Του Κώστα Σαμάντη
Ο Πέτερ φον Ες (γερμ. Peter von Hess) (29 Ιουλίου 1792 – 4 Απριλίου 1871) ήταν Γερμανός ζωγράφος που διακρίθηκε κυρίως στις αναπαραστάσεις μαχών και ειδικότερα ως ζωγράφος που απαθανάτισε τις ιστορικές στιγμές της Ελληνικής επανάστασης του 1821, καθώς και στιγμιότυπα από την εισβολή του Ναπολέοντα στη Ρωσία.
Ο Πέτερ φον Ες έφθασε στο Ναύπλιο συνοδεύοντας τον νεαρό βασιλιά Όθωνα, μετά από εντολή του βασιλιά Λουδοβίκου Α΄ της Βαυαρίας, πατέρα του Όθωνα. Σκοπός του ήταν η εικονογραφική “πλαισίωση” του νεαρού βασιλιά μέσα από την απόδοση ιστορικών στιγμών της Επανάστασης αλλά και η σύσφιξη των σχέσεων ανάμεσα σε Ελλάδα και Βαυαρία. Πρόλαβε να γνωρίσει, προσωπικά, πρωταγωνιστές της Επανάστασης και τόπους σπουδαίων ηρωικών γεγονότων, αποδίδοντάς τα ιδανικά. Ο ζωγράφος φιλοτέχνησε 39 πίνακες σχετικούς με τον αγώνα, καθώς και προσχέδια τοιχογραφιών τα οποία επρόκειτο να διακοσμήσουν τις στοές των κήπων του παλατιού στο Μόναχο αλλά και τους τοίχους των ανακτόρων του τσάρου Νικολάου Α΄ στην Αγία Πετρούπολη.
Στον συγκεκριμένο πίνακα βλέπουμε δεξιά τον Ρήγα να ψάλλει τον Θούριο στα παλληκάρια. Στα πρόσωπά τους εικονίζεται οδύνη, θλίψη αλλά και περίσκεψη. Όρθιος στα αριστερά, ένας από αυτούς έχει το δεξί του χέρι σφιγμένο σε γροθιά, έτοιμος να πάρει μέρος στον αγώνα. Με το αριστερό αγκαλιάζει τον συμπατριώτη του, σαν να τον προτρέπει να συμμετάσχει και αυτός στον κοινό σκοπό και ο οποίος με το αριστερό του χέρι σφίγγει τον σταυρό που φέρει, σε μια κίνηση δύναμης και προστασίας. Ο ζωγράφος, με τον τρόπο αυτό, κάνει μια σαφή αναφορά στο ζωτικό ρόλο της Ορθοδοξίας τόσο κατά τα χρόνια της σκλαβιάς όσο και αργότερα, κατά τα χρόνια της Επανάστασης. Μπροστά τους, καθιστός, βρίσκεται ένας τρίτος που στηρίζει το κεφάλι του στο αριστερό χέρι και ακούει με οδύνη τον Φεραίο.
Ο Ρήγας κάθεται πάνω σε αρχαία μέλη, δείγμα της αρχαιοελληνικής κληρονομιάς και της συνέχειας του Ελληνισμού.
Το περιβάλλον παραπέμπει σε σούρουπο, με το φεγγάρι να στέκει, λειψό, πάνω από απομεινάρια βυζαντινού κάστρου, στο βάθος, ένα σούρουπο που αντιστοιχεί στα 400 χρόνια σκοτεινής τουρκοκρατίας