του Μ. Παποκυριοκού, από το Άρδην τ. 47, Ιούνιος 2004
ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΙΑΖΙΚΙΖΙΛΓΙΟΥΡΕΚ (Ολική Κύπρος, σ. 62), το γεγονός όχι οι Κύπριοι “έπαψαν να σκέφτονται κυπριακά και να αντιλαμβάνονται την Κύπρο σαν μητέρα” συνιστά ένα “ιστορικό δυστύχημα”. Η ιστορία, βέβαια, φαινομένων τέτοιου εύρους (χρονικά και χωρικά) ιδεολογιών, δεν μπορεί να εξηγηθεί απλά ως ζήτημα τύχης, υπάρχουν άλλοι παράγοντες που ερμηνεύουν τη διαμόρφωση των εθνικισμών στην Κύπρο. Σήμερα, η νέα τάση είναι ο κυπριωτισμός, ο οποίος συνιστά μια νέα, “διαφορετική μορφή εθνικισμού”, όπως παραδέχεται (αντίθετα με τους περισσότερους θεωρητικούς του κυπριωτισμού) ο Καίσαρ Μαυράτσας (Εθνική ομοψυχία και πολιτική ομοφωνία, ο. 67), έστω και αν βαφτίζεται πολιτικός εθνικισμός και άλλα εύηχα τινά. Η θεωρία αυτή, ότι για να έχουμε ένα βιώσιμο κυπριακό κράτος πρέπει να συγκροτήσουμε μια κοινωνία πολιτών που να είναι νομιμόφρονες στην Κυπριακή Δημοκρατία και όχι στο τουρκικό ή το ελληνικό κράτος, άρχισε να γίνεται δημοφιλής μετά τον πόλεμο του 1974, με την ίδρυση του Νεοκυπριακού Συνδέσμου, κατ’ αρχήν, με συνέδρια κοινωνιολόγων και άλλων, αμερικανοσπουδασμένων κυρίως, επιστημόνων, στη συνέχεια, που φόρτωσαν με συλλογικές ενοχές τους Κυπρίους. Για να φτάσουμε στο σημείο, το 1987, η Αδαμαντία Πολλίς να συμπεραίνει ότι υπάρχουν αρκετά κοινά κυπριακά στοιχεία -και στοιχεία διαφοροποίησης από τις “μητέρες πατρίδες”- ώστε “οι δυσχέρειες στο σχηματισμό μιας κυπριακής εθνοτικής ιδεολογίας δεν είναι ανυπέρβλητες” (“Μακροπρόθεσμες προοπτικές επιβίωσης της Κυπριακής Δημοκρατίας”, στο Επιστημονικό Συμπόσιο: Διαστάσεις των Ελληνοτουρκικών σχέσεων, Αιγαίο-Κύπρος, ο. 105).
Στο ίδιο συμπόσιο (σ. 104), η Αδαμαντία Πολλίς παραδέχεται μεν ότι “οι ρίζες της Κύπρου προέρχονται από τον ελληνικό πολιτισμό”, αλλά ταυτόχρονα μας υπενθυμίζει ότι η Κύπρος ιστορικά “ποτέ δεν ήταν ένα ενσωματωμένο μέρος της Ελλάδας” -λες και όταν δημιουργήθηκε το ελληνικό κράτος όλες οι σημερινές περιοχές του συνιστούσαν τμήμα του, ή στην αρχαία ή μεσαιωνική ιστορία δεν υπήρξαν άπειροι πολυτεμαχισμοί του χώρου. Το γεγονός ότι η Κύπρος είχε διάφορες εμπειρίες κατακτητών και απομεινάρια διάφορων λαών και κουλτουρών, όπως λέει η κ. Πολλίς, και ότι υπάρχει ένα “ξεχωριστό αμάλγαμα”, παρόλο που κυριαρχούν τα ελληνικά πολιτισμικά στοιχεία, δεν αρκεί για να ασπαστούμε τις απόψεις της. Τα παραπάνω κομμάτια του σημερινού ελληνικού κράτους, για να μην πάμε και σε άλλα παραδείγματα εκτός Ελλάδας, βίωσαν διαφορετικές ιστορικές εμπειρίες και ενσωμάτωσαν ποικίλους λαούς που, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ήρθαν και εγκαταστάθηκαν εκεί. Από εκεί και πέρα, το αν κάποιος εντάξει μια ιστορία σε μια ευρύτερη θεώρηση ή επιλέξει να δώσει έμφαση στα στοιχεία τοπικής ιδιαιτερότητας, όπως εισηγείται ο Νεοκυπριακός Σύνδεσμος (Νεοκυπριακός Σύνδεσμος, 13 απαντήσεις σε 13 ερωτήματα, σ. 22), είναι ζήτημα πολιτικού προσανατολισμού. Η εθνικιστική ιστορία μπορεί να αντλήσει και να επιλέξει κατά βούληση ό,τι τη βολεύει.
Πέρα όμως από την ιστορία, τα επιχειρήματα των κυπριωτιστών μπορούν να είναι ακόμα πιο γελοία, όταν επικαλούνται για παράδειγμα κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς των Κυπρίων. Όταν ο Νεοκυπριακός Σύνδεσμος (“13 απαντήσεις σε 13 ερωτήματα”, σ. 22-23), για παράδειγμα, επικαλείται ως στοιχεία διαφοροποίησης των Κυπρίων από τον τουρκισμό (sic) και τον ελληνισμό την “έλλειψη πονηριάς, την ύπαρξη αφέλειας, τη συνέπεια και εντιμότητα του στις συναλλαγές του, τη σε υπερβολικό βαθμό ανεκτικότητα και τη ραθυμία του”, λες και αυτά τα στοιχεία ανθρώπινης συμπεριφοράς είναι ιδιαιτερότητες κυπριακές ή όλοι οι Κύπριοι είναι αφελείς και ανεκτικοί (ανεκτικοί;;;). Ο Μπλαν (Ο διαμελισμός της Κύπρου, η γεωπολιτική ενός διχασμένου νησιού, σ. 76 και σ.111) παραθέτει κάποια ακόμα κοινά γνωρίσματα -σύμφωνα με τους κυπριωτιστές- των Κυπρίων, όπως “την ανεκτικότητα, την εγκράτεια, μια προδιάθεση στην ανυποταξία, την τάση “αγιοποίησης” των παιδιών, το μείγμα κοσμοπολιτισμού και επιστροφής στις ρίζες, τα αισθήματα φιλοξενίας και συγχώρεσης” και ακόμα “την ίδια αγάπη για το νησί τους”, τη “μετριοπάθεια”, τη “συντροφικότητα”, τη “βαθιά συναίσθηση της εργασίας και της γιορτής”, μια “έφεση για μάθηση” κοκ. Κάντε όλοι λοιπόν μια αυτοκριτική, για να δείτε πόσο Κύπριοι είστε ή όχι, σύμφωνα με τον κυπριωτιστικό ιδεότυπο (εγώ, με βάση τα πιο πάνω κριτήρια, μάλλον πρέπει να έχω καταβολές από το Καμερούν)!
Επιπλέον, οι κυπριωτιστές, όπως επισημαίνει και ο κατεξοχήν ειδήμων του θέματος, Καίσαρ Μαυράτσας (Όφεις του ελληνικού εθνικισμού στην Κύπρο, σ. 176, και Εθνική Ταυτότητα και Καθημερινή Ζωή, “Από την Εθνική θεωρία στο Εθνικό Φρόνημα των Ελληνοκυπρίων”, Περιοδικό Σύγχρονα θέματα, Τεύχος 68-69-70, ο. 70), εστιάζουν το ενδιαφέρον τους, ελλείψει αποτελεσματικών ιστορικών, πολιτισμικών και θεσμικών παραδειγμάτων, στην πραγματικότητα της καθημερινής ζωής, σε στοιχεία λαϊκού πολιτισμού, αγροτικών παραδόσεων και καθημερινών συνηθειών του πληθυσμού: (όπως σημειώνει η μπροσούρα του Νεοκυπριακού Συνδέσμου, που ήδη επικαλεστήκαμε) το καφενείο ή τα προγράμματα στην τηλεόραση (ειδικά τότε, που υπήρχε μόνο ΡΙΚ ακόμα) συντελούσαν ακριβώς στη διαμόρφωση ενός ιδιαίτερου “μικρόκοσμου”. Βέβαια τέτοιοι “μικρόκοσμοι” υπάρχουν σε οποιαδήποτε κοινωνία, σε κάθε νομό -για παράδειγμα- της Ελλάδας, με τα τοπικά κανάλια, τις παραδόσεις, τις ιδιαίτερες συνθήκες και προβλήματα, χωρίς από αυτό να προκύπτει απαραίτητα μια ξεχωριστή συλλογική πολιτική ταυτότητα, πέραν αυτής του ελληνικού κράτους. Άρα, η καθημερινή ζωή δεν αρκεί για τους κυπριωτιστές.
Οπότε, παίρνουμε κάποια άλλα κοινά, όπως οι παραδόσεις: Όπως παραθέτει ο Μπλαν (Ο διαμελισμός της Κύπρου, η γεωπολιτική ενός διχασμένου νησιού, σ. 76), οι κυπριωτιστές θεωρούν, πως οι δύο κοινότητες της Κύπρου “μοιράζονται τις ίδιες γαστριμαργικές και καλλιτεχνικές παραδόσεις”, οι οποίες εξηγούνται πιο αναλυτικά στο ίδιο βιβλίο (σ. 111): οι κοινοί χοροί όπως το τσιφτετέλι, το θέατρο σκιών (Καραγκιόζης), το κυπριακό τυρί (χαλλούμι) κοκ. Βέβαια, το τσιφτετέλι και ο ινδονησιακής προέλευσης Καραγκιόζης είναι εξίσου δημοφιλή σε όλη την ανατολική Μεσόγειο, ενώ χαλλούμι τρώνε και στην απέναντι αραβική ακτή, όπως είχα την ευ- καιρία να διαπιστώσω και ιδίοις όμμασι (και σιομάχω). Αυτό μπορεί να σημαίνει δύο πράγματα: ή υπάρχουν πολλοί υπόδουλοι κρυπτο-Κύπριοι εκτός Κύπρου, στη λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου, τους οποίΰυς καλό θα ήταν να εντάξουμε στο αλυτρωτικό πρόγραμμα του νέου μας εθνικού κινήματος, ή ότι δεν αρκεί το χαλλούμι και ο καραγκιόζης για να φτιάξουμε μια κυπριακή ταυτότητα. Άρα, πάμε και στους ανώτερους – οι Άγγλοι να είναι καλά – θεσμούς μας…
Σύμφωνα με το κυπριωτιστικό επιχείρημα (Εθνική ομοψυχία και πολιτική ομοφωνία, σ. 134-135 και 82-86), οι ίδιοι οι Ελλαδίτες ομολογούν, πως η Κύπρος, “παρά τη διαφθορά και το ρουσφέτι” (έτσι γράφει ο Μαυ-ράτσας, δεν τα λέω εγώ αυτά), το κυπριακό είναι ένα κράτος πιο αποτελεσματικό από το ελληνικό. Η αγγλική διοίκηση άφησε λοιπόν κάποια καλά, πέραν ότι, κατά τον Μαυράτσα, μας γλίτωσε από τη μικρασιατική καταστροφή (εσχάτως άρχισε να προκύπτει ως απειλή πάλι, με την απόρριψη του σχεδίου Ανάν) ή τον ελληνικό εμφύλιο (που βέβαια μεταφέρθηκε στην Κύπρο, με τη Χ2 και αργότερα με τους εθνικόφρονες και ΑΚΕΛικούς, που συγκρούονταν στα μεταλλεία, στην ΕΟΚΑ, έφτιαχναν χωριστά ποδοσφαιρικά σωματεία κοκ). Οι θεσμοί του κυπριακού κράτους είναι στοιχείο ιδιαιτερότητας που πολύ λογικό είναι να αφορά τους Κυπρίους, αφού αυτό το κράτος έχουν ως σημείο αναφοράς και με αυτό συναλλάσσονται, σε ζητήματα δικαιοσύνης, για παράδειγμα. Αυτό δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην και πολιτική ταύτισή τους με το κράτος: θα έπρεπε δηλαδή κάποιος να ζητήσει να εκδικαστεί μια υπόθεση του σε ελληνικό δικαστήριο αντί σε κυπριακό, για να δείξει τις προτιμήσεις του; Το να θεωρεί κάποιος (Μαυράτσας / Εθνική ομοψυχία και πολιτική ομοφωνία, σ. 84) ότι “θεσμικά, η εμπειρία της βρετανικής αποικιακής διοίκησης και η εγκαθίδρυση της ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας είναι οι δύο βασικότεροι παράγοντες που επέδρασαν στη συγκρότηση της σύγχρονης κυπριακής κοινωνίας”, είναι μια αντιμετώπιση που παρακάμπτει ένα σωρό στοιχεία, όπου η πραγματικότητα του ελληνικού κράτους είναι ακόμα παρούσα στην Κύπρο, πέραν ότι είναι και αυτονόητη η σημασία αυτών των δύο παραγόντων. Η μάχη των σημαιών (ελληνική, κυπριακή, ευρωπαϊκή: Συνδυασμός δύο απ’ αυτών;) είναι αρκετά πιο ενδεικτική επ’ αυτού.
Ο Νιαζί Κιζιλγιουρέκ θεωρούσε (Το αδιέξοδο των εθνικισμών, σ. 137) πως “όταν οι Κύπριοι έρχονται αντιμέτωποι με την Ελλάδα ή την Τουρκία, η κυπριακή ταυτότητα βγαίνει μπροστά, ενώ όταν αντιμετωπίζουν ο ένας τον άλλο ταυτίζονται με την ελληνική και την τουρκική εθνική ταυτότητα”. Αυτή η κατάσταση ακριβώς δείχνει πως υπάρχει ένας δυνητικός κυπριακός εθνικισμός, στηριγμένος στον τοπικισμό και το συντηρητισμό των Κυπρίων, που μετά το 1974 άρχισε να προσφέρει μια νομιμοποίηση στους εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσόντες Κυπρίους και με τα σχέδια Ανάν έγινε αναγκαιότητα, ώστε να συνυπάρξουν ως νομιμόφρονες πολίτες του ίδιου κράτους (κράτους;), οι Έλληνες και Τούρκοι (ακόμα) της Κύπρου. Στηριζόμαστε στην πολιτική βούληση για λύση τύπου Ανάν, στις αναγκαιότητες της καθημερινής ζωής (όπως η κυπριακή γραφειοκρατία) και στο χαλλούμι και καταλήγουμε στο νέο Κύπριο, διαλέγοντας και επιλεγμένα αποσπάσματα από την ιστορία που μας βολεύουν (με αυτά τα διασκεδαστικά θα ασχοληθούμε εκτενώς σε άλλη περίσταση). Στοιχεία όπως οι αγώνες για ένωση ή διχοτόμηση, η εθνοτική αντιπαράθεση και οι εκατέρωθεν προκαταλήψεις, ή η διαφορά στη γλώσσα και τη θρησκεία, θεωρούνται δευτερεύουσες ή και παραβλέπονται εντελώς.
Εξάλλου, ο “περήφανος που είναι Κύπριος”, που το φωνάζει, Μικελλίδης, δεν είναι ο πρώτος που έθεσε, πριν μερικές εβδομάδες, ζήτημα διαφορετικής γλώσσας από την ελληνική; Ο Μαυράτσας ήδη (Εθνική ομοψυχία και πολιτική ομοφωνία , α. 83) αναφέρεται σε δυσκολίες κατανόησης της “ελληνοκυπριακής” (sic) από τους Ελλαδίτες, προσθέτοντας το σύνδρομο κατωτερότητας προς αυτούς, από τους Κυπρίους, που τους θεωρούν πιο ευφράδεις. Δε χρειαζόμασταν τον Μαυράτσα για να μας πει ότι (Εθνική ομοψυχία και πολιτική ομοφωνία, σελ, 105) “οι Ελληνοκύπριοι έχουν τη δική τους γλωσσική ποικιλία […] η οποία διαφέρει σαφώς από τη γλώσσα που ομιλείται στην Ελλάδα”. Έχω δει πρόσφατα τους Κυπρίους στις τηλεοπτικές εκπομπές στην Ελλάδα, (pop idol και τα τοιαύτα) που δυσκολεύονται να κατανοήσουν την ελληνική γλώσσα, ενώ έχω ζήσει και στιγμές άφατου κάλλους στην Κύπρο, όταν έτυχε πολλάκις να μιλώ ελληνικά και να μη με καταλαβαίνουν, οπότε ένιωσα τουρίστας σε ένα μακρινό νησί ή μειονοτικός Έλληνας, αντί επαναπατρισθείς για ολιγοήμερες διακοπές στον τόπο μου. Δε συμπαθώ τους κινδυνολόγους, που θεωρούν ότι όλη η ανθρωπότητα συνωμοτεί αδιάκοπα σε σκοτεινά υπόγεια για να μας αφελληνίσει, αλλά είναι γεγονός ότι, τα τελευταία χρόνια, οι Κύπριοι εξαγγλίζονται και μάλιστα σε μια νόθα εκδοχή της αγγλικής, ανακατεμένης με λίγη διάλεκτο (όχι τη γνήσια, που με φυσικότητα και ανυπόκριτα μιλούσαν οι προπάπποι μας στην κλειστή, αγροτική κοινωνία τους, και η οποία είχε πανάρχαιες ελληνικές καταβολές, κουβαλώντας και όλες τις επιδράσεις κατακτητών και περαστικών από το νησί).
Διαδικασία που δεν συμβαίνει μόνο στο νότιο τμήμα του νησιού, αλλά και στο βόρειο: η ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ Μυρσίνη Ζορμπά, ένθερμη οπαδός των κυπριωτιστικών αντιλήψεων προφανώς, θεωρούσε ως μόνα χωριστικά στοιχεία των δύο κοινοτήτων, τη γλώσσα και τη θρησκεία, τα οποία αποκάλεσε και “δευτερεύοντα χαρακτηριστικά” (Ελευθεροτυπία, 9.8.2003) – προφανώς πιο σημαντικά είναι το χαλλούμι και ο καραγκιόζης. Αυτή η κυρία, λοιπόν, παρατηρούσε ότι στο βόρειο κομμάτι της Κύπρου “πολλοί μιλάνε ελληνικά και οι περισσότεροι αγγλικά”, ενώ όσο για τη θρησκεία, ε, κι αυτήν εύκολα την παρακάμπτουμε, αφού “το θρησκευτικό στοιχείο στα κατεχόμενα είναι πολύ αδύναμο”. Έτσι, αφού βγάλαμε νοκ άουτ θρησκεία και γλώσσα και παραλείψαμε ιστορία και πολιτικά αιτήματα, μας μένει το χαλλούμι και οι κοινοί θεσμοί (οι οποίοι βέβαια δεν είναι τόσο κοινοί και καθημερινοί για τους κατοίκους της Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου εδώ και 30 χρόνια, αλλά το παρακάμπτουμε κι αυτό, στην προκρούστεια κλίνη μας).
Εισηγούμαι να προσθέσουμε στον κατάλογο των κυπριακών ιδιαίτερων στοιχείων και το γαϊδούρι, που, όπως είχε δηλώσει κάποτε ο Ντενκτάς (Ορτάμ, 13.11.1995), είναι “το μοναδικό πράγμα που είναι κυπριακό” στην Κύπρο. Τουλάχιστον αυτό είναι σίγουρα κυπριακό και μπορεί να αποτελέσει ενοποιητικό σύμβολο των δύο “σύνοικων στοιχείων”, αλλά και να αποτελέσει το έμβλημα της νέας, αναδυόμενης ως Αφροδίτης μέσα από τη θάλασσα των ανανικών σχεδίων, Κυπριακής Δημοκρατίας μας (μας;). Οπότε κάντε ένα έλεγχο, εξετάστε αν έχετε τα χαρακτηριστικά που θεωρούν οι κυπριωτιστές πως πρέπει να έχετε, και αν αποδειχθεί όντως πως είστε γνήσιο κυπριακό γαϊδούρι θα κερδίσετε το δικαίωμα παραμονής στο νέο κράτος. Αν πάλι δεν είστε αφελείς και ράθυμοι, δεν παρακολουθείτε τακτικά ΡΙΚ, δε σας συγκινεί η Κυπριακή Αστυνομία και δεν τρώτε χαλλούμι, μπορείτε να αρχίσετε να ετοιμάζετε τις βαλίτσες σας, καθώς η αστυνομία σκέψης του νέου κράτους ίσως σας θεωρήσει επικίνδυνα εξτρεμιστικά σοβινιστικά στοιχεία, που αρνούνται να κυπριωτιστούν και ντρέπονται να βγουν στο δρόμο να φωνάξουν πως είναι Κύπριοι.
Αμπάλατο κυπριακό (αλλά όχι και κυπριώτικο) γαϊδούρι