Αρχική » Ο Μεγαλέξανδρος του Μύθου και της Παράδοσης

Ο Μεγαλέξανδρος του Μύθου και της Παράδοσης

από Νικόλας Δημητριάδης

του Νικόλα Δημητριάδη, ιστορικού, από το Άρδην τ. 113

Τό ὄνομα τοῦ Ἀλεξάνδρου ζῆ ἀνεπίληστον ἐν πάση γωνία τῆς ἑλληνικής γῆς, καί ὁ ἐσχατος ἀγρότης ἐπαναλαμβάνει θαυμάσια ἀκούσματα περί τῶν μυθωδῶν κατορθωμάτων καί περιπετειῶν τοῦ μεγάλου βασιλέως ἐν χώραις ἀπωτάταις.

Ν. Γ. Πολίτης

Οι ξένοι περιηγητές και ταξιδιώτες, που γύριζαν στην Τουρκοκρατία τα χωριά και τις πόλεις της Μακεδονίας, πρέπει να δυσκολεύτηκαν αρκετά να ταυτοποιήσουν τα διάσπαρτα αρχαία και μεσαιωνικά ερείπια που έβλεπαν. Οι ντόπιοι δεν μπορούσαν να βοηθήσουν και πολύ, καθώς η προφορική παράδοση συνέδεε αδιάκριτα τα περισσότερα από τα ερείπια αυτά με τον Μέγα Αλέξανδρο, ή με τον Φίλιππο, ή με τον Βουκεφάλα. Πέραν αυτών, πολύ λίγοι άνθρωποι φαινόταν τότε να έχουν αφήσει κάτι πίσω τους.

Για τους ραγιάδες, λοιπόν, κάθε πέτρα και λόφος, κάθε κάστρο και ερείπιο αντηχούσε τις ιστορίες και τα κατορθώματα του Μεγαλέξανδρου. Στους πέτρινους όγκους των βουνών, η λαϊκή φαντασία έβλεπε να διαγράφεται το πρόσωπό του ή να αποτυπώνονται τα πέταλα του Βουκεφάλα. Στους Φιλίππους, τα ερείπια της μεγάλης παλαιοχριστιανικής βασιλικής Β΄ ταυτίζονταν στη λαϊκή συνείδηση με το παλάτι του, ενώ παραδίπλα έστεκε ο σταύλος του πιστού του αλόγου. Πάνω από την Καβάλα, στο αρχαίο τείχος της Χρυσούπολης ήταν το κάστρο του Αλέξανδρου, στη Βόλβη τα λουτρά του, στο Στρατώνι της Χαλκιδικής το σχολείο του και στο σπήλαιο των Πετραλώνων το τραπέζι που δειπνούσε. Ακόμη και στην Αθήνα, οι ντόπιοι έδειχναν το ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο, βέβαιοι πως ήταν το παλάτι του Μακεδόνα βασιλιά.

Από τη Μακεδονία μέχρι την Κρήτη και από το Ιόνιο μέχρι τη Μικρά Ασία και την Κύπρο, είναι αναρίθμητες οι παραδόσεις και τα παραμύθια για τον μυθικό Αλέξανδρο που συντηρούσαν μνήμες και ταυτότητα στην περίοδο της Τουρκοκρατίας. Τραγούδια που διαβεβαίωναν πως:

Ἀλέξανδρος ὁ βασιλές, ὁ πολυχρονεμένος,
πού μέτρησε τή θάλασσα στό μάκρος καί στό πλάτος

Οι δύο Μακεδόνες: Πίνακας του Νίκου Εγγονόπουλου
Πίνακας του Μποστ

Οι λαογράφοι συλλέγουν αναρίθμητες διηγήσεις για το πώς σκότωσε το δράκο, πώς βρήκε το αθάνατο νερό, πώς επιχείρησε να συλλάβει τον ήλιο για να γίνει βασιλιάς του ουρανού, πώς κατέβηκε στον Κάτω Κόσμο. Η πιο γνωστή παράδοση βέβαια, είναι αυτή του νερού της αθανασίας και της αδερφής του Αλέξανδρου, της Θεσσαλονίκης, που μεταμορφώθηκε σε γοργόνα και έκτοτε αναζητεί τον αδερφό της, ρωτώντας τους ναύτες αν ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος. «Ζει και βασιλεύει, καί τόν κόσμο ειρηνεύει» πρέπει να απαντήσουν αυτοί, αν θέλουν να γλιτώσουν από την οργή της. «Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος» λέγανε και στα χωριά της Μακεδονίας, σαν ερχόταν καταιγίδα, για να ημερέψουν τα στοιχεία της φύσης και τη βασίλισσα των Νεράιδων, την Κυρά-Κάλω.

Τέτοιους μύθους για τον Μ. Αλέξανδρο βρίσκουμε παντού στον ελληνικό χώρο. Μύθους παλιούς, «από τον καιρό των Ελλήνων», όπως έλεγαν χαρακτηριστικά οι παλαιότεροι, που παρουσίαζαν στις αφηγήσεις τους τους αρχαίους σαν να ήταν αντρειωμένοι γίγαντες με υπερφυσική δύναμη, που σήκωναν ολόκληρους βράχους και πέρναγαν τα ποτάμια με μια δρασκελιά. Κάπως έτσι παρέδωσε κάποτε ο Μύθος και τον Βουκεφάλα: θεόρατο, με κεφάλι βοδιού και κέρατα.

Πίνακας του Γιώργου Σικελιώτη

Για τον ανώνυμο λαϊκό δημιουργό, άλλωστε, ο Αλέξανδρος δεν έλειψε ούτε όταν έπεσε η Πόλη. Ήταν εκεί, για να δεχτεί τα κακά μαντάτα:

Ἀλέξανδρος ὁ βασιλιάς κι ὁ μικρο-Κωνσταντίνος
μαζ’
ἔτρωγαν, μαζ’ ἔπιναν, μαζί χαροκοπιοῦνταν.
Ἀκοῦν λαλιά πού τό Θεό, λαλιά πού τά οὐράνια.
– Θά πάρ’
ὁ Τοῦρκος τό ψωμί, θά σέβει μέσ’ στήν Πόλη.
Ἀλέξανδρος δέν πίστεψε, Ἀλέξης δέν πιστεύει.
– Ντά βγο
ῦν τά ψάρια π’ τουν νταβά κι πετεινός στή βράση,
τότε κι
ὁ Τοῦρκος θά γινεἀφέντης μέσ’ στήν Πόλη.
Τόν λόγο δέν
ἀπόσουσι κι γίνηκε τό θάμα.
Πηδο
ῦν τά ψάρια στού νιρό μισοτηγανισμένα
κι ου πετεινός
ἐλάλησε κι Ἀλέξανδρος πιστεύει.

Του φάνηκε πρέπον, φαίνεται, του ποιητή να γλεντοκοπά ο Αλέξανδρος με τον μικρο-Κωνσταντίνο των ακριτικών επών, όπως του φάνηκε σωστό να είναι ο Αλέξανδρος αυτός που είδε τα μισοτηγανισμένα ψάρια να ζωντανεύουν ή να είναι αυτός που πίστεψε, όταν λάλησε ο πετεινός.

Ο βασιλιάς Αλέξανδρος της Παράδοσης δεν είναι ιστορικό πρόσωπο τόσο, όσο διαχρονική παρουσία. Δεν έχει ελαττώματα ούτε γνωρίζει όρια. Ο λαϊκός δημιουργός δεν κάνει Ιστορία, δεν γνωρίζει λεπτομερώς τα ιστορικά γεγονότα, ούτε τις χρονολογίες. Άλλωστε δεν είναι αυτός ο σκοπός του. Ο λαϊκός δημιουργός φτιάχνει Μύθο και μέσα στον Μύθο κλείνει την ουσία των ιστορικών γεγονότων, τα οποία μεταπλάθει και, έτσι, τα κρατά ζωντανά μέσα στον χρόνο. Ο Μύθος συγκροτεί ταυτότητα, γίνεται ταυτόχρονα ιστορία και μυθολογία και παράδοση και πολιτισμός.

Αν η επιστήμη τεμαχίζει, ταξινομεί και τακτοποιεί το παρελθόν, ο Μύθος το ενοποιεί και το κρατά ζωντανό. Με την Παράδοση διασώζει κάθε λαός και κάθε πολιτισμός ό,τι κρίνει ότι αξίζει να διασωθεί. Ό,τι κρίνει ότι είναι στα μέτρα του και στα μέτρα του τόπου του. Γι’ αυτό η Παράδοσή μας δεν είχε ποτέ ανάγκη τις περίφημες «εναέριες γέφυρες» που χρειάζονταν σύμφωνα με τη γνωστή φράση του Κ. Παπαρρηγόπουλου οι λόγιοι για να συνδέσουν το «αρχαίο κλέος» με το σήμερα. Ο μύθος του Αλέξανδρου είναι σταθερά παρών σε όλη την πορεία του ελληνισμού από την αρχαιότητα και το Βυζάντιο μέχρι την Τουρκοκρατία και το σύγχρονο ελληνικό κράτος.

Το Βυζάντιο ήθελε τον Μέγα Αλέξανδρο πρότυπο ηγεμόνα: στο πρόσωπό του βλέπανε οι βυζαντινοί έναν ένδοξο πρόγονο, ξακουστό σε Ανατολή και Δύση. «Διήγησις εξαίρετος και όντως θαυμασία του κοσμοκράτορος Αλεξάνδρου του βασιλέως», τιτλοφορείται ένα χειρόγραφο του Μυθιστορήματος του Αλέξανδρου, που έγινε τον 14ο αιώνα για τον αυτοκράτορα της Τραπεζούντας Αλέξιο Γ΄ Κομνηνό.

Στα χρόνια που ακολούθησαν την Άλωση, όμως, ο Αλέξανδρος έγινε κάτι παραπάνω: ελπίδα και σημάδι ανάστασης του γένους. Όσο πλησιάζει η Επανάσταση, ο Μύθος ενεργοποιείται: Οι αγωνιστές σκαλίζουν τη μορφή του στα άρματά τους και στα ακρόπρωρα των πλοίων τους. Οι ηγεμόνες της Μολδοβλαχίας δίνουν στα παιδιά τους το όνομα του Αλέξανδρου, όπως και της Ρωξάνης και του Αντίοχου. Οι λόγιοι ξεσκονίζουν τον Πλούταρχο και τον Αρριανό, μνημονεύουν τον Αλέξανδρο και γράφουν σε απλή γλώσσα βιβλία για τη ζωή και τα κατορθώματά του.

Τον Μέγα Αλέξανδρο επέλεξε και ο Ρήγας Βελεστινλής να απεικονίσει στη μεγάλη εικόνα που τύπωσε και έστειλε στην Ελλάδα και τη Μολδοβλαχία «διά νά διαφωτίσῃ τούς κατοίκους καί νά παραστήση εἰς αὐτούς τήν ἀντίθεσιν τῆς παλαιάς καί σημερινῆς των καταστάσεως», όπως έλεγε στην έκθεσή του ο αρχηγός της αυστριακής αστυνομίας που τον συνέλαβε και τον παρέδωσε στους Τούρκους.

Δεν προκαλεί, λοιπόν, εντύπωση το γεγονός πως, όσο πλησιάζει η Επανάσταση, βλέπουμε τον «βασιλιά των Ελλήνων Αλέξανδρο» όλο και πιο συχνά να παίρνει τη θέση του στις αγιογραφήσεις των εκκλησιών. Στο Βυζάντιο ήταν συχνή η παράσταση της μυθικής «ανάληψης» του Αλέξανδρου σε ανάγλυφα (π.χ. στην Περίβλεπτο του Μυστρά), τώρα όμως εμφανίζεται και στις τοιχογραφίες του εσωτερικού. Πιο γνωστή παράσταση είναι αυτή του όσιου Σισώη, που μονολογεί μπροστά στον τάφο του Αλεξάνδρου. Αλλά ο Μ. Αλέξανδρος εμφανίζεται και στο αποκαλυπτικό όραμα του Δανιήλ, με περιβολή βυζαντινού αυτοκράτορα, ως ένας από τους τέσσερις αρχαίους βασιλιάδες. Τέλος, τον βρίσκουμε και μόνο του, πάνω στον Βουκεφάλα, δίπλα στους υπόλοιπους αγίους. Ο τουρκοκρατούμενος ελληνισμός δεν μπορούσε παρά να βάλει τον Μύθο και στις εκκλησιές του.

Ο Μ. Αλέξανδρος στον ναό του Αγ. Γεωργίου στη Λεύκη Καρδίτσας (18ος αιώνας). Βρίσκεται στη ζώνη των αγίων, σε περίοπτη θέση και εικονίζεται έφιππος, πάνω στον κερασφόρο Βουκεφάλα.

Κι αν τα λίγα ή καθόλου κολλυβογράμματα που μάθαιναν οι περισσότεροι ραγιάδες δεν τους επέτρεπαν να διαβάσουν τον Πλούταρχο και τον Αρριανό, ήταν το Μυθιστόρημα του Αλέξανδρου, η περίφημη Φυλλάδα, γραμμένη σε απλή γλώσσα, που διέσωσε και διέδωσε τον Μύθο. Η εντυπωσιακή μυθοπλασία και τα θαυμαστά κατορθώματα που περιγράφει η Φυλλάδα, και που συγκινούσαν όλους τους λαούς σε Ευρώπη και Ασία κατά τον Μεσαίωνα, απέκτησαν στην Τουρκοκρατία νέο συμβολισμό. Οι Πέρσες της Φυλλάδας ταυτίζονται με τους Τούρκους και τα κατορθώματα του Αλέξανδρου δίνουν κουράγιο και ελπίδα. Ο Μύθος γίνεται πρότυπο και οδηγός. Να πως ξεκινάει ένα χειρόγραφο της Φυλλάδας από την περίοδο της Τουρκοκρατίας (χειρόγραφο της Βιέννης, 16ος αιώνας):

Διήγησις καἡ γέννησις καἡ ζωὴ τοἈλεξάνδρου, τὸ πῶς ἐγεννήθη καἀνατράφην καὶ περὶ τῆς ἀνδρείας αὐτοῦ καὶ τὴν μάθησιν καὶ τὴν χαράν του. Ἦτον ἀπὸ τὸν θεὸς ὁρισμὸς καἦτον φρόνιμος καἔμορφος καὶ χαροποιὸς εἰς τοὺς αὐθεντάδες καὶ εἰς τὴν στρατείαν καὶ εἶχεν χέρι καλὸ νὰ φιλοδωρῆ καὶ νὰ στέκη εἰς τὸν λόγον του, νὰ μηδὲν σφάλη τοὺς ὅρκους του. Καὶ μετὰ ταῦτα ἐβασίλευσεν ὅλον τόν κόσμον.

Με την εξάπλωση της τυπογραφίας, το Μυθιστόρημα του Αλέξανδρου έπαψε να είναι ένα πολύτιμο χειρόγραφο, φυλαγμένο στις βιβλιοθήκες και τα μοναστήρια. Τώρα πια, μπορούσε να τυπωθεί και να φτάσει στο τελευταίο χωριό, όπου κάποιος εγγράματος μπορούσε να το διαβάσει, ή να το απαγγείλει φωναχτά να το ακούσουν και οι άλλοι. Έτσι και έγινε: Στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, η Φυλλάδα του Μεγαλέξαντρου και η έμμετρη παραλλαγή της (Ριμάδα του Μεγαλέξαντρου) δεν έπαψαν να εκδίδονται και να κυκλοφορούν σε χιλιάδες αντίτυπα, σε ολόκληρο τον ελληνικό χώρο. Από τον 16ο αιώνα, μέχρι τις αρχές του 20ού εντοπίζονται 60 εκδόσεις του έργου, που το καθιστούν το δημοφιλέστερο ανάγνωσμα του νεώτερου ελληνισμού, το «προσφιλές τῶν πάππων μας ἀνάγνωσμα», όπως το χαρακτήρισε ο Νικόλαος Πολίτης. Τυπωμένο σε μικρά, φτηνά φυλλάδια (απ’ όπου πήρε και το όνομά του), γύριζε με τους πλανώδιους βιβλιοπώλες και πραματευτάδες από χωριό σε χωριό και από πανηγύρι σε πανηγύρι.

Τέτοιες φτηνές φυλλάδες, ανάκατες με Μεγαλέξαντρους και Αγαθάγγελους, ιστορίες και μυθοπλασίες, συναξάρια και προφητείες, διάβαζαν οι αγωνιστές του ΄21. Αυτή ήταν η «μαγιά» της Επανάστασης. Έτσι μας παραδίδει, π.χ., ο Γ. Τερτσέτης σε έναν λόγο του για την 25η Μαρτίου: θυμόταν τον Νικηταρά και τον Δημοτσέλιο, που συνήθιζαν τα βράδια να διηγούνται κατορθώματα αρχαίων Ρωμαίων, Καρχηδονίων και Ελλήνων από το διδακτικό απάνθισμα Άνθος Χαρίτων, ή τον Κανάρη που, νέος ακόμη, μούτσος, συνήθιζε όταν έπιανε λιμάνι να αποτραβιέται κάπου παράμερα και να διαβάζει δακρύζοντας τη Φυλλάδα. Και σχολιάζει ο Τερτσέτης: «Ἡ διήγησις ηὖρεν άντίλαλον εἰς τήν καλοπλασμένην καρδίαν τοῦ νέου Ψαριανοῦ».

Μετά την Επανάσταση, οι λόγιοι αναλαμβάνουν να στήσουν το αναγεννημένο κράτος στα πόδια του. Ο καλόγερος και ιατροφιλόσοφος Διονύσιος Πύρρος ο Θετταλός εκδίδει ήδη στα 1846 τον Βίο του Μεγάλου Αλεξάνδρου του Μακεδόνος σε απλή γλώσσα. Η εκπαίδευση γενικεύεται, το παρελθόν μελετάται συστηματικά και ο ιστορικός Αλέξανδρος επανέρχεται στο προσκήνιο. Η αρχαιολογία ταυτοποιεί τα διάσπαρτα ανά την επικράτεια «Παλάτια του Αλέξανδρου», και οι μύθοι σταδιακά μα αναπόφευκτα λησμονούνται. Οι μορφωμένοι ανασκευάζουν τις «ανακρίβειες» της Παράδοσης: Ο Μεγαλέξανδρος δεν βασίλεψε ακριβώς «σε Ανατολή και Δύση». Έφτασε μέχρι το Αφγανιστάν και την Ινδία. Δεν πήγε στο «νησί των Μακάρων», ούτε κατέβηκε στον Κάτω Κόσμο.

Με τον καιρό ξεχάστηκε και η Φυλλάδα. Δεν μπήκε ποτέ στην εκπαίδευση (όπως το ήθελε ο Κ.Θ. Δημαράς), και λαθροβίωσε ως ανάγνωσμα των αγράμματων, των παιδιών και των «παλαβών». Ξεχάστηκε και η προειδοποίηση του Κωστή Παλαμά, στο ποίημα «Η πολιτεία και η μοναξιά»:

Τούτ’ ἡ φτωχή λαϊκή φυλλάδα πού εἶναι
σά ντροπαλή στά χέρια σου καί σάμπως
νά θέλη νά κρυφτ
ἀπό σέ, τοῦ λόγου
τ’
ἀρχοντικοῦ καί πλούσιου τόν τεχνίτη,
καθώς κρύβονται τ’
ἄσχημα τοῦ κόσμου.
Τούτ’ η φυλλάδα πού κρατάς καί ψάχνεις,
το
ῦ βασιλιά τ’ Ἀλέξανδρου ἡ φυλλάδα.
Μή τήν καταφρονάς. Μιά θεία
ἀλήθεια
ἀπάνου ἀπ’ ὅσα κοσμικά ἐδῶ κάτου,
μιά θεία
ἀλήθεια εἶν’ ἡ ψυχή πού πνέει
καί πού σέ ζ
ῆ, ἄσοφη, ἐσέ, φυλλάδα.

Αλλά ο Μύθος δεν έπαψε να συγκινεί. Επιβίωσε, αναπλάστηκε για μία ακόμη φορά, ντύθηκε το χαρτόνι και το μουσαμά και έφτασε μέχρι τις μέρες μας μέσα από το Θέατρο Σκιών και την παράσταση – «σήμα κατατεθέν» του: το «Καταραμένο Φίδι», διαπαιδαγωγώντας γενιές και γενιές στον Μύθο.

 Ο Αλέξανδρος του μπερντέ είναι ο Αλέξανδρος της Παράδοσης: ένα αμάλγαμα παλληκαριού, αρχαίου ήρωα και στρατιωτικού αγίου. Η φιγούρα του είναι το καμάρι κάθε καραγκιοζοπαίκτη. Τον φτιάχνουν με πλούσια πανοπλία, λαμπρή περικεφαλαία (που καμιά φορά θυμίζει την περικεφαλαία του Κολοκοτρώνη), δόρυ που καταλήγει σε σταυρό, γοργόνιο και περικνημίδες με ζωγραφισμένα πρόσωπα, όπως έφτιαχναν οι λαϊκοί αγιογράφοι τον αρχάγγελο Μιχαήλ τον Ψυχοπομπό στη Μάνη.

Ο Αλέξανδρος του Θεάτρου Σκιών, τον οποίο ενίοτε αντικαθιστούσε (όπως και στη Φυλλάδα) ο Αντίοχος, λύνει τα αινίγματα, σκοτώνει το θηρίο που ταλαιπωρεί τον τόπο, σώζει τη βασιλοπούλα Σερήνη, υπενθυμίζει στον πάντα ανυποψίαστο Καραγκιόζη (και το πάντα υποψιασμένο κοινό) πως οι δυό τους είναι ένα και το αυτό πρόσωπο και στο τέλος αναχωρεί για νέες περιπέτειες και νέα κατορθώματα.

Δίπλα στη μαρίδα που γέμιζε τα καραγκιοζοθέατρα στις μάντρες και τις πλατείες, έμειναν να δίνουν ζωή στον Μύθο και κάποιοι αλαφροϊσκιωτοι, σαν τον ζωγράφο Θεόφιλο, που γύρναγε διαρκώς στον Αλέξανδρο για να ιστορήσει στους τοίχους των καφενείων και των αρχοντικών της Σμύρνης και του Πηλίου. Έτσι δεν έκανε, άλλωστε, χίλια χρόνια πριν και ο Διγενής Ακρίτας; Το ακριτικό έπος μας πληροφορεί πως ο Διγενής, όταν έκτιζε το παλάτι του, επέλεξε ιστορίες από τη Φυλλάδα για να το διακοσμήσει:

Ἀλέξανδρου τά τρόπαια, τήν τοῦ Δαρείου ἦτταν.
Κανδάκης τά βασίλεια καί τήν α
ὐτῆς σοφίαν,
τήν πρός Βραχμ
ᾶνας ἂφιξιν, αὖθις πρός Ἀμαζόνας,
λοιπά τε κατορθώματα το
ῦ σοφοἈλεξάνδρου,
ἂλλα τε πλήθη θαυμαστά πολυειδοῦς ἀνδρείας.

Έφτιαχνε και ο Θεόφιλος τον Αλέξανδρο όπως τον είχε πλάσει η φαντασία του και ο Μύθος, έφιππο με το δόρυ να εφορμά, σαν τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, με την πανοπλία του να αστράφτει και με λεπτομερείς και εντυπωσιακές λεζάντες: «Ο Μέγας Αλέξανδρος αναχωρεί από την Περσία με τα φουσάτα του. Ζήτω ο Μέγας Αλέξανδρος ο Αυτοκράτωρ του Κόσμου που έλεγε: αγαπημένοι μου Έλληνες Μακεδόνες ή ταν ή επί τας». Ύστερα, έβγαινε στους μαχαλάδες της Σμύρνης να διηγηθεί τις απίστευτες ιστορίες του στους γερόντους και τα παιδιά. Αγνοώντας ή αδιαφορώντας αν τον περιγελούσαν, μάζευε τα πιτσιρίκια, τα έντυνε με αυτοσχέδιες πανοπλίες, όπλα και ασπίδες που είχε ζωγραφίσει ο ίδιος, και προχώραγαν καμαρωτοί στο δρόμο, αυτός, ο αυτοδιορισμένος «θυροφύλαξ προξενείου Σμύρνης», ντυμένος Μεγαλέξανδρος και γύρω του οι πιστοί του Μακεδόνες.

Έτσι διέσωσε ως τα σήμερα η Παράδοση τον Αλέξανδρο: μισοαρχαίο-μισοβυζαντινό, αντρειωμένο και ταυτόχρονα σοφό, βοηθό, αρωγό, σωτήρα.  Ένα σύμβολο μεταξύ ιστορίας και μύθου, μια γέφυρα ανάμεσα στο μακρυνό και συνάμα κοντινό παρελθόν και το προσδωκόμενο μέλλον. Ο Μύθος πέρασε από όλα τα σκαμπανεβάσματα του Ελληνισμού μέσα στους αιώνες, αλλάζοντας μορφή ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες του γένους. Στην Παράδοσή μας, το παρελθόν είναι πάντα παρόν. Μπορεί να το λησμονούμε, να το θάβουμε ή να το ξορκίζουμε, αλλά αυτό βρίσκει πάντα τρόπο να επιστρέψει. Όπως έγραψε κάποτε ο Τάσος Λιγνάδης (απαντώντας άθελά του και στη γοργόνα): «Τίποτα δέν πεθαίνει σ’ αὐτό τόν τόπο, μιᾶς καί ἔζησε».

Ο Θεόφιλος και οι “Μακεδόνες” του

Νέστορας Μάτσας, Το παραμύθι του Θεόφιλου, Ελευθερουδάκης 2001

Εγώ ήξερα λίγα γράμματα, μόλις είχα πάει στο σχολιό αλλά αγάπαγα τα βιβλία με τις χρωματιστές ιστορίες κι απ’ όλα περσότερο αγάπαγα το παραμύθι του Μέγ-Αλέξανδρου.

Δε θυμάμαι τώρα πόσες φορές είχα διαβάσει τούτο το παραμύθι και πόσες νύχτες είχα μείνει ξάγρυπνος να το συλλογιέμαι και να το ξαναπλάθω και να βάζω το Μέγ-Αλέξανδρο να παλεύει με φοβερά τέρατα και να τα νικάει, καθώς νίκησε και τον κατηραμένο όφι. (…)

Και να που μια μέρα τον είδα τον Μέγ-Αλέξανδρο. Κι είδα και τη Γοργόνα. Και τους άθλους του. Και γέμισε η ψυχή μου από δυνατή συγκίνηση που ακόμη με συνέχει σα συλλογιέμαι το χρωματιστό παραμύθι που είδα ιστορημένο στον τοίχο ενός μικρού χωριάτικου καφενέ στο ταξίδι μας εκείνο με τον πατέρα στο Πήλιο. (…)

Μπήκαμε στο μικρομάγαζο και ξάφνου πλημμύρισαν φως τα μάτια μου. Κει δα, αντικρύ μου,στον ασβεστωμένο τοίχο, ανάμεσα στην μακρύκομη Γενοβέφα και το λιθογραφημένο Τσακιτζή, ήταν ιστορημένο με χρώματα και καρδιά το παραμύθι του Μέγ-Αλέξανδρου.

(…) Ακόμη θυμάμαι -θυμάμαι και ριγώ-το φως και τα χρώματα που είχε εκείνο το ζωγραφισμένο παραμύθι της Φυλής. Θυμάμαι την κοφτερή ματιά του Μέγ-Αλέξανδρου πάνω στο Βουκεφάλα που άφριζε καθώς του τραβούσε τα χαλινάρια. Στα πόδια του σωρός οι εχθροί. Τούρκοι και Ρωμαίοι και Μαύροι. Άλλοι με κράνη κι άλλοι με φέσια. Και πιο πέρα στην ανοιχτή λουλακιά θάλασσα έπλεε σ’ ένα τρικάταρτο καράβι μ’ ολάνοιχτα πανιά η κυρά-Γοργόνα. Μακριά ήταν τα μαλλιά της και το μάτι της άγριο και περήφανο καθώς οδήγαγε το πλεούμενο σ’ ένα όμορφο δεντροφυτεμένο νησί.

Κύτταζα τούτη τη ζωγραφιά και δε χόρταινα. Γέμισαν τα μάτια μου κι η καρδιά μου χρώματα. Χρώματα λαγαρά, ατόφια, αμπαστάρδευτα. Ήταν κάτι σα βυζαντινή αγιογραφία που έβλεπα στις εκκλησιές που με τριγυρνούσε ο πατέρας και μαζί σα λαϊκό παραμύθι λεβέντικο και χαρούμενο που έκλεινε Ρωμέϊκη παλληκαριά και φως. Ο Μέγ-Αλέξανδρος ήταν κι ο Άη Γιώργης μαζί. κι η κυρά-Γοργόνα ήταν η Παναγιά η θαλασσινή, που παραστέκει τους ναυτικούς σαν ξενητεύονται και τους φυλάει απ’ τη μάνητα των μακρυνών πόντων. Δεν ξέρω αν ήταν ζωγραφιά ή τραγούδι τούτο το θάμα που απλωνόταν πολύχρωμο και γιορταστικό μπροστά μου, μα τό’ βλεπα και τ’ άκουγα μαζί.

Καθώς φεύγαμε, ρώτησα το γέρο-ταμπή ποιος ιστόρησε στον τοίχο τούτο το χρωματιστό παραμύθι. Έστριψε, θυμάμαι, τα μακριά σουβλερά μουστάκια του, με κύτταξε με τα θολά μάτια του και μου αποκρίθηκε ράθυμα:

–  Ένας περάτης. Μας άφησε, καθώς έμαθα, χρόνους. Ήταν καλό ανθρωπάκι μα δεν πλέρωνε μήτε τους καφέδες μήτε το ναργιλέ. Τον έβαλα και γω να μου σουβατίσει τον καφενέ. Μ’ αυτός, αντί να τ’ ασβεσώσει, μου έκανε κείνη τη ζωγραφιά. Καλλίτερα όμως γιατί πάνου της δε φαίνεται σα λερώνουν οι μύγες.

–  Τ’ όνομά του;

–  Στάσου να θυμηθώ.

Ξανάστριψε το σουβλερό μουστάκι κι αποκρίθηκε:

–  Θεόφιλος, θαρρώ. Ναι, ναι Θεόφιλος!

Ο Αντίοχος και η ωραία Σειρήνη. Ρεκλάμα του Σπύρου Κούζαρου.

Ο Μεγαλέξαντρος

Εξελθε κατηραμένε όφα (όφις -του όφεως- ω όφα, καραγκιόζικια κλητική) γιατί εάν δεν έξελθε, θα σε… εξέλθω εγώ, αναφωνεί ο Καραγκιόζης μιμούμενος την καθαρεύουσα ημιαρχαϊκή γλώσσα που μιλάει ο Μεγαλέξαντρος. Ο Μεγαλέξαντρος είναι η πιο κεφάτη στην κατασκευή, η πιο ζουμερή σε περιεχόμενο και η πιο παράδοξη σε δραματουργική ολοκλήρωση, φιγούρα του Ελληνικού Θεάτρου Σκιών. Είναι η μόνη -ίσως- αυστηρά παραδοσιακή φιγούρα σε κατασκευή και δράση και προϋπήρξε αυτούσια στην Ηπειρώτικη Σχολή. (…)

Αλέξανδρος: Σε γνωρίζω, βέβαια, Καραγκιόζη, τόσο όσο και τον εαυτό μου, αφού είμαστε το ίδιο.

Καραγκιόζης: Ναι, το γλέπω, μόνο που γω μάζεψα στο μούσκιο.

Αλέξαντρος: Εγώ είμαι η δράση κι εσύ το γέλιο, είμαστε το πνεύμα της Ρωμιοσύνης. Εσύ κι εγώ είμαστε ένα.

Καραγκιόζης: Τότες γιατί εγώ πεινάω κι εσύ δεν κάνεις κουβέντα για φαΐ;

Αλέξαντρος: Γιατί εμένα με τρέφει η νίκη, είμαι πνεύμα, ενώ εσύ είσαι καθημερινός, είσαι κορμί.

Καραγκιόζης: Ασ’ τα να πάνε κατά διαόλου, κυρ αυτέ μου, έτσι που πάμε και με τον αέρα που τρώω κι εγώ, σε λίγο θα ’μαστέ κι οι δυο ορφανοί για κορμί.

(Αντώνης Μόλλας)

Στη φιγούρα του Μεγαλέξαντρου ξοδεύει ο τεχνίτης όλο το κέφι του για δουλειά και είναι και το καμάρι του. Αν ζητήσεις από έναν καραγκιοζοπαίχτη να σου δείξει τα εργαλεία της δουλειάς του, θα ψάξει στο σεντούκι του να βρει και να σου δείξει τον Μεγαλέξαντρό του, το καμάρι του που δε μοιάζει με τις άλλες του φιγούρες μα κι ούτε μ’ άλλον Μεγαλέξαντρο. Δε μοιάζουνε οι ψυχές των ανθρώπων κι οι Μεγαλέξαντροι είναι οι ψυχές των καραγκιοζοπαιχτών.

Δημήτρη Μόλλα, Ο Καραγκιόζης μας, Σύγχρονη Εποχή 2002.

Ακολουθήστε το Άρδην στο Facebook

Εγγραφείτε στο κανάλι του Άρδην στο Youtube

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ