Του Σπύρου Κουτρούλη από την Ρήξη φ. 177
Mετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, αναζωπυρώθηκε το ενδιαφέρον για τον Αλέξανδρο Ντούγκιν, που ως θεωρητικός ανέλαβε να αιτιολογήσει την πολιτική του Ρώσου πρόεδρου.
Το βιβλίο έχει έναν εξαιρετικά φιλόδοξο στόχο: να ξεπεράσει όλες τις μέχρι τώρα ιδεολογίες, δηλαδή τον φιλελευθερισμό, τον κομμουνισμό, τον φασισμό-ναζισμό, και να διατυπώσει μια τέταρτη.
Μπορεί να επιτευχθεί κάτι τέτοιο μ’ ένα έργο τέτοιου μεγέθους, όπως το ανά χείρας βιβλίο; Αν λάβουμε υπόψιν το έργο των κλασικών του φιλελευθερισμού, του μαρξισμού, αλλά και στοχαστών που ερεύνησαν διεξοδικά τις εξελίξεις της νεωτερικότητας, όπως ο Ι. Μπερλίν, ο Ζ. Στέρνχελ, ή ο Π. Κονδύλης, που επεκτείνεται σε μια σειρά από τόμους, η απόπειρα του Ντούγκιν δεν μπορεί παρά να είναι ανολοκλήρωτη και επιδερμική.
Ως βασικός αντίπαλός του ορθώνεται ο φιλελευθερισμός. Το σημαντικό που παραλείπει να διακρίνει και να αναγνωρίσει στην κριτική προς τον φιλελευθερισμό είναι η ύπαρξη του κράτος δικαίου, το οποίο αναγνωρίζει στον πολίτη συγκεκριμένα δικαιώματα και υποχρεώσεις. Η νομική αυτή πραγματικότητα επιτρέπει την ελεύθερη κυκλοφορία κάθε ιδέας και αποκλείει την τάση που έχει το αυταρχικό και ολοκληρωτικό κράτος να καταδιώκει ανελέητα κάθε διαφορετική σκέψη. Όπου δεν υπάρχουν ελεύθερες εκλογές, διαμάχη των ιδεών, ελεύθερη κοινωνία των πολιτών, εκεί θα υπάρχουν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Επειδή στη Ρωσία ουδέποτε υπήρξε δημοκρατική παράδοση -ούτε επί τσαρισμού, ούτε επί των καθεστώτων που τον διαδέχθηκαν- είναι κατανοητό ο Α. Ντούγκιν να μη γνωρίζει εμπειρικά τη σημασία των δημοκρατικών θεσμών και του κράτους δικαίου. Ωστόσο, ανεξήγητη είναι η παράλειψή του ν’ αναφερθεί στα θεμέλια του ρώσικου πνεύματος, δηλαδή στον Ντοστογιέφσκι, στον Μπερδιάγεφ, στον Λόσσκι, στον Ευδοκίμωφ.
Αντίθετα, η βασική του αναφορά είναι στο εξαιρετικά μειοψηφικό πολιτικό ρεύμα του εθνικομπολσεβικισμού, που είχε ορισμένους στοχαστές στη ναζιστική Γερμανία (Ερνστ Νίκις) και στην σταλινική ΕΣΣΔ (Ν. Ουστριάλοφ) με περιορισμένη επίδραση. Βεβαίως, υπάρχουν πολλές αναφορές στον Γάλλο στοχαστή Α. Μπενουά, από τον οποίο, άλλωστε, δανείζεται το μεγαλύτερο μέρος της κριτικής του στον φιλελευθερισμό και τον όρο της «τέταρτης πολιτικής θεωρίας» (σελ.39).
Ο Ντούγκιν είναι αρκετά προσεκτικός, ώστε να μην ταυτιστεί θεωρητικά με τα συνήθη ρεύματα του νεοναζισμού. Βέβαια, στην πολιτική του συμπεριφορά δεν είναι το ίδιο προσεκτικός, αφού συνεργάστηκε με την ηγεσία της «Χρυσής Αυγής». Συγχρόνως, σε αρκετές περιπτώσεις, διατυπώνει τις οφειλές του στον Ρ. Γκενόν -έναν ελάσσονα στοχαστή που ασπάστηκε το ισλάμ- και τον Ι. Έβολα ο οποίος υπήρξε μέλος των Ες Ες και ο βασικός θεωρητικός του ιταλικού νεοφασισμού. Μάλιστα, γράφει ότι είχε μιλήσει σε συνέδριο για τον Έβολα που έγινε στη Ρώμη (σελ.104).
Τις θεωρητικές του ενατενίσεις προσπαθεί να τις εμπλουτίσει και με αναφορές στον Μ. Χάιντεγκερ, με έναν τρόπο εξαιρετικά ελλιπή, αποσπασματικό και αναγκαστικά αντιφατικό. Για παράδειγμα, πώς μπορεί να συνδυαστεί ένας λόγος που κάνει κριτική στην τεχνική, με μια ιδεολογία που στοχεύει στην ισχυροποίηση της Ρωσίας και άρα στην ύπαρξη σύγχρονης πρωτοποριακής στρατιωτικής τεχνολογίας; Πώς μπορεί η προβολή της Ρωσίας και του ευρασιανισμού -ως εναλλακτική στις ΗΠΑ- να εναρμονιστεί με τον λόγο του Χάιντεγκερ που αποδοκιμάζει ταυτόχρονα ΗΠΑ και Ρωσία;
Ο σχετικισμός είναι ένα άλλο στρατήγημα που χρησιμοποιεί, ώστε να εξομαλύνει την κριτική κυρίως προς την τρίτη ιδεολογία. Έτσι, ενώ καταδικάζει τον ρατσισμό, συγχρόνως διευρύνει τον ορισμό του, προκειμένου να περιλάβει συμπεριφορές που λογικά δεν μπορούν να ταυτιστούν με αυτόν.
Ο ιδεολογικός λόγος του Ντούγκιν έχει δύο θεμέλια: τον εθνικομπολσεβικισμό και τον ευρασιανισμό. Ο πρώτος περιλαμβάνει όχι μόνο τον Νίκιτς αλλά και τον επί σειρά ετών στέλεχος των Ναζί, Στράσσερ, που δολοφονήθηκε από τον Χίτλερ, όπως και τους Ρώσους εθνικομπολσεβίκους με πιο πρόσφατη πολιτική έκφραση το ομώνυμο κόμμα που είχε δημιουργήσει ο Ντούγκιν με τον Λιμόνωφ. Το δεύτερο θεμέλιο είναι ο ευρασιανισμός-ευρασιατισμός, που εμπειρικά χρησιμοποιείται για να αιτιολογήσει την συνεργασία της Ρωσίας με δυνάμεις όπως η Τουρκία και άλλα κράτη με μουσουλμανικό πληθυσμό.
Θεωρητικά, ο Ντούγκιν περιγράφει τον ευρασιανισμό με τον ακόλουθο τρόπο: «ο Ευρασιατισμός δεν είναι μια πολιτική φιλοσοφία αλλά μια επιστημολογία. Ασχολείται με την κατηγορία των συντηρητικών ιδεολογιών και έχει μερικά κοινά χαρακτηριστικά με τον Θεμελιώδη Συντηρητισμό (Παραδοσιαρχία) και με τη Συντηρητική Επανάσταση (συμπεριλαμβανομένου του Κοινωνικού Συντηρητισμού των αριστερών ευρασιατιστών).
Το μόνο πράγμα στον Συντηρητισμό που δεν είναι αποδεκτό στον Ευρασιατισμό είναι ο Φιλελεύθερος Συντηρητισμός… Ως προς αυτό, ο Ευρασιατισμός πλησιάζει εν μέρει την Παραδοσιαρχία του Guenon, ο οποίος πιστεύει επίσης ότι η «σύγχρονη εποχή» ήταν μια «Δυτική» έννοια, ενώ διάφορες μορφές παραδοσιακής κοινωνίας διατηρήθηκαν στην Ανατολή. Δεν είναι τυχαίο ότι, μεταξύ των Ρώσων συγγραφέων, ο πρώτος που ανέφερε το βιβλίο του Guenon Ανατολή και Δύση ήταν ο ευρασιατιστής Ν.Ν. Alekseev» (σελ. 115, 116).
Το πολιτικό δέον του Ντούγκιν αποκρυσταλλώνεται τελικά στον εθνικομποσελβικισμό και σε πραγματικές ή ανύπαρκτες κοινωνίες του παρελθόντος με «μαγικά» χαρακτηριστικά, όπου η συμμετοχή της κοινωνίας στην εξουσία είχε εξοβελιστεί. Για παράδειγμα, από τον Πλάτωνα δεν θα επιλέξει τα εξισωτικά-δημοκρατικά στοιχεία και την ανελέητη κριτική στον τύραννο και στην τυραννία, αλλά τα στοιχεία εκείνα που τον χαρακτήρισαν ως προπομπό του ολοκληρωτισμού:
«έτσι φθάνουμε στον εθνικομπολσεβικισμό, ο οποίος αντιπροσωπεύει τον Σοσιαλισμό χωρίς τον υλισμό, τον αθεϊσμό, τον προοδευτισμό και τον Μοντερνισμό, καθώς και τις τροποποιημένες θεωρίες του Τρίτου Δρόμου. Αυτό όμως είναι το πρώτο βήμα. Η μηχανική προσθήκη των βαθιά αναθεωρημένων εκδόσεων των αντι-φιλελεύθερων ιδεολογιών του παρελθόντος δεν θα μας δώσει ένα τελικό αποτέλεσμα. Είναι μόνο μια πρώτη και προκαταρκτική προσέγγιση. Πρέπει να προχωρήσουμε περαιτέρω και να προσφύγουμε στην Παράδοση και στις προ-νεωτερικές πηγές έμπνευσης. Εκεί έχουμε την πλατωνική Ιδανική Πολιτεία, τη μεσαιωνική ιεραρχική κοινωνία και τα θεολογικά οράματα του κανονιστικού κοινωνικού και πολιτικού συστήματος (χριστιανικού, ισλαμικού, βουδιστικού, εβραϊκού ή ινδουιστικού). Αυτές οι προνεωτερικές πηγές είναι μια πολύ σημαντική ανάπτυξη για τη σύνθεση του εθνικομπολσεβικισμού. Επομένως, πρέπει να βρούμε ένα νέο όνομα γι’ αυτό το είδος ιδεολογίας, και η «τέταρτη πολιτική θεωρία» είναι αρκετά κατάλληλη. Δεν μας λέει τι είναι αυτή η θεωρία, αλλά τι δεν είναι. Είναι, έτσι, ένα είδος πρόσκλησης και έκκλησης παρά δόγμα»( σελ.236,237). Με νόημα επισημαίνει ότι «πρέπει να απορρίψουμε τον αντι-Κομμουνισμό, καθώς και τον αντι-Φασισμό» (σελ. 237).
Η παραδοσιοκρατία και η κριτική στην τεχνική, αν είναι ιδεολογικά συνεπής, δεν μπορεί να συναφθεί με μια κοινωνία κι ένα κράτος που έχει φιλοδοξίες υπερδύναμης -όπως η Ρωσία- και η οποία έχει ως πρώτιστο καθήκον της να παράγει υπερσύγχρονη στρατιωτική τεχνολογία. Η άρνηση του αντιφασισμού θα μεταλλαχθεί σε συνεργασία με ολοκληρωτικές κινήσεις. Όλα αυτά, όταν συνδυάζονται με την άρνηση να αναμετρηθεί, ο Ντούγκιν, ουσιαστικά με τη ρώσικη ιστορία, διότι σε αυτή την περίπτωση θα έπρεπε να παραδεχθεί ότι σε αυτή δεν περίσσεψε ο φιλελευθερισμός και το κράτος δικαίου, αλλά έλλειψε, με αποτέλεσμα να διαιωνίζεται με διάφορες μορφές ο ασιατικός δεσποτισμός. Συγχρόνως, η ιδεολογία του Ντούγκιν -παρότι χρησιμοποιεί άφθονα δυτικά υλικά- αποσκοπεί στο ν’ απομακρύνει τη Ρωσία από την Ευρώπη, δηλαδή από τον πολιτιστικό χώρο στον οποίο όχι μόνον ανήκει, αλλά και από τον οποίο μπορεί ν’ αντλήσει τα στοιχεία για την πρόοδό της.
Δείγμα της επιφανειακής προσέγγισης των φιλοσοφικών ρευμάτων είναι και η προσπάθεια ν’ αποτελέσει ο Χάιντεγκερ βασικό συστατικό της πολιτικής θεωρίας του. Βεβαίως, αποφεύγει να παρουσιάσει τα αποσπάσματα του έργου του Χάιντεγκερ που περιέχουν τη διπλή κριτική στις ΗΠΑ και τη Ρωσία και τα οποία δεν συμβιβάζονται με τον μονοδιάστατο αντιαμερικανισμό του Ντούγκιν. Γράφει λοιπόν ο Χάιντεγκερ: «Η Ευρώπη βρίσκεται ανάμεσα στις λαβίδες της Ρωσίας και της Αμερικής, οι οποίες μεταφυσικώς είναι όμοιες, δηλαδή σε σχέση με τον παγκόσμιο χαρακτήρα που έχουν και στη σχέση που έχουν με το πνεύμα…Όλα αυτά, στην Αμερική και στη Ρωσία μεγεθύνονται μέσα σε ένα απροσμέτρητο “και ούτω καθ’ εξής” του ομοιόμορφου και του αδιάφορου, σε τέτοια έκταση, ώσπου αυτό το ποσοτικό προσλαμβάνει μια δική του ποιότητα» (Μ. Χαιντέγκερ, Εισαγωγή στη Μεταφυσική, μετάφραση-εισαγωγή Χ. Μαλεβίτση, εκδόσεις Δωδώνη, σελ. 75,76).
Ο θεωρητικός λόγος του Ντούγκιν, ελάχιστα πρωτότυπος, προσπαθεί ν’ αφομοιώσει δυτικά πολιτικά και φιλοσοφικά ρεύματα, δίχως όμως επιτυχία, καταλήγοντας τελικά σε μια μετάλλαξη του ολοκληρωτισμού και του μεγαλόρωσικου σοβινισμού, που αποτελεί εμπόδιο στο να ξεπεράσει η ρώσικη κοινωνία τα λάθη του παρελθόντος, ώστε να δημιουργήσει τη δική της δημοκρατική παράδοση, σ’ ένα εθνικό κράτος που έχει αφήσει πίσω του τις εσχατολογικές και αυτοκρατορικές φιλοδοξίες.
Η τέταρτη πολιτική θεωρία
μετάφραση Δημήτρης Ευαγγελόπουλος, εισαγωγή Δ. Κιτσίκης, εκδόσεις Έσοπτρον, Αθήνα 2013, σελ. 291.