Αρχική » Ναυμαχία της Ναυπάκτου: Η ανάσχεση των Οθωμανών & οι επαναστατικές ενέργειες των Ελλήνων

Ναυμαχία της Ναυπάκτου: Η ανάσχεση των Οθωμανών & οι επαναστατικές ενέργειες των Ελλήνων

από Γιώργος Καραμπελιάς

Στην σημερινή συγκυρία εκείνη η μάχη έχει ιδιαίτερη σημασία και συμβολισμούς

Τετρακόσια πενήντα χρόνια συμπληρώνονται φέτος από την ναυμαχία της Ναυπάκτου, όταν τα χριστιανικά κράτη της Ευρώπης, με σημαντική την συνεισφορά των υπόδουλων Ελλήνων, συνενώθηκαν και νίκησαν τους Οθωμανούς.

Στην σημερινή συγκυρία εκείνη η μάχη, που εμπόδισε την περαιτέρω επέκταση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και αναπτέρωσε τις ελπίδες των Ελλήνων για γρήγορη απελευθέρωση, έχει ιδιαίτερη σημασία και συμβολισμούς. 

του Γιώργου Καραμπελιά από την huffingtonpost.gr

Παγίωση της τουρκικής κατοχής 

Η περίοδος από τη βασιλεία του Σελίμ Α΄ και του Σουλεϊμάν Α΄ Μεγαλοπρεπή μέχρι τη ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571), επί Σελίμ Β΄ του «Μέθυσου», υπήρξε η εποχή του απογείου της Αυτοκρατορίας που ενσωματώνει τη Συρία, την Αίγυπτο, την Ταυρίδα, τον Καύκασο, φθάνει στη Βιέννη (1529), ενώ ολοκληρώνει την κατάκτηση των περισσότερων λατινοκρατούμενων περιοχών της Ελλάδας, εκτός από την Κρήτη και τα Επτάνησα.

Η νέα αυτοπεποίθηση των Οσμανλήδων και η συμμετοχή των Ελλήνων στους πολέμους ενάντιά τους είχε ως συνέπεια την αφαίρεση των περισσότερων «προνομίων» που είχαν παραχωρηθεί στους Έλληνες, ενώ υποχρέωσε τους Λατίνους σε ανεκτικότερη πολιτική έναντι των Ελλήνων, που στην Κρήτη θα εκφραστεί με τη σταδιακή ενσωμάτωση των περισσότερων Λατίνων στον ορθόδοξο πληθυσμό καθώς και με την Κρητική Αναγέννηση. 

Παράλληλα, το τέλος της επέκτασης της Αυτοκρατορίας, στις πύλες της Βιέννης, το 1529, οδηγεί σε εντατικότερη εκμετάλλευση των ραγιάδων, ενώ αυξάνονται και οι χρηματικές ανάγκες της Πύλης, εξαιτίας των αλλεπάλληλων και δαπανηρών πολέμων. Για την απόσπαση της Ρόδου από τους Ιωαννίτες ιππότες, την Πρωτοχρονιά του 1523, μετά από πολιορκία έξι μηνών, δαπανήθηκε ένα υπέρογκο ποσό, τα δε τουρκικά στρατεύματα είχαν 84.000 νεκρούς[1].Τα έσοδα του θησαυροφυλακίου αυξάνονται στα 3.000.000 χρυσά νομίσματα εκ των οποίων τα 1.200.000 προέρχονται από τον κεφαλικό φόρο των ραγιάδων.

Ο Σουλτάνος Σελίμ Α΄ Γιαβούζ (1512-1520), στα πρώτα χρόνια της σύντομης βασιλείας του, διέκειτο μάλλον ευνοϊκά προς την ορθοδοξία: αναγνώρισε στους ορθοδόξους την κυριότητα των προσκυνημάτων του Αγίου Τάφου, θεωρήθηκε ευεργέτης της Μονής Ξηροποτάμου, και διατηρούσε ιδιαίτερες σχέσεις με τη μονή Σουμελά, μια και η Ελληνίδα μητέρα του, Μαρία, καταγόταν από το χωριό Δουβερά, που ανήκε στη δικαιοδοσία της μονής. Ωστόσο, επί Πατριαρχίας Θεολήπτου Α΄ (1514-1519), αποφάσισε τη μετατροπή όλων των ναών σε τεμένη, τον εξισλαμισμό όλων των Χριστιανών –επί ποινή θανάτου– και την ολοκληρωτική κατάργηση του Πατριαρχείου.

Η απόφασή αυτή δεν τέθηκε σε εφαρμογή εξ αιτίας της παρέμβασης του μουφτή Τζεμαλή, ο οποίος υποστήριξε ότι το Κοράνι επιτάσσει τον εξισλαμισμό όχι δια της βίας αλλά δια της πειθούς. Παρ’ όλα αυτά  εγκαινίασε τον εξισλαμισμό των Πομάκων, κατέλαβε τον ναό του Αγ. Δημητρίου στη Θεσ/νίκη, τη μητρόπολη του Αγ. Γεωργίου στη Σόφια, μετέτρεψε χιλιάδες εκκλησίες σε τζαμιά και προχώρησε στην απότμηση των γλωσσών όσων συνέχισαν να μιλούν ελληνικά στην Αίγυπτο[2].

Ο διάδοχός του, Σουλεϊμάν (1520-1566), κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες για να ολοκληρώσει την κατάληψη της Πελοποννήσου και των νησιών με τον Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα. Λεηλατούνται η Αίγινα και η Κέα, οι κάτοικοι της Πάρου σφάζονται ανηλεώς, τα Κύθηρα δηώνονται, καταλαμβάνεται η Μονεμβασία και το Ναύπλιο μετά από πολιορκία τριών χρόνων, αλλά αποτυγχάνει η κατάληψη της Κέρκυρας, το 1537[3].

Η Γαληνοτάτη συμμαχεί συστηματικά με την Ισπανία, επί Καρόλου Α΄ (1519-1566), Φιλίππου Β΄ (1566-1598) και κατά το πρώτο ήμισυ του 17ου αι., ενώ, η Γαλλία, στα πλαίσια του ανταγωνισμού των ευρωπαϊκών δυνάμεων, με τη συνθήκη φιλίας του Φραγκίσκου Α΄ με τον Σουλεϊμάν (1535), εγκαινιάζει μία παράδοση αιώνων φιλίας με τους Οθωμανούς. 

Δον Χουάν ντ’ Αούστρια

Η Ναυμαχία της Ναυπάκτου 

Η επόμενη μεγάλη επαναστατική κίνηση θα σημειωθεί με την ευκαιρία του νέου πολέμου μεταξύ των Δυτικών και της οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κατά το 1571-1573. Στις 25 Μαΐου 1571, η Αγία Έδρα, η Ισπανία και η Βενετία, μετά την κατάληψη της Κύπρου από τους Τούρκους, συνέπηξαν την Sancta Liga Antiturca, και ο χριστιανικός στόλος, με επικεφαλής τον Δον Χουάν ντ’ Αούστρια, απέπλευσε από τη Μεσσήνη.

Σε αυτόν συμμετέχουν πολλά ελληνικά σκάφη– από την Κρήτη, του Ευδαιμονογιάννη, των  Καλλέργηδων κ.ά., από την Κέρκυρα, του Κοντοκάλη, του Μπούα, του Χαλκιόπουλου, από τη Ζάκυνθο, του Κουτούβαλη, από την Κεφαλονιά, του Πιτσαμάνου και του Τσιμάρα κ.λπ., ενώ τα ελληνικά πληρώματα πλειοψηφούσαν και σε πολλά σκάφη. Τέλος, από τους 28.000 πεζούς μαχητές, που επέβαιναν στα πλοία, οι 8.000 ήταν Έλληνες.

Στις 7 Οκτωβρίου 1571, στη Ναύπακτο, τα 203 χριστιανικά σκάφη καταναυμάχησαν τον τουρκικό στόλο και μόλις 30 από τις 230 γαλέρες κατόρθωσαν να ξεφύγουν. Οι απώλειες των Τούρκων ήταν τεράστιες: 30.000 νεκροί και τραυματίες, 3.000 αιχμάλωτοι, ενώ 15.000 σκλάβοι κωπηλάτες απελευθερώθηκαν.

Αλλά και ο συμμαχικός στόλος είχε χάσει 10 γαλέρες, είχε 8.000 νεκρούς και 21.000 τραυματίες· ανάμεσά τους και ο Μιγκέλ Θερβάντες,με τρεις σφαίρες –η μία στο αριστερό χέρι του το αχρήστευσε για πάντα–, ο οποίος δήλωνε πάντα υπερήφανος για τις πληγές που δέχθηκε «στο πιο δοξασμένο γεγονός που είδανε ή θα δούνε ποτέ οι αιώνες»[4]«Κείνη η ημέρα, γράφει στον Δον Κιχώτη, γίνηκε αφορμή να σκορπιστεί η πλανερή ιδέα…, πως οι Τούρκοι ήτανε τάχα ανίκητοι στη θάλασσα – και συντρίφτηκε η οθωμανική αλαζονεία…». 

Η νίκη της Ναυπάκτου αναθέρμανε το ηθικό των Ελλήνων και παντού ξέσπασαν εξεγέρσεις. Επαναστατικές κινήσεις σημειώνονται σε Ήπειρο και Χιμάρα, ενώ σε αναβρασμό βρίσκονται και οι πληθυσμοί της Κύπρου και της Ρόδου. Ο μητροπολίτης Μονεμβασίας, Μακάριος Μελισσουργός ή Μελισσηνός, μαζί με τον αδελφό του, Θεόδωρο, κηρύσσουν επανάσταση[5] και από την Πάτρα συμμετέχει ενεργά ο μητροπολίτης Γερμανός Α΄.

Τρεις απεσταλμένοι του Μοριά πέρασαν στο Γαλαξίδι και στην εκκλησία του Αγ. Παντελεήμονα, όρκισαν τους κατοίκους της πόλης και αντιπρόσωπους από το Λιδορίκι και από τα Σάλωνα να χτυπήσουν ταυτόχρονα από στεριά και θάλασσα, με το σύνθημα «ἢ νὰ πεθάνουμε ἢ νὰ ξεσκλαβωθοῦμε καὶ ὅποιος μετανοιώσει ἢ προδώσει αὐτὰ νὰ μὴν ἰδῇ Θεοῦ πρόσωπο»[6].

Οι επαναστάτες, 3.000 άνδρες περίπου, κίνησαν να πολιορκήσουν τα Σάλωνα. Ωστόσο, η Sancta Liga άφησε τους Έλληνες στην τύχη τους και οι πολιορκητές των Σαλώνων όταν έμαθαν ότι οι Δυτικοί τους είχαν εγκαταλείψει, διαλύθηκαν ατάκτως. Τότε ο μπέης των Σαλώνων έγραψε στους προκρίτους των επαναστατημένων περιοχών πως τους συγχωρεί και τους καλεί στην πόλη. Το ίδιο βράδυ όμως[7]:

ἐδιάταξε καὶ τοὺς ἐπιάσασι ἕνα ἔνα, καὶ τοὺς ἐδέσασι μὲ σίδερα… Ἐσκοτωθήκασι γοῦν, μὲ χίλια βασανιστήρια οἱ ἄλλοι ὀγδοήντα, οἱ πρῶτοι κεφαλάδες καὶ τὰ ἀνδρειότερα παλληκάρια, μὲ ἀπιστία μεγάλη· ἀκούσατε, εἰκοσιδύο Γαλαξιδιῶτες, ὅλοι γιὰ τὴν πατρίδα καὶ τὴν θρησκεία, συμπαθημένοι ἀπὸ ὅλες τὲς ἁμαρτίες!

Αυτά γράφει, στα 1703, ο Ιερομόναχος Ευθύμιος, ο συγγραφέας ή αντιγραφέας του Χρονικού του Γαλαξιδίου. Ο μητροπολίτης Παλαιών Πατρών Γερμανός Α΄, κατακομματιάστηκε μαζί με τον ανεψιό του, καθώς και ο πρόκριτος Σοφιανός. Μόνο οι αντάρτες αδελφοί Μελισσηνοί, οι οποίοι είχαν συγκεντρώσει σημαντικό αριθμό ανδρών στη Μάνη και ύψωσαν τις σημαίες του Σωτήρος (την ελληνική) και του Αγίου Μάρκου, προξένησαν μεγάλες απώλειες στους Τούρκους πριν καταφύγουν στην Ιταλία.

Τόσο ισχυρή ήταν η απήχηση της Ναυπάκτου ώστε, ακόμα και στα 1576, ο αρχιεπίσκοπος Αχρίδας, Ιωακείμ (συνυπογράφουν ο Βελεσού Φώτιος, ο Βελεγράδων Νεκτάριος και ο Καστοριάς Σωφρόνιος), σε επιστολή προς τον Δον Χουάν, υποστηρίζει πως το έδαφος είναι ευνοϊκό για τη διεξαγωγή νέων επιχειρήσεων, ο δε λαός τον περιμένει σαν τον νέο Μωυσή.

Τον Ιούλιο του 1576, ο Λάντζας, μαζί με πολλούς Χιμαριώτες, που ορκίζονται πίστη στον Φίλιππο Β΄, επιτίθεται εναντίον του Σοποτού χωρίς αποτέλεσμα. Η εξέγερση των Χιμαριωτών συνεχίστηκε ως τα 1590, οπότε μια επιδημία τους ανάγκασε να συνθηκολογήσουν. Φρικτό τέλος με ανασκολοπισμό βρήκαν, στα 1576, ο αρχιεπίσκοπος Ρόδου και δύο πρόκριτοι της πόλης, καθώς και οι μητροπολίτες Νάξου και Μυτιλήνης, με τέσσερεις ιερείς. Με το ίδιο γεγονός συνδέονται και τα δύο επαναστατικά κινήματα του Διονυσίου «Σκυλοσόφου» [8]

Ο αντίκτυπος της ναυμαχίας δημιούργησε εξαιρετικά ευνοϊκό κλίμα υπέρ της Ισπανίας και εκτός από τους στρατιωτικούς και θρησκευτικούς ηγέτες, που επιζητούσαν τη συνδρομή της, καλλιτέχνες, λόγιοι και κωδικογράφοι, μετακινήθηκαν στην Ισπανία, όπως οι Κρητικοί Νικόλαος Τουρριανός και Αντώνιος Καλοσυνάς. Στον απόηχο αυτού του κλίματος εντάσσεται μάλλον και η μετακίνηση του Θεοτοκόπουλου από την Ιταλία στο Τολέδο.

Για τους Τούρκους, αντίθετα, η ναυμαχία της Ναυπάκτου σηματοδότησε την απαρχή της μεταβολής της αίσθησης υπεροχής έναντι των Δυτικών, σε αίσθημα κατωτερότητας.

Παράλληλα βέβαια πολλαπλασίασε και τα δεινά των Ελλήνων: στη Θεσσαλονίκη, στο Άγιον Όρος, στην Κάρπαθο, θα σημειωθούν μαζικές λεηλασίες και σφαγές με πάνω από 30.000 θύματα· στην Αίγυπτο παραδόθηκαν στην πυρά ελληνικά χειρόγραφα και βιβλία με φιρμάνι του Σουλτάνου και απαγορεύτηκε η χρήση της ελληνικής γλώσσας. Οι διώξεις κατά των ορθοδόξων και το παιδομάζωμα επεκτείνονται, ενώ αυξάνονται οι εξισλαμισμοί και ως αντίβαρό τους ο κρυπτοχριστιανισμός[9].

[1]Απ. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού (ΙΝΕ), τ. Γ΄, Ηρόδοτος, Θεσσαλονίκη 1961-1968,  σσ. 103-118.

[2] Απ. Βακαλόπουλος, «Η θέση των Ελλήνων και οι δοκιμασίες τους», Ιστορία Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τ. Ι΄, σσ. 22-91.

[3] Η νήσος υπέφερε φρικτά από την πολιορκία και άδειασε από τον πληθυσμό της –20.000 πιάστηκαν αιχμάλωτοι από τους Τούρκους– και μόλις μετά από 40 χρόνια έφθασε εκ νέου τους 17. 500 κατοίκους. Απ. Βακαλόπουλος, ΙΝΕ, τ. Γ΄, ό.π., σσ. 131-170.

[4] Απ. Βακαλόπουλος, ΙΝΕ, τ. Γ΄, ό.π., σσ. 131-170· Σπύρος Γασπαρινάτος, Σελίδες Επτανησιακής Ιστορίας, Αθήνα 2011.

[5] Βλέπε αναλυτικά, Ι. Χασιώτης, Μακάριος, Θεόδωρος και Νικηφόρος οι Μελισσηνοί (Μελισσουργοί), 16ος-17ος αι., ΕΜΣ, Θεσ/νίκη 1966.

[6] Βλ. Χρονικόν ανέκδοτον Γαλαξειδίου, εκδ. Κ. Ν. Σάθα, Αθήνα 1865, σ. 212.

[7] Βλ. Χρονικόν ανέκδοτον Γαλαξειδίου, ό.π., σ. 214.

[8] Βλ. ενθάδε, μέρος Γ΄, Εκκλησία και γένος, κεφάλαιο ΙΙ, σσ. 362-370.

[9] Απ. Βακαλόπουλος, ΙΝΕ, τ. Γ΄, ό.π., σσ. 252 κ.ε.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ