Αρχική » Πρότυπα παγκόσμιας εκβιομηχάνισης

Πρότυπα παγκόσμιας εκβιομηχάνισης

από Αναδημοσιεύσεις

του Kaoru Sugihara

μετάφραση: Θεόδωρος Ντρίνιας από το ιστολόγιο του Θεόδωρου Ντρίνια

Ο Kaoru Sugihara (1948-), καθηγητής Οικονομικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Κυότο στην Ιαπωνία, και από τις σπουδαίες μορφές του συγκεκριμένου επιστημονικού πεδίου παγκοσμίως, έχει αφιερώσει μεγάλο μέρος της ερευνητικής του δουλειάς στο να αποτυπώσει το διαφορετικό μονοπάτι εκβιομηχάνισης και οικονομικής ανάπτυξης που ακολούθησαν οι χώρες της Ανατολικής Ασίας, ήδη από το 19ο αιώνα (ίσως και παλαιότερα) σε σύγκριση με το Δυτικό αντίστοιχο, και το οποίο, με περιόδους υφέσεων και εξάρσεων, οδήγησε τη συγκεκριμένη περιοχή του κόσμου να μετατραπεί σταδιακά, με αποκορύφωμα την τελευταία 30ετία, σε επίκεντρο της παγκόσμιας παραγωγής. Συνεχίζοντας τη θεωρητική συμβολή μεγάλων Ιαπώνων μελετητών, όπως ο Akira Hayami (1929-2019), παρακολουθεί πώς αυτό το μονοπάτι χαράκτηκε από την εξελικτική επιλογή της επανάστασης της μανιφακτούρας (industrious revolution-φαινόμενο εντάσεως εργασίας) για την περιοχή της Ανατολικής Ασίας, σε συγχρονία (αλλά και αντίθεση) με τη βιομηχανική επανάσταση (industrial revolution-φαινόμενο εντάσεως κεφαλαίου) που ακολούθησε η Δύση. Το παρακάτω απόσπασμα βρίσκεται στη μελέτη του Sugihara, «The East Asian path of economic developmenta longterm perspective», κεφάλαιο στο συλλογικό τόμο «The Resurgence of East Asia500, 150 and 50 year perspectives», που εκδόθηκε το 2003 από τις εκδόσεις RoutledgeCurzon (Λονδίνο).

Θ. Ντ.

Πρότυπα παγκόσμιας εκβιομηχάνισης

Με βάση τη συμβατική αντίληψη περί της παγκόσμιας εξάπλωσης της εκβιομηχάνισης, κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του 19ου αιώνα η Βρετανία μετατράπηκε στο παγκόσμιο εργαστήριο, ενώ ο υπόλοιπος κόσμος κατέληξε να εξειδικεύεται στην εξαγωγή πρώτων υλών και ακατέργαστων προϊόντων. Οι χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης, καθώς και οι τότε πρόσφατες αποικίες των Ευρωπαίων, υποστηρίζεται ότι επέτυχαν την εκβιομηχάνιση μαθαίνοντας τις νέες τεχνολογίες και/ή εισάγοντας κεφάλαιο, εργατική δύναμη και μηχανές με τα κέρδη από τις εξαγωγές. Στην ηπειρωτική Ευρώπη, οι παλαιοί φραγμοί στο εμπόριο και στη μετάδοση της γνώσης σταδιακά υποχώρησαν και ένα διεθνές καθεστώς το οποίο θα διευκόλυνε, παρά θα εμπόδιζε, την εξάπλωση της εκβιομηχάνισης αναδύθηκε. Η δημιουργία της Τελωνειακής Ένωσης στη Γερμανία το 1834 και η υιοθέτηση του κανόνα του χρυσού από μια σειρά χωρών της Δυτικής Ευρώπης στα τέλη του 19ου αιώνα ήταν κάποιες από αυτές τις κινήσεις.

Στρεφόμενοι στο Νέο Κόσμο, η ενσωμάτωση των τεράστιων φυσικών του πόρων στη διεθνή οικονομία λειτούργησε ως η ατμομηχανή της οικονομικής ανάπτυξης. Η εργατική δύναμη ήταν σε σπάνη και η γη σε περίσσεια, και η διαφορά στους ενδογενείς συντελεστές παραγωγής (factor endowment) μεταξύ παλιού και νέου κόσμου συντέλεσε στην ανάπτυξη του εμπορίου, της μετανάστευσης και των επενδύσεων. Έτσι, τον 19ο αιώνα, η ανάπτυξη της Ατλαντικής οικονομίας δέσποσε στο εμπόριο μεγάλης απόστασης. Τα μειούμενα κόστη μεταφοράς ήταν ένας κρίσιμος παράγοντας που διευκόλυνε τη διαδικασία. Αυτό σήμαινε ότι οι περιοχές του τότε πρόσφατου ευρωπαϊκού αποικισμού είχαν μεγαλύτερο κίνητρο από τη Βρετανία να αυξήσουν την παραγωγικότητα της εργασίας, χρησιμοποιώντας τους άφθονους φυσικούς πόρους και εισαγόμενα κεφάλαια. Η πορεία προς την ανάπτυξη μιας τεχνολογίας εξοικονόμησης εργασίας, εντάσεως κεφαλαίου και εντάσεως πόρων παρατηρήθηκε εμφανέστερα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η ανάγκη να εξοικονομήσουν εξειδικευμένη εργασία οδήγησε στην προτυποποίηση της βιομηχανικής παραγωγής, όπως για παράδειγμα με τη χρήση μεταφερόμενων απαρτίων, η οποία με τη σειρά της διευκόλυνε τη μεταφορά τεχνολογίας μεταξύ των διαφόρων κλάδων και τη μαζική παραγωγή, όπως επίσης και την «αποειδίκευση» της εργασίας. Η εκβιομηχάνιση συνδέθηκε με την εκμετάλλευση των οικονομιών κλίμακας.

Σε πρόσφατη ρηξικέλευθη εργασία του, ο Kenneth Pomeranz ισχυρίστηκε ότι αυτό δεν ήταν στην πραγματικότητα αποτέλεσμα της συσσώρευσης τεχνολογίας και θεσμών στη Δυτική Ευρώπη πριν το 1800. Μάλλον, η ξαφνική άνοδος της Δύσης το 19ο αιώνα προήλθε από την ενσωμάτωση στην οικονομική τροχιά της Δυτικής Ευρώπης δύο εξαιρετικά ενδεχομενικών παραγόντων: της διαθεσιμότητας του άνθρακα στις σχετικά αναπτυγμένες περιοχές της Δυτικής Ευρώπης˙ και των πλούσιων φυσικών πόρων του Νέου Κόσμου. Μέχρι το τέλος του 18ου αιώνα, οι κύριες περιοχές της Δυτικής Ευρώπης και της Ανατολικής Ασίας παρουσίαζαν εξίσου υποσχόμενα σημάδια για την ανάπτυξη εμπορευματοποιημένης γεωργίας και πρωτο-εκβιομηχάνισης, και το επίπεδο διαβίωσης αυτών των περιοχών αυξανόταν αρκετά πάνω από το επίπεδο της απλής επιβίωσης. Έτσι, για τον Pomeranz (2000), η άνοδος της Δύσης κατά τον 19ο αιώνα ήταν η «μεγάλη απόκλιση» από το γενικό κανόνα.

Η Αμερικανική επέκταση συνάντησε τα όριά της γύρω στα 1890, και από τις αρχές της δεκαετίας του 1920 η μετανάστευση από την Ευρώπη έπαψε να ενθαρρύνεται. Εντούτοις, η Αμερικανική τεχνολογία εξακολουθούσε να οδηγεί τον κόσμο, αυξάνοντας την παραγωγικότητα της εργασίας μέσω της αυτοματοποίησης, εισάγοντας πιο συστηματική διεύθυνση της εργασίας και δημιουργώντας τις μαζικές αγορές. Κοιτάζοντας προς τα πίσω από τον 21ο αιώνα, η βρετανική βιομηχανική επανάσταση μόλις και άρχισε να αποδεικνύει την εκρηκτική ισχύ της τεχνολογίας εξοικονόμησης εργασίας μέσω της χρήσης του άνθρακα και των ατμομηχανών, και απλώς έστρωσε το δρόμο για μια πληρέστερη αντικατάσταση της εξειδικευμένης εργασίας από το κεφάλαιο και την τεχνολογία. Συνεπώς, παρόλο που το «μονοπάτι της βιομηχανικής επανάστασης» είχε διανοιχθεί πριν το 1800, η «Δυτική διαδρομή», με την έμφαση στην τεχνολογία εντάσεως κεφαλαίου και πόρων, πιθανότατα επικράτησε μόνο ως αποτέλεσμα της «μεγάλης απόκλισης».

Οι διαφορές ανάμεσα στην Ανατολική Ασία και sτην Ευρώπη έγιναν ακόμα πιο φανερές στον τρόπο που η εκβιομηχάνιση τελέστηκε. Στην Ασία, η διαδικασία ξεκίνησε κατά τη δεκαετία του 1850, όταν η Ινδία άρχισε τη σύγχρονη νηματοποίηση του βαμβακιού στην Βομβάη, και αυτή συνεχίστηκε από τις Ιαπωνικές προσπάθειες στα 1860 και 1870. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η άμεση μεταφορά δυτικής τεχνολογίας και θεσμών ήταν ο κανόνας. Από τη δεκαετία του 1880, όμως, η Ιαπωνική κυβέρνηση ανέπτυξε μια στρατηγική εκβιομηχάνισης πολύ διαφορετική από τις δικές της προσπάθειες των προηγούμενων δεκαετιών. Αναγνωρίζοντας ότι τόσο η γη όσο και το κεφάλαιο ήταν σπάνια, ενώ η εργατική δύναμη άφθονη και σχετικά καλής ποιότητας, η νέα στρατηγική έτεινε στην ενθάρρυνση της ενεργητικής χρήσης της παράδοσης της τεχνολογίας εντάσεως εργασίας, του εκσυγχρονισμού της παραδοσιακής βιομηχανίας και της συνειδητής υιοθέτησης της Δυτικής τεχνολογίας σε διάφορες συνθήκες ενδογενών συντελεστών παραγωγής. Το μονοπάτι που η Ιαπωνία εξέλιξε μπορεί να ονομαστεί «εκβιομηχάνιση εντάσεως εργασίας», καθώς απορρόφησε και χρησιμοποίησε την ανθρώπινη εργασία πληρέστερα, ενώ εξαρτιόταν λιγότερο στην αντικατάσταση της εργασίας από μηχανές και κεφάλαιο απ’ ό,τι το Δυτικό μονοπάτι.

Το μοτίβο αυτό ουσιαστικά επαναλήφθηκε στην Κίνα και στην Κορέα, με κρατική ενίσχυση, και το «μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης των ιπτάμενων χηνών» αναδύθηκε κατά την περίοδο του μεσοπολέμου. Τόσο η ανάπτυξη της τεχνολογίας εντάσεως εργασίας, η οποία πραγματοποιήθηκε στην Ανατολική Ασία την προηγούμενη περίοδο, όσο και η αποικιακή διακυβέρνηση από τις Δυτικές δυνάμεις στη Νότια και Νοτιοανατολική Ασία, η οποία αποθάρρυνε αυτήν την εξέλιξη την επόμενη περίοδο, έκανε τους παραγωγούς βιομηχανικών αγαθών της Ανατολικής Ασίας ανταγωνιστικούς απέναντι σε εκείνους των άλλων Ασιατικών χωρών. Ένας συγκεκριμένος αριθμός βιομηχανιών σχετικά εντάσεως εργασίας στην Ανατολική Ασία αποδείχτηκαν διεθνώς ανταγωνιστικές. Ιδιαίτερα, η Ιαπωνική βαμβακουργία ανταγωνιζόταν επιτυχώς στις ασιατικές αγορές τόσο τους άλλους Ασιάτες παραγωγούς όσο και τους ανταγωνιστές της από το Λάνκασαϊρ και την υπόλοιπη Δύση. Έτσι, στη βάση της εκβιομηχάνισης, αναπτύχθηκε ένας διεθνής καταμερισμός εργασίας εντός της Ασίας, και η Ιαπωνία, και σε κάποιο βαθμό και η Κίνα, μπόρεσε να εκμεταλλευτεί τις αγορές βιομηχανικών αγαθών της Νότιας και Νοτιοανατολικής Ασίας. Αυτό αποτυπώθηκε σε έναν πολύ ταχύτερο ρυθμό ανάπτυξης του ενδοασιατικού εμπορίου από εκείνον του παγκόσμιου εμπορίου μεταξύ του 1880 και 1939.

Μετά το 1945, παρά την αναστάτωση που προκλήθηκε από τον πόλεμο, η ανάπτυξη της διεθνούς ανταγωνιστικότητας των βιομηχανιών εντάσεως εργασίας της Ανατολικής Ασίας συνεχίστηκε. Στις αρχές της δεκαετίας του ’50, η Ιαπωνία είχε ανακτήσει τη θέση του μεγαλύτερου εξαγωγέα προϊόντων βαμβακουργίας την οποία είχε κατακτήσει τη δεκαετία του ’30, και υποσκελίστηκε από την Κίνα στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Η αλυσίδα της εξέλιξης των βιομηχανιών εντάσεως εργασίας στις υπόλοιπες Ασιατικές χώρες υπήρξε εντυπωσιακή, ξεκινώντας από το Χόνγκ Κόνγκ και φτάνοντας έως την Ταϊβάν, τη Νότιο Κορέα, την Ταϊλάνδη, το Πακιστάν και την Ινδονησία, κι έχοντας επεκταθεί μέχρι σήμερα σε πολλές ακόμα χώρες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων με τα χαμηλότερα επίπεδα κατά κεφαλήν εισοδήματος. Ενώ τα αποτελέσματα αυτής της αλυσίδας διάχυσης δεν είναι συγκρίσιμα με εκείνα της παγκόσμιας διάχυσης της υψηλής τεχνολογίας σε κάποιες συγκεκριμένες πλευρές (όπως τα αποτελέσματα στη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου ή στην παγκόσμια πολιτική και στρατιωτική τάξη), εντούτοις έχουν υπάρξει σημαντικά σε άλλες πλευρές, όπως η δημιουργία της παγκόσμιας απασχόλησης. Στην πραγματικότητα, η πλειοψηφία του παγκόσμιου βιομηχανικού εργατικού δυναμικού απασχολείται σε εκείνους τους τομείς που επηρεάζονται πρωταρχικά από αυτόν τον τύπο ανάπτυξης. Μέχρι και σήμερα, η εκβιομηχάνιση εντάσεως εργασίας αποτελεί έναν από τους δύο μείζονες δρόμους στην παγκόσμια εξάπλωση της εκβιομηχάνισης.

Πηγαίνοντας πίσω, στην περίοδο από το 1820 έως το 1945, η θεμελιώδης διαφορά με την αμέσως προηγούμενη περίοδο είναι ότι η Δυτική επίδραση στο αναπτυξιακό μονοπάτι της Ανατολικής Ασίας έγινε πολύ πιο σημαντική. Αυτό συνέβη, παρά τη μεγάλη εισαγωγή αργύρου από το Νέο Κόσμο στην Κίνα και τη συμβολή της Ολλανδικής Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών στην ανάπτυξη του ενδοασιατικού εμπορίου, ιδιαίτερα, αν και όχι αποκλειστικά, κατά τον 17ο αιώνα. Στα μέσα του 19ου αιώνα, οι επιπτώσεις της εκβιομηχάνισης είχαν γίνει παγκόσμιες. Το κλειδί στην επιτυχία της Ανατολικής Ασίας ήταν ότι η περιοχή μπόρεσε να ανταποκριθεί στην ανάπτυξη των βιομηχανιών εντάσεως πόρων και κεφαλαίου στις δύο πλευρές του Ατλαντικού που ήταν αποτέλεσμα της «μεγάλης απόκλισης», δημιουργώντας ένα μονοπάτι στην εκβιομηχάνιση που ήταν εξοικονόμησης πόρων και εντάσεως εργασίας. Ως αποτέλεσμα, ένας νέος διεθνής καταμερισμός εργασίας αναδύθηκε μεταξύ των αναπτυγμένων Δυτικών χωρών, με ανταγωνιστικότητα παραγωγής στηριγμένη στη βιομηχανία «υψηλής» (εντάσεως κεφαλαίου) τεχνολογίας, και των χωρών της Ανατολικής Ασίας και άλλων αναπτυσσόμενων χωρών, με ανταγωνιστικότητα παραγωγής στηριγμένη στη βιομηχανία «χαμηλής» (εντάσεως εργασίας) τεχνολογίας. Στην πραγματικότητα, αυτός ήταν ο μόνος τρόπος με τον οποίο ο μη Δυτικός κόσμος μπορούσε να εκβιομηχανιστεί πριν το 1945, με δεδομένη την διεθνή ατμόσφαιρα του ιμπεριαλισμού, δηλαδή δείχνοντας στη Δύση ένα νέο τρόπο δημιουργίας συμπληρωματικότητας, που θα αύξανε το παγκόσμιο εμπόριο και την παραγωγή προς αμοιβαίο όφελος. Αντιθέτως, εκείνες οι χώρες της Ασίας και της Αφρικής, που υπόκειντο τις συνέπειες της Δυτικής αποικιοκρατίας, με μακρά παράδοση τεχνολογίας εντάσεως εργασίας, όπως η Ινδία, υπέφεραν από την επιβολή τεχνολογίας και θεσμών που συνδέονταν με το Δυτικό μονοπάτι μέσα σε ένα περιβάλλον τελείως ακατάλληλο για αυτά.

Πηγή πρώτης δημοσίευσης ΕΔΩ

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ