Αρχική » Αναζητώντας τους Απάχηδες των Αθηνών

Αναζητώντας τους Απάχηδες των Αθηνών

από Δημήτρης Ξυδερός

«Ώρα γλυκιά. Ξαπλώνει ωραία δομένη

η Αθήνα στον Απρίλη σαν εταίρα.

Είναι ηδονές τα μύρα στον αιθέρα,

και τίποτε η ψυχή πια δεν προσμένει…»

Κώστας Καρυωτάκης, «Αθήνα»

Ένα πολύτιμο δώρο προσέφερε στο φιλοθεάμον κοινό η Ταινιοθήκη της Ελλάδος – κατά το «11ο Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου Αθηνών», την «πρώτη ηχητική και άδουσα ελληνική ταινία, Οι Απάχηδες των Αθηνών, (1930), σε σκηνοθεσία Δημήτρη Γαζιάδη». Η αποκαταστημένη και υπέροχη αυτή ταινία αποτελεί το γεγονός της χρονιάς για τον Ελληνικό Κινηματογράφο· ένα γεγονός πέραν της σύγχρονης πολιτισμικής παρακμής. Ιδιαίτερα στο μακάβριο ετούτο φθινόπωρο της πανδημίας, θα μπορούσε να θεαθεί ωσάν μια συγκινητική ανασκαφή στον απολεσθέντα παράδεισο του κλεινού άστεως.

Καθώς αποκαλύφθηκε σε διαδικτυακή συζήτηση του 11ου Φ.Π.Κ.Α., η περιπέτεια της αποκατάστασης εκκίνησε πριν έξι χρόνια, όταν ευρέθη τυχαία μια κόπια στην Ταινιοθήκη της Βρετάνης – της χαμένης επί εβδομήντα συναπτά έτη – ταινίας «Οι Απάχηδες των Αθηνών». Μετεφέρθη στην Ταινιοθήκη της Γαλλίας, η οποία ενημέρωσε την Ταινιοθήκη της Ελλάδος. Με τη βοήθεια του Κώστα Γαβρά και με χορηγία, ανετέθη η ψηφιοποίησή της στο εργαστήριο L’ Immagine Ritrovata της Μπολόνια. Επιπροσθέτως, με την αρωγή της Εναλλακτικής Σκηνής της Ε.Λ.Σ., σε συνεργασία με το Κέντρο Ελληνικής Μουσικής, επιλέχθηκε μουσική ομάδα για την ανασύνθεση της οπερέτας, ένα περίπλοκο εγχείρημα, το οποίο και επέτυχαν ο Γιάννης Τσελίκας και η Ηλέκτρα Βενάκη. Περιπλέον, σύμφωνα με την Σελίν Ρουιβό, στην ταινία αφέθηκαν οι ηχογραφήσεις του διασωθέντος αντιγράφου σε δυο-τρεις σεκάνς (π.χ. σεκάνς ταβέρνας). Κατά την ψηφιοποίηση παρουσιάσθηκαν δυσκολίες και ερωτήματα, όπως π.χ. σε πόσα καρέ είχε κινηματογραφηθεί η ταινία. Επιλέχθηκε το κάδρο, το χρώμα (διατηρήθηκε το σέπια στην αρχική σεκάνς και το κυανό στην τελική) και η διαχείριση των προβλημάτων στο αρνητικό. Ωστόσο, παρά τις αντίξοες συνθήκες και τα προβλήματα, το αποτέλεσμα είναι θαυμαστό.

Το απολεσθέν αυτό αριστούργημα αποτέλεσε μια απόδοση της οπερέτας «Οι Απάχηδες των Αθηνών» σε μουσική του Νίκου Χατζηαποστόλου και λιμπρέτο του Γιάννη Πρινέα, στο οποίο και βασίσθηκε το σενάριο.  Πρωταγωνιστές είναι οι μαΐστορες της Ελληνικής οπερέτας: ο Πέτρος Επιτροπάκης (Πρίγκιπας), η Μαίρη Σαγιάνου (Τιτίκα), ο Γιάννης Πρινέας (Καρούμπας), ο Πέτρος Κυριακός, κ.ά. Η υπόθεση της ταινίας είναι η εξής: σε μια πτωχική συνοικία της πόλεως των Αθηνών ζει ο Πρίγκιπας, ένας γοητευτικός νεαρός που περιπλανιέται στις γειτονιές με τους αγαπημένους του φίλους, τον Καρκαλέτσο και τον Καρούμπα. Η Τιτίκα, η νεαρά καλλονή ανθοπώλισσα είναι μαζί του κρυφά ερωτευμένη, αλλά δεν τολμάει να του το εξομολογηθεί. Η Βέρα Πάραλη, θυγατέρα ενός νεόπλουτου μεγαλοαστού, σε ατύχημα ιππασίας διασώζεται από τον Πρίγκιπα, που γοητεύεται από εκείνη. Η εντυπωσιακή γυναίκα τον ερωτεύεται. Ο Κλέων, προστατευόμενος του Πάραλη, ποθεί τη Βέρα και με τον άσπονδο φίλο του Νίκο εμπλέκει τυχαία τον Πρίγκιπα και τους φίλους του σε μια επί πληρωμής φάρσα. Ο Πρίγκιπας ως «Κόντε» καταφθάνει στο αρχοντικό της οικογένειας Πάραλη. Εκεί θα βρεθεί και η Τιτίκα…

«Οι Απάχηδες των Αθηνών» υπήρξε πρωτοποριακή ταινία για την Ελληνική Έβδομη Τέχνη, καθώς ήταν η πρώτη που ανέπτυξε συγχρονισμένη ηχογράφηση τραγουδιών και μουσικής, αλλά και η πρώτη ταινία συνθέσεως δύο ειδών – ρομαντικής κωμωδίας και οπερέτας. Είναι μια ταινία απαράμιλλης αισθητικής και φωτογραφίας, και συνάμα προ-πραγματιστική, η οποία θα μπορούσε να συγκριθεί με αντίστοιχες Δυτικοευρωπαϊκές. Ο σκηνοθέτης Δημήτριος Γαζιάδης (1897-1961) υπήρξε από τους πρωτεργάτες του Ελληνικού Κινηματογράφου. Γεννήθηκε στην Αθήνα, με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη, σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου και εργάσθηκε στο Βερολίνο στην περίφημη κινηματογραφική εταιρεία παραγωγής, UFA. Ήταν βοηθός κινηματογραφιστών, όπως του Γκέοργκ Βίλχελμ Παμπστ (Georg Wilhelm Pabst, 1885-1967), του Ερνστ Λούμπιτς (Ernst Lubitsch, 1892-1947), του Αλεξάντερ Κόρντα (Sir Alexander Korda, 1893-1956), κ.ά. Επιπλέον, συνεργάσθηκε με τον Φριτς Λανγκ (Friedrich Anton Christian Lang, 1890-1976), ανακαλύπτοντας ιδίοις όμμασιν τον Γερμανικό εξπρεσιονισμό.

Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ανέλαβε τη διεύθυνση της κινηματογραφικής υπηρεσίας του Γερμανικού στρατού, γεγονός που παρότρυνε την κυβέρνηση της Ελλάδος να του αναθέσει την κινηματογράφηση της Μικρασιατικής Εκστρατείας (1919). Τοιουτοτρόπως, ακολούθησε με αυταπάρνηση τον Ελληνικό Στρατό και παρόλες τις κακουχίες δημιούργησε την πρώτη του ταινία, το ντοκιμαντέρ «Το Ελληνικόν Θαύμα» (1921). Εν συνεχεία, με τους αδελφούς του, Κώστα και Μιχάλη, ίδρυσε την πρώτη εταιρεία παραγωγής, την «Νταγκ Φιλμ» (Dag Film Co Α.Ε. Αφοι Γαζιάδη). Το κινηματογραφικό του έργο περιλαμβάνει τις ταινίες: «Προμηθεύς Δεσμώτης» (κινηματογράφηση της παράστασης των Αγγέλου και Εύας Σικελιανού στις Δελφικές εορτές),  «Έρως και κύματα» (1927), «Το λιμάνι των αποκλήρων» (1928), «Αστέρω» (1929), «Η Μπόρα», (1930), «Απάχηδες των Αθηνών» (1930), «Φίλησέ με, Μαρίτσα» (1930), «Έξω φτώχεια» (1932), κ.ά.

Η σκηνοθετική μαεστρία ξετυλίγεται με εξαίσια πλάνα, ήδη από την αρχική σεκάνς (ακολουθία σκηνών) των «Απάχηδων των Αθηνών», όπου ο κινηματογραφικός φακός περιηγείται στην Πλάκα και συλλαμβάνει τον πρωταγωνιστή στην αγορά. Ο Γαζιάδης, αν και κινηματογραφεί με ένα δικό του πραγματισμό, πιθανότατα εξέλαβε επιρροές από τον Γερμανικό εξπρεσιονισμό, όπως στη σεκάνς της περίθαλψης του Πρίγκιπα από την Τιτίκα στο πτωχικό του δώμα. Ο πραγματισμός αυτός αποκαλύπτεται στην υπέροχη «προ-ροσσελλινική» σεκάνς του πετροπόλεμου, ο οποίος αναπαρίσταται με τέτοια δυναμικότητα και ζωντάνια που δίδει την αίσθηση αληθινής μάχης.  Με την εξαίρετη φωτογραφία παραδίδονται πλάνα από τα τοπόσημα του 1930: η Πλάκα, η Ακρόπολη, το Θησείο, η Πλατεία Συντάγματος, η Ομόνοια, τα Ανάκτορα του Τατοΐου, κ.ά. Κινηματογραφούνται οι αγορές, οι πλατείες, οι δρόμοι, οι ταβέρνες, οι πτωχικές συνοικίες, αλλά και ο βίος των Αθηναίων. Σε συνθήκες οικονομικής κρίσης της περιόδου, μεγάλων κοινωνικών αντιθέσεων, ένας γενναίος λαός, ένας λαός αγωνιστής – ανάμεσα σε πολέμους, ανάμεσα σε νίκες και ήττες, ανάμεσα σε διωγμούς, σε καταστροφές και γενοκτονίες – εξορκίζει το θάνατο με το τραγούδι και στέκεται χαμογελαστός, φιλότιμος και περήφανος, όπως ο πτωχός Πρίγκιπας των απάχηδων. Κι ετούτο κάνει την ταινία ακόμα πιο συγκινητική.

Η παλαιά Αθήνα, η «ζαφειρόπετρα στης γης το δαχτυλίδι», όπως την περιέγραφε ο Κωστής Παλαμάς – η πάλαι ποτέ καλλίστη πρωτεύουσα της Ευρώπης, προτού καταστραφεί κατά τις μεταπολεμικές δεκαετίες – ανασταίνεται. Ήταν η πόλις που ο πλάνης Πρίγκιπας μπορούσε να συναντήσει τον Άγγελο Σικελιανό με την Εύα Πάλμερ να προετοιμάζουν τις «Ικέτιδες» για τις Δελφικές Εορτές, τον Δημήτρη Πικιώνη να σχεδιάζει την Οικία Παπαϊωάννου, τον Μανώλη Καλομοίρη να διευθύνει το Εθνικό Ωδείο, τον Φώτιο Κόντογλου να εικονογραφεί, τον Γιαννούλη Χαλεπά να επιστρέφει από την Τήνο, τον Γρηγόριο Ξενόπουλο να παραλαμβάνει επιστολές του Πλάτωνος Δρακούλη… Ήταν η πόλις των χρόνων της αθωότητας, με τους ασπρόμαυρους ήρωες να περιπλανώνται «οπουδήποτε αλλού, πέραν του κόσμου» απαγόρευσης κυκλοφορίας. Η πόλις που χάθηκε μαζί με τις υπόλοιπες κόπιες των «Απάχηδων των Αθηνών», με «ηδονές τα μύρα στον αιθέρα», με τον Πρίγκιπα και την Τιτίκα σε ένα παγκάκι αγκαλιασμένους· μ’ένα «τίποτε η ψυχή πια δεν προσμένει».

Ακολουθήστε το Άρδην στο Facebook

Εγγραφείτε στο κανάλι του Άρδην στο Youtube

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ