του Μ. Γκίβαλου, από το Άρδην τ. 48-49, Αύγουστος 2004
ΕΙΝΑΙ ΚΡΙΣΙΜΑ τα ερωτήματα που απασχολούν σήμερα την προοδευτική σκέψη αλλά και κάθε πολίτη που βιώνει τις αντιφάσεις και τις κρίσης της σύγχρονης κοινωνίας: Ποιοι είναι οι όροι που συγκροτούν σήμερα την Αριστερά; Ποιο είναι το θεωρητικό της οπλοστάσιο; Μπορεί να διατυπώσει ένα εναλλακτικό πρότυπο απέναντι στο νεο-φιλελεύθερο μοντέλο της Αγοράς; Μπορεί να διαμορφώσει σύγχρονους τύπους κοινωνικών συμμαχιών και να εκφράσει μια νέα ισορροπία μεταξύ του ατομικού και του συλλογικού, μεταξύ της πολιτικής, της οικονομίας και της κοινωνίας;
Ή μήπως θα παραμείνει μεσοπρόθεσμα μια συμπληρωματική δύναμη, αναμένοντας την εκδήλωση των καθολικών κρίσεων του συστήματος; Γιατί σήμερα, στο πεδίο των ασκούμενων πολιτικών “αριστερά” και “δεξιά”, σε διεθνές επίπεδο, διασταυρώνουν και επικαλύπτουν συχνά τα βήματά τους. Δεν φαίνεται να διαμορφώνονται ξεκάθαρες θέσεις και αρχές, αλλά προκαθορισμένοι ρόλοι προς διεκπεραίωση.
α) Νεοφιλελευθερισμός και Αριστερά
Ο φιλελευθερισμός, όπως τον γνωρίσαμε μεταπολεμικά, προσέλαβε την ήπια μορφή του κεϋνσιανισμού, εισάγοντας στο σύστημα του ανταγωνισμού στοιχεία κοινωνικών δικαιωμάτων. Το κράτος πρόνοιας, όμως, εφαρμόσθηκε τελικά ως “υπολειμματικό” πρότυπο και δεν προσέλαβε την οργανική δομή ενός ολοκληρωμένου κοινωνικού κράτους με αυτο-αναπα-ραγωγικές δυνατότητες σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, η Δεξιά προσφεύγει, για να νομιμοποιήσει πολιτικο-ιδεολογικά τον νέο τύπο συσσώρευσης, στις βασικές αρχές του φιλελευθερισμού. Επικαλείται τις αρχές του φιλελευθερισμού, στο όνομα του Α. Smith, όμως στην πραγματικότητα, επιδιώκει ένα πρότυπο τύπου Hobbes, μια κοινωνία ιδιωτών που ανταγωνίζονται υπό την πολιτική κυριαρχία μιας ελίτ που αποφασίζει. Αυτό είναι άλλωστε και το παγκοσμιοποιούμενο πρότυπο της «νέας τάξης», με επικεφαλής τον υπερατλαντικό Ηγεμόνα.
Βεβαίως, το νεο-φιλελεύθερο πρότυπο, μικρή σχέση έχει με το πρότυπο του Α. Smith. Ο κλασικός φιλελευθερισμός απευθύνεται ιστορικά σ’ ένα σύστημα μικρών και μεσαίων παραγωγών, όπου ο ανταγωνισμός λειτουργεί εξισορροπητικά στη σχέση κόστος παραγωγής – τιμή διάθεσης. Ο ίδιος ο Α. Smith επικαλείται τη δημόσια-κρατική παρέμβαση, όταν κυριαρχούν μονοπωλιακές
τάσεις στην αγορά. Η συγκρότηση της κοινωνίας στο κλασικό φιλελεύθερο επιχείρημα προϋποθέτει την ενότητα του ηθικοπολιτικού και του οικονομικού στοιχείου, προσδίδοντας ευρύτερο κοινωνικο-αξιακό περιεχόμενο στις ιδέες της ισότητας και της ελευθερίας.
Αντίθετα, ο νεοφιλελευθερισμός διασπά την ενότητα αυτή και έρχεται σε ευθεία ρήξη με το κλασικό φιλελεύθερο επιχείρημα. Οι Hayek και Friedman δεν είναι “διάδοχοι” του Α. Smith αλλά αντίπαλοι του, και αυτό δεν έχει κατανοηθεί επαρκώς.
Η Αριστερά, από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, τελεί, περίπου, σε παραίτηση. Δεν υφίσταται απλώς μια σειρά από πολιτικές ήττες. Η πλέον κρίσιμη εξέλιξη αφορά στην εγκατάλειψη των μεθοδολογικών – εννοιολογικών της εργαλείων και των βασικών κοινωνικών-αξιακών της θεμελίων.
Η “επίσημη” Αριστερά, θεσμοποιημένη με τη μορφή των σοσιαλδημοκρατικών, σοσιαλιστικών και μετα-κομμουνιστικών κομμάτων, εγκαταλείπει σήμερα όχι μόνο τις δημοκρατικές εκδοχές, όχι μόνο τις δογματικές εκδοχές του Μαρξισμού, αλλά και ουσιώδη περιεχόμενα του διαφωτιστικού προτύπου.
Με μεθοδολογικό πλαίσιο τη με-τα-μοντέρνα εκδοχή, η “συστημική” αυτή Αριστερά αρνείται να αντιμετωπίσει τον αντίπαλο της στο πεδίο της καθολικότητας. Αποδέχεται σιωπηρά τον δυϊσμό μεταξύ ιστορικότητας και νεωτερικότητας -την μεθοδολογική τομή που θέτει ο Φουκουγιάμα με το “τέλος των ιδεολογιών”- και κρατεί για τον εαυτό της την ιστορικότητα, ερμηνεύοντας τη νεωτερικότητα ως περίοδο αδιάλειπτης και απόλυτης κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού1 .
Γι’ αυτό και περιγράφει σήμερα τον καπιταλισμό της παγκοσμιοποίησης ως ένα μετα-βιομηχανκό τύπο ανάπτυξης και συνακόλουθα, η κοινωνική της ανάλυση βασίζεται σ’ έναν τύπο μετα-τάξεων (post-classes), που δεν μπορούν να συγκροτήσουν συλλογικότητες ούτε να εκφράσουν τη γενική βούληση. Αποτελούν, σύμφωνα με την εκδοχή αυτή, ομάδες συμφερόντων που συνδέονται με τη διοίκηση και τις οικονομικές δομές μέσω δικτύων, χωρίς να μεσολαβούνται από το πολιτικό σύστημα και τους κοινωνικο-πολιτικούς θεσμούς. Από εδώ προκύπτει και η κρίση αντιπροσώπευσης που χαρακτηρίζει τις σύγχρονες μορφές Δημοκρατίας2.
Αυτή ακριβώς η προσέγγιση συνιστά μια καίρια μεθοδολογική και εννοιολογική υποχώρηση. Η προσέγγιση της σύγχρονης πραγματικότητας, είτε συντελείται μέσω του φορμαλισμού του επικοινωνιακού πράττειν, είτε με την ανάλυση αυτόνομων δομών της πραγματικότητας (προβλήματα του “περιφερειακού”, του “τοπικού”, της οικολογίας, των μειονοτήτων κ.λπ.), που δεν προκύπτουν από τη σύνθεση αλλά από τη διάσπαση της κοινωνικο-οικονομικής ολότητας και των σχέσεων που την συγκροτούν.
Κυριαρχεί δηλαδή η αποσπασματικότητα, ο εμπειρισμός και ο σχετικισμός. Η προσπάθεια σύνθεσης μιας συνολικότερης θεωρητικής προσέγγισης, που θεμελιώνεται στους σύγχρονους τύπους παραγωγικών και κοινωνικών σχέσεων και στις νέες μορφές που προσλαμβάνει η αντίθεση Κεφαλαίου – Εργασίας, θεωρείται μια επιστροφή στη χαμένη ιστορικότητα και εγκαταλείπεται.
β) Η κρίση του Πολιτικού
Πάνω σ’ αυτή τη σύγχυση προτύπων αξιών και μεθοδολογικών προσεγγίσεων, προκύπτει σήμερα η αλληλοδιαπλοκή και επικάλυψη του πολιτικού λόγου των φιλελεύθερων και σοσιαλδημοκρατικών φορέων του πολιτικού συστήματος που οξύνει την κρίση πολιτικής αντιπροσώπευσης και αποδυναμώνει το βαθμό πολιτικής νομιμοποίησης των φορέων αυτών.
Πράγματι, η υποχώρηση ουσιωδών αξιών συναίνεσης και κανονιστικής συγκατάθεσης (legitimacy) και η επικράτηση -αντίθετα- του κυνισμού, του σκεπτικισμού και της αδιαφορίας σε ένα σοβαρό τμήμα της κοινωνίας, οδηγεί στην πολύπλευρη αυτή κρίση3
Η κρίση των κομμάτων της διακυβέρνησης (είτε συντηρητικών είτε σοσιαλδημοκρατικών) εκφράζει την αδυναμία οργάνωσης του κοινωνικού χώρου με συνέπεια την απόσυρση από την πολιτική και την υπονόμευση των κοινωνικών αξιών4. Η δυναμική του νεοφιλελεύθερου οικονομικού προτύπου, που εφαρμόζεται σήμερα στην Ευρώπη, περιορίζει τα όρια των κυβερνητικών πολιτικών στην ενίσχυση του πόλου των οικονομικών συμφερόντων.
Γι αυτό και οι κυβερνήσεις στην Ευρώπη, αδύναμες να αντιμετωπίσουν τα βασικά κοινωνικοοικονομικά προβλήματα, εναλλάσσονται στην εξουσία ανεξάρτητα από τα πολιτικο-ιδεολογικά τους χαρακτηριστικά
Τα κόμματα, με την έννοια αυτή, καθίστανται μέσα, “εργαλεία”, για την επιτυχία των στόχων του οικονομικού συστήματος. Αλλοιώνονται, μεταμορφώνονται και χάνουν την αυθεντική τους σχέση με τις κοινωνικές ομάδες που, τυπικά πλέον, εκπροσωπούν. Γίνονται και τα ίδια βορά των στόχων του νεοφιλελεύθερου προτύπου.
Όμως αυτού του τύπου η ομοφωνία των κομμάτων της διακυβέρνησης διαμορφώνεται στην ουσία αρνητικά: Προκύπτει από την απουσία στρατηγικών επιλογών για την αντιμετώπιση κρίσιμων προβλημάτων όπως η ανεργία, η διάλυση των κοινωνικών θεσμών, η καταστροφή του περιβάλλοντος κ.λπ. Πρόκειται για μια “σύγκλιση” των φορέων του πολιτικού συστήματος που οδηγεί από την πολυφωνία στην ομοφωνία και, κατ’ ουσία, στην “πολιτική αφωνία .
Γι αυτό και χάνουν σταδιακά το νόημά τους οι εννοιολογικά σημαντικές αντιθέσεις: Δεξιά – Αριστερά, Συντηρητισμός – Προοδευτισμός, Κυβέρνηση – Αντιπολίτευση, τουλάχιστον στο πεδίο όπου εφαρμόζονται οι στρατηγικές της διακυβέρνησης. Μπορούν μάλιστα να δώσουν τη θέση τους σε άλλα αντιθετικά ζεύγη όπως: Την τάξη και τον νόμο από τη μια πλευρά και τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα από την άλλη.
Αυτό το (ανερχόμενο) αίτημα της επανεδραίωσης της παράδοσης, του κύρους (authority) και της ισχύος (power) του Κράτους συνιστά ένα πρόταγμα νεοσυντηρητικών θεωρητικών κατασκευών (Νέα Δεξιά, Ακροδεξιά), το οποίο μάλιστα απευθύνεται σε εκείνες τις κοινωνικές ομάδες που πιστεύουν ότι δεν εκπροσωπούνται στο πολιτικό σύστημα.
Όπως άλλωστε ισχυρίζεται ο ίδιος ο Hayek, συμπυκνώνοντας τα νοήματα αυτά: “Η Δημοκρατία δεν είναι αυτοσκοπός αλλά μέσον, ένα ωφελιμιστικό στρατήγημα που συντελεί στη
διασφάλιση του ύψιστου πολιτικού στόχου: της ελευθερίας”6.
Σήμερα παρατηρούμε την αυτονόμηση της νεοφιλελεύθερης οικονομικής στρατηγικής από τις κοινωνικο-θεσμικές στρατηγικές και τις προσδοκίες των κοινωνιών (εργασία, εισόδημα, κοινωνική ασφάλεια, χειραφετητικό πράττειν). Αυτή ακριβώς η ασυμβατότητα μεταξύ των δύο επιπέδων, οικονομικού και κοινωνικού, αποδυναμώνει το πολιτικό σύστημα και διασπά τον κοινωνικό ιστό σε υποσυστήματα, καθένα των οποίων αναζητεί την επιβίωση και την προοπτική του σ’ ένα συνεχώς εντεινόμενο ανταγωνιστικό περιβάλλον.
γ) 0 ρόλος της Αριστεράς
Αυτός ο κενός “χώρος” καλυπτόταν παραδοσιακά -έστω και ατελώς- από το κοινωνικό κράτος. Και αυτό το “κενό” πρέπει να διερευνήσει η σύγχρονη Αριστερά και να οικοδομήσει μια σύγχρονη στρατηγική πρόταση για μια συνεκτική σχέση μεταξύ κοινωνίας, οικονομίας και πολιτικής.
Σήμερα η Αριστερά έχει παραχωρήσει το πεδίο της οικονομίας στην ιστορική της αντίπαλο και έχει περιορίσει την κριτική της εκτός του πυρήνα της αντίθεσης κεφαλαίου-Εργασίας και των σύγχρονων μορφών εκμετάλλευσης, οι οποίες καθίστανται ολοένα και περισσότερο αδιαφανείς μέσα στα δίκτυα του νέου τεχνοκόσμου.
Για να κατακτήσει ξανά τον ιστορικό της ρόλο η Αριστερά θα πρέπει πριν απ’ όλα να σκέπτεται ως Αριστερά, να συλλαμβάνει τις κυρίαρχες αντιθέσεις και να προβάλλει τον δικό της κοινωνικο-θεσμικό λόγο.
Στο σύγχρονο “παγκοσμιοποιούμενο” οικονομικό περιβάλλον, όπου τα τεχνολογικά-επικοινωνιακά δίκτυα οικοδομούν τον νέο τύπο κοινωνικών και παραγωγικών σχέσεων και διαμορφώνουν τα νέα αξιακά πρότυπα της εξατομικευμένης δράσης στην αγορά, απαιτείται από την Αριστερά μια συνολικού χαρακτήρα μεθοδολογική αλλά και πρακτική αντιμετώπιση.
Κατά πρώτον, θα πρέπει να κατανοηθεί ότι οι σημαντικές τεχνολογικές εξελίξεις έχουν μεταβάλει την τεχνογνωσία από απλή διαμεσολάβηση σε κυρίαρχη παραγωγική σχέση που όχι μόνο αναδιαμορφώνει τη σχέση Κεφαλαίου-Εργασίας, αλλά οδηγεί στην ανάδυση νέων κοινωνικών σχέσεων και νέων τύπων κοινωνικής οργάνωσης. Η τεχνική γνώση, η τεχνολογία, δεν αποτελούν έναν ουδέτερο παράγοντα, ένα μέσον προς την επίτευξη της ανθρώπινης προόδου, όπως ισχυρίζεται η “μονόδρομη” νεοφιλελεύθερη αντίληψη. Αντίθετα η τεχνική γνώση ενσωματώνεται στον σκοπό, μέσον και σκοπός ενοποιούνται και εντάσσονται στους στόχους της οικονομίας της αγοράς και στις στρατηγικές της κυριαρχίας της “νέας τάξης” πραγμάτων.
Οι “έξυπνες βόμβες” που σκοτώνουν με χειρουργική ακρίβεια, οι καταστροφές του περιβάλλοντος, τα προβλήματα των τροφίμων, οι εξελίξεις στο πεδίο της γενετικής μηχανικής -που θέτουν επί τάπητος την ανάγκη καθορισμού κανονιστικών πλαισίων- είναι κάποια ελάχιστα παραδείγματα που μας δείχνουν τον ρόλο που πρέπει να διαδραματίσουν οι σύγχρονες κοινωνίες στον έλεγχο των σύγχρονων τεχνικών-παραγωγικών μέσων, τα οποία βρίσκονται υπό την πλήρη εποπτεία των κέντρων αποφάσεων της στρατιωτικο-πολιτικής και οικονομικής ελίτ της παγκοσμιοποίησης.
Όλες αυτές οι δεσπόζουσες αντιθέσεις, οι οποίες παράγονται σε κάθε κομβικό σημείο της σύγχρονης, παγκοσμιοποιούμενης,τεχνικο-οικονομικής δομής, αποτελούν και το πεδίο συνάντησης της Αριστεράς με τα κινήματα της αντι-παγκοσμιοποίησης. με τα κοινωνικά κινήματα που προασπίζουν τις κοινωνικές κατακτήσεις, που αγωνίζονται για την Ειρήνη και την αλληλεγγύη.
Η συνάντηση αυτή της Αριστεράς -μιας Αριστεράς με γνώση των σύγχρονων προβλημάτων, με πολιτικές θέσεις και αρχές, με συγκροτημένες μεθοδολογικές αναλύσεις- με τα κοινωνικά κινήματα, με τους πολίτες που επιδιώκουν έναν δικαιότερο και πιο ανθρώπινο κόσμο, μπορεί να αποτελέσει μια Ιστορική “στιγμή” που θα θέσει τέλος στη “μονόδρομη” νεοφιλελεύθερη πρακτική και θα οδηγήσει στην επανασυγκρότηση μιας νέας πολιτικοκοινωνικής συμμαχίας. Μιας συμμαχίας ικανής να αγωνισθεί αποτελεσματικά ώστε οι οικονομικές λειτουργίες και η τεχνολογική πρόοδος να ενταχθούν στις κοινωνικές προτεραιότητες και ανάγκες.
*Επίκουρος Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Αθηνών
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
/.Ο Hayek αποσυνδέει τις ανθρώπινες ικανότητες από τις ιστορικές, κοινωνικές και παραγωγικές δομές και τις ανάγει σε αφηρημένες φυσικές κατηγορίες, οι οποίες κυριαρχούν έναντι των κοινωνικών. Αυτή η μεθοδολογική επιλογή οδηγεί τον F.A. Hayek στη διατύπωση της ρήσης ότι «η πρόταση πως όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ίσοι, είναι μη αληθής» πρβλ. Hayek, F.A., The Constitution of Liberty, Routledge and Kegan Paul, London 1960, σελ. 87.
2 . Από μια ιδιαίτερα εκτεταμένη βιβλιογραφία μπορούμε ενδεικτικά να επισημάνουμε:
-Μπελ Ντ., Ο πολιτισμός της μεταβιομηχανικής Δύσης, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα
1999.
-Λυοτάρ Ζ., Η μεταμοντέρνα κατάσταση, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1998. -Μάρρεϋ Ντ., The condition of Post-modernity, Cambridge 1990. – Τζαίημσον Φτ., To Μεταμοντέρνο ή η πολιτισμική λογική του ύστερου καπιταλισμού, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1999.
3 – Για μια αναλυτική προσέγγιση της έννοιας του πολιτικού κυνισμού πρβλ. Δεμερτζής Ν – Καφετζής Π., Πολιτικός κυνισμός, πολιτική αλλοτρίωση και ΜΜΕ, εις Ε.Ε.Π.Ε., Κοινωνία και Πολιτική, εκδ. θεμέλιο, Αθήνα 1996,
σελ. 211.
4 . Όπως σημειώνει ο Δ. Γράβαρης «Η κρίση του κοινωνικού κράτους φέρνει στο προσκήνιο την αδυναμία του πολιτικού στοιχείου να υποδυθεί τον ρόλο που του έχει ανατεθεί αρχικά, αφού τόσο οι κρίσεις όσο και οι ‘αποτυχίες’ δεν έχουν αποκλειστικό σημείο προέλευσης το πεδίο της οικονομίας αλλά ιδιαίτερα εκείνο της πολιτικής.» πρβλ. Γράβαρης Δ., Κρίση του Κοινωνικού Κράτους και Νεωτερικότητα, εκδ. Ίδρυμα Σάκη Καράγιωρ-
γα, Αθήνα 1997.
5 . Για την αναλυτική προσέγγιση της κρίσης νομιμοποίησης του σύγχρονου κράτους πρβλ. Χελντ Ντ., Μοντέλα Δημοκρατίας, εκδ. Πολύτροπον,
Αθήνα 2003, σελ. 232-241. 6 . Πρβλ. Hayek F.A., The road to Serfoiom, Routledge and Kegan Paul, London, 1976.