Του Βαγγέλη Βαϊάννη
Ξεκινώ να γράφω το παρόν κείμενο με πλήρη συνείδηση πως η γνωστική μου επάρκεια όσων αφορά την Πολιτική Επιστήμη και ομογάλακτα επιστημονικά πεδία, είναι τουλάχιστον όχι χαμηλή∙ για την ακρίβεια, πρόκειται για την επάρκεια που κατακτά κάθε τελειόφοιτος Πολιτικής Επιστήμης όταν έχει προηγηθεί μια καλή εποπτεία στην ακαδημαϊκή ύλη και τις συναφείς ορολογίες, και συγχρόνως προσδίδει ο ίδιος ισχυρή νοηματοδότηση στο επιστημονικό πεδίο που επέλεξε να σπουδάσει. Επομένως, η θέση από την οποία γράφω σχετίζεται με ορισμένες αναπόφευκτες αδυναμίες για την πληρότητα της προσέγγισης ενός θέματος όπως η μεσαία τάξη∙ από την άλλη, εντούτοις, η θέση αυτή μου επιτρέπει να επιχειρηματολογήσω για την σημασία του εν λόγω βιβλίου από την υποφωτισμένη πλευρά του φοιτητή, από την οπτική γωνία πίσω από – και όχι μπροστά στα έδρανα. Γι’ αυτό και η παρούσα δεν συνιστά μια συμβατικού τύπου κριτική, ούτε διεισδύει ενδελεχώς στο περιεχόμενο∙ είναι όμως μια προσπάθεια ανάδειξης της σημασίας του βιβλίου ρυμουλκώντας στην επιφάνεια κάποιες όψεις του που δεν εντοπίζονται εύκολα στον δημόσιο διάλογο.
Σπεύδω να παραθέσω δύο εμπειρικές παρατηρήσεις, η εγκυρότητα των οποίων είναι ασφαλώς ανοιχτή προς αμφισβήτηση. Η πρώτη αφορά στην ιδέα – ή μάλλον την πρώτη εντύπωση – που σχηματίζει η δική μου γενιά επιστημόνων στο άκουσμα της «μεσαίας τάξης» (είμαι 21 ολόκληρων ετών). Η δεύτερη αφορά σε κάποιες αυθαίρετες σκέψεις σχετικά με τους προσδιοριστικούς παράγοντες της προτίμησης ενός επιστημονικού βιβλίου για τη πλειοψηφία των φοιτητών Πολιτικής Επιστήμης.
Ας προσποιηθούμε την τέλεση ενός νοερού ταξιδιού. Έστω ότι είμαστε πρωτοετείς φοιτητές Πολιτικής Επιστήμης και βρισκόμαστε σε ένα εμβρυώδες, «μετα-δευτεροβάθμιο» πλαίσιο κατανόησης του Κοινωνικού. Με τι εικόνες και συναισθήματα θα αντιστοιχήσουμε το άκουσμα του όρου της μεσαίας τάξης; Τη μεσαία τάξη θα τη χειριζόμασταν (και τη χειριστήκαμε) με το δέος ενός εξωτικού δέντρου που ενδημούσε κάποτε στα εδάφη μας. Ξένο και παράταιρο για όσους βρισκόμαστε σήμερα στο έαρ της ζωής, ένα δέντρο τους καρπούς του οποίου πρόλαβαν να γευτούν οι γονείς μας στο πλαίσιο του φρενήρους ευδαιμονισμού των προηγούμενων δεκαετιών. Τη χειριστήκαμε ως έννοια οργανικά ενταγμένη στο πλαίσιο της καταναλωτικής κοινωνίας των ‘80s, δίχως σιγουριά αν εκείνη υφίσταται ακόμα – με αλλοιώσεις και αναπόφευκτες παραλλαγές.
Η αφελής αυτή αντίληψη θα ενισχυόταν ακούσια (και ενισχύθηκε) από τις αφηγήσεις των ατομικών βιωμάτων των μεγαλύτερων. Εκείνοι συνήθως αναφέρονται στην μεσαία τάξη νοσταλγικά, αναπολούν ρομαντικά εποχές που ίσως και να εντάσσονταν όλοι οι Έλληνες σε εκείνη∙ χωρίς απαραίτητα τον αυτοχαρακτηρισμό ως ανήκοντες σε αυτή.
Το παρόν βιβλίο λοιπόν, εκτός από την αντικειμενική σημασία της κάλυψης ενός βιβλιογραφικού κενού, έρχεται να ταξινομήσει σκέψεις και εμπειρίες, να διεισδύσει σε ζητήματα για άλλους ζωτικά για άλλους παράταιρα. Έρχεται να επαναπροσδιορίσει τον διάλογο γύρω από ένα θέμα που όλοι συζητάμε αλλά δύσκολα ξεδιαλύνουμε τη θολούρα που προκύπτει από την παρουσία ή μη ατομικών – και ανεπαρκών- μας υποθέσεων. Επιπρόσθετα, η αναμέτρηση με το πυκνό ύφος του Παναγή Παναγιωτόπουλου δοκιμάζει και άρα διευρύνει τα διανοητικά μας πλαίσια.
Όσων αφορά τη δεύτερη παρατήρηση, σχετικά με το ποιες δυναμικές ελκύουν έναν φοιτητή στην ανάγνωση ενός επιστημονικού βιβλίου, η προσέγγιση μου είναι αρκετά υποκειμενική, θαρρώ όμως ενδιαφέρουσα. Ας σταθώ καταρχάς στην επιλογή του εξώφυλλου: το μετρό συνιστά έναν κατεξοχήν «δημοκρατικό» χώρο, έναν τόπο – μάλλον ασυνείδητης- συνάντησης πολιτών της μεσαίας τάξης. Η γοητεία του εξωφύλλου βρίσκεται στην ίδια την αντιφατικότητα του περιεχομένου, στην πολλαπλότητα των εμπειριών των ανθρώπων που απεικονίζονται σε αυτό. Διακρίνω έναν κύριο με αλλόκοτη παλιακή γραβάτα και τον φαντάζομαι ως στέλεχος μιας επιχείρησης, ίσως να κατέχει και διευθυντική θέση. Βλέπω μια – ομολογουμένως πανέμορφη- γυναίκα να αναμένει το βαγόνι με κατεύθυνση, ενδεχομένως – και μακάρι- ένα ραντεβού σε κάποιο καλαίσθητο μπαράκι. Πλάι της βρίσκεται ένας κύριος με ενδιαφέρουσα και ιδιαίτερη ενδυμασία: βαθυκόκκινο σακάκι, καναρινί πουκάμισο και παπιγιόν. Βαστάει μια ανθοδέσμη και το βλέμμα του έχει την προσδοκία και την απογοήτευση σε ίσες ποσότητες. Παραδίπλα στέκεται μια μητέρα με το βρέφος της στο καρότσι, ίσως έχει υπό μάλης το μπουφάν της. Έχουν διαφορετικές αφετηρίες και μάλλον διαφορετικούς προορισμούς. Έχουν άλλες καταβολές – και προσδοκίες μάλλον αντιφατικές. Όμως ίσως κάτι τους ενώνει, χωρίς οι ίδιοι να το διαπιστώνουν αυτοστιγμεί. Το πρώτο, λοιπόν, στοιχείο που έλκει τον φοιτητή: η δυναμική ενός εξωφύλλου.
Ένα δεύτερο στοιχείο φωλιάζει στο περιεχόμενο του τίτλου. Ο τίτλος του παρόντος βιβλίου εκτείνεται πολύ πέρα από συμβατικές απλουστεύσεις και μεγάλες αποδείξεις. Πρόκειται για τις περιπέτειες της μεσαίας τάξης. Είναι εγγεγραμμένο στον ίδιο τον πυρήνα της έννοιας της περιπέτειας η περιπλάνηση, η απροσδιοριστία και η κωπηλασία σε νερά σε ένα βαθμό αχαρτογράφητα. Η περιπέτεια είναι η αποθέωση του μη-προφανούς και έχει δυναμικό χαρακτήρα. Έτσι, εφόσον «περιπετειώδης» είναι η διαδρομή της μεσαίας τάξης στην Ελλάδα, οποιαδήποτε κοινωνιολογική καταγραφή πρέπει πρώτα να κατανοεί την πορεία αυτή, να την χαρτογραφεί και να αποφεύγει – δική μου εκτίμηση – τα μεγάλα άλματα που οδηγούν σε μεγάλες αποδομήσεις ή ιδεαλιστικές εξυψώσεις που δεν έχουν ισχυρή επιστημονική χροιά. Η περιπέτεια ισοδυναμεί με κάποιο αίνιγμα: και ο φοιτητής θα σπεύσει να εξετάσει το αίνιγμα της μεσαίας τάξης. Διότι υπονοείται ήδη από τον τίτλο, που δεν λέει κάτι παραπάνω ή λιγότερο από αυτό που εξετάζεται. Ένας τίτλος ωθεί τον φοιτητή στην ανάγνωση ενός βιβλίου εξίσου όσο ένα εξώφυλλο εγνωσμένης καλαισθησίας.
Η πρακτική σημασία του βιβλίου, που προκύπτει από την εξέταση όρων, εννοιών και κοινωνικών φαινομένων που δομούν γενικά την Ελλάδα της ύστερης Μεταπολίτευσης είναι παραπάνω από σαφής. Εκείνα έχουν ειπωθεί και ενδεχομένως θα συνεχίσουν να λέγονται για όσο μένει ανοιχτός ο ευρύς διάλογος για τη μεσαία τάξη. Και κάποιοι θα αναδείξουν – ασφαλώς πληρέστερα από εμένα- την ιδιαίτερη υφή της μεθοδολογίας και της ερμηνείας του Παναγιωτόπουλου, θα επιχειρηματολογήσουν πιο συγκροτημένα για τους λόγους που το βιβλίο αυτό αποτελεί μια μεγάλη Αφετηρία και θα υπάρχει για ακαδημαϊκούς-φοιτητές-Πολίτες ως ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο. Ο φοιτητής αυτά θα τα μάθει. Όμως δεν αρκούν μονάχα αυτά: διότι αν πράγματι ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες, κάτι ανάλογο συμβαίνει και με το ενδιαφέρον του φοιτητή. Εκείνο πάντα θα τροφοδοτείται από κάποια σημεία φαινομενικά ελάσσονα, πιο μύχια – που όμως αποδεικνύουν περίτρανα την οξυδέρκεια και το πνευματικό εκτόπισμα ενός καθηγητή όπως ο Παναγής.