Αρχική » Το 1204 ως αφετηρία του νεότερου ελληνισμού

Το 1204 ως αφετηρία του νεότερου ελληνισμού

από Μιχάλης Μερακλής

Του Μιχάλη Μερακλή*

Γιώργος Καραμπελιάς, 1204. Η διαμόρφωση του νεώτερου ελληνισμού

Εναλλακτικές Εκδόσεις, σελ. 578

Το κεντρικό θεμελιώδες θέμα του βιβλίου που αποτελεί, κατά την ταπεινή μου γνώμη, σταθμό στην ελληνική ιστορική έρευνα, είναι η απόδειξη του γεγονότος, ότι ο νεότερος ελληνισμός αποτελεί συνέχεια του βυζαντινού ελληνισμού, ότι ο νεότερος ελληνισμός άρχισε να διαμορφώνεται μέσα στο Βυζάντιο.

Εκείνο που εντυπωσιάζει τον απροκατάληπτον αναγνώστη είναι το πλήθος των τεκμηρίων, τα οποία στηρίζουν τις απόψεις του συγγραφέα· αυτονόητα δε το Βυζάντιο δεν εξετάζεται «κλειστά», καθ’ εαυτό, αλλά και στο σύνολο των πολλαπλών, σύνθετων εξωτερικών σχέσεών του.

Στην Εισαγωγή ήδη παρουσιάζεται το πανόραμα της «πρώτης μεγάλης αποικιακής εξόρμησης» της Δύσης προς την «ευρωπαϊκή Ανατολή», του 11ου αιώνα, δηλαδή αιώνες πριν από τον χρόνο όπου την τοποθετεί η παραδεδομένη ιστοριογραφία.

Ελληνική ταυτότητα

Ενας από τους λόγους, που επέλεξε το 1204 ως αφετηρία του νεότερου ελληνισμού, είναι το ότι «με την άλωση της Πόλης οι άρχουσες τάξεις, οι στρατιωτικοί, η διανόηση η κεντρική γραφειοκρατία, ακόμα και ο ανώτερος κλήρος, συνειδητοποιούν την ελληνικότητα της ταυτότητάς τους και προσεγγίζουν την, συχνά ανεπίγνωστη αλλά εδραιωμένη στο πεδίο των παραδόσεων και της νοοτροπίας, ελληνική ταυτότητα των λαϊκών στρωμάτων». Η Αννα Κομνηνή στην «Αλεξιάδα» της, μισόν αιώνα πριν από το 1204, αναφερόμενη σ’ ένα ορφανοτροφείο-εκπαιδευτήριο που είχε ιδρύσει ο αυτοκράτορας Αλέξιος γράφει: «Και έστιν ιδείν και Λατίνον ενταύθα παιδοτριβούμενον και Σκύθην ελληνίζοντα και Ρωμαίον τα των Ελλήνων συγγράμματα μεταχειριζόμενον και τον αγράμματον Ελληνα ορθώς ελληνίζοντα».

Ο Καραμπελιάς ορθά, υποστηρίζει, πως η «αποσιώπηση» του 1204 από τη «συλλογική μνήμη» οφείλεται στη σκοπιμότητα να μην υπονομευθεί επιστημονικά (και ιδεολογικά) «το καθεστώς της εξάρτησης και της υποταγής στη Δύση». Μια ερμηνεία της σημασίας του 1204, όπως στοιχειοθετείται στο βιβλίο, θα έδειχνε ότι «οι νεότεροι Ελληνες συγκρότησαν την ταυτότητά τους σε αντιπαράθεση και με τη δυτική αποικιοκρατία και όχι μόνο με τους Οθωμανούς».

Πρέπει να τονίσω το πολύπτυχο και πολυεπίπεδο περιεχόμενο του βιβλίου. Πράγματι εξετάζονται η οικονομία, οι κοινωνικές τάξεις, η δουλεία, το δίκαιο, οι σχέσεις κοσμικής και εκκλησιαστικής εξουσίας, το κράτος πρόνοιας, η επιστήμη της ιατρικής, η νοσοκομειακή μέριμνα, το γυναικείο ζήτημα, η τέχνη, κατεξοχήν η ζωγραφική.

Το ζήτημα της επιλογής μεταξύ τουρκικής Ανατολής και λατινικής Δύσης είναι κεντρικό στον όλο προβληματισμό του βιβλίου. Γι’ αυτό και συζητείται αναλυτικά σε δύο συνεχόμενα κεφάλαια («Η φραγκοκρατία», που χαρακτηρίζεται ως «σπουδή αποικιοκρατίας», και η «τουρκοκρατία»), όπου προσκομίζονται και εξαιρετικά ενδιαφέροντα στοιχεία. Χαρακτηριστικά είναι εκείνα που αφορούν τη διακυβέρνηση της Χίου από μια μονοπωλιακή «εταιρεία», τη «Μαόνα» των Ιουστινιάνι (1346-1566), «πρώτη μετοχική εταιρεία της Ιστορίας», ή για την αποικιοποίηση της Κύπρου, που υπήρξε «το πρώτο μεγάλο κέντρο παραγωγής ζάχαρης από ζαχαροκάλαμο στην ιστορία της αποικιοκρατίας».

Το 4ο μέρος αφιερώνεται στη φιλοσοφία· εδώ συνεξετάζεται και το φαινόμενο του ησυχασμού, που όπως παρατηρεί, «πολύ συχνά αντιμετωπίζεται ως μια απλή θεολογική αντιπαράθεση και παραθεωρούνται οι ευρύτερες φιλοσοφικές και πολιτικές της διαστάσεις, ξεχνώντας πως, εκείνη την εποχή, στη Δύση όσο και στην Ανατολή, οι φιλοσοφικές αντιθέσεις είναι συνάμα -ή, τουλάχιστον, εμφανίζονται πάντα- και ως θεολογικές».

Μια δραματική μορφή, που θα στραφεί στην υπέρβαση του διλήμματος, με την απόφαση της αντίστασης «τόσο στην παπική-φραγκική Δύση όσο και στην τουρκική Ανατολή» είναι ο Γεώργιος Γεμιστός. Σημαντικές σελίδες αφιερώνονται στον Ιωάννη Καντακουζηνό, και στα γεγονότα που έλαβαν χώρα, το 14ο αιώνα, στη Θεσσαλονίκη. Με τον Γεμιστό (Πλήθωνα) συσχετίζεται κριτικά ο ιδρυτής του «ησυχασμού» Γρηγόριος Παλαμάς.

Βυζάντιο και Ελλάδα

Το βιβλίο κλείνει με το μέρος που επιγράφεται, «Το Βυζάντιο μετά το Βυζάντιο». Αρχίζει μ’ ένα παράθεμα του Κ. Θ. Δημαρά: «Μετά το 1261 μπορούμε να πούμε ότι Βυζάντιο και Ελλάδα συμπίπτουν(…). Γύρω στην Αλωση η συνείδηση των διανοουμένων φαίνεται καθαρά ελληνική εσμέν γαρ ουν (…) Ελληνες το γένος ως ή τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί», γράφει ο Γεμιστός. Δύο μέρες πριν από την Αλωση ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ονομάζει την Πόλη ελπίδα και χαράν πάντων των Ελλήνων. [ ] Οπως μέσα στο Βυζάντιο είδαμε να γεννιέται ο νέος ελληνισμός, έτσι και μέσα στον νέον ελληνισμό θα μπορούσαμε να παρακολουθήσουμε το Βυζάντιο που συνεχίζει τη ζωή του».

Ολο αυτό το τελευταίο μέρος του βιβλίου του Καραμπελιά αποτελεί, τρόπον τινά, ανάπτυξη της παρατήρησης του Δημαρά. Και εκείνο που έχει ιδιαίτερη, πρόσθετη σημασία για έναν εκπρόσωπο της έρευνας του λαϊκού πολιτισμού, όπως ο υποφαινόμενος, είναι το γεγονός, ότι εδώ πληθαίνουν τα τεκμήρια που αντλούνται από τη λαϊκή ποίηση της περιόδου της Τουρκοκρατίας, αλλά και από το σύνολο του λαϊκού πολιτισμού εν γένει: «οι κατώτερες τάξεις, ο λαϊκός κλήρος, οι ορεσίβιοι, οι νησιώτες, όσοι, δηλαδή, στην καθημερινή τους ζωή, έρχονται λιγότερο σε επαφή με τους Οθωμανούς κατακτητές, θα διατηρήσουν σχεδόν αλώβητη τη βυζαντινή παράδοση, έστω και αν κάποτε αγνοούν το ιστορικό υπόβαθρο και τα μνημεία της ιστορικής συνέχειας».

Πράγματι είναι αυτός ο λαός, αυτός ο κόσμος, που θα περάσει, που πέρασε ομαλά, φυσικά, από τη μια περίοδο της μακραίωνης ιστορίας του στην άλλη.

* Ο συγγραφέας είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ