Αν ο ελληνικός τουρισμός δεν αποκτήσει διακριτή ταυτότητα, η παρακμή θα επέλθει αργά ή γρήγορα…
Του Γιώργου Ξένου από την Ρήξη φ. 165
Είναι ευρέως αποδεκτή η σημασία του τουρισμού για την εθνική οικονομία. Ας δούμε κάποια βασικά μεγέθη: O κλάδος συμμετέχει συνολικά στο ΑΕΠ σε ποσοστό 20%. Η συνολική απασχόληση προσεγγίζει τους 950.000 εργαζομένους. αυτό μεταφράζεται σε 21,7% της συνολικής απασχόλησης. Το 2019, είχαμε στη χώρα μας 32 εκατομμύρια αφίξεις τουριστών, ενώ ο τζίρος πλησίασε τα 18 δισεκατομμύρια ευρώ (Πηγή: ΣΕΤΕ 2019).
Σε αντιδιαστολή με το 2019, το 2020 καταγράφηκε μια τρομακτική πτώση, που κυμάνθηκε στο 75-80%, σε αφίξεις και έσοδα. Προς το παρόν, οι προβλέψεις για το 2021 μοιάζουν εξίσου δυσοίωνες. Η επίτευξη του στόχου του 50% των αφίξεων του 2019 είναι πια το ρεαλιστικό σενάριο. όπως έχει εξελιχθεί η κατάσταση, το καλό σενάριο θα είναι ν’ ανέλθει στο 60-70% του 2019.
Μετά το τέλος της περσινής δύσκολης χρονιάς, οι περισσότεροι αναλυτές του κλάδου τοποθετούσαν την επάνοδο του ελληνικού τουρισμού στα προπέρσινα καλά επίπεδα κατά το 2022. Πλέον, δειλά δειλά, ακούγονται όλο και περισσότερες φωνές που προβλέπουν την πλήρη επιστροφή κατά το 2023 ή και το 2024!
Αξίζει να σημειώσουμε ότι, προς το παρόν, δεν έχει προκύψει κύμα πτωχεύσεων στον κλάδο. Τα ποσοστά εκποίησης των επιχειρήσεων παραμένουν σε σχετικά σταθερά επίπεδα. Η πιο πιθανή αιτία είναι ότι οι περισσότερες επιχειρήσεις είχαν εκμεταλλευτεί τις συνεχιζόμενες καλές χρονιές στον τουρισμό και κράτησαν αντιστάσεις το 2020, έστω και με αρκετή δυσκολία. Επιπλέον, τα μέτρα στήριξης-ελάφρυνσης της πολιτείας -ειδικά προς τον τουριστικό κλάδο- έπαιξαν τον ρόλο τους στη συγκράτηση της τάσης. Ωστόσο, αυτό είναι βέβαιο ότι δεν πρόκειται να συνεχίσει να ισχύει, αν και το 2021 είναι καταστροφικό. Τότε, θα δούμε μεγάλες ανακατατάξεις στον κλάδο, με πολλές επιχειρήσεις -κυρίως μικρές- να μην καταφέρνουν ν’ αντέξουν τους κλυδωνισμούς.
Παρ’ όλες τις αναταράξεις που προκαλεί η κρίση του κορωνοϊού, ο ελληνικός τουρισμός έχει ισχυρές βάσεις. Το είδος των υπηρεσιών και των καταλυμάτων που παρέχονται είναι σε πολύ καλό επίπεδο, σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, και, κυρίως, σε ανταγωνιστικές τιμές για τον επισκέπτη. Ο κλάδος έχει αποκτήσει μια ισχυρή, αυτόνομη δυναμική, την τελευταία δεκαετία, η οποία θα του επιτρέψει αργά ή γρήγορα να επιστρέψει στα επίπεδα των «χρονιών-ρεκόρ». Ωστόσο, ένας προβληματισμός που κυριαρχεί ζωηρά σε αρκετούς επαγγελματίες του κλάδου, αλλά και σε ολόκληρη την ελληνική κοινωνία, είναι προς τα πού πάει ο ελληνικός τουρισμός; Ποια κατεύθυνση ακολουθεί και πώς αυτή δύναται να επιστρέφει τα μεγαλύτερα δυνατά οφέλη στην ελληνική οικονομία και κοινωνία.
Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια, κυρίως από την κρίση των μνημονίων και έπειτα, η διακλαδικότητα του τουρισμού με άλλους τομείς της οικονομίας βαίνει συνεχώς βελτιούμενη. Σίγουρα δεν είναι στο επιθυμητό επίπεδο, αλλά καταγράφει σημαντική άνοδο. Αυτό οφείλεται σε μια σειρά από λόγους: Πρώτον, την συνειδητοποίηση από ένα σημαντικό κομμάτι του τουριστικού κλάδου, ότι είναι ζήτημα εθνικής επιβίωσης η διασύνδεση της ανόδου του κλάδου με άλλους παραγωγικούς τομείς της ελληνικής οικονομίας. Δεύτερον, η πέραν πάσης αμφιβολίας συνειδητοποίηση ότι αν ο ελληνικός τουρισμός δεν αποκτήσει διακριτή ταυτότητα, το λεγόμενο δικό του «brand name», η παρακμή θα επέλθει αργά ή γρήγορα.
Μάλιστα, είναι ενδιαφέρον ότι αυτή η τάση αντιμετωπίζεται θετικά και από τα μεγάλα ξένα τουριστικά γραφεία, τα οποία διακινούν σημαντικό όγκο τουριστών στη χώρα μας. Καθόλου παράδοξο, αν σκεφτούμε ότι και αυτοί με τη σειρά τους απευθύνονται σ’ ένα ολοένα και πιο απαιτητικό καταναλωτικό κοινό, το οποίο ενδιαφέρεται για τις ιδιαιτερότητες του τόπου που θα πληρώσει για να επισκεφθεί.
Η τάση αυτή είναι υπαρκτή, καταγράφεται και φαίνεται ότι έχει ισχυρά θεμέλια. Απαντάται κυρίως σε δύο βασικούς άξονες δραστηριοποίησης των τουριστικών επιχειρήσεων (κυρίως των ξενοδοχείων). Πρώτον, στο λειτουργικό σκέλος των επιχειρήσεων και δεύτερον, στα πάγια στοιχεία τους. Το λειτουργικό σκέλος αφορά τη χρήση από τις επιχειρήσεις προϊόντων που παράγονται στην Ελλάδα και είναι αναγκαία για την καθημερινή λειτουργία τους. Εδώ συναντάμε συνέργειες με κλάδους όπως τον αγροτικό (φρούτα, λαχανικά, λάδι), τη βιομηχανία τροφίμων (ζυμαρικά, κονσερβοποιία, αλλαντοποιία, τυροκομικά) και ποτών (αναψυκτικά, κρασί, μπύρες), τη βιομηχανία προϊόντων καθαρισμού (χημικά, χαρτοποιία, σαπουνοποιία και άλλα πολλά. Δυστυχώς όμως, σε μια σειρά από κωδικούς προϊόντων υψηλής αξίας, όπως π.χ. η κατανάλωση κρέατος, η συμμετοχή παραμένει εξαιρετικά χαμηλή –οι εισαγωγές κρέατος ξεπερνούν το 70% της συνολικής κατανάλωσης.
Από την άλλη, τα πάγια στοιχεία υποδεικνύουν οικονομική διακλαδικότητα με μια σειρά από προϊόντα που είναι αναγκαία για να στηθεί μια επιχείρηση. Εδώ θα παρατηρήσουμε επίσης άλλα ενδιαφέροντα στοιχεία. Για παράδειγμα, τα λογισμικά που χρησιμοποιούνται για να οργανωθούν αυτού του τύπου οι επιχειρήσεις (σε πωλήσεις – αγορές – οργάνωση και διοίκηση) είναι τις περισσότερες φορές ελληνικής έμπνευσης και κατασκευής. Επιπλέον, οι τεράστιες ανάγκες σε εξοπλισμούς έχουν επιτρέψει τη στενή σύνδεση με κλάδους όπως η βιομηχανία επίπλων, στρωματοποιίας, αλουμινίου, ηλιακών συλλεκτών, λευκών ειδών, οικοδομικών υλικών και άλλων.
Εν κατακλείδι, είναι σημαντικό ν’ αναγνωρίσουμε, ότι αν ο ελληνικός τουρισμός δεν αποκτήσει τη δική του διακριτή ταυτότητα, τον δικό του ξεχωριστό χαρακτήρα (brand name), δεν θα έχει αξιόλογο μέλλον. βασικές διαστάσεις αυτού του διακριτού χαρακτήρα είναι η γαστρονομική και η πολιτισμική.
Σ’ ένα συνεχώς πιο ανταγωνιστικό παγκόσμιο περιβάλλον, θα καταφέρουν να μείνουν στο τουριστικό προσκήνιο εκείνες οι χώρες που θα δώσουν το κάτι διαφορετικό στον επισκέπτη τους, μια πραγματικά ξεχωριστή εμπειρία διακοπών. Όσο παράδοξο κι αν φαίνεται στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, οι ταυτότητες (εθνικές και τοπικές) είναι αυτές που τελικά θα επιβιώσουν. g
*Ο Γιώργος Ξένος είναι Ξενοδόχος