Αρχική » Τα εργασιακά και η ελληνική οικονομία από τη σκοπιά του Δημοκρατικού Πατριωτισμού

Τα εργασιακά και η ελληνική οικονομία από τη σκοπιά του Δημοκρατικού Πατριωτισμού

από Κίνημα Άρδην

Παρέμβαση του Κινήματος Άρδην για τις εργασιακές σχέσεις και την ελληνική οικονομία

Η μεταρρύθμιση Χατζηδάκη επί των εργασιακών, είναι μαζί με την πολιτική Μηταράκη επί του μεταναστευτικού ζητήματος, τα στοιχεία εκείνα που φέρνουν αντιμέτωπη την κυβέρνηση με τα μεσαία και τα κατώτερα στρώματα. Σε πρόσφατη δημοσκόπηση (Alco-Open) το 54% της κοινής γνώμης παρουσιάζεται να έχει αρνητική γνώμη, ενώ μόνο το 25% το υποστηρίζει, ένα 21% δηλώνει πως δεν έχει ενημερωθεί για το ζήτημα.

Φυσικά οι κινητοποιήσεις εναντίον του νομοσχεδίου, στις οποίες κυριαρχεί η μεταπολιτευτική αριστερά και η συνδικαλιστική γραφειοκρατία διόλου δεν είναι σε θέση να εκφράσουν την πλειοψηφική αυτή αντίθεση. Ούτε και να αντιπροσωπεύσουν την αγωνία των μεσαίων και των κατώτερων στρωμάτων για το εργασιακό τους μέλλον, και την κατάσταση των εισοδημάτων τους.

Το πρόβλημα είναι καθολικό και αγγίζει ταυτόχρονα κυβέρνηση και αντιπολίτευση με διαφορετικό τρόπο. Η κυβέρνηση νομοθετεί βάσει μιας συγκεκριμένης αναπτυξιακής στρατηγικής, οι μέριμνες της οποίας δεν μπορούν να εκφράσουν τις ανάγκες όλου του έθνους, αφήνοντας μεγάλα κομμάτια της κοινωνικής βάσης απ’ έξω.

Η αντιπολίτευση από την πλευρά της, όντας υπό την κυριαρχία της μεταπολιτευτικής αριστεράς και των συνδικαλιστικών γραφειοκρατιών, δεν διαθέτει πλέον παρά ελάχιστο έρεισμα στις λαϊκές τάξεις. Εκφράζουν εξασφαλισμένα κομμάτια της ελληνικής κοινωνίας, που ντύνουν τα ιδιαίτερα συντεχνιακά τους συμφέροντα με έναν αφηρημένο «δικαιωματισμό» επί των εργασιακών, δίχως ποτέ να σκύβουν επάνω από τις συγκεκριμένες πραγματικότητες που αντιμετωπίζει ο κόσμος της εργασίας στον ιδιωτικό τομέα. Αρκούνται αντίθετα, σ’ έναν φραστικό μαξιμαλισμό, παράλληλα με την ιδιοποίηση μιας ρητορικής που επαναλαμβάνει επί δεκαετίες την καταγγελία του «εργασιακού μεσαίωνα» (sic!), δίχως ποτέ να ασχοληθεί με την διαρκή επιδείνωση των όρων δουλειάς στην Ελλάδα συγκεκριμένα, και τα πολύ πραγματικά αίτια που βρίσκονται από πίσω της. Η αυτο-ανακήρυξη των δυνάμεων αυτών σαν την μόνη (ψευδό-) εναλλακτική, και η οικειοποίηση/εργαλειοποίηση των κινημάτων εξοβελίζουν κάθε δημιουργική φωνή και τάση από το πεδίο της κοινωνικής αντιπολίτευσης, ενώ εγκλωβίζουν τον δημόσιο διάλογο σε μια αδιέξοδη αντιπαράθεση φραστικών πυροτεχνημάτων. Γι’ αυτόν τον λόγο, επί της ουσίας λειτουργούν ως δούρειος ίππος της απορρύθμισης, και δεν υπάρχει –πραγματικά! – ένας (1) κύκλος κινητοποιήσεων ή κίνημα στο οποίο να ενεπλάκησαν οι δυνάμεις αυτές και να απέφυγε την καταστροφή και την αυτο-απαξίωση με αποκορύφωμα, βέβαια, το αντιμνημονιακό κίνημα και την διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. 

 

Οι κυβερνητικοί σχεδιασμοί

Η κυβέρνηση επενδύει σ’ ένα ολιγοπωλιακό μοντέλο ανασυγκρότησης, που φιλοδοξεί να αντιμετωπίσει τα διαχρονικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας με το μεγάλο κεφάλαιο, την μεγάλη επιχείρηση, την μεγάλη ξένη επένδυση (αδιαφορώντας για παράδειγμα, αν αυτή θα αφορά στην παραγωγή ή σε καζίνο και ξενοδοχεία).

Χαρακτηριστικά τα όσα πράττει στο πεδίο της ενεργειακής μετάβασης: Επιλέγει ως όχημα για την μεταλιγνιτική εποχή τις πέντε με δέκα ισχυρές οικογένειες της χώρας, και τις επενδύσεις τους σε βιομηχανικά αιολικά στις βουνοκορφές, ή ηλιακά σε καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Ταυτόχρονα παραγκωνίζει από την διαδικασία μια σειρά κοινωνικών και ιδιωτικών φορέων που η ένταξή τους θα έφερνε επανάσταση στο ελληνικό ενεργειακό τοπίο: Οι Δήμοι, Πανεπιστήμια και Νοσοκομεία (με αξιοποίηση του μεγάλου κτηριακού αποθέματος που διαθέτουν εντός των πόλεων), παραγωγικές επιχειρήσεις (προς απόσβεση του δυσβάσταχτου ενεργειακού κόστους, που είναι 50% ακριβότερο από τον μέσο όρο της Ε.Ε), νοικοκυριά (εφαρμογές στις ταράτσες των πολυκατοικιών).

Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο πράττει  η κυβέρνηση και στο πεδίο των εργασιακών μεταρρυθμίσεων: Όταν θεσμοθετεί την επέκταση της διευθέτησης του χρόνου εργασίας στις ατομικές συμβάσεις (το περίφημο «ρεπό») και την χαλάρωση της εργατικής νομοθεσίας επί των απολύσεων, διευκολύνει τις μεγάλες πολυεθνικές αλλά και εγχώριες επιχειρήσεις –γιατί με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται περαιτέρω μείωση του κόστους της ανειδίκευτης και χαμηλοειδικευόμενης εργασίας.

Η ψηφιακή κάρτα, που αξιοποιεί το momentum Πιερρακάκη στις νέες τεχνολογίες, αποσκοπεί στο περιορισμό των άτυπων μορφών απασχόλησης, και κατ’ επέκτασιν στην βελτίωση του ύψους εσόδων στο ασφαλιστικό από τις εργασιακές εισφορές –προϋπόθεση απαραίτητη προκειμένου να εφαρμόσει μειώσεις στις τελευταίες όπως έχει εξαγγείλει.

Οι εφαρμογές επί της συνδικαλιστικής νομοθεσίας (ηλεκτρονικό μητρώο για την πάταξη των συνδικάτων-σφραγίδα, ηλεκτρονικές ψηφοφορίες για τις απεργίες, θέσπιση προσωπικού ασφαλείας και λειτουργία των Υπηρεσιών Κοινής Ωφέλειας τις ημέρες των απεργιών κ.ο.κ.) προορίζονται για να λειτουργήσουν κυρίως στον κρατικό τομέα. Προσβλέπουν στην περαιτέρω αποδυνάμωση των συνδικαλιστικών γραφειοκρατιών του ίδιου του δημοσίου τομέα, προκειμένου να προχωρήσει η κυβέρνηση σε μια σειρά αναδιαρθρώσεων και αποκρατικοποιήσεων που έχουν ήδη αποφασιστεί (ΟΑΕΔ, ΕΦΚΑ κ.λπ.). Στο ίδιο μήκος κύματος της εκχώρησης συγκεκριμένων ελεγκτικών λειτουργιών του κράτους σε υπεργολάβους κινείται και η μετατροπή του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας σε Ανεξάρτητη Αρχή.

Τέλος με μια σειρά μέτρων ευνοϊκών για την εργαζόμενη οικογένεια (συμφιλίωση επαγγελματικής με οικογενειακή ζωή), όπως την θέσπιση άδειας πατρότητας (15 ημέρες με τη γέννηση του παιδιού), γονικής άδειας (που υποπληρώνεται κατά το ήμισύ της μόνο από τον ΟΑΕΔ), άδειας φροντιστή, και την βελτίωση της νομοθεσίας για την προστασία της μητρότητας αποσκοπεί στην -με ατελέσφορο τρόπο ελλείψει περαιτέρω ουσιαστικών κινήτρων- αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος.

Αυτά που κάνει όμως είναι πολύ λίγα. Πρόσφατα μέχρι και η ίδια η Κομισιόν έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για τις άμεσες μακρο-οικονομικές συνέπειες της γήρανσης/συρρίκνωσης του πληθυσμού, της φυγής των νέων αλλά και της αποεπένδυσης στις υποδομές, λέγοντας ότι οι παθογένειες αυτές ενδέχεται να εγκλωβίσουν την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας μετά από το 2022-2023, στη «χαμηλή πτήση» του 1%-1,5%. Γεγονός που θα σημαίνει ότι η χώρα θα καταδικαστεί να ζει με οριακή δημοσιονομική διαθεσιμότητα, χαμηλούς μισθούς και μεγάλες κοινωνικές ανισότητες για όλη την διάρκεια της δεκαετίας του 2020.

Η πραγματικότητα της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας

Η επέκταση του μέτρου «διευθέτησης του χρόνου εργασίας» [ανταπόδοση υπερωριών με μετέπειτα μειωμένο ωράριο] στις ατομικές συμβάσεις συγκεντρώνει δικαίως τα πυρά της δυσαρέσκειας. Αυτό συμβαίνει γιατί το μέτρο αγγίζει μεγάλη μερίδα του εργατικού δυναμικού –η Ελλάδα έχει ποσοστό κάλυψης των συλλογικών διαπραγματεύσεων 26%, που είναι το χαμηλότερο στην Ε.Ε., την ίδια στιγμή που στην Γερμανία είναι άνω του 50%, ενώ σε χώρες όπως η Γαλλία προσεγγίζει το 90%. Και επίσης, γιατί το 63,81% των εργαζόμενων στην ελληνική κοινωνία έχουν μεικτό μισθό μέχρι 1.000€ και χρησιμοποιούν στην συντριπτική τους πλειοψηφία (73,1%) την πρακτική των αμειβόμενων υπερωριών για την συμπλήρωση του διαθέσιμου εισοδήματός τους. Ο εργαζόμενος κόσμος της Ελλάδας έχει ανάγκη από μεγαλύτερο εισόδημα και όχι από περισσότερο ελεύθερο χρόνο, όπως διατυμπανίζει ο Υπουργός.

Οι χαμηλοί μισθοί που χαρακτηρίζουν την ελληνική οικονομία είναι απόρροια των παρασιτικών ανισορροπιών της: Η ελληνική οικονομία στηρίζεται υπερβολικά (το 1/3 του εργατικού δυναμικού) στην κατανάλωση, τον τουρισμό και τις μεταφορές, που είναι κλάδοι εντάσεως χαμηλόμισθης εργασίας. Διαθέτει ταυτόχρονα ισχνό παραγωγικό αποτύπωμα στον πρωτογενή τομέα ή την μεταποίηση, οι οποίοι επιβιώνουν περισσότερο χάρις τους χαμηλούς μισθούς της μεταναστευτικής εργασίας και λιγότερο με την βοήθεια της τεχνολογίας, των οργανωτικών καινοτομιών, και της εφαρμογής των νέων παραγωγικών προτύπων της 4ης βιομηχανικής επανάστασης. Αντίστοιχη υστέρηση καταγράφεται και στους τομείς της άυλης παραγωγής (έρευνα και καινοτομία).

Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι ότι δημιουργείται μια πόλωση στην αγορά εργασίας μεταξύ των χαμηλών και των πολύ υψηλών αμοιβών, και συνακόλουθα η δραστική συρρίκνωση της μεσαίας κλίμακας.

Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται και από τα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία: Το 2019 στην Ελλάδα, υπήρχε υπερπροσφορά ανειδίκευτης (+428.000) και μέτριας ειδικευμένης εργασίας (+341.663) και υποπροσφορά υψηλά ειδικευμένης εργασίας (-153.232). Την ίδια στιγμή, το 28% των απασχολούμενων στην Ελλάδα έχουν υψηλότερο επίπεδο δεξιοτήτων από αυτό που απαιτείται για την άσκηση της εργασίας τους, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό κατά μέσο όρο στον ΟΟΣΑ είναι 8%. Η χώρα, εξ άλλου, τα τελευταία χρόνια έρχεται τελευταία στην σχετική με την απασχόληση πτυχιούχων κατάταξη του ΟΟΣΑ –74% μαζί με την Τουρκία, ενώ μπροστά της είναι το Μεξικό (80%) και η Κολομβία (82%). Αξίζει να σημειωθεί, επίσης, πως η μόνιμη υψηλή ανεργία πτυχιούχων (περί του 24%-26%,) είναι ένας από τους καθοριστικούς παράγοντες για την φυγή του νεώτερου, ειδικευμένου εργατικού δυναμικού στο εξωτερικό.

Οι πραγματικότητες αυτές δεν «έπεσαν από τον ουρανό», αλλά είναι απόρροια της συγκεκριμένης οικονομικής στρατηγικής που υιοθέτησαν οι εγχώριες ελίτ τις τελευταίες δεκαετίες: Η επιμονή στην υποκατάσταση της εργασίας των ντόπιων από ξένους, για παράδειγμα, και στην ευρύτερη λογική του «θα λύσουμε το δημογραφικό διά της μετανάστευσης», εγκλώβισε τις παραγωγικές επιχειρήσεις σε πρακτικές εντάσεως ανειδίκευτης εργασίας και ανέβαλε τον τεχνολογικό και οργανωτικό εκσυγχρονισμό τους· οι ελίτ, ακόμη, βουτηγμένες στην λογική της αρπαχτής και όχι των μακροχρόνιων, σοβαρών επενδύσεων, χρησιμοποίησαν το επιχείρημα της παγκοσμιοποίησης για να εγκαταλείψουν την παραγωγή εν γένει (αγροτική, βιομηχανική και άυλη επιστημονική), και να επιδοθούν σε μοντέλα τουριστικής μονοκαλλιέργειας, τον «κύριο εισαγόμενο», τον διαπλεκόμενο εργολάβο· ταυτόχρονη επίδραση είχε και η πολιτική που ακολουθήθηκε σε δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση –όχι από τους βιομηχάνους αλλά από την ακαδημαϊκή, παγκοσμιοποιητική αριστερά των παιδαγωγικών ινστιτούτων και των πανεπιστημίων. Κατάφεραν αυτοί ώστε η ελληνική περίπτωση να χαρακτηρίζεται ταυτόχρονα από έλλειμμα μόρφωσης και δεξιοτήτων στις κατώτερες τάξεις, πλεόνασμα δεξιοτήτων και τυπικών προσόντων στις μορφωμένες τάξεις, την ίδια στιγμή που τα πανεπιστήμια προσαρμόζονταν ελέω εθνομηδενισμού περισσότερο στις ανάγκες της… γερμανικής αγοράς εργασίας παρά σε εκείνες της ελληνικής οικονομίας.    

Παρ’ ό,τι βαφτίστηκε ως «εκσυγχρονιστική», η πολιτική αυτή εγκλώβισε την ελληνική οικονομία σε έναν φαύλο κύκλο καχεξίας. Η δομή της ελληνικής αγοράς εργασίας, κατά πως επαναλαμβάνουν μονότονα οι αναλύσεις της Eurostat, και των μεγάλων διεθνών οίκων, θυμίζει περισσότερο αυτές της Τουρκίας και των δυτικών Βαλκανίων, παρά εκείνες των ομολόγων της χώρας μέσα στην Ε.Ε.

Η συρρίκνωση εισοδημάτων στις μεσαίες και κατώτερες τάξεις, ήταν οξεία μέσα στην κρίση, και τείνει να δημιουργήσει πλέον ένα παγιωμένο χάσμα κοινωνικών ανισοτήτων, ακριβώς εξαιτίας του παρασιτικού μοντέλου. Το ίδιο μοντέλο ενταφιάζει και τις ευρύτερες προοπτικές του κόσμου της εργασίας, καθώς προάγει τον τύπο των απασχολήσεων που μένουν περισσότερο εκτεθειμένες στους σαρωτικούς μετασχηματισμούς του εργασιακού μοντέλου που επιφέρει η ψηφιοποίηση, η τεχνητή νοημοσύνη, και η ρομποτοποίηση της οικονομίας. Και τέλος, οφείλουμε να σημειώσουμε πως το παρασιτικό μοντέλο που ακόμα κυριαρχεί στην Ελλάδα, δεν πλήττει την χώρα μόνον κοινωνικά, αλλά και εθνικά γιατί ενισχύοντας τα ελλείμματα της Ελλάδας με το εξωτερικό (εμπορικά, ενεργειακά κ.ά.) πλήττεται καίρια η οικονομική της αυτοδυναμία.

H εναλλακτική στρατηγική του δημοκρατικού πατριωτισμού

Η υπέρβαση του παρασιτικού μοντέλου απαιτεί πανεθνική κινητοποίηση και δεν είναι ζήτημα που μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνον στο εσωτερικό των ελίτ. Η συνιστώσα, όμως της ΝΔ που ελέγχει την κυβέρνηση είναι δέσμια των θατσερικών-ρηγκανικών της ιδεολογικών καταβολών και επενδύει μόνον σε πολιτικές «διάχυσης του πλούτου προς τα κάτω μέσω των μηχανισμών της αγοράς» (trickle down economics). Εξ ου και η επιμονή της σε μια λογική συγκεντροποίησης του κεφαλαίου και ενθάρρυνσης ολιγοπωλίων.

Αδύναμη, ωστόσο, είναι και η συνιστώσα της λαϊκής δεξιάς που την αντιπολιτεύεται στο εσωκομματικό πεδίο, διότι παραμένει δέσμια της ‘χρυσήςεποχής’ του κρατικιστικού φιλελευθερισμού που εφάρμοσε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ο πρεσβύτερος κατά τις κυβερνήσεις Νέας Δημοκρατίας της δεκαετίας του 1970. Ο κρατισμός της λαϊκής δεξιάς, όπως και αυτός του ΣΥΡΙΖΑ, ωστόσο αντιπολιτεύεται εσωτερικά τον παρασιτισμό απαιτώντας να υπάρχει μεγαλύτερη έκταση αναδιανομής του πλούτου, και όχι μια αναβάθμιση στο πεδίο της παραγωγής του, τέτοια που χρειάζεται η Ελλάδα.

Απέναντι σε αυτό το εγκλωβιστικό και αδιέξοδο δίπολο, ο δημοκρατικός πατριωτισμός προτάσσει μια εναλλακτική στρατηγική ταυτόχρονα κοινωνιοκεντρική και υπέρ της ενίσχυσης της εθνικής αυτοδυναμίας. 

Υπό την δική μας οπτική, το επίπεδο της εργασιακής δικαιοσύνης στην Ελλάδα, καθώς και ευρύτερα η διεύρυνση ή η άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, θα κριθούν από δύο πράγματα: Πρώτον, το αν η οικονομία θα καταφέρει να μετασχηματιστεί ενισχύοντας τις παραγωγικές δραστηριότητες υψηλής προστιθέμενης αξίας. Δεύτερον, αν η ελληνική εκπαίδευση ανασυγκροτηθεί καταφέρνοντας να αντιμετωπίσει την καθίζηση της μόρφωσης, της καλλιέργειας και των τεχνικών δεξιοτήτων στην βάση της κοινωνικής πυραμίδας, αλλά και την ισχνή αλληλεπίδραση μεταξύ τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και εγχώριας οικονομίας.

Επίσης. Οικονομική δικαιοσύνη δεν μπορεί να υπάρξει όταν με τις νομοθεσίες της η κυβερνητική πολιτική εγκαταλείπει τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις στο έλεος της ‘φυσικής επιλογής’ που προκύπτει από την αποχαλίνωση του αθέμιτου ανταγωνισμού. Η έκθεση Πισσαρίδη ορθώς υποδεικνύει το πρόβλημα παραγωγικότητας, και εκσυγχρονισμού των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων. Εντούτοις άλλες χώρες επέλεξαν διαφορετικούς δρόμους αντιμετώπισης από την… κλίνη του Προκρούστη στην οποία προσανατολίζεται η παρούσα κυβέρνηση: Στην Ιαπωνία και την «τρίτη Ιταλία», το κράτος θα χρησιμοποιήσει το τραπεζικό σύστημα ως μέσο για την δημιουργία πλέγματος συνεργειών, θα ενθαρρύνει, δηλαδή, τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις να συγκροτούν ένα δίκτυο υπεργολάβων γύρω από τις μεγάλες. Με αυτόν τον τρόπο, οι χώρες αυτές θα πετύχουν τον εκσυγχρονισμό του επιχειρείν δίχως την εκτεταμένη πληβειοποίηση των μεσαίων/κατώτερων τάξεων και την καταστροφή της κοινωνικής φυσιογνωμίας στις χώρες τους.

Στην Ελλάδα, το κράτος οφείλει να καθοδηγήσει τους μετασχηματισμούς αυτούς. Ιδίως, τώρα, μετά την πανδημία, όπου ο ρόλος του κράτους σαν σχεδιαστή της ελεύθερης αγοράς (και όχι ως νυχτοφύλακά της, όπως ήθελε ο νεοφιλελευθερισμός) ενισχύεται σε παγκόσμια κλίμακα. Ευτυχής είναι επίσης η συγκυρία του Ταμείου Ανάκαμψης και της κεφαλαιακής επάρκειας που προσφέρεται στη χώρα για τα αμέσως επόμενα χρόνια. Είναι επομένως ζωτικό πολιτικό ζήτημα η χρήση των κεφαλαίων αυτών, να γίνει υπό πολιτικές που θα ανανεώσουν το σύνολο της οικονομικής δομής, και δεν θα απορροφηθούν μόνο για τον εκσυγχρονισμό του μεγάλου κεφαλαίου.

Όσο για τις μεταρρυθμίσεις επί των εργασιακών, θα πρέπει να αλλάξουν περιεχόμενο, ώστε να εκφράσουν περισσότερο τις ανάγκες του κόσμου της εργασίας: Η «διευθέτηση του χρόνου εργασίας» θα μπορούσε να μην εφαρμόζεται οριζόντια, αλλά στοχευμένα, εκτός των εποχιακών επαγγελμάτων, σε εργαζόμενους ατομικών συμβάσεων που αμείβονται με καλούς μισθούς, δεν έχουν ανάγκη από το συμπλήρωμα των υπερωριών, αλλά από ελεύθερο χρόνο για τους εαυτούς και τις οικογένειές τους. Αντίστοιχες πολιτικές ‘ελαστασφάλειας’ (flexicurity) ισχύουν ήδη στην Σκανδιναβία, και αποδεδειγμένα αναβαθμίζουν την παραγωγικότητα.

Η διευκόλυνση των απολύσεων, παράλληλα, ενισχύει την απαξίωση της εργασίας, και δημιουργεί ευνοϊκό κλίμα για την περαιτέρω ανάπτυξη των χαμηλά αμειβόμενων/ειδικευόμενων θέσεων εργασίας. Υπηρετεί το μοντέλο της εναλλάξιμης, ελαστικής εργασίας, το οποίο με τη σειρά του βασίζεται στη μετανάστευση, και την υποκατάσταση του εγχώριου εργατικού δυναμικού. Ενισχύεται με αυτόν τον τρόπο η αγορά εργασίας των δύο ταχυτήτων, και επιταχύνεται η σύγκλιση της ελληνικής αγοράς εργασίας με εκείνες… της Αλβανίας και της Τουρκίας.  

Οι πολιτικές εναρμόνισης της οικογενειακής με την επαγγελματική ζωή είναι αρκετά αποσπασματικές και ανεπαρκείς, και θα παραμένουν τέτοιες όσο δεν πλαισιώνονται από μια ευρύτερη στρατηγική επί του δημογραφικού. Επί του συγκεκριμένου όμως: Η γονική άδεια θα πρέπει να μεταβληθεί σε άδεια πλήρους αποδοχών· θα πρέπει να θεσμοθετηθεί για τις επιχειρήσεις μεγάλης/πολύ μεγάλης κεφαλαιοποίησης η υποχρεώσή τους να παρέχουν παιδικούς σταθμούς και χώρους δημιουργικής απασχόλησης των παιδιών προσχολικής ηλικίας· ακόμα, το επίδομα γεννήσεων να αυξάνεται κλιμακωτά από το 1ο, στο 2ο, στο 3ο παιδί κ.ο.κ.    

Ένα σημείο τέλος για το συνδικαλισμό. Ο παραγκωνισμός και η πλειοψηφική κοινωνική του απαξίωση οφείλεται στον εναγκαλισμό του με την κομματοκρατία, στην εργαλειοποίησή του από την μεταπολιτευτική αριστερά, την απομόνωσή του στις νησίδες της εργασιακής εξασφάλισης του δημοσίου, και συνακόλουθα την άλωση από το συντεχνιασμό της τελευταίας. Εδώ και δεκαετίες, οι συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες αποφεύγουν συνειδητά να συνδέσουν τα επί μέρους αιτήματα, με τις ευρύτερες ανάγκες της κοινωνίας και της χώρας: Η συμπεριφορά του εκπαιδευτικού συνδικαλισμού, που εμμένει σε μισθολογικά αιτήματα, και δεν τοποθετείται ποτέ επί της σχολικής αποτυχίας, της αμάθειας, της απαξίωσης της εθνικής παιδείας αλλά και των τεχνικών δεξιοτήτων μέσα στην εκπαίδευση είναι εξόχως χαρακτηριστική. Εξίσου χαρακτηριστικές είναι απεργιακές κινητοποιήσεις στον δημόσιο τομέα, που εμμένοντας με τρόπο ισοπεδωτικό στο ιδιαίτερο συμφέρον, καταλήγουν πολλές φορές να θέτουν σε ομηρία την κοινωνία και όχι την εξουσία. Καταλήγουν με αυτές τις πρακτικές να πυροδοτούν έναν κοινωνικό αυτοματισμό, που προκαλεί την αποξένωση αν όχι την εναντίωση της κοινωνικής πλειοψηφίας στα συνδικάτα. Δεν είναι τυχαίο, εξ άλλου ότι έρχονται εδώ και χρόνια, συστηματικά, τελευταία στις δημοσκοπήσεις που καταγράφουν την εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς. 

Κίνημα Άρδην
Τρίτη 15 Ιουνίου 2021

Ακολουθήστε το Άρδην στο Facebook

Εγγραφείτε στο κανάλι του Άρδην στο Youtube

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ