Αρχική » Ενεργειακό & μικρομεσαία επιχειρηματικότητα

Ενεργειακό & μικρομεσαία επιχειρηματικότητα

από Πάνος Χαρίτσης


Πώς το ελληνικό κράτος μπορεί να δώσει ουσιαστικές λύσεις στην μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, μακριά από λογικές παρασιτισμού

του Πάνου Χαρίτση

Το κόστος ενέργειας συνιστά αυτή τη στιγμή μια θανάσιμη απειλή για τις περισσότερες παραγωγικές επιχειρήσεις της Ελλάδας. Τα τιμολόγια του ρεύματος έχουν σχεδόν τριπλασιαστεί, ενώ, εν μέρει ως αποτέλεσμα αυτού, έχει αυξηθεί σε μεγάλο βαθμό και το κόστος των πρώτων υλών. Δεδομένου ότι όλη αυτή η αύξηση του κόστους δεν μπορεί να μετακυλιστεί πλήρως στην τιμή του προϊόντος, οι παραγωγικές μονάδες πολλές φορές καταλήγουν να πωλούν τα προϊόντα τους σε τιμές κάτω του κόστους. Απέναντι σε αυτή την κατάσταση, λαμβάνοντας υπ’ όψιν και τις τελευταίες εξελίξεις στο ουκρανικό ζήτημα, δεν φαίνεται κάποιος ορίζοντας βελτίωσης. Το ελληνικό κράτος, το οποίο κατείχε ούτως ή άλλως την πρωτιά στο πιο ακριβό ρεύμα της Ευρώπης, μετά και την απαξίωση των λιγνιτικών μονάδων παραγωγής, δεν εμφανίζεται διαθέσιμο να λάβει ουσιαστικά μέτρα.
Η επιδότηση της κατανάλωσης του ηλεκτρικού ρεύματος είναι σαν να δίνεις στον άνθρωπο ένα ψάρι, αντί να του μάθεις να ψαρεύει, κατά το σινικό ρητό. Και για να μάθεις στον άνθρωπο να ψαρεύει, μπορείς απλούστατα να επιδοτήσεις την παραγωγή του ηλεκτρικού ρεύματος που καταναλώνει τόσο η επιχείρηση όσο και το νοικοκυριό.
Το ρυθμιστικό πλαίσιο του ενεργειακού συμψηφισμού υπάρχει ήδη (https://helapco.gr/pdf/HELAPCO_Net_Metering.pdf) και με αυτό δίνεται η δυνατότητα τόσο σε παραγωγικές μονάδες όσο και σε νοικοκυριά ν’ αντισταθμίσουν ποσοτικά την ενέργεια που καταναλώνουν με αυτή που παράγουν, μέσω φωτοβολταϊκών που έχουν εγκαταστήσει στον χώρο τους. Ούτε εγχέεται, σε γενικές γραμμές, περιττή ενέργεια στο δίκτυο, ούτε δεσμεύεται παραγωγική γη, ούτε δημιουργούνται εισοδηματίες, ούτε ισοπεδώνονται βουνά για να εισπράττουν εκατομμύρια τα φαντ και οι γνωστοί «κρατικοδίαιτοι της ελεύθερης αγοράς». Ωστόσο, παρά τα διασφαλισμένα και μακροπρόθεσμα οφέλη της επένδυσης αυτής για την εθνική οικονομία, δεν υπάρχει κάποια αυτοτελής επιδότηση (επιδοτούνται οι σόμπες!) για αυτοπαραγωγή με ενεργειακό συμψηφισμό, ούτε έχει ανακοινωθεί κάποια επιτάχυνση της διαδικασίας αδειοδότησης, λόγω των συνθηκών.
Επίσης, όλη η διαδικασία μπορεί να γίνει με μικρό διοικητικό κόστος και με διαφάνεια. Δεν θα επιδοτηθεί ο (υπερ)τιμολογημένος επενδυτικός εξοπλισμός, αλλά θα χορηγηθεί ένα συγκεκριμένο ποσό, το οποίο θα είναι ανάλογο της ισχύος της κάθε εγκατάστασης, την οποία απλώς θα πιστοποιήσει ο διαχειριστής του Δικτύου με τη σύνδεση. Ακόμα, για να γίνει δίκαια η κατανομή του δημόσιου χρήματος, μπορεί να επιδοτούνται με μεγαλύτερο ποσό ανά κιλοβάτ οι μικροί παραγωγοί (π.χ. 600€ ανά κιλοβάτ για 35 kVA), με μικρότερο οι μεσαίοι παραγωγοί (π.χ. 500€ ανά κιλοβάτ για 135 kVA ή 67.500€ σε κόστος περίπου 100.000€) και με πιο μικρό οι μεγάλοι (π.χ. 100€ ανά κιλοβάτ για 1000kWp).
Ας συγκεκριμενοποιηθούν όμως όλα αυτά με τα οικονομικά δεδομένα της οικογενειακής επιχείρησης στην οποία δραστηριοποιούμαι: Το 2020 αγοράζαμε την κιλοβατώρα από τη ΔΕΗ -συνυπολογιζόμενων των ρυθμιζόμενων χρεώσεων- κατά μέσο όρο έναντι 0,17€. Σ’ ένα από τα βασικά προϊόντα μας, το κόστος ρεύματος αντιστοιχούσε στο 9% του άμεσου κόστους. Έχοντας ως βάση τον λογαριασμό του Ιανουαρίου του 2022, αγοράσαμε την κιλοβατώρα από τη ΔΕΗ έναντι 0,43€ (+153% σε σχέση με το 2020). Αν λάβουμε υπ’ όψιν και την τελευταία ανακοίνωση στις 24/2 για αύξηση του ρεύματος 35%, τότε η κιλοβατώρα εκτοξεύεται στα 0,58€ (+241%). Αυτό συνεπάγεται ότι το ρεύμα στο προϊόν αποτελεί το 19% του κόστους στην πρώτη περίπτωση και το 24% στη δεύτερη.
Αν λοιπόν μας βοηθήσει το ελληνικό κράτος σε αυτή την επένδυση των 100.000€ περίπου, θα την αποσβέσουμε σε ένα με δύο χρόνια, ενώ θα καταστούμε μια επιχείρηση με ελάχιστο ενεργειακό αποτύπωμα, η οποία θα παράγει παράλληλα το προϊόν της κατά προσέγγιση 20% φθηνότερα και θα έχει έτσι περισσότερες πιθανότητες να το εξαγάγει στο εξωτερικό. Επιπλέον, σε περίπτωση που ενθαρρυνθούν κι άλλες παραγωγικές μονάδες προς αυτή την κατεύθυνση, η χώρα θα επανακτήσει την ενεργειακή της αυτονομία και, αν επιδοτηθεί η εγκατάσταση φωτοβολταϊκών με κλίμακα ανάλογη της ισχύος, τότε θα ενισχυθεί ουσιαστικά ο μικρομεσαίος επιχειρηματίας.
Το θέμα είναι, βεβαίως, να υπάρχει πολιτική βούληση για τη λεγομένη «ενεργειακή δημοκρατία», η οποία με την παρούσα κυβέρνηση έχει εκφραστεί με το να επιδοτείται υπό πολύ συγκεκριμένες προϋποθέσεις στο «Εξοικονομώ» η εγκατάσταση οικιακού φωτοβολταϊκού συστήματος ενεργειακού συμψηφισμού και με το να αγοράζεται η ενέργεια από τα νέα μας ορεινά οικοσυστήματα (τουτέστιν, ανεμογεννήτριες) πιο ακριβά από την ενέργεια ενός οικιακού παραγωγού ρεύματος (9,8kWh έναντι 8,7kWh!).


ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ