Η εμπειρία των τελευταίων 10 χρόνων, μας δίνει την δυνατότητα να εντοπίσουμε την λειτουργία συγκεκριμένων μοτίβων στις ελληνο-γερμανικές σχέσεις. Δεν πρόκειται για την ανακύκλωση ‘εύκολων’ ερμηνειών, που διακινήθηκαν από τα δημοσιογραφικά θεωρία το προηγούμενο διάστημα, ότι θανάσιμη για τις ελληνογερμανικές σχέσεις υπήρξε η αναζωπύρωση ενός λαϊκιστικού αντιγερμανισμού στην Ελλάδα, ή από την άλλη η εμμονή της γερμανικής πλευράς στα ‘σοιμπλενόμικς’ της σκληρής λιτότητας.
Αν προσέξει κανείς τον τρόπο που διαχειρίστηκε η Μέρκελ –και ευρύτερα το γερμανικό κατεστημένο– τους Έλληνες πρωθυπουργούς οι οποίοι εθήτευσαν στην διάρκεια της κρίσης, θα διαπιστώσει κανείς το εξής παράδοξο: Η μεταχείριση των περιπτώσεων, που με την πολιτική τους όξυναν το ελληνικό οικονομικό αδιέξοδο, όπως ήταν ο Γιώργος Παπανδρέου ή ο Αλέξης Τσίπρας, υπήρξε πολύ καλύτερη, από εκείνην που η γερμανική καγκελαρία επιφύλασσε σε κυβερνήσεις που αποπειράθηκαν να εφαρμόσουν –έστω και στρεβλά– περισσότερο αυτόκεντρες πολιτικές διεξόδου από την κρίση.
Φαίνεται από πρώτης όψεως παράδοξο, η Γερμανία να διάκειται ευμενώς σε σενάρια ελληνικής διακυβέρνησης που επί της ουσίας θα παρατείνουν την ‘ελληνική αρνητική εξαίρεση’ εντός της Ε.Ε., ενώ η επίσημη τουλάχιστον ρητορική των κυβερνήσεών της ήταν ότι η χώρα πρέπει να υποβληθεί σε πολλαπλές, σκληρές θυσίες προκειμένου να εξέλθει της κρίσεως.
Κι όμως αυτό συνέβη: Το 2014, που ήταν η τελευταία χρονιά της συγκυβέρνησης ΠΑΣΟΚ-ΝΔ (μετά την αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ ελέω ΕΡΤ), το Βερολίνο καθώς και οι από αυτό ελεγχόμενοι αξιωματούχοι των Βρυξελλών, έπαψαν να στηρίζουν πολιτικά την ελληνική κυβέρνηση. Η χρονιά αυτή, ωστόσο, ήταν από την άποψη του οικονομικού κλίματος εκείνη που ανέπτυξε τις πρώτες δειλές τάσεις για την έξοδο της χώρας από την κρίση.
Αντιστοίχως, σήμερα, η Γερμανία υπονομεύει τις ελληνικές προσπάθειες για την διαμόρφωση μιας αυτοδύναμης εξωτερικής πολιτικής, και εντός της Ε.Ε., η οποία αποσκοπεί στην ενεργοποίηση του ευρωμεσογειακού γεωπολιτικού παράγοντα προκειμένου όχι μόνον η Ελλάδα, αλλά και η Ε.Ε. γενικότερα να έχει ενεργό παρουσία στην Ανατολική Μεσόγειο, προς ανάσχεση του τουρκικού επεκτατισμού. Το ίδιο πράττει και σε ό,τι αφορά στο μεταναστευτικό ζήτημα, καθώς πιέζει την Ελλάδα να μετεξελιχθεί σε ‘buffer zone’, χώρα εκτόνωσης των μεταναστευτικών πιέσεων που σε διαφορετική περίπτωση θα ασκούνταν προς την Κεντρική Ευρώπη, την οποίαν ακόμα θεωρεί δικό της ζωτικό οικονομικό χώρο.
Είναι ενδιαφέρον να κοιτάξει κανείς, επίσης, το πως το γερμανικό κατεστημένο –κυρίως των ΜΜΕ– εργαλειοποίησε την άνοδο των αντιμνημονιακού κινήματος, και κυρίως την αντιγερμανική του διάσταση: Δεν θα προσπαθήσει να την μειώσει, αλλά αντίθετα την πρόβαλε υπερβολικά στην εγχώρια κοινή γνώμη. Ο στόχος ήταν να υποδαυλίσει τα πάγια ανθελληνικά στερεότυπα της γερμανικής κοινωνίας, προκειμένου να εξασφαλίσει υπερκομματική συναίνεση στην εξαιρετικά ανελαστική πολιτική της εναντίον της Ελλάδας.
Η πολιτική αυτή πήρε το ρίσκο του ‘θερμού καλοκαιριού’ του 2015. Ωστόσο, γνωρίζουμε πλέον σήμερα καθώς έχει αποδειχθεί και δημοσιογραφικά, ότι οι Γερμανοί αξιωματούχοι πίστευαν –και ορθώς, όπως διαφάνηκε– πως η ανταρσία της ελληνικής κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, ήταν εν πολλοίς εικονική και στόχευε στην εσωτερική κατανάλωση. Δεν είχε κανένα αντίκρισμα στο επίπεδο των πραγματικών οικονομικών δυνατοτήτων της χώρας, και γι’ αυτό πυροδότησε μια περιπέτεια από την οποία η Ελλάδα βγήκε περισσότερο πληγωμένη, και άρα ελεγχόμενη εξωτερικά.
Ο κλυδωνισμός της χώρας, το καλοκαίρι του 2015, οδήγησε στην απόλυτη δορυφοριοποίηση της ελληνικής κυβέρνησης στα γερμανικά συμφέροντα, κάτι που άνοιξε το δρόμο τόσο για μείζονες εθνικές γεωπολιτικές παραχωρήσεις –λέγε με συμφωνία των Πρεσπών– όσο και για την διείσδυση του γερμανικού κεφαλαίου στο εσωτερικό της Ελλάδας (π.χ. Αεροδρόμια).
Αυτό ακριβώς είναι το κλειδί το οποίο ξεκλειδώνει και το παράδοξο της συμπεριφοράς που επιδεικνύει η Καγκελαρία προς τις ελληνικές κυβερνήσεις: Η γερμανική στρατηγική, εκπονείται από κέντρα που λαμβάνουν πολύ σοβαρά υπόψη τους τον παράγοντα της ιστορίας, της γεω-οικονομίας, καθώς και την ισχύ των διαχρονικών γερμανικών συμφερόντων στις περιοχές ενδιαφέροντος της Ελλάδας.
Μια εκδοχή της τελευταίας περισσότερο αυτοδύναμη, μπορεί να απειλήσει τα γερμανικά συμφέροντα στα Βαλκάνια, καθώς δημιουργεί μια δυναμική περιφερειακής οικονομικής συνεργασίας (ιδίως με την Σερβία ή την Βουλγαρία, και υπό την αίρεση της άμβλυνσης των εθνικών αντιθέσεων που παραδοσιακά υφίστανται μεταξύ των βαλκανικών χωρών). Κυρίως όμως απειλεί την ‘ειδική σχέση’ της Γερμανίας με την Τουρκία, ακριβώς διότι με την περισσότερο αυτοδύναμη παρουσία της, η Ελλάδα όχι μόνον θέτει προσκόμματα στον τουρκικό επεκτατισμό, αλλά και ενθαρρύνει τις αντιτουρκικές συσπειρώσεις μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, επιδιώκει να έχει μονίμως την Ελλάδα καθηλωμένη (για να θυμηθούμε μια περίφημη φράση του Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι, την οποία βέβαια χρησιμοποίησε σε άλλο πλαίσιο). Και αυτό αποπειράται να το πετύχει με κάθε τρόπο: Βάζοντας τρικλοποδιές στις ελληνικές κυβερνήσεις, με την ελπίδα ότι αυτές θα πυροδοτήσουν εσωτερική πολιτική αστάθεια ή μετατρέποντας τα ελληνικά ακριτικά νησιά σε κυματοθραύστες της ανεξέλεγκτης μετανάστευσης.
Η Γερμανία επιφυλάσσει στην Ελλάδα έναν πολύ συγκεκριμένο «ευρωπαϊκό δρόμο» οικονομικής ανάπτυξης: Θέλει τους Έλληνες να τροφοδοτούν με ποιοτικά αγροτικά προϊόντα την γερμανική αγορά, την ίδια στιγμή, να εισάγουν βιομηχανικά προϊόντα και προϊόντα υψηλής τεχνολογίας από την Γερμανία. Επιθυμεί να προσανατολίσει τις γερμανικές εύρωστες τάξεις προς την αγορά εξοχικών στην ελληνική ύπαιθρο, και μιλάει ολοένα και περισσότερο για «ιαματικό τουρισμό» ή «τουρισμό της τρίτης ηλικίας», επειδή βλέπει τις ελληνικές θάλασσες και τα βουνά ως το ιδανικό θέατρο για την απόσυρση των Γερμανών ηλικιωμένων. Την ίδια στιγμή, ενδιαφέρεται να αποσπάσει το υψηλών δεξιοτήτων και μόρφωσης νεαρό ελληνικό εργατικό δυναμικό για λογαριασμό της δικής της οικονομίας. Όσον δε, αφορά, στην γεωπολιτική, θα επιθυμούσε η Ελλάδα να ακολουθήσει ένα σενάριο ‘Βοσνίας’ ή ‘Κοσόβου’, όπου επί της ουσίας τα κρατίδια αυτά έχουν περιέλθει υπό το γερμανο-τουρκικό πρόσταγμα.
Προκειμένου να επιβάλει τους προσανατολισμούς της στην Ελλάδα, η Γερμανία οφείλει να αποτρέψει την ελληνική εξωτερική πολιτική από το να αναπτύξει πολυμερείς σχέσεις με τις υπόλοιπες βαρύνουσες χώρες-μέλη όπως είναι η Γαλλία, η Ιταλία ή η Ολλανδία, και θα επιθυμούσε ιδανικά να μεσολαβεί αυτή μόνη στις σχέσεις της χώρας μας με την Ε.Ε. Αυτό ακριβώς είναι το βασικό κίνητρο, για το οποίο η Γερμανία εμφανίζεται να τηρεί τόσο αρνητική για την Ελλάδα στάση, από τις αρχές του 2020, οπότε και οξύνεται η κόντρα της χώρας με τον τουρκικό επεκτατισμό.
«Δ»