
Της Μ.Δ., από τη Ρήξη Ιουλίου (#170) που κυκλοφορεί
Στη χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας, σχεδόν κάθε υπουργός Παιδείας της μεταπολίτευσης θεώρησε υποχρέωσή του να επιφέρει αλλαγές, κατά κύριο λόγο στις εισαγωγικές εξετάσεις για την ανώτερη εκπαίδευση. Το αποτέλεσμα είναι οι αναρίθμητες παρεμβάσεις, «ων ουκ έστιν αριθμός» κυριολεκτικά (!). Οι οποίες δεν άλλαξαν τίποτε πραγματικά, αν εξαιρέσει κανείς μερικά συνδικαλιστικά δικαιώματα και μερικές λαϊκιστικές επιδιώξεις για πανεπιστήμια και ΤΕΙ σε κάθε ελληνική …ραχούλα!
Και αν η εξίσωση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των ιδιωτικών με τους δημόσιους εκπαιδευτικούς λειτουργούς ήταν άκρως σημαντική για την πορεία της ιδιωτικής εκπαίδευσης –ώστε αυτή να λειτουργεί σύννομα και κατά τρόπο που να μην καταστρατηγεί τα δικαιώματα των μαθητών του δημοσίου σχολείου προάγοντας εκείνα των μαθητών του ιδιωτικού–, η πληθώρα πανεπιστημίων και ΤΕΙ και η αποδυνάμωση και περιθωριοποίηση των ΕΠΑΛ και της τεχνικής εκπαίδευσης (ΙΕΚ) μάλλον κακό έκαναν στην ελληνική κοινωνία μακροπρόθεσμα.
Ακόμα και η εμβληματική, πριν μερικά χρόνια, αλλαγή που επέφεραν τα Συμβούλια Ιδρύματος στην τριτοβάθμια εκπαίδευση –αλλαγή στην οποία συμφώνησε και την οποία ψήφισε σχεδόν σύσσωμη η Βουλή– απαξιώθηκε σύντομα λόγω της έλλειψης πολιτικής βούλησης για πραγματική αλλαγή και εγκαθίδρυση κάποιας αξιοκρατίας, έστω και μόνο στα πανεπιστήμια. Ας μην αναφερθούμε στην αλλαγή των σχολικών βιβλίων, πριν από σχεδόν μια δεκαετία, με τον «συνωστισμό στην προκυμαία της Σμύρνης» και την πιο πρόσφατη –επιεικώς απαράδεκτη– επιτροπή εργασίας που είχε συγκαλέσει η «πρώτη φορά Αριστερά» και η οποία εννοούσε να περάσει την αποδόμηση της εθνικής ιστορίας ακόμη και στην τρυφερή ηλικία των μαθητών του Δημοτικού.
Όλες αυτές οι κινήσεις για δήθεν αλλαγή προέρχονται από μια πολιτική και πνευματική ηγεσία που αποπνέει μικρόνοια, εγωκεντρισμό, έλλειψη μακρόπνοου σχεδιασμού και κακώς εννοούμενο εκσυγχρονισμό, ιδωμένο μυωπικά, μια και αισθάνεται ένοχη για την κακομοιριά της ελληνικής εκπαίδευσης και τρέφει σύμπλεγμα κατωτερότητας έναντι της Ευρώπης και του «μοντερνισμού» της. Και βέβαια έχει εμποτιστεί μέχρι τα φύλλα της καρδιάς της από την αποδομητική ιστορική σχολή και τους λαλίστατους εκπροσώπους της. Στο πλαίσιο αυτό, τα τελευταία 20 χρόνια, σπάνια έσκυψαν οι πολιτικοί και πνευματικοί ταγοί μας πάνω στην κοινωνία και τις εκπαιδευτικές ανάγκες της και, φυσικά, ούτε λόγος να γίνεται για μια εκπαίδευση και παιδεία βασισμένες στις παραδόσεις και την ιδιοπροσωπία του Έλληνα ή σε μια προσπάθεια εκσυγχρονισμού μιας εκπαίδευσης «ελληνικώ τω τρόπω»…
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν διαφοροποιείται από αυτόν τον κανόνα. Ξεκίνησε να επιφέρει μεν αλλαγές σε όλη την εκπαιδευτική διαδικασία, αλλά μια από τις πρώτες κινήσεις της κυρίας υπουργού ήταν η μεταφορά της εποπτείας των ιδιωτικών εκπαιδευτικών λειτουργών στο υπουργείο Εργασίας (βλ. ΡΗΞΗ ν. 166, Μάρτιος 2021), αλλάζοντας προς το χειρότερο τις συνθήκες υπό τις οποίες οι εκπαιδευτικοί αυτοί λειτουργούν, ασχέτως του αν αυτό προάγει μια διαχρονική ανισότητα μεταξύ ιδιωτικής και δημόσιας εκπαίδευσης.
Στο ίδιο πλαίσιο, μέσα στην πανδημία, πάρθηκαν αποφάσεις οι οποίες υπήρξαν ελάχιστα παιδαγωγικές, υπό την πίεση και κάποιων συνδικαλιστών για την προστασία των δικαιωμάτων των εμπλεκομένων (sic), και οι οποίες παρακώλυσαν αντί να βοηθήσουν το έργο των εκπαιδευτικών. Ας αναφέρουμε εν είδει παραδείγματος την «ήξεις-αφίξεις» εγκύκλιο για το κατά πόσον η κάμερα των μαθητών έπρεπε να είναι ανοιχτή ή όχι και τις αντιδράσεις εκπαιδευτικών που αρνούνταν να ανοίξουν τη δική τους· την απόφαση για αναστολή των τελικών εξετάσεων φέτος σε αντιπαράθεση με την εμμονή για τη διενέργεια ωριαίων εξετάσεων στο πρώτο τετράμηνο της χρονιάς· τη μη εφαρμογή της εκ περιτροπής προσέλευσης των μαθητών στο σχολείο φέτος, παρά το γεγονός ότι η πανδημία «έβραζε»· και την ταυτόχρονη απόφαση για παράταση της διάρκειας της σχολικής χρονιάς όταν μαθητές και διδάσκοντες είχαν φτάσει στα όριά τους, ψυχικά και σωματικά, και παρά την «επιτυχή(!)» διαδικτυακή διδασκαλία!
Παρ’ όλο που πολλοί θα δικαιολογήσουν ίσως αυτήν την αλλοπρόσαλλη αλυσίδα αποφάσεων, ως απόρροια της πρωτόγνωρης πανδημίας, η ανακοίνωση της επιβεβλημένης «αυτοαξιολόγησης» κάθε εκπαιδευτικής μονάδας –εν μέσω μέτρων αποστασιοποίησης– που απαιτούσε εγκύκλιος του υπουργείου, η οποία κυκλοφόρησε τον Μάρτιο, δεν δικαιολογείται με τίποτα! Με νεώτερο, δε, νομοσχέδιο, το υπουργείο προωθεί την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών από τον Διευθυντή κάθε μονάδας –με τι προσόντα;!– και την πρόβλεψη για επιμόρφωση εκείνων των εκπαιδευτικών που δεν θα έχουν ικανοποιητική αξιολόγηση! Η επιμόρφωση όλων των εκπαιδευτικών όχι μόνο στο γνωστικό πεδίο της αντίστοιχης επιστήμης αλλά και στην ψυχολογία, την παιδαγωγική και τη διδακτική δεν είναι απαραίτητη! Φτάνει να επιμορφωθούν μόνο οι λιγότερο ικανοί!
Ας ξεκαθαρίσουμε τη θέση μας: η αξιολόγηση είναι σημαντική και πρέπει να προχωρήσει αν η κοινωνία μας θέλει να προοδεύσει και να λύσει παμπάλαια προβλήματα που εκπορεύονται από την ανεπάρκεια της εγχώριας εκπαίδευσης. Οι εφαρμοστές όμως της οποιασδήποτε πολιτικής αποφασίσει το υπουργείο, οι εκπαιδευτικοί, αισθάνονται εγκαταλειμμένοι στη μοίρα τους από μια πολιτική ηγεσία που λειτουργεί σαν εργοστάσιο παραγωγής αποφάσεων ερήμην τους, και με βάση ένα σχέδιο αξιολόγησης που κανείς τους δεν γνωρίζει πώς θα εφαρμοστεί. Ούτε και το υπουργείο όμως γνωρίζει τι καρπούς «θα δρέψει»! Στο μεταξύ, φαίνεται ότι μια ακόμη «μεταρρύθμιση» θα μας σώσει. Περί του κατάλληλου περιεχομένου όμως αυτής, όπως και της όποιας αξιολόγησης, θα επανέλθουμε…
1 ΣΧΟΛΙΟ
Για τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς με την ΟΛΜΕ τους που αντιδρούν σε κάθε μεταρρύθμιση που περιστέλλει τα προνόμια τους έχετε να μας πείτε τίποτα; Δουλεύετε τον λιγότερο χρόνο, παράγετε αγράμματους σαν τους περισσότερους από εσάς και με μπόλικη ταξική συνείδηση.
Σας ενόχλησε η παράταση του σχολικού έτους για 1 βδομάδα φτάσατε στα όρια σας λέτε. Εμείς οι προλετάριοι του ιδιωτικού τομέα δουλεύουμε όλο το καλοκαίρι 10 ώρες τη μέρα για να σας συντηρούμε με τους φόρους μας. Ούτε η αξιολόγηση σας αρέσει φυσικά. Το καρύκευμα πατριωτισμού σας δεν μας ξεγελάει. Είναι πατριωτισμός των δεητζηδων.