Αρχική » Το ζήτημα της Ελληνικής ταυτότητας τον 19ο αιώνα

Το ζήτημα της Ελληνικής ταυτότητας τον 19ο αιώνα

από Άρδην - Ρήξη

Ρωμιοσύνη: τὸ νέον τοῦτο προϊὸν τῆς ἀλληλουχίας τῶν αἰώνων – Tο ζήτημα της ελληνικής ταυτότητας στον 19ο αιώνα

του Παντελή Βουτουρή, από τον Νέο Ερμή τον Λόγιο τ. 4

Στα 1830, στον πρόλογο του βιβλίου του Ιστορία της χερσονήσου του Μωρέως κατά τον Μεσαίωνα (Geschichte der Halbinsel Morea während des Mittelalters), ο Γερμανός ιστορικός Jakob Philipp Fallmerayer αμφισβητούσε κατηγορηματικά τη θεωρία της φυλετικής συνέχειας από τους αρχαίους μέχρι τους νεότερους Έλληνες. Οι πρώτοι, υποστήριζε, εξαφανίστηκαν οριστικά από τον σύγχρονο κόσμο χωρίς να αφήσουν ίχνη, εκτός από τα αθάνατα κείμενά τους και κάποια χαλάσματα, ενώ οι δεύτεροι (αντίθετα με ό,τι πιστεύουν οι ίδιοι για την καταγωγή τους) δεν έχουν ούτε σταγόνα γνήσιου και καθαρού ελληνικού αίματος στις φλέβες τους. Οι Έλληνες εκτοπίστηκαν και αντικαταστάθηκαν από τους Σλάβους που εισέβαλαν κατά κύματα στην Ελλάδα από τον έκτο ως τον δέκατο αιώνα και εν συνεχεία κατά τον δέκατο τέταρτο και δέκατο πέμπτο αιώνα από τους Αρβανίτες. Οι τελευταίοι έρχονται να κλείσουν τον κύκλο του αφελληνισμού της Ελλάδας, εξαλβανίζοντας τους εκσλαβισμένους Έλληνες και τους εξελληνισμένους Σλάβους, όχι μόνο στην Αττική αλλά στο μεγαλύτερο μέρος της ηπειρωτικής Ελλάδας και στα νησιά Ύδρα, Πόρο, Σπέτσες, Σαλαμίνα και Άνδρο. Αυτοί θα γίνουν αργότερα οι πραγματικοί πρωταγωνιστές της επανάστασης του 1821· μιας κατ’ ουσίαν «αρβανίτικης επανάστασης»[1]. Με αυτό τον τρόπο οι χριστιανοί κάτοικοι του ελληνικού βασιλείου (όλοι όσοι θεωρούσαν τους εαυτούς τους Έλληνες) καλούνταν να συνειδητοποιήσουν ότι ήταν στην πραγματικότητα νόθοι επίγονοι Σκυθοσλάβων, Ιλλυριοαρναουτών, Αλμογαβάρων και ποικίλων ασιατικών φυλών· δηλαδή «βαρβάρων παντοδαπῶν πανσπερμηδὸν ἐξαμβλώματα», σύμφωνα με την πικρή –ειρωνική– διατύπωση, μερικά χρόνια αργότερα, του K. Παπαρρηγόπουλου.

Ο Fallmerayer δεν ήταν ωστόσο ο μοναδικός ξένος συγγραφέας που έπαιξε με την εθνική ευαισθησία και τα ρομαντικά ονειροπολήματα των Ελλήνων κατοίκων του νεοσύστατου βασιλείου· τα ίδια θα επιχειρήσει μερικά χρόνια αργότερα (στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα) και ένας άλλος ερευνητής των απώτατων και σύγχρονων ελληνικών πραγμάτων: ο αμφιλεγόμενος Joseph Arthur Comte de Gobineau (1816-1882). Ιστορικός, λογοτέχνης, κριτικός της λογοτεχνίας, φιλόσοφος και διπλωμάτης καριέρας με θητεία και στην Ελλάδα, όπου υπηρέτησε ως πρέσβης από το 1864 ώς το 1868, ο πολυπράγμων Gobineau θα αναγνωριστεί ως ο κατεξοχήν θεωρητικός και εισηγητής του φυλετικού ντετερμινισμού, με το Δοκίμιο για την ανισότητα των ανθρώπινων φυλών (Essais sur l’ Inegalité des Races Humaines, 1853-1855). Τόσο στο συγκεκριμένο Δοκίμιο όσο και στο Βασίλειο των Ελλήνων αναφέρεται στις αλλεπάλληλες επιμιξίες των Ελλήνων με κατώτερες σημιτικές φυλές και φτάνει στο σημείο να υποστηρίξει ότι σήμερα «δεν υπάρχει ούτε ένας άνθρωπος που να μπορεί να ισχυριστεί βάσιμα ότι κατάγεται από τους πληθυσμούς της Αρχαίας Ελλάδας»:

Οι κάτοικοι της Αττικής είναι Αλβανοί […] της Πελοποννήσου είναι μαζώματα από παντού· η Ελλάδα κατοικείται από μια σύμμεικτη φυλή που μιλάει ελληνικά και αλβανικά, ενώ στο αίμα της κυκλοφορούν στοιχεία από τα διάφορα φύλα που, εδώ και έξι με επτά αιώνες, κυβέρνησαν διαδοχικά τη χώρα[2].

Ο Κωστής Παλαμάς, πολλά χρόνια αργότερα, αναφέρεται στις αντιδράσεις τις οποίες εξήγειραν οι εχθρικές απόψεις του Gobineau (τόσο για τους αρχαίους όσο και για τους σύγχρονους Έλληνες) και θυμάται χαρακτηριστικά ότι την εθνική αγανάκτηση κατά του «μισέλληνα» έσπευσε να τη διερμηνεύσει με τους σατιρικούς στίχους του ο Αχιλλέας Παράσχος:

Τὸν Ἕλληνα ὅ,τι βαρύνει,

ὁ Γκομπινὼ τὸ διακρίνει·

ἀλλ’ ἂν καλό τι ἀπαντήσῃ,

ἁβρῶς θὰ τὸ πλαστογραφήσῃ[3].

Αυτές οι ενοχλητικές για τον ελληνισμό θεωρίες, παρά τις περιστασιακές ή μονιμότερες αγκυλώσεις που προκάλεσαν, λειτούργησαν ως ερέθισμα για τις νεοελληνικές σπουδές (την ιστορία και τη λαογραφία κατά κύριο λόγο), εντείνοντας –σύμφωνα με τη γνωστή διατύπωση του Κ. Θ. Δημαρά– «την ελληνική ροπή προς την αυτογνωσία»[4]. Με αυτά τα δεδομένα, οι Έλληνες, στα μέσα του 19ου αιώνα, βρέθηκαν στην ανάγκη να ξεκινήσουν έναν μακρύ αποδεικτικό αγώνα: ήταν υποχρεωμένοι να αποδείξουν την ομοιότητά τους με τους αρχαίους και να αυτοπροσδιοριστούν, ορίζοντας την εθνολογική τους σχέση (τη συγγένεια ή την ετερότητά τους) με τους γείτονες ή τους συγκατοίκους τους στο ελληνικό βασίλειο: τους Τούρκους, τους Σλάβους και πρωτίστως τους Αρβανίτες, οι οποίοι αδιαμφισβήτητα είχαν το μεγάλο μερίδιό τους στην Επανάσταση. Και όλα αυτά, με επιστημονικά, πειστικά και νηφάλια επιχειρήματα – πράγμα δύσκολο σε μια εποχή εθνικής έξαρσης και ρομαντικής έξαψης[5].

Διαβάστε την συνέχεια στην ιστοσελίδα του νέου Ερμή του Λόγιου

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ