Αρχική » Ο ρωσικός ευρασιανισμός ενάντια στην τουρκική Ευρασία;* (μέρος Α΄)

Ο ρωσικός ευρασιανισμός ενάντια στην τουρκική Ευρασία;* (μέρος Α΄)

από Άρδην - Ρήξη

Μάριους Γκέραλντ Σταμάτε* δημοσιεύτηκε στον νέο Ερμή τον Λόγιο τ. 21

Η ευρασιανική ατζέντα του Πούτιν

Η εγχώρια πολιτική στη Ρωσία αποτελεί συχνά τη σύνθεση των ανταγωνιστικών απόψεων δυτικόφιλων, αντι-δυτικών, ευρασιανιστών, υπερεθνικιστών και νοσταλγών του κομμουνισμού[1]. Η ρωσική εξωτερική πολιτική καθορίζεται γενικότερα από τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις. Υπάρχει ένα συμβολικό εκκρεμές στη ρωσική εξωτερική πολιτική, που αιωρείται μεταξύ Ευρώπης και Ασίας, ανάλογα με τις πολιτικές ισορροπίες που τηρούνται. Υπό τη σημερινή κυβέρνηση, η ρωσική εξωτερική πολιτική είναι πιο επικριτική για τη Δύση και ακολουθεί μια πορεία περισσότερο προσανατολισμένη προς την Ευρασία.

Η πολιτική έννοια της Ευρασίας, ή «ευρασιανισμός», αναφέρεται στην πνευματική σύνδεση των ευρωπαϊκών και των ασιατικών λαών στην ιστορία και το μέλλον της Ρωσίας. Η αρχική ιδέα πίσω από το κίνημα της Ευρασίας προέρχεται από τα έργα του πρίγκιπα Ν. Σ. Τρουμπετσκόι, του Π. Ν. Σαβίτσκι, του Γ. Β. Βερνάντσκι και πολλών άλλων. Ο Τρουμπετσκόι πίστευε ότι η διασύνδεση των ανατολικών Σλάβων και των τουρκικών και ουραλο-αλταϊκών λαών των στεπών –ή των τουρανικών φύλων– συνιστά ένα από τα βασικά δομικά στοιχεία της ρωσικής ιστορίας. Στη δεκαετία του 1920, αυτή η θεωρητική ιδέα βρήκε πολλούς οπαδούς μεταξύ των Ρώσων εμιγκρέδων που διασκορπίστηκαν στην Πολωνία, τη Γιουγκοσλαβία, τη Βουλγαρία, τη Γερμανία, τη Γαλλία και την Τσεχοσλοβακία, και οι οποίοι αναζητούσαν μια νέα θεωρία για να καταπολεμήσουν την ιδεολογική δυναμική της μαρξιστικής-λενινιστικής επανάστασης στη Ρωσία. Ένα μικρό κίνημα «ευρασιανιστών» αναπτύχθηκε, αλλά ο ευρασιανισμός αυτός είχε αδύναμες ρίζες και γρήγορα παρήκμασε.

Ο ευρασιανισμός σημαίνει πολλά πράγματα. Πράγματι, το όνομα υποτιμά τη σημασία του φαινομένου, επειδή ο όρος έχει αναδειχθεί ως μία από τις πιο δημοφιλείς λέξεις-κλειδιά στο ευμετάβλητο ιδεολογικό οπλοστάσιο της μετασοβιετικής πολιτικής. Ωστόσο, η δημοφιλία δεν ενισχύει απαραίτητα τη συνέπεια, κάτι που σίγουρα ισχύει και για τον ευρασιανισμό.

Σε εθνικό επίπεδο, έχει διατυπωθεί μια ποικιλία από ευρασιανικές αντιλήψεις και θεωρίες από προβεβλημένες προσωπικότητες – από τον Εβγκένι Πριμακόβ ώς τον Γενάντι Ζουγκάνοβ και, φυσικά, τον πανταχού παρόντα Αλεξάντρ Ντούγκιν. Άλλωστε, όλο και πιο επίμονα υποστηρίζεται ότι ο ίδιος ο Βλαντιμίρ Πούτιν είναι κρυφά ευρασιανιστής. Έξω από το πολιτικό κέντρο της Ρωσίας, εξάλλου, οι εκδοχές του ευρασιανισμού ευδοκιμούν στον μετασοβιετικό χώρο, καλλιεργούμενες από τοπικές πολιτικές ελίτ, είτε εθνικά ρωσικές είτε όχι. Οι τελευταίες περιλαμβάνουν το Καζακστάν, το Ταταρστάν και διάφορες γηγενείς συνομαδώσεις στη Σιβηρία. Εκτός από όλα αυτά, πλούσια παραμένει η κληρονομιά του ευρασιανισμού κατά τον εικοστό αιώνα: η «κλασική» περίοδος των μεσοπολεμικών χρόνων (μια βαθιά ετερογενής και ιδεολογικά κατακερματισμένη κίνηση) και οι προσπάθειες διατήρησης των ευρασιανιστικών προοπτικών στην ίδια τη Σοβιετική Ένωση, ιδιαίτερα εκείνες του Λ. Ν. Γκουμιλιώφ. Όλες αυτές οι διαφορετικές ενσαρκώσεις ήταν και είναι σχεδιασμένες ώστε να μπορούν να καλύψουν πολύ διαφορετικά πολιτικά πλαίσια και να προωθούν ουσιωδώς διαφορετικές πολιτικές και ιδεολογικές ατζέντες. Γι’ αυτό και είναι μάλλον αδύνατο να περιοριστεί ο ευρασιανισμός με ουσιαστικό τρόπο σε ένα κοινό σύνολο θεωρητικών παραδοχών, όσο και αν είναι περιορισμένες και στοιχειώδεις.

Το πολύ-πολύ, μόνο δύο στοιχεία μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι κοινά σε όλες αυτές τις εκδοχές: Γενικά, ο ευρασιανισμός ισχυρίζεται ότι αντιπροσωπεύει μια μοναδική σύνθεση ευρωπαϊκών και ασιατικών αρχών, και σήμερα ισχυρίζεται ότι είναι ο νόμιμος κληρονόμος της «κλασικής» περιόδου. Και οι δύο εκδοχές μοιράζονται την άποψη ότι η Ρωσία είναι μια μοναδική συνεκτική πολιτιστική οντότητα, που περιλαμβάνει τους διαφορετικούς λαούς που καταλαμβάνουν τους μεγάλους χώρους της ευρασιατικής ενδοχώρας. Αυτός ο πολιτισμός είναι το αποτέλεσμα αιώνων συνύπαρξης και αλληλεπίδρασης, και, επειδή σε αυτή τη διαδικασία διαμορφώθηκε από κοινωνικές, πολιτικές και πολιτιστικές δυνάμεις που προέρχονται εξ ίσου από την Ευρώπη και την Ασία, φέρει το όνομα Ευρασία ή Ρωσο-Ευρασία.

Ο νεο-ευρασιανισμός, εμπνευσμένος από το παλαιότερο κίνημα, κέρδισε έδαφος και σημαντική δημοφιλία στη Ρωσία κατά τα χρόνια που οδήγησαν στην κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και αμέσως μετά. Ο Λέων Γκουμιλιώφ, που συχνά αναφέρεται ως ιδρυτής του νεο-ευρασιανικού κινήματος, ανέπτυξε μια θεωρία εθνογένεσης που υποστηρίζει ότι οι λαοί της ευρασιανικής στέπας περιλάμβαναν όχι μόνο τους Ρώσους αλλά και τους τουρκόφωνους λαούς της Κεντρικής Ασίας. Ο Γκουμιλιώφ θεώρησε τους Ρώσους ως «υπερέθνος», συγγενές με τα τουρκικά φύλα της ευρασιανικής στέπας, συμπεριλαμβανομένων των Τατάρων, των Κοζάκων, ακόμη και των Μογγόλων του Τζένγκις Χαν. Με αυτή τη θεωρητική σύνθεση, ο Γκουμιλιώφ και οι οπαδοί του κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η Ρωσία δεν αποτελεί φυσιολογικά μέρος της «Δύσης», αλλά ότι βρίσκεται πολιτισμικά πιο κοντά στην Ασία απ’ ό,τι στη Δυτική Ευρώπη. Ο νεο-ευρασιανισμός επηρεάζει, έτσι, πολλούς Ρώσους διανοούμενους και πολιτικούς που φοβούνται τη Δύση και διαχωρίζουν εαυτούς από τις αξίες της[2].

Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, η ορολογία του ευρασιανισμού επεκτάθηκε στη Ρωσία, τις πρώην Δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας, την Τουρκία, καθώς επίσης και στη Δύση, αν και οι ερμηνείες του περιεχομένου της διέφεραν από τόπο σε τόπο. Στη Ρωσία, μερικές από τις ιδέες του Γκουμιλιώφ, συμπεριλαμβανομένων κάποιων με αντισημιτική χροιά, ενσωματώθηκαν στην πολιτική ατζέντα του Αλεξάντρ Ντούγκιν. Στο έργο του, Τα θεμέλια της γεωπολιτικής (1997), ο Ντούγκιν εξηγεί ότι η κυριαρχία των εθνοτικά Ρώσων πάνω στα εδάφη που εκτείνονται από το Δουβλίνο ώς το Βλαδιβοστόκ ήταν ένα προδιαγεγραμμένο και φυσιολογικό φαινόμενο. Το 1998, η καριέρα του Ντούγκιν έκανε ένα μεγάλο βήμα μπροστά όταν διορίστηκε σύμβουλος γεωπολιτικής του Γκενάντιι Σελέζνεβ, προέδρου της ρωσικής Δούμας. Το βιβλίο του Ντούγκιν απέκτησε σημαντική δημοφιλία και σήμερα χρησιμοποιείται ακόμη και ως σύγγραμμα της Ακαδημίας του Γενικού Επιτελείου Στρατού. Τέλος, στις 31 Μαΐου 2001, το ρωσικό υπουργείο Δικαιοσύνης κατέγραψε επίσημα το «ευρασιατικό» κίνημα.

Κατά την άποψη του Ντούγκιν, οι Ρώσοι θα δημιουργήσουν μια «υπερεθνική αυτοκρατορία», στην οποία θα κατέχουν μια «προνομιακή θέση». Σύμφωνα δε με τον Ντούγκιν, η Κίνα είναι ο πιο επικίνδυνος γεωπολιτικός γείτονας της Ρωσίας. Το Θιβέτ, το Ξινγιάνγκ, η Μογγολία και η Μαντζουρία (Βόρεια Κίνα) αποτελούν μια ζώνη ασφαλείας για τη Ρωσία, η οποία κρατά την Κίνα σε κάποια απόσταση. Μια «μεγάλη συμμαχία» της Ρωσίας και της Τουρανίας πρέπει να διαμοιράσει τα αυτοκρατορικά λάφυρα με την «Ισλαμική Αυτοκρατορία του Νότου». Ο «νότος» της Ρωσίας αποτελείται από τον Καύκασο, την Κεντρική Ασία, τη Μογγολία, την Ιρανική Αυτοκρατορία. Κατά την άποψη του Ντούγκιν, η Αρμενία θα χρησιμεύσει ως το ενοποιητικό στοιχείο ενός άξονα Μόσχας-Ερεβάν-Τεχεράνης, σκοπός του οποίου είναι να αποτρέψει τυχόν σχέδια της Τουρκίας προς τα βόρεια και ανατολικά της, ενώ το Αζερμπαϊτζάν υποτίθεται ότι θα χωριστεί μεταξύ του Ιράν και της Ρωσίας[3].

Όταν η δεύτερη έκδοση του βιβλίου του Ντούγκιν (2003) μεταφράστηκε στα τουρκικά, προσέλκυσε μεγάλο ενδιαφέρον και γρήγορα κέρδισε σε δημοτικότητα. Το 2010, βγήκε μια 7η έκδοση και, σε αυτή, η σκέψη του Ντούγκιν για τους φυσικούς συμμάχους της Ρωσίας στο πείραμα της Ευρασίας έκανε μια σημαντική στροφή.

Ο κύριος στόχος της τελευταίας μετεκλογικής περιόδου στη Ρωσία είναι η δημιουργία της Ευρασιατικής Ένωσης[4], του νέου προγράμματος ενσωμάτωσης που θα αντικαταστήσει την CIS[5] ή θα ενισχύσει τον έλεγχο της λεγόμενης «Ενδοχώρας», αν προτιμήσουμε το παλιομοδίτικο γεωπολιτικό λεξικό[6]. Όλα τα είδη της πολιτικής θα υπαχθούν σε αυτόν τον στόχο. Στην πρώτη μεγάλη πολιτική πρωτοβουλία του από τότε που ανακοίνωσε την πρόθεσή του να επιστρέψει στην προεδρία το 2012, ο Πούτιν κάλεσε σε μια Ευρασιατική Ένωση[7] –έναν πυρήνα μετασοβιετικής επανένταξης που επικεντρώνεται γύρω από την Τελωνειακή Ένωση της Ρωσίας, της Λευκορωσίας και του Καζακστάν[8]. Το όραμά του αναμένεται να συγκρουστεί με την πολιτική της «γειτονίας της διεύρυνσης», που εφαρμόζει η Ε.Ε.[9].

Οι ρωσικές ελίτ πιστεύουν ότι το καθεστώς μεγάλης δύναμης που απολαμβάνει η χώρα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον ρόλο που διαδραματίζει στον μετασοβιετικό χώρο – και μπορεί να αποτελέσει έναν πόλο σε έναν πολυπολικό κόσμο μόνο αν διαθέτει μια δεδομένη σφαίρα επιρροής. «Χωρίς αυτή είμαστε απλώς ένα μεγάλο κράτος», λέει ένας Ρώσος αναλυτής. Υπάρχει επίσης μια βαθιά αίσθηση κεκτημένου δικαιώματος σε σχέση με τα 23 μετασοβιετικά κράτη – όπως προδίδεται από την ανεπίσημη παρατήρηση του Πούτιν ότι η Σοβιετική Ένωση ήταν στην ουσία «η Ρωσία, αλλά με διαφορετικό όνομα»[10].

Οι επικεφαλής των χωρών της Κοινοπολιτείας Ανεξάρτητων Κρατών το 2008

Ενώ η Ρωσία αποδέχτηκε ότι οι Βαλτικές χώρες έχουν «χαθεί», επιχορήγησε άλλες μετασοβιετικές οικονομίες μέσω φθηνής ενέργειας και προνομιακών τιμολογίων, διατήρησε μια ζώνη εκτός βίζας, επέτρεψε τη μαζική μετανάστευση για εξεύρεση εργασίας και χρηματοδότησε πολλά έργα επανένταξης. Αυτά περιελάμβαναν την Κοινοπολιτεία Ανεξάρτητων Κρατών (CIS), ως έναν μετασοβιετικό Οργανισμό-ομπρέλα, ενώ χρησιμοποίησε επίσης μικρότερες ομαδοποιήσεις όπως η Ευρασιατική Οικονομική Κοινότητα, ο Ενιαίος Οικονομικός Χώρος και ο Οργανισμός της Συνθήκης Συλλογικής Ασφάλειας (CSTO)[11]. Η Μόσχα διατήρησε επίσης στρατιωτική παρουσία σε πολλά πρώην σοβιετικά κράτη –μερικές φορές παρά τη θέλησή τους– και χρησιμοποίησε ως μοχλό πίεσης το εμπορικό εμπάργκο και το μονοπώλιο διέλευσης πετρελαίου και φυσικού αερίου. Με αυτόν τον τρόπο, η Ρωσία παρέμεινε ο περιφερειακός ηγεμόνας, περιορίζοντας την κυριαρχία και μειώνοντας τις επιλογές εξωτερικής πολιτικής άλλων μετασοβιετικών κρατών.

Έγινε προφανές ότι οι φιλόδοξοι στόχοι που συνδέονται με την Ευρασιατική Ένωση θα μπορούσαν να επιλυθούν μόνο στο πλαίσιο μιας νέας «εκβιομηχάνισης», δηλαδή ένα νέο μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης στο οποίο αιχμή του δόρατος δεν θα ήταν οι πρώτες ύλες ως ισχυροί τομείς της οικονομίας, αλλά μεταποιητικές επιχειρήσεις υψηλής τεχνολογίας. Οι επενδύσεις στην οικονομία τα επόμενα τρία χρόνια θα πρέπει να φτάσουν περίπου στα 43 τρισ. ρούβλια, δηλαδή σχεδόν σε ολόκληρο τον όγκο του ΑΕΠ της χώρας το 2010. Η υλοποίηση του σχεδίου «νέας εκβιομηχάνισης» του Πούτιν θα είναι εξαιρετικά δύσκολη εν όψει της επερχόμενης μεγάλης κλίμακας κοινωνικών προγραμμάτων και της συνεχιζόμενης στρατιωτικής ανασυγκρότησης. Αυτό το μέρος του εκλογικού προγράμματος του Πούτιν συνδυάζεται με υποσχέσεις για αύξηση των συντάξεων, των μισθών από κρατικούς εργοδότες, και άλλα λαϊκιστικά μέτρα που θα εφαρμοστούν στο προσεχές μέλλον. Οι κοινωνικές, πολιτικές, δημοσιονομικές και οικονομικές πολιτικές, καθώς και η ασφάλεια και η εξωτερική πολιτική, είναι αλληλένδετες[12].

Αυτές οι αλλαγές ανάγκασαν επίσης τη Μόσχα να ακολουθήσει μια πιο προσεκτική εξωτερική πολιτική. Συγκεκριμένα, οι μειωμένες οικονομικές προσδοκίες και η αυξημένη παρουσία άλλων παραγόντων στην περιοχή έχουν οδηγήσει τη Μόσχα να σχεδιάσει μια νέα στρατηγική για τον μετασοβιετικό χώρο. Αν και δεν έχει εγκαταλείψει τις ηγεμονικές της φιλοδοξίες, όπως εκφράζονται στην πρόταση του Πούτιν για μια Ευρασιατική Ένωση, η Ρωσία στοχεύει τώρα σε μια σφαίρα επιρροής χαμηλότερου κόστους. Χρησιμοποιεί περιορισμένους πόρους επιλεκτικά, για να δημιουργήσει ένα είδος «αυτοκρατορίας του νούφαρου»[13] – ενός δικτύου στρατιωτικών βάσεων, αγωγών και στρατηγικών κομματιών εθνικών οικονομιών, το οποίο έρχεται σε σύγκρουση με την πολιτική «γειτονίας» της Ε.Ε.[14]

Το σχέδιο του Πούτιν για τη δημιουργία μιας Ευρασιατικής Ένωσης ως το ανατολικό αντίστοιχο της Ε.Ε. κατά την τρίτη και πιθανώς τέταρτη προεδρική θητεία του[15] αντιμετωπίζεται από ορισμένους γείτονες της Ρωσίας με μεγάλο σκεπτικισμό και ερμηνεύεται ως ανοιχτή πρόθεση να διευρύνει η Ρωσία τα σύνορά της μέχρι εκείνα της πρώην Ρωσικής Αυτοκρατορίας, να περιορίσει την αμερικανική επιρροή στον μετασοβιετικό χώρο, να ελέγξει την εξουσία της εθνικής/τοπικής γραφειοκρατίας, κ.λπ. Αναφέρουν περίπου το εξής (το παρακάτω δεν αποτελεί απόσπασμα): «Οι Ρώσοι δεν μπορούν να δεχτούν ότι κάποιος άλλος μπορεί να ελέγξει τα γειτονικά κράτη, που εξακολουθούν να τα θεωρούν μέρη της μεγάλης πατρίδας τους, της πρώην ΕΣΣΔ». Αν και αυτή η εκδοχή περιέχει κάποια αλήθεια, κατά την άποψή μας, αποτελεί μια υπεραπλούστευση, εάν γενικευθεί. Ωστόσο, πρέπει να συμφωνήσουμε ότι η εφαρμογή της ίδιας της ιδέας της Ευρασιατικής Ένωσης απαιτεί στην πράξη συσσώρευση όλων των περιουσιακών στοιχείων της Ρωσίας και, βεβαίως, έχει ορισμένα αρνητικά παράπλευρα αποτελέσματα. Η συνολική αντίληψη αποτελεί τη λογική συνέχεια της πολιτικής της Ρωσίας τα προηγούμενα χρόνια· οι σχέσεις με τους άμεσους γείτονες θα εξαρτηθούν από τον κύριο στόχο του Πούτιν. Για παράδειγμα, το 2011, η μετασοβιετική Ρωσία κατηγορήθηκε ότι εξαπέλυσε εμπορικούς πολέμους για να αναγκάσει τους αντιπάλους του Κρεμλίνου σε οικονομικούς και πολιτικούς «συμβιβασμούς», οι οποίοι ήταν επωφελείς για τη Μόσχα.

Εχθρικές απόψεις απέναντι στη Ρωσία εκφράστηκαν κυρίως στις χώρες του GUAM (Γεωργία, Ουκρανία, Αζερμπαϊτζάν και Μολδαβία). Και δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η τσαρική Ρωσία δεν εμπιστεύτηκε ποτέ τους γείτονές της, τόσο στη Δύση όσο και στην Ανατολή. Και αυτοί πλήρωναν τη ρωσική τσαρική εξουσία με το ίδιο νόμισμα. Κοιτάζοντας προς την αντίθετη κατεύθυνση, προς την Ανατολή, παρόλο που υπάρχουν κάποια προβλήματα με τις ρατσιστικές τοποθετήσεις εναντίον του Καυκάσιων λόγω των πρόσφατων τρομοκρατικών δραστηριοτήτων, οι Ρώσοι βλέπουν τους λαούς της Κεντρικής Ασίας με συμπάθεια και δεν σκέφτονται ποτέ ότι ανήκουν στο ισλάμ στην καθημερινότητά τους. Πιστεύουν ότι τα πρώην σοβιετικά κράτη έχουν μια δυνατότητα να συνενωθούν κάτω από μια νέα οργάνωση, εντελώς διαφορετική από τη Σοβιετική Ένωση, και να εξυπηρετήσουν την ανάπτυξη όλων των κρατών-μελών από οικονομική και κοινωνική άποψη. Οι περισσότεροι γνωρίζουν τις δημοκρατικές δυσκολίες και τη διαφορά με τα ευρωπαϊκά κράτη, αλλά υποστηρίζεται συχνά ότι η γεωγραφία τους είναι μοναδική και δεν είναι εύκολο να κυβερνηθούν όπως «τα ευρωπαϊκά μικρά κράτη». Υπ’αυτήν την προοπτική, γίνεται πιο ενδιαφέρον το γιατί μια Ευρασιατική Ένωση παράγει μια νέα ιδεολογία που ονομάζεται «ευρασιανισμός» και ισχυρίζεται ότι είναι συμβατή με την ευρωπαϊκή ιδεολογία. Ωστόσο, η ουσιαστική διαφορά της Ευρασιατικής Ένωσης από την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι η ενοποίηση χριστιανικών και μουσουλμανικών κρατών.


[1] Andrei P. Tsygankov, «Finding a Civilizational Idea: West, Eurasia and Euro-East in Russia’s Foreign Policy», Geopolitics 12, τχ. 3 (2007).

[2] Η νεο-ευρασιανική ιδέα ρίζωσε και πέρα ​​από τη Ρωσία. Στην πρωτεύουσα του Καζακστάν, το Εθνικό Ευρασιανικό Πανεπιστήμιο Λ. N. Γκουμιλιώφ ιδρύθηκε με πρωτοβουλία του προέδρου Νουρσουλτάν Ναζαρμπάγεβ, στις 23 Μαΐου 1996. Τον Αύγουστο του 2005, οι αρχές του Ταταρστάν ανέγειραν μνημείο στον Γκουμιλιώφ, ενώ μετά το 2001 ορισμένα βιβλία του μεταφράστηκαν στα τουρκικά.

[3] Βέβαια, σήμερα, ο Ντούγκιν, μετά τη στροφή του προς την Τουρκία, έχει αλλάξει εντελώς κατεύθυνση και έχει αναβαθμίσει το Αζερμπαϊτζάν ως τον συνδετικό κρίκο της ρωσικής Ευρασίας με την Τουρκία. Αντίθετα, όπως διεφάνη και κατά την πρόσφατη κρίση στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, η Αρμενία θεωρείται πλέον από τους ευρασιανιστές εμπόδιο στη στρατηγική σύγκλιση με την Τουρκία. Βλ. Άρδην, 119 (σ.τ.μ.)

[4] Η Ευρασιατική Ένωση είναι η ιδέα της δημιουργίας μιας ένωσης μεταξύ των πρώην κρατών της Σοβιετικής Ένωσης, που προτάθηκε από τον Πούτιν έξι μόλις μήνες πριν από τις ρωσικές προεδρικές εκλογές του Οκτωβρίου 2011. Ωστόσο, ο Πούτιν υπογράμμισε αυστηρά ότι η δημιουργία μιας νέας Ένωσης δεν σημαίνει την αποκατάσταση αυτού που ήταν η Σοβιετική Ένωση. Θα έχει μια νέα οικονομική και κοινωνική λειτουργικότητα, όπως και μια πολυεθνική ποιότητα. Τώρα, η Μόσχα φαίνεται χαλαρή μετά τα αποτελέσματα των εκλογών και την ανακοίνωση της νίκης του Πούτιν. Σχεδόν όλοι φαίνεται ότι αποδέχτηκαν τη βασιλεία του για έξι ακόμη χρόνια και έχουν λίγες πληροφορίες για την Ευρασιατική Ένωση. Ωστόσο, όλοι γνωρίζουν τη σημασία της Τελωνειακής Ένωσης, που δημιουργήθηκε πριν από δύο χρόνια και άρχισε να λειτουργεί από την 1η Ιανουαρίου του 2012 μεταξύ Ρωσίας, Λευκορωσίας και Καζακστάν. Το σημαντικό είναι ότι οι Ρώσοι θέλουν οικονομική βελτίωση, η οποία σήμερα είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένη σε σύγκριση με τη δεκαετία του 1990, και υποστηρίζουν τις πρωτοβουλίες του Πούτιν όσον αφορά σε νέες στρατηγικές οικονομικής επέκτασης.

[5] Κοινοπολιτεία Ανεξάρτητων Κρατών, το σημερινό καθεστώς κάποιων από τις Δημοκρατίες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, με προεξάρχον μέλος τη Ρωσία (σ.τ.μ.).

[6] Zbigniew Brzezinski, The Second Choice: Global Domination or Global Leadership, Basic Books, Νέα Υόρκη 2004.

[7] Η κυριότερη μέχρι στιγμής πρόταση εξωτερικής πολιτικής παρουσιάστηκε από τον Πούτιν σε άρθρο του στην Ιζβέστια στις 4 Οκτωβρίου 2011, όπου εισήγαγε την ιδέα μιας Ευρασιατικής Ένωσης. Αυτή θα συμπεριελάμβανε όσο το δυνατόν περισσότερα κράτη της πρώην ΕΣΣΔ, αλλά δεν θα ισοδυναμούσε, κατά τον Πούτιν, με ανασύσταση της ΕΣΣΔ, καθώς οι μηχανισμοί κομμουνιστικής διοίκησης και ελέγχου έχουν προφανώς εξαφανιστεί οριστικά. Προφανώς. Ωστόσο, οι συναντήσεις αρχηγών κρατών αυτών των πρώην Σοβιετικών Δημοκρατιών δεν είναι ευχάριστο θέαμα. Ο Λουκασένκο και ο Κάριμοφ είναι κατά βάση δικτάτορες σε κράτη-παρίες, με τον Αλίεβ να ακολουθεί κατά πόδας. Ο Γιανουκόβιτς πλησιάζει όλο και περισσότερο στον αυταρχισμό τύπου Πούτιν και δεν υπάρχουν αναγνωρίσιμοι δημοκρατικοί ηγέτες μεταξύ των υπολοίπων. Ο Πούτιν συνεχίζει τη γεωπολιτική πίεση της Ρωσίας στην Ουκρανία, μέσω του αγωγού φυσικού αερίου, ανακοινώνοντας μια συμφωνία με την Τουρκία για να προχωρήσει ένας εξαιρετικά ακριβός αγωγός, ο South Stream, διαμέσου της Μαύρης Θάλασσας, κάτι που έχει νόημα μόνο ως μπλόφα για να απειλήσει την Ουκρανία με την απώλεια εισοδήματος από τη διέλευση φυσικού αερίου. Πιέζει την Ουκρανία να ενταχθεί στην Τελωνειακή Ένωση της Ρωσίας, της Λευκορωσίας και του Καζακστάν, πράγμα που θα σήμαινε την κατάργηση της συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου της Ουκρανίας με την Ε.Ε., που αναμένεται να υπογραφεί.

[8] Ο Πούτιν το ανέφερε στο «New Integration Project For Eurasia: the future being born today», Izvestia, 3 Οκτωβρίου 2011, www.izvestia.ru.

[9] Ben Judah, Jana Kobzova και Nicu Popescu, «Dealing With A Post-Bric Russia», European Council on Foreign Relations (ECFR), Νοέμβριος 2011, ecfr.eu.

[10] Συνέντευξη του Πούτιν στα τρία ομοσπονδιακά τηλεοπτικά δίκτυα, 18 Νοεμβρίου 2011, www.vg-news.ru.

[11] Μόνο το Τουρκμενιστάν δεν απολάμβανε το καθεστώς της επικοινωνίας χωρίς βίζα με τη Ρωσία (και τις περισσότερες από τις άλλες χώρες της CIS). Η Ρωσία απαιτεί επίσης βίζα από τους πολίτες της Γεωργίας.

[12] Vladimir Rukavishnikov, «The Bear And The World: Projections Of Russia’s Policy After Putin’s Return To Kremlin In 2012», Izvorninaučni rad, τόμ. LXIV, τχ. 1, σσ. 7-33, www.doiserbia.nb.rs.

[13] Αναφέρεται σε νεολογισμό που αφορά σε στρατιωτικές βάσεις διάσπαρτες ανά τον κόσμο, που ονομάζονται «νούφαρα» (όπως ο βάτραχος που πηδάει από νούφαρο σε νούφαρο σε μια λίμνη, καταδιώκοντας το θήραμά του). Πρόκειται για μικρές, μυστικές, απρόσιτες εγκαταστάσεις με περιορισμένο αριθμό στρατευμάτων, λιτές παροχές και προκαθορισμένα όπλα και προμήθειες (σ.τ.μ.).

[14] European Council on Foreign Relations (ECFR), Dealing With A Post-Bric Russia, Ben Judah, Jana Kobzova και Nicu Popescu, Νοέμβριος 2011.

[15] Η δεύτερη ουσιώδης συμβολή του Πούτιν στη δημόσια συζήτηση υλοποιήθηκε με ένα μακροσκελές άρθρο στη Nezavisamaya Gazeta, στις 23 Ιανουαρίου, αφιερωμένο εξ ολοκλήρου στο ζήτημα της εθνικότητας και της πολυπολιτισμικότητας. Το επιχείρημα του Πούτιν είναι ότι, ενώ Ευρωπαίοι πολιτικοί, που δεν κατονομάζονται (προφανώς η Μέρκελ και ο Σαρκοζί, μεταξύ άλλων), παίζουν την εθνοτική κάρτα για να παραμείνουν στην εξουσία, περνώντας το μήνυμα της «αποτυχίας της πολυπολιτισμικότητας», η Ρωσία, αντιθέτως, θα «ενισχύσει το ιστορικό κράτος που κληρονομήσαμε από τους προγόνους μας, έναν πολιτισμό που διαθέτει μια εγγενή ικανότητα να ενσωματώνει διάφορες εθνικότητες και θρησκείες». Παραβλέποντας την πιθανότητα της αμφισβήτησης αυτής της τοποθέτησης στον σημερινό Βόρειο Καύκασο, ο κύριος στόχος της φαίνεται να είναι οι ακραίες εθνικιστικές φατρίες της «Ρωσίας για τους Ρώσους», «ρώσικες στην ενδοχώρα», επισημαίνοντας παράλληλα την ανεδαφική συνύπαρξη εθνικιστικών και φιλελεύθερων-δημοκρατικών στοιχείων ανάμεσα στους διαδηλωτές του Ναβάλνι.

*Ph.D., MA, DEA

Μετάφραση: Μαριάννα Δεσύπρη

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ