Του Γιώργου Λυκοκάπη
Αν και η κυβέρνηση Μπάιντεν, σχεδόν με το «καλημέρα», επιβεβαίωσε τις ψυχροπολεμικές της ιδεοληψίες, κηρύσσοντας μάλιστα έναν γεωπολιτικό διμέτωπο αγώνα εναντίον της Ρωσίας και της Κίνας, βλέπουμε πως δεν έχει τις (επικίνδυνες) ιδεοληψίες του προκατόχου της στο ζήτημα του Ιράν.
Στις συνομιλίες που πραγματοποιούνται στη Βιέννη για τη διάσωση της ιστορικής συμφωνίας για τον έλεγχο του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν, οι Αμερικανοί διαπραγματευτές δήλωσαν ότι υπέβαλαν πολύ σοβαρές προτάσεις για τη διάσωση της συμφωνίας. Το μείζον ερώτημα είναι αν η στάση της Τεχεράνης επηρεαστεί από το σαμποτάζ στο πυρηνικό εργοστάσιο της Νατάνζ, για το οποίο η ιρανική κυβέρνηση έδειξε ως υπαίτιο το Ισραήλ.
Μέχρι στιγμής οι Ιρανοί ζητούσαν από τους Αμερικανούς την άρση του συνόλου των αμερικανικών κυρώσεων, προκειμένου να αρχίσουν να τηρούν και πάλι τους όρους της συμφωνίας. Οι διαπραγματεύσεις προφανώς θα επηρεαστούν από ενδεχόμενα πολεμικά αντίποινα του Ιράν, οι οποίοι πάντως είχαν επιλέξει να δείξουν αυτοσυγκράτηση στη δολοφονία το ίδιου του αρχιτέκτονα του πυρηνικού του προγράμματος, που είχε τη σφραγίδα ων ισραηλινών μυστικών υπηρεσιών. Ο λόγος ήταν τότε η επικείμενη ορκωμοσία του Τζο Μπάιντεν.
Το Ιράν, συγκεκριμένα οι υποστηρικτές της συμφωνίας στο ισλαμικό καθεστώς, φαίνεται να πιστεύουν πως ο Δημοκρατικός πρόεδρος επιδιώκει τη διάσωσή της, η οποία συμφωνία είχε υπογραφεί επί κυβέρνησης Ομπάμα. Συμφωνία που έμεινε μετέωρη, καθώς αποσύρθηκε μονομερώς ο Τραμπ, προκειμένου να ακολουθήσει την πολιτικής της «μέγιστης πίεσης» εις βάρος της Τεχεράνης, από κοινού με τους κυριότερους εχθρούς του σιιτικού Ιράν, το Ισραήλ και το σουνιτικό βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας, που είναι σφοδροί πολέμιοί της.
Οι λόγοι για τη στάση των παραδοσιακών μεσανατολικών συμμάχων των ΗΠΑ είναι οι εξής: Ο μόνος δυνητικός στρατιωτικός αντίπαλος του Ισραήλ στον ισλαμικό κόσμο, που βλέπει πλέον τους Άραβες φίλους του να πολλαπλασιάζονται, είναι το σιιτικό Ιράν. Όσον αφορά τη βασιλική οικογένεια της Σαουδικής Αραβίας, ζει με τον εφιάλτη μιας (υποκινούμενης από την Τεχεράνη) εξέγερσης των σιιτικών μειονοτήτων του Κόλπου, η οποία θα ανατρέψει τα σουνιτικά μοναρχικά καθεστώτα, όπως επιδίωκε ο Αγιατολάχ Χομεϊνί, ο ιδρυτής της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν.
Μάλιστα Τελ Αβίβ και Ριάντ είχαν θεωρήσει «πισώπλατη μαχαιριά» την υπογραφή της συμφωνίας από την κυβέρνηση Ομπάμα και έπαιξαν τα ρέστα τους στην πολιτική «μέγιστης πίεσης» του Τραμπ ευελπιστώντας όχι τόσο σε ένα προληπτικό πολεμικό πλήγμα κατά του Ιράν (το οποίο έχει δυνατότητες τρομακτικών αντιποίνων μέσω των παραστρατιωτικών ομάδων που εξοπλίζει στον «σιιτικό διάδρομο» της Μέσης Ανατολής), όσο στην κατάρρευση του καθεστώτος, από την (επίσης μονομερή) επαναφορά των αμερικανικών οικονομικών κυρώσεων.
Τελικώς, η περίφημη στρατηγική της «μέγιστης πίεσης» θα μείνει στην ιστορία ως ένα μνημείο αποτυχίας της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Το ιρανικό καθεστώς, παρά τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα που του προκάλεσαν οι κυρώσεις, όχι μόνο δεν κατέρρευσε, αλλά παραμένει υπολογίσιμος παίκτης στη Μέση Ανατολή και την Ευρασία, έχοντας πάντα αρραγή τον λεγόμενο «σιιτικό διάδρομο»: το καθεστώς Άσαντ στη Συρία, τις στρατιές των σιιτικών πολιτοφυλάκων στο Ιράκ, τους αντάρτες Χούτι στην Υεμένη και τη Χεζμπολάχ στον Λίβανο.
Ο ίδιος ο Τραμπ, αναγκάστηκε να καταπιεί τον εγωισμό του και να ομολογήσει την αποτυχία της πολιτικής «μέγιστης πίεσης», καθώς υποχρεώθηκε να δηλώσει πως δεν επιθυμεί αλλαγή καθεστώτος στο Ιράν και προσπάθησε να βρει διαύλους επικοινωνίας με τον μετριοπαθή Ιρανό πρόεδρο Χασάν Ρουχανί, υπολογίζοντας στη μεσολάβηση του Γάλλου προέδρου Μακρόν. Όμως, οι Ιρανοί δεν είχαν καμία διάθεση να διαπραγματευτούν μαζί του και έχουν ξεκινήσει να τηρούν μία αμφίπλευρη στάση έναντι της πυρηνικής συμφωνίας.
Αν και η Τεχεράνη επέλεξε να μην ακολουθήσει τον Τραμπ και παρέμεινε στη συμφωνία, έχει ξεκινήσει να παραβιάζει επιμέρους διατάξεις της, όσον αφορά στον απεμπλουτισμό ουρανίου, θέλοντας να διαπραγματευτεί από θέση ισχύος με την Ουάσιγκτον. Η Σαουδική Αραβία παρακολουθεί με έκδηλη νευρικότητα τις εξελίξεις, ενώ το Ισραήλ συνεχίζει τον δικό του υβριδικό πόλεμο κατά του Ιράν, που περιλαμβάνει σαμποτάζ στις εργοστασιακές του εγκαταστάσεις, με τελευταίο αυτό στη Νατάνζ και στοχευμένα πυραυλικά πλήγματα σε ιρανικούς στόχους στη Συρία.
Τα ισραηλινά μέσα ενημέρωσης περιγράφουν την αντιπαράθεση Ιράν και Ισραήλ ως ελεγχόμενο πόλεμο χαμηλής κλιμάκωσης. Δηλαδή οι δύο πλευρές περιορίζονται σε «υβριδικού» τύπου πολεμικές επιχειρήσεις, θέλοντας να αποφύγουν μία εκτός ορίων αντιπαράθεση. Βέβαια το Ισραήλ δοκιμάζει τα νεύρα των Ιρανών και μοιάζει να επιδιώκει μία ακραία αντίδραση της Τεχεράνης, προκειμένου να τορπιλίσει τις διαπραγματεύσεις με τους Αμερικανούς. Μοιάζει να πιστεύει πως με αυτόν το τρόπο θα επιστρέψει ο Μπάιντεν στην πολιτική της «μέγιστης πίεσης», με το Τελ Αβίβ να θεωρεί ότι ακολουθεί πολιτική κατευνασμού έναντι του ισλαμικού καθεστώτος.
Ο Δημοκρατικός πρόεδρος επέλεξε να προβεί σε ορισμένες κινήσεις καλής θέλησης προς την Τεχεράνη: τερμάτισε την υποστήριξη στη Σαουδική Αραβία στον αιματηρό πόλεμο κατά των σιιτών ανταρτών Χούτι στην Υεμένη, γεγονός που χαιρέτισε το Ιράν. Το δε πυραυλικό πλήγμα της κυβέρνησης Μπάιντεν στη Συρία κατά φιλοϊρανικών πολιτοφυλάκων, ουδόλως επηρέασε τις συνομιλίες της Βιέννης και χωρίς καμία υπερβολή, καθώς το Ιράν επέλεξε να δείξει αυτοσυγκράτηση, όπως κάνει στις αντίστοιχες επιθέσεις των Ισραηλινών στη Συρία.
Πριν το σαμποτάζ στο πυρηνικό εργοστάσιο, είχε εξάλλου προηγηθεί μία επίθεση με μαγνητικές νάρκες σε ιρανικό πλοίο στον Κόλπο του Ομάν. Είδαμε πως η επίθεση στο πλοίο ουδόλως επηρέασε τη συνέχιση των διαπραγματεύσεων για τη διάσωση της ιστορικής συμφωνίας στη Βιέννη. Όσο αφορά το σαμποτάζ στη Νατάνζ, το Ιράν μέχρι στιγμής κατηγορεί αποκλειστικά το Ισραήλ και όχι τους Αμερικανούς. Το αν αυτό είναι ένα σημάδι ότι οι δύο πλευρές είναι διατεθειμένες να προβούν σε αμοιβαίες υποχωρήσεις για τη διάσωση της συμφωνίας, η οποία θα αποτελέσει μία ιστορική εξέλιξη για τη Μέση Ανατολή, θα το γνωρίζουμε σύντομα.