Αρχική » Από το Γούντστοκ στο Μπρέξιτ: η τραγωδία της φιλελεύθερης μεσαίας τάξης (B΄μέρος)

Από το Γούντστοκ στο Μπρέξιτ: η τραγωδία της φιλελεύθερης μεσαίας τάξης (B΄μέρος)

από Άρδην - Ρήξη

Του Τζόναθαν Ράδερφορντ* από τον νέο Λόγιο Ερμή τ. 20, συνέχεια από το πρώτο μέρος

Φιλελεύθερος μηδενισμός

Ο κοινωνικός θεωρητικός Κρίστοφερ Λας θα απευθύνει μια προφητική προειδοποίηση σχετικά με την προοδευτική πολιτική και τον κόσμο των «απεριόριστων δυνατοτήτων» που την χαρακτηρίζει. Στο έργο του, Η Εξέγερση των Ελίτ (1996), θα γράψει: 

Κάποτε ήταν η «εξέγερση των μαζών» που απειλούσε την κοινωνική τάξη και τις εκπολιτιστικές παραδόσεις της δυτικής κουλτούρας. Στις μέρες μας, ωστόσο, η κύρια απειλή φαίνεται να προέρχεται από εκείνους που βρίσκονται στην κορυφή της κοινωνικής ιεραρχίας, και όχι από τις μάζες.

Ο Λας είχε κατανοήσει τα ταξικά συμφέροντα των νέων ελίτ και της φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης πραγμάτων. Όταν έρχονται αντιμέτωπες με την αντίθεση στις δικές τους προοδευτικές αξίες, «αποκαλύπτουν το δηλητηριώδες μίσος» που κρύβεται πίσω από τη φιλανθρωπία τους. Η αντιπαράθεση κάνει τους ανθρωπιστές να ξεχνούν τις ίδιες τις φιλελεύθερες αξίες τις οποίες ισχυρίζονται ότι υπηρετούν.

Κάποτε, η μεσαία τάξη λειτουργούσε ως στυλοβάτης του εθνικού κράτους. Από πολλές πλευρές, αυτό δεν ήταν ελκυστικό: ήταν αυταρχική, στενόμυαλη, ρατσιστική και ανταγωνιστική προς τις εργατικές τάξεις. Αλλά την ίδια στιγμή συνέβαλλε στην καλλιέργεια μιας αίσθησης εντοπιότητας και στην υπεράσπιση των κοινών αξιών και της κοινής κουλτούρας δίχως τις οποίες ένα έθνος διαλύεται.

Η παλιά μεσαία τάξη επέβαλλε όρια στην κοινωνία, πραγματικά και συμβολικά, όρια που προστάτευαν τους ανθρώπους από τις καταχρήσεις της εξουσίας. Κάτω από συνθήκες ριζικών οικονομικών αλλαγών, η τάξη αυτή υποσκελίστηκε από μια νέα φιλελεύθερη μερίδα της μεσαίας τάξης, της οποίας η προοδευτική πολιτική και το ιδεώδες της διαφορετικότητας αποδόμησε αυτά τα όρια, και προκάλεσε μια εξέγερση ενάντια στους περιορισμούς του έθνους και της εντοπιότητας. Αυτό που είχε τώρα σημασία ήταν η απαλλαγή της ανθρωπότητας από τις συγκρούσεις και την αδικία.  

Ο Τζον Λοκ (1632-1704), στην Δεύτερη Πραγματεία περί Κυβερνήσεως (1689), θεμελίωσε τη φιλελεύθερη κοσμοαντίληψη. Η φυσική κατάσταση των ανθρώπινων όντων ήταν να είναι ελεύθερα, ίσα και ανεξάρτητα. Αντί για τις αμοιβαίες υποχρεώσεις που συνδέουν τα όντα αυτά σε οικογένειες και κοινότητες, ο μόνος δεσμός που μας συνέχει είναι η συναίνεση. Αυτή η εκδοχή του φιλελευθερισμού επικράτησε έναντι όλων των άλλων πολιτικών, φιλοσοφικών και θρησκευτικών δογμάτων. Ωστόσο, δεν έχει τίποτα να πει για τις οικογένειες και τις κοινότητες μέσα στις οποίες γεννιόμαστε, ούτε για την πολιτισμική και θρησκευτική μας κληρονομιά. Η φιλελεύθερη εκδοχή της ελευθερίας αγνοεί τους πιο βασικούς δεσμούς που διατηρούν τη συνοχή της κοινωνίας.   

Τι είναι ελευθερία;

Σύμφωνα με τον Γάλλο στοχαστή Πιέρ Μανάν (Pierre Manent), η απάντηση που διατυπώνει ο φιλελευθερισμός είναι η αναπόφευκτη πρόοδος προς μια κατάσταση ατομικής ολοκλήρωσης. Η επιδίωξη της ευτυχίας θα οδηγήσει στην ίδια την ευτυχία. Η ελευθερία του λόγου θα οδηγήσει στην αλήθεια. Ο σκοπός της ανθρωπότητας είναι να βελτιώνεται. Έτσι, θα πρέπει να υπάρχει ένας στόχος πέραν της ελευθερίας που να δίνει σκοπό στην ανθρώπινη ζωή. Αλλά ο φιλελευθερισμός δεν προσφέρει κάτι τέτοιο. Η ελευθερία, γράφει ο Μανάν, αποτελεί το καλύτερο πλαίσιο για την ανθρώπινη δραστηριότητα, αλλά δεν μπορεί από μόνη της να της προσφέρει εντελέχεια ή κάποιον σκοπό. Η πίστη στην πρόοδο υπήρξε η πιο θεμελιώδης αρχή της. Όταν αυτή η πίστη διαψεύσθηκε, όταν το μέλλον δεν μπορεί πλέον να γίνει προβλέψιμο, αποκαλύπτεται ένα κενό που αντιπροσωπεύει μια κρίση ατομικού και συλλογικού νοήματος.

Γουντστόκ 1999, πηγή φώτο

Η γέννηση της τραγωδίας

Τον Ιούλιο του 1999, η 30ή επέτειος του Γούντστοκ γιορτάστηκε από 400.000 ανθρώπους, σε ένα τετραήμερο φεστιβάλ που πραγματοποιήθηκε σε μια εγκαταλειμμένη αεροπορική βάση, κοντά στην πόλη Ρώμη της πολιτείας της Νέας Υόρκης. Η σκηνή ήταν μια κακόγουστη παρωδία του φαντασιακού της δεκαετίας του 60. Οι τιμές των εισιτηρίων ήταν εξωπραγματικές. Στους θεατές απαγορευόταν να φέρουν μαζί τους φαγητό και νερό στον συναυλιακό χώρο: τίποτε δεν ήταν δωρεάν. Το αντικομφορμιστικό ήθος ήταν κυνικό και κατασκευασμένο. Επρόκειτο για ένα μυθοποιημένο, εμπορευματοποιημένο και συσκευασμένο Γούντστοκ – ένα ακριβό κακέκτυπο αντίγραφο.

Το Σάββατο το βράδυ, το συγκρότημα ραπ Limp Bizkit απορρόφησε και έστειλε πίσω στο κοινό τη υπόρρητη βία του. Εκεί που ο Σαντάνα, κάποτε, επιδείκνυε την μαστουρωμένη δεξιοτεχνία του, οι Limp Bizkit εξέπεμψαν οργή και θυμό. Ο επικεφαλής τραγουδιστής της μπάντας, Φρεντ Ντάρστ (Fred Durst), εκτόξευσε προς το πλήθος στίχους αγανάκτησης: «Δεν υπάρχει κανένας γαμημένος κανόνας εκεί έξω» […] «Τίποτα», φώναξε, «δεν πρόκειται να αλλάξει».

Το μήνυμά του ήταν απλό: «Αφήστε με ήσυχο». Αμέσως μετά, ξέσπασαν ταραχές.

Μέσα σε αυτήν την πενηντάχρονη πορεία από τη νεότητα στην πατρότητα και την πολιτική και πολιτισμική εξουσία, μια καταστροφική δυναμική, που υπήρχε μέσα στη φιλελεύθερη μεσαία τάξη της Αμερικής, μετέβαλε το «Κάνε το δικό σου» στο «Αφήστε με ήσυχο». Επρόκειτο για μια έκφραση μηδενισμού που κατέκλυσε ολόκληρη τη Δύση[1]. Έτσι, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η πρώτη σημαντική πολιτική αμφισβήτηση της προοδευτικής πολιτικής των φιλελεύθερων οικονομικών, του υπερεθνισμού και του αχαλίνωτου ατομικισμού θα έρθει από εκείνην την εργατική τάξη που είχε αλλοτριωθεί πολιτικά.

Στις αρχές του νέου αιώνα, η κοινωνική αποδιάρθρωση, που είχε χτυπήσει τη μαύρη Αμερική κατά τη δεκαετία του 1970, θα πλήξει τώρα και τους λευκούς. Μια επιδημία αυτοκτονιών, που πήγαζαν από την απελπισία και τη μοναξιά, συγκλόνιζε τις λευκές κοινότητες της βιομηχανικής εργατικής τάξης. Η Βρετανία, έχοντας χάσει τη βιομηχανική της υποδομή λίγο αργότερα από τις ΗΠΑ, ακολουθούσε στα ίδια βήματα. Τα συμπτώματα εκδηλώνονται πλέον ξεκάθαρα. Στις περιοχές που έχουν πληγεί περισσότερο (και οι οποίες βρίσκονται σε κραυγαλέα αντίθεση με τις ευκατάστατες), η πλήρης απασχόληση και ο γάμος –που κάποτε πρόσφεραν σταθερότητα και οδηγούσαν στην ενηλικίωση– έγιναν η εξαίρεση στον κανόνα. Οι κοινωνικοί δεσμοί, που άλλοτε συνείχαν σε κοινωνία τις οικογένειες, είχαν διαρραγεί και εξαφανιστεί.

Τα παιδιά αντιπροσωπεύουν τον πιο ευαίσθητο δείκτη αυτής της κοινωνικής αποδιάρθρωσης.

Το 2004, ένα στα δέκα παιδιά μεταξύ 5-15 ετών έπασχε από κάποια ψυχική ασθένεια. Σήμερα, το αντίστοιχο ποσοστό είναι ήδη ένα στα εννιά. Το ψηφιακό γραφείο του Εθνικού Συστήματος Υγείας στη Βρετανία, που αποτελεί τμήμα της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, αναφέρει ότι περίπου το ένα στα έξι παιδιά του φτωχότερου 1/5 των οικογενειών εμφανίζει συμπτώματα ψυχικής ασθένειας, την ίδια στιγμή που στα πλουσιότερα νοικοκυριά το ποσοστό είναι ένα στα είκοσι. Αυτά που κινδυνεύουν περισσότερο είναι τα λευκά παιδιά που ζουν στα φτωχότερα νοικοκυριά. Μέχρι να φτάσουν τα 16 τους χρόνια, το 65% των παιδιών των φτωχότερων νοικοκυριών δεν ζουν και με τους δυο γονείς τους.

Η απομόνωση, η φτώχεια και τα αισθήματα αποκλεισμού έχουν καταστεί ενδημικά, ενώ έχει καταγραφεί μια δραματική αύξηση στα επίπεδα χρόνιου πόνου και ασθενειών όπως ο διαβήτης, η κατάθλιψη και το άγχος. Το επακόλουθο είναι η αύξηση των αυτοκτονιών καθώς και των θανάτων από ναρκωτικά και αλκοόλ. Η κοινωνική διάλυση και η απειλή μιας τέτοιας διάλυσης συνέβαλαν στην άνοδο του λαϊκιστικού εθνικισμού στις καπιταλιστικές δημοκρατίες. Brexit, εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, Κίτρινα Γιλέκα στη Γαλλία, οι εργατικές τάξεις εγκαταλείπουν την Αριστερά: κάθε τέτοια νέα εξέλιξη φέρνει σε αμηχανία τα κόμματα της σοσιαλδημοκρατίας. Εγκλωβισμένα στις πολιτικές του φιλελεύθερου εξισωτισμού και τις ρητορικές της ισότητας, τα κόμματα της Αριστεράς πασχίζουν να κατανοήσουν τις συνέπειες της πολιτισμικής και κοινωνικής καταστροφής.

Σήμερα, η Αριστερά σπανίως μιλάει για την οικογένεια, δεν λέει τίποτα για τις σχέσεις των ανθρώπων και απαξιώνει την ιδέα του γάμου. Παραμένει καχύποπτη απέναντι στον πατριωτισμό και βλέπει το έθνος και την εθνική ταυτότητα ως εκδηλώσεις αντίδρασης και ρατσιστικού αποκλεισμού. Όπως προφητικά παρατήρησε ο βουλευτής του Εργατικού Κόμματος Τζόν Κρούντας (Jon Cruddas), το 2013, η κυριαρχούμενη από τον φιλελευθερισμό Αριστερά μπέρδεψε την ιδέα της προόδου με την «περιφρόνηση της εντοπιότητας και της αναζήτησης εστίας, οικογένειας και ασφάλειας». 

Κυνηγώντας το φιλελεύθερο ιδεώδες περί ελευθερίας, η μορφωμένη μεσαία τάξη έχασε στον δρόμο το κύρος που κάποτε πρόσφερε στην πολιτική της ηγεμονία έναν βαθμό εθνικής συναίνεσης. Και, έτσι, κατέστη θύμα και ταυτόχρονα θύτης της μορφής του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού που υπερασπιζόταν, συμπιεσμένη ανάμεσα στην πλουτοκρατία του πλουσιότερου 1% και τις λαϊκιστικές μάζες. Η πολιτική της, όλο και περισσότερο, δεν ανέχεται καμιά αντιπολίτευση. Η διαμαρτυρία στον δρόμο έχει μεταβληθεί εν πολλοίς σε μια αστική δραστηριότητα, ενώ το προσβλητικό ύφος που υιοθετούν πολλοί αριστεροί ριζοσπάστες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι εντελώς απαράδεκτο.

Στη Βρετανία, ο «ανελεύθερος φιλελευθερισμός», που χαρακτήρισε τους κορμπινιστές, επιβάρυνε τους ακτιβιστές της αποτυχημένης καμπάνιας υπέρ ενός δεύτερου δημοψηφίσματος, με τις περιφρονητικές εκφράσεις τους εναντίον όσων ψήφισαν υπέρ του Brexit, και τη σιγουριά τους για τα μειονεκτήματά του. Η ψήφος υπέρ του Brexit πυροδότησε την ανάφλεξη της απογοήτευσης της φιλελεύθερης μεσαίας τάξης που σιγόκαιγε μέχρι τότε.

Το Εργατικό Κόμμα έχει καταληφθεί εδώ και πολλά χρόνια από αυτήν τη φιλελεύθερη μεσαία τάξη, και τώρα έχει μεταβληθεί στην εστία ενός νεότευκτου πουριτανικού ζήλου, όπως δείχνει η στάση των κορμπινιστών οι οποίοι εύκολα αποκαλύπτουν το δηλητηριώδες μίσος που κρύβεται πίσω από τον φαινομενικό ανθρωπισμό τους. Κάποτε, οι Μεθοδιστές, η αγγλικανική Εκκλησία αλλά και η οργανωμένη εργατική τάξη αποτελούσαν πολιτικά οχυρά απέναντι στον σεκταριστικό εξτρεμισμό. Σήμερα, ωστόσο, δεν είναι παρά σκιές του παλαιότερου εαυτού τους.

Σαν συνέπεια όλων αυτών, ήρθε η καταβαράθρωση των Εργατικών στις πρόσφατες εκλογές. Η ηγεσία του Κόρμπιν έκανε το Εργατικό Κόμμα να χάσει τη στήριξη της εργατικής τάξης στα παραδοσιακά ιστορικά κέντρα του, καθώς αυτή ψήφισε υπέρ του ιστορικού εχθρού του: τους Τόρις. Εδώ ακριβώς βρισκόμαστε σήμερα: Προσπαθώντας να ξεφύγει από τον δικό του μηδενισμό, ο φιλελευθερισμός θα οδηγήσει τη μεσαία τάξη εκεί που ο Νίτσε είχε κατανοήσει πολύ καλά, «πίσω στην εξαντλημένη έρημο της δικής του αφηρημένης κουλτούρας».

Έχουμε πάρει λάθος δρόμο. Και πού μπορεί να μας οδηγήσει αυτός; Στη φάρμα του Γιάσγκουρ, εκείνο το τριήμερο του 1969, κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι θα καταλήγαμε εδώ.


[1] Μια ιδιαίτερη έκφραση αυτού του μηδενισμού αποτέλεσε ο «Δεκέμβρης» του 2008 στην Ελλάδα (σ.τ.ε.).

* Ο Βρετανός Jonathan Rutherford είναι βουλευτής του Εργατικού Κόμματος της Μ. Βρετανίας και ηγείται του πολιτικού ρεύματος της πατριωτικής Αριστεράς (Blue Labour). Το κείμενο δημοσιεύτηκε στις 18 Δεκεμβρίου 2019, στην ιστοσελίδα του New Statesman.

Μετάφραση: Γιώργος Ρακκάς


[1] Μια ιδιαίτερη έκφραση αυτού του μηδενισμού αποτέλεσε ο «Δεκέμβρης» του 2008 στην Ελλάδα (σ.τ.ε.).

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ