Της Μ.Δ.
Η ελληνική εκπαίδευση, θα πρέπει να είναι ολιστική, συμπεριληπτική, συνδεδεμένη με την ποικιλομορφία και την ιδιοπροσωπία της χώρας μας και να αντιβαίνει στη σημερινή εκπαίδευση της αμάθειας, της βαθμοθηρίας και της βαρβαρότητας, καθώς και στον εκχυδαϊσμό των ΜΜΕ και των κοινωνικών μέσων και δικτύων.
Στο τρίτο και τελευταίο μέρος αυτής της ανάλυσης για μια οραματική, πατριωτική ελληνική εκπαίδευση, θα ασχοληθώ με την υποχρεωτική εκπαίδευση. Ζητούμενο αυτή να είναι ολιστική, συμπεριληπτική, συνδεδεμένη με την ποικιλομορφία και την ιδιοπροσωπία της χώρας μας και να αντιβαίνει στη σημερινή εκπαίδευση της αμάθειας, της βαθμοθηρίας και της βαρβαρότητας, καθώς και στον εκχυδαϊσμό των ΜΜΕ και των κοινωνικών μέσων και δικτύων. Έχουμε αναφέρει ότι τέτοιες προτάσεις θα χρειαζόταν να συνταχθούν πιο εμπεριστατωμένα (βλ. ΡΗΞΗ #170, 171), αλλά, μέχρι να γίνει αυτό, εμείς παραθέτουμε κάποιες προτάσεις βασισμένες στην εμπειρία μας και την πιο πρόσφατη έρευνα.
Θεωρούμε, λοιπόν, ότι η υποχρεωτική εκπαίδευση θα έπρεπε να καλύπτει τους μαθητές από τα 2 ως τα 17 τους χρόνια, με όλη την πορεία να επιβλέπεται από το Υπουργείο Παιδείας. Η πρότασή μας προβλέπει διετή παιδικό σταθμό για γρήγορη εγκοινώνηση του παιδιού (από τα 2 έτη) και διετή στοιχειώδη παιχνιδοπαιδεία στα νήπια (4 και 5 ετών), που συνάδει με τα επιστημονικά δεδομένα για την ηλικία αυτή και τα μακροπρόθεσμα οφέλη της. Επιπλέον, θα προτείναμε πενταετή πρωτοβάθμια εκπαίδευση (6-11) και πενταετή δευτεροβάθμια (12-17) – ακόμη κι ένα 10ετές γενικό σχολείο. Μια τέτοια πορεία θα λάμβανε υπόψη τις πιο πρόσφατες ανακαλύψεις για την ωρίμανση του εγκεφάλου, αλλά και την ταχύτητα της επιστημονικής προόδου, τα επιτεύγματα της οποίας θα εισάγονταν στην ύλη δημοτικού και θα εξερευνούνταν στο πλαίσιο ενός ενιαίου γυμνασίου, το οποίο θα εξέδιδε τα απολυτήρια.
Η πρωτοβάθμια θα έπρεπε να βασίζεται σε ελληνικά πρότυπα και να ασχολείται με τη μελέτη της γλώσσας, την ελληνική ιστορία, τα μαθηματικά, τη γεωγραφία/επιστημονική γνώση, τα θρησκευτικά, τη γυμναστική και τα καλλιτεχνικά, συνδυασμένα με χρήση εναλλακτικών τρόπων μάθησης όπως η λειτουργία σε κοινότητα (κομμάτι της ιδιοσυστασίας του ελληνισμού), η δημιουργία και συντήρηση λαχανόκηπου, η χρήση Η/Υ και το εκπαιδευτικό παιχνίδι, ώστε τα παιδιά να μαθαίνουν συνεργασία και αλληλοδιδαχή. Μια ξένη γλώσσα θα μπορούσε να εισάγεται στην Γ’ ή Δ’ δημοτικού, που θεωρείται η βέλτιστη ηλικία γι’ αυτό. Αντίστοιχες ιδέες εφαρμόζονται ήδη σε αρκετές άλλες ευρωπαϊκές χώρες που θεωρούνται πρωτοπόρες εκπαιδευτικά (βλ. Φινλανδία, Σκανδιναβία, κ.λπ.).
Στη δευτεροβάθμια θα έπρεπε να αναδιοργανωθεί όλο το αναλυτικό πρόγραμμα, ώστε οι εναλλακτικοί τρόποι μάθησης να παραμείνουν σε μεγάλο βαθμό και να εμπλουτιστούν με εργαστήρια. Τα μαθήματα θα περιελάμβαναν αρχαία ελληνικά (με έμφαση στην κατανόηση και ανάλυση της αρχαίας σκέψης και όχι στη στείρα γραμματική ή λεξιλογική γνώση), επιστημονική γνώση (σε μια ενοποίηση φυσικής και χημείας, ακόμη και βιολογίας για πιο σφαιρική κατανόηση του κόσμου γύρω μας, κάτι που οι μαθητές σήμερα δεν κατακτούν), μαθηματικά (με πρακτικές εφαρμογές στην καθημερινότητα όσο αυτό είναι δυνατό), νεοελληνική γλώσσα και λογοτεχνία, ιστορία ελληνική και ευρωπαϊκή (για πραγματική γνώση του ποιοι είμαστε πρώτα απ’ όλα!), μια ξένη γλώσσα, Η/Υ, στοιχεία υπεύθυνου πολίτη (π.χ. σεξουαλικότητα/οικογένεια, υπεύθυνη κατανάλωση κ.ά.), καλλιτεχνικά (π.χ. γνωριμία με την παραδοσιακή ελληνική μουσική) και γυμναστική (με προσφορά π.χ. και αεροβικής ή σύγχρονου χορού κ.λπ.).
Στην ίδια βαθμίδα, οι μαθητές θα προάγονταν από τάξη σε τάξη με βάση τρεις μορφές αξιολόγησης: πρώτον, τα ωριαία διαγωνίσματα, τα οποία θα μπορούσαν να γίνονται 3-4 φορές τον χρόνο, με στόχο τη διερεύνηση της κατάκτησης της διδαχθείσας ύλης. Δεύτερον, ένα «πορτοφόλι έργων» των μαθητών, το οποίο θα αναδείκνυε τα «επιτεύγματά» τους (ατομικά και συλλογικά) κατά τη διάρκεια της χρονιάς (π.χ. όμορφα καλλιτεχνήματα οποιουδήποτε είδους, σημαντικά τεχνήματα φτιαγμένα σε πρότζεκτ κ.λπ.). Τρίτον, κριτήρια αξιολόγησης προσωπικότητας (με αντικειμενική κλίμακα) όπως η συνεργατικότητα, η εργατικότητα, το ήθος, η ευγένεια, η δημιουργικότητα, η αποδοχή της διαφορετικότητας, κ.ά. Έτσι, θα μπορούσαμε να αποφύγουμε τη βαθμοθηρία, να προωθήσουμε τη συνεργασία και, ταυτόχρονα, να αναδείξουμε «ανάγλυφα» τον χαρακτήρα, τις δεξιότητες και ικανότητες κάθε μαθητή, που αναζητούνται σήμερα με τεστ επαγγελματικού προσανατολισμού. Οι τελικές εξετάσεις – που τόσο προάγουν τη βαθμοθηρία και το στρες στους εφήβους – δεν θα υπήρχαν παρά μόνο στο τελευταίο έτος. Τότε θα διοργανώνονταν εξετάσεις απόλυσης πανελλαδικά, πιθανόν με θέματα από το Α.Σ.Ε.Π., ώστε να αποτελούν πραγματικό κριτήριο για την ολοκλήρωση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης και να έχουν σοβαρό αντίκρισμα σε ακαδημαϊκές και πρακτικές γνώσεις.
Το νέο αναλυτικό πρόγραμμα που προτείνουμε για τη δευτεροβάθμια θα πρέπει να συνοδεύεται από μέτριο σε μέγεθος και ευσύνοπτο σύγγραμμα προς χρήση σε κάθε μάθημα, αλλά και από αθρόα προσφορά επιπλέον υλικού για τους εκπαιδευτικούς (σε ψηφιακή πλατφόρμα) με έμφαση στην εκπαίδευση της «ανακάλυψης» και τη χρήση πρότζεκτ. Έτσι, όλοι οι μαθητές θα διδάσκονταν περίπου την ίδια ύλη.
Με το απολυτήριο αυτής της βαθμίδας ένας μαθητής θα μπορούσε να εγγραφεί σε οποιοδήποτε ΕΠΑΛ (για τεχνική εκπαίδευση και εισαγωγή σε αντίστοιχο ΙΕΚ) ή ΓΕΛ (για εισαγωγή στην τριτοβάθμια) και να μελετήσει για ένα χρόνο 4 ως 5 – το πολύ – μαθήματα σχετικά με την επαγγελματική πορεία που θέλει να ακολουθήσει. Στην πρώτη περίπτωση ανωτέρω, θεωρούμε δεδομένη την ύπαρξη μιας άρτιας τεχνικής εκπαίδευσης σε δημόσια ΙΕΚ. Η χρονιά αυτή θα κατέληγε σε εξετάσεις για εισαγωγή στη σχολή προτίμησης κάθε υποψηφίου.
Ενα τέτοιο σχήμα πιστεύουμε ότι θα βοηθούσε στη συνολικότερη αναβάθμιση των σχετικών πιστοποιητικών αλλά και των ανώτερων και ανώτατων σπουδών εντέλει. Και βέβαια, σε ένα κράτος που σέβεται τον εαυτό του και τους πολίτες του, τα πανεπιστήμια θα έπρεπε να προσφέρουν και Προγράμματα Διά Βίου Μάθησης που θα δίνουν σε όλους τους ενήλικες τη δυνατότητα να παρακολουθήσουν απογευματινά μαθήματα σε διδακτικές ενότητες. Τα σχετικά πιστοποιητικά θα μπορούσαν να μετράνε για ένα πιθανό πτυχίο στον συγκεκριμένο τομέα σε βάθος χρόνου.
Ταυτόχρονα, (κι επειδή συζητιέται πολύ τελευταία η σύνδεση των σπουδών με την αγορά εργασίας, η οποία είναι όντως ζητούμενο στην ελληνική πραγματικότητα) το κράτος θα έπρεπε να προωθεί και τις ανθρωπιστικές σπουδές στο πλαίσιο της μόρφωσης και της καλλιέργειας, καθώς η επικράτηση της νοοτροπίας της αγοράς έχει πλήξει και τα δύο και φαίνεται να οδηγεί την κοινωνία σε αδιέξοδα και σε έλλειψη γνώσης για το παρελθόν ή οράματος για το μέλλον.
Όλα τα παραπάνω, μαζί με την αξιολόγηση όλων των εμπλεκομένων – όχι μόνο «από πάνω προς τα κάτω», όπως συχνά συμβαίνει, αλλά και αντίθετα! – και τις άλλες πρωτοβουλίες που ανέλυσα στα τρία μέρη αυτού του κειμένου θα αναβάθμιζαν την παιδεία μας κατά τρόπο αυθεντικά ελληνικό και θα βοηθούσαν να ανακτήσουμε και πάλι την περηφάνια μας ως λαός και την εμπιστοσύνη στον εαυτό μας και στο μέλλον της χώρας μας.
Διαβάστε ακόμα:
Μια εκπαιδευτική μεταρρύθμιση θα μας σώσει! (Α΄ μέρος)
Μια εκπαιδευτική μεταρρύθμιση θα μας σώσει! (Μέρος 2ο)
2 ΣΧΟΛΙΑ
Κάνετε μία ενδιαφέρουσα ανάλυση του θέματος και έχετε άριστες προθέσεις.
Διαφωνώ σε μερικά σημεία:
Γράφετε: “Μια τέτοια πορεία θα λάμβανε υπόψη τις πιο πρόσφατες ανακαλύψεις για την ωρίμανση του εγκεφάλου, αλλά και την ταχύτητα της επιστημονικής προόδου,…”
Είναι βέβαιο ότι η τεχνολογική πρόοδος και οι πρόοδοι (κυρίως στην έκθεση των εννοιών) συντόμευσε τα στάδια της ψυχο – πνευματικής ωριμότητας σε ένα νέο άνθρωπο; Όχι δεν τα συντόμευσε
Φερ’ ειπείν βασικό όριο για την κατανόηση αφαιρετικών εννοιών στα Μαθηματικά είναι περίπου η ηλικία των 16 ετών. Ο εμπειρικός και πρακτικός χαρακτήρας των Μαθηματικών εννοιών κυριαρχεί μέχρι το όριο αυτό. Παλαιότερα νόμισαν ότι το όριο “κατέβηκε”. Στη δεκαετία του 1960 – ιδίως στη Γαλλία και αλλού (ιδέες της ομάδας N. Bourbaki) πειραματίστηκαν σε αυτή την βάση με αποτυχία.
Ένα άλλο θέμα είναι να πάψει ο μέσος Έλληνας να θεωρεί τα γράμματα σαν μέσο κοινωνικής και οικονομικής ανόδου. Ο ρόλος αυτός εξηντλήθη προ πολλού. Αν γίνει επενδυτική επιλογή στη μόρφωση αυτή θα είναι η δια βίου μάθηση.
Ακόμη πρέπει τα παιδιά να ωθούνται στο να καλλιεργήσουν αλλού τις αναμφισβήτητες ικανότητες και δεξιότητές τους. Και πρέπει οι εισηγητές νέων προγραμμάτων να προτείνουν αντιδημοφιλείς, αλλά χρήσιμες ιδέες. Π.χ Πρέπει να καταργηθεί η ποσόστωση από τα ΕΠΑΛ στα ΑΕΙ. Να αυτονομηθεί η Τεχνική Εκπαίδευση και να ενισχυθεί ως κάτι άλλο από την λεγόμενη και Γενική.
Επίσης, πρέπει να νοικοκυρευτούν τα Σχολεία. Π.χ. Να πάψουν να θεωρούνται «νοματαίοι » όσοι παραβιάζουν ατιμωρητί 3 – 4 νόμους του κράτους π.χ. κάνοντας ιδιαίτερα μαθήματα. Όποιοι αποδεδειγμένα παραβιάζουν τον νόμο, να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες, που φτάνουν μέχρι την απόλυση. Και τέλος πάντων πρέπει να παύσει το δήθεν που κυριαρχεί στην Ελληνική κοινωνία, όταν μάλιστα οι γονείς και παιδιά δέχονται αδιαμαρτύρητα να αποφοιτούν από δύο Σχολεία : το Δημόσιο που συχνά περιφρονούν και το φροντιστήριο, που σέβονται και συχνά ακριβοπληρώνουν. Δηλαδή εδώ που έχουμε φτάσει χρειάζονται και αντιδημοφιλείς, αλλά χρήσιμες απόψεις τις οποίες εσείς αποφεύγετε.