που συνέταξε τα Σχέδια Ανάν, επιβεβαίωσε ότι για τα Ηνωμένα Έθνη δεν υπάρχει Σχέδιο Β’ και ότι το θέμα βρίσκεται τώρα αποκλειστικά στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην οποία η Κύπρος ανήκει. Τόνισε ότι το μοντέλο της Ταϊβάν, αν υιοθετηθεί, θα αποτελέσει ένα μοχλό πίεσης στους Ελληνοκυπρίους για να δεχθούν τη λύση του Κυπριακού, δηλαδή το 5ο Αναθεωρημένο Σχέδιο Ανάν.
Καθίσταται λοιπόν έκδηλο ότι ο εκβιασμός και η απειλή αυτή θα πρέπει να αντιμετωπισθούν άμεσα και έγκαιρα, τόσο με τη νομική επιχειρηματολογία που θα πρέπει να επιστρατευθεί με τη βοήθεια εμπειρογνωμόνων Ελλάδας και Κύπρου, αλλά και με πολιτικές συμμαχίες στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στέλλοντας τα ορθά μηνύματα ότι μια τέτοια κίνηση, πέραν από τις νομικές επιπτώσεις, θα έχει και πολιτικές, πολύ αρνητικές, τόσον όσον αφορά την προοπτική επίλυσης του Κυπριακού λόγω αντιδράσεων στην κοινή γνώμη σε Ελλάδα και Κύπρο αλλά και στην ευρωπαϊκή προοπτική της ίδιας της Τουρκίας.
Παράλληλα όμως η Κυπριακή και Ελληνική Κυβέρνηση πρέπει να προωθήσουν προτάσεις τους για τη λύση του Κυπριακού. Καταβλήθηκε προσπάθεια το “ΟΧΙ” στο δημοψήφισμα να αποδοθεί στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον οποίο οι Τούρκοι, αλλά δυστυχώς και ο αγγλοαμερικανικός παράγοντας και κάποιοι ευρωπαϊκοί κύκλοι, προσπάθησαν να παρουσιάσουν σαν εθνικιστή ο οποίος δεν ενδιαφέρεται για την επανένωση της Κύπρου και για τη λύση του Κυπριακού. Ατυχείς δηλώσεις από υψηλά ιστάμενα πρόσωπα όπως αυτές του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κ. Κοξ, του Επιτρόπου για τη διεύρυνση κ. Φερχόιγκεν, του Αναπληρωτή Γενικού Γραμματέα κ. Πρέντερκαστ και του Κυβερνητικού Εκπροσώπου του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ κ. Μπάουτσερ, χρησιμοποιούνται κατά κόρον από την Τουρκική Διπλωματία για να ενθαρρύνουν την Ευρωπαϊκή Ένωση να προχωρήσει στα οικονομικά μέτρα και ουσιαστικά στο “acknowledgement”, δηλαδή σε ένα καθεστώς μεταξύ της de facto και της de jure αναγνώρισης που για χρόνια τώρα επιδιώκει ο Λόρδος Χάννεϋ, προπομπός του Σχεδίου Ανάν.
Έχουμε την άποψη ότι οι πιέσεις θα κορυφωθούν ενόψει και των διεργασιών για να εξασφαλισθεί, μέχρι και το Δεκέμβριο του 2004, από το επόμενο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Κορυφής, η ημερομηνία έναρξης του ενταξιακού διαλόγου της Τουρκίας. Οι πιέσεις θα αυξηθούν για να “καμφθεί” η “ελληνοκυπριακή αδιαλλαξία” και να τεθεί εκ νέου το Σχέδιο Ανάν σε Δημοψήφισμα, χωρίς να έχουν επέλθει ουσιαστικές αλλαγές.
Συνεπώς το ξεκαθάρισμα των θέσεων όσον αφορά το “acknowledgement” μέσω της οικονομικής πολιτικής έναντι των Τουρκοκυπρίων και όσον αφορά τις παραμέτρους επίλυσης του Κυπριακού καθίσταται απαραίτητο.
Αδιαμφισβήτητα η εμπλοκή της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Κυπριακό μέσω της ενταξιακής πορείας της Κύπρου, αλλά και της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας, ενήργησε σαν καταλύτης, μερικώς τουλάχιστον, στο να φανεί έστω και “επικοινωνιακά” ότι η Τουρκία έχει αλλάξει τη στάση της στο Κυπριακό δεχόμενη το Σχέδιο Ανάν, αλλά και στο να παραμεριστεί “φαινομενικά” τουλάχιστον -γιατί εξυπηρετούνται έτσι οι στόχοι της Άγκυρας-ο κ. Ντενκτάς.
Εισηγούμαστε “επικοινωνιακά” και “φαινομενικά” γιατί εξακολουθούμε να διατηρούμε τις επιφυλάξεις μας κατά πόσον, εάν οι Ελληνοκύπριοι δεχόντουσαν το Σχέδιο Ανάν με αποτέλεσμα τη διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, οι Τούρκοι θα εφήρμοζαν τις πρόνοιες του Σχεδίου. Πολύ πιο πιθανόν να εξυπηρετούσαν τον μακροπρόθεσμο στόχο του διεμβολισμού της “λύσης”, κατάρρευσης και μη λειτουργίας του Ομόσπονδου Κράτους, με αποτέλεσμα να καταστεί ανενεργός στην πράξη η συμμετοχή της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σε πρώτο στάδιο, και σε δεύτερο στάδιο η εκ των πραγμάτων αναγνώριση του Ελληνοκυπριακού και Τουρκοκυπριακού Κράτους με την παραμονή των τουρκικών στρατευμάτων στην Κύπρο και απόλυτο έλεγχο του κατεχόμενου μέρους από την Τουρκία προς διασφάλιση των τουρκικών γεωστρατηγικών συμφερόντων στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο, κάτι που συνδέεται και με τους αγωγούς πετρελαίου που θα καταλήγουν στην Νοτιοανατολική Τουρκία.
Παράλληλα όμως, η διαδικασία ένταξης άσκησε πίεση και προς τους Ελληνοκύπριους εφόσον έφερε τελικά το Σχέδιο Ανάν, τις βασικές πτυχές του οποίου δέχθηκε η συντριπτική πλειοψηφία του Εθνικού Συμβουλίου, όπως π.χ. την εκ περιτροπής προεδρεία, χιλιάδες εποίκους, ανταλλαγές περιουσιών, αποζημιώσεις, εγγυημένες πλειοψηφίες, εθνοκάθαρση, και πολλά άλλα εφιαλτικά.
Το συντριπτικό “ΟΧΙ” των Ελληνοκυπρίων οπλίζει την Ελλαδική και Κυπριακή ηγεσία να ζητήσουν από την αναπόφευκτη “ευρωπαϊκή εμπλοκή” και συγκεκριμένα σε πολιτικό επίπεδο, δηλαδή σε επίπεδο Πρωθυπουργών και Υπουργών Εξωτερικών, την διασφάλιση βασικών αρχών επίλυσης του Κυπριακού μέσα από κοινά αποδεκτή διατυπωμένη διακήρυξη που θα μπορέσει να αποτελέσει τη βάση και παραμέτρους επίλυσης του Κυπριακού.
Οι προτάσεις μας
Η διακήρυξη αυτή σε επίπεδο Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, κατά τη γνώμη μας, θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει τα εξής: (α) Ικανοποιητική διευθέτηση στα θέματα ασφάλειας που συμπεριλαμβάνει και το θέμα των Εποίκων, ούτως ώστε Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι να αισθανθούν ότι θα ζήσουν σε ένα ασφαλές περιβάλλον και ότι θα υπάρξει αποτελεσματικός μηχανισμός υλοποίησης της οποιασδήποτε συμφωνίας. Με το θέμα αυτό σχετίζεται και η μόνιμη παρουσία στρατευμάτων Εγγυητριών Δυνάμεων στην Κύπρο κάτι το οποίο δεν ικανοποιεί την ίδια την ευρωπαϊκή έννομη τάξη αλλά ούτε και είναι προς το συμφέρον των δύο Κοινοτήτων, (β) Εγγυητικά δικαιώματα Τουρκίας, Ελλάδας και Ηνωμένου Βασιλείου θα πρέπει να αναθεωρηθούν κάτω από το φως της ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ήδη στον τομέα αυτό υπάρχει ο προβληματισμός στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά πόσο μονομερή εγγυητικά δικαιώματα σε ευρωπαϊκό έδαφος συνάδουν με το Κοινοτικό Δίκαιο και Κοινοτικό Κεκτημένο. Έχουμε την άποψη ότι το θέμα αυτό θα πρέπει να μελετηθεί και από νομικής πλευράς, γιατί εκ πρώτης όψεως δεν είναι δυνατόν να υπάρξει εγγύηση από Τρίτη χώρα ή ακόμα και από ευρωπαϊκή για άλλη ευρωπαϊκή.
(γ) Δεν είναι δυνατόν αδιέξοδα να επιλύονται, σε θέματα που αφορούν τη λειτουργία του Κράτους, από Αλλοδαπούς Δικαστές. Η πρόνοια αυτή στο Σχέδιο Ανάν στηρίχθηκε, όπως αποκάλυψε ο κ. Pfirter, στις 15.5.04 στο πιο πάνω Συμπόσιο του Πανεπιστημίου της Βρέμης, στην εμμονή του τέως Προέδρου Γλαύκου Κληρίδη, παρά τη διαφωνία του κ. Ντενκτάς ο οποίος τελικά δέχθηκε, όπως ήταν και η εισήγηση του κ. Κληρίδη, να παραμείνει η πρόνοια αυτή, η οποία ουσιαστικά υποσκάπτει μόνιμα τα κυριαρχικά δικαιώματα του νέου κράτους και θα αποτελεί πηγή μόνιμης έντασης και αντιπαράθεσης.
(δ) Η λύση πρέπει να σέβεται απόλυτα την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και ιδιαίτερα τα εξής:
(ί) το Αρθρο 8 που εγγυάται το δικαίωμα της κατοικίας και συνεπώς το δικαίωμα επιστροφής των προσφύγων στην κατοικία τους.
(ii) Το Αρθρο 1 του 4ου Πρωτοκόλλου, το οποίο εγγυάται το δικαίωμα της ελεύθερης διακίνησης και επιλογής κατοικίας.
(iii) Το Αρθρο 1 του 1ου Πρωτοκόλλου, που εγγυάται το δικαίω-μα της ακίνητης ιδιοκτησίας το οποίο δεν μπορεί να θυσιαστεί στο βωμό των πολιτικών σκοπιμοτήτων, δήθεν για χάρη του δημόσιου συμφέροντος στη βάση μαζικών δημεύσεων με κριτήρια εθνικής καταγωγής, (ε) Δεν μπορεί να υπάρξει η παραμικρή επέμβαση στις εκκρεμούσες προσφυγές ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ή και στο δικαίωμα καταχώρησης νέων προσφυγών κατά της Τουρκίας σε σχέση με τη στέρηση του δικαιώματος περιουσίας κατά το πρότυπο της Τιτίνας Λοϊζίδου. Θα πρέπει η Τουρκία να συμφωνήσει στην καταβολή αποζημιώσεων σεβόμενη τη Νομολογία των αποφάσεων Λοϊζίδου, Ευγενίας Μιχαηλίδου καιΤύμβιου που έχουν ήδη εκδοθεί το 1998 και 2003. (στ) Η Κύπρος δεν μπορεί να αποκλεισθεί με οποιονδήποτε τρόπο από τους σχεδιασμούς της Ευρωπαϊκής Αμυνας και Ασφάλειας αλλά πρέπει να συμμετάσχει σ’ αυτήν σαν πλήρες και ισότιμο Μέλος.
(ζ) Η πολιτική ισότητα Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων δεν μπορεί να σημαίνει διχοτομική και αριθμητική ισότητα, γιατί τέτοιου είδους προκροϋστεια ισότητα παραβιάζει την ίδια την αρχή της ισότητας και δημιουργεί προστριβές και ανασφάλεια στους Ελληνοκυπρίους. Πολιτική ισότητα σημαίνει την αποτελεσματική συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων στην κοινή διακυβέρνηση του Κράτους.
Οι πιο πάνω βασικές αρχές, να σημειωθεί, δεν είναι προς όφελος των Ελληνοκυπρίων αλλά και των ίδιων των Τουρκοκυπρίων γιατί τα θέματα ασφάλειας, ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εποίκων, λειτουργικότητας του κράτους, αφορούν όχι μόνο τους Ελληνοκύπριους αλλά και τους Τουρκοκύπριους.
Καταλήγουμε ότι, στην παρούσα φάση του, το Κυπριακό αν το χειριστούμε κατάλληλα έχει πολύ καλύτερες προοπτικές για μια δικαιότερη, ορθότερη και πλέον ευρωπαϊκή λύση, η οποία θα είναι προς το συμφέρον των Ελληνοκυπρίων, Τουρκοκυπρίων και κατά συνέπεια της Κύπρου, Ελλάδας αλλά ακόμα και της ίδιας της Τουρκίας και των Ηνωμένων Πολιτειών και Ηνωμένου Βασιλείου, εφόσον, ιδιαίτερα το τελευταίο, αντιληφθεί τελικά ότι η εποχή του διαίρει και βασίλευε έχει παρέλθει και ότι μακροπρόθεσμα δεν εξυπηρετούνται τα συμφέροντά του με τη διαιώνιση της πολιτικής αυτής.
Αμεσα θα πρέπει να αντιμετωπισθεί, με νομικά και διπλωματικά μέσα, η επαπειλούμενη οικονομική αναγνώριση του Ψευδοκράτους, δεδομένου ότι δεν υπάρχει κίνδυνος de jure αναγνώρισής του από την Ευρωπαϊκή Ένωση ή τις Ηνωμένες Πολιτείες ή τη Διεθνή Κοινότητα, αλλά παράλληλα θα πρέπει να προωθηθεί διπλωματική αντεπίθεση, με στόχο την ενεργότερη εμπλοκή της Ευρωπαϊκής Ένωσης για καθορισμό σε ευρωπαϊκό επίπεδο των ευρωπαϊκών βασικών προδιαγραφών και παραμέτρων επίλυσης του Κυπριακού προβλήματος, έτσι που να διανοίγονται νέες προοπτικές για την σωστότερη λύση του Κυπριακού.
Λευκωσία, 17 Μαΐου 2004
*Ο δρ. Χρήστος Κληρίδης είναι Βουλευτής του κόμματος των “Νέων Οριζόντων” οτην Κυπριακή Βουλή.