Βιώνουμε θεμελιώδεις ανισορροπίες, η κυβέρνηση «δεν φτάνει» και η κοινωνία ζει στον κόσμο της
του Γιώργου Ρακκά
Αν η πανδημία συνέτριψε και τις τελευταίες αυταπάτες περί «ελάχιστου κράτους», αποδεικνύοντας στον νεοφιλελευθερισμό με εξαιρετικά τραγικό τρόπο ότι οι δημόσιες δαπάνες για την υγεία δεν είναι «λεφτά πεταμένα σ’ έναν τρύπιο κουβά», οι τωρινές πυρκαγιές απαιτούν από τα εθνικά κράτη να προβούν σε σοβαρές δαπάνες θωράκισης ενώπιον της κλιματικής κρίσης και να θέσουν την περιβαλλοντική πολιτική τους ως κορυφαία προτεραιότητα.
Πριν από είκοσι ή τριάντα χρόνια, όταν η δημογραφική ερήμωση της ελληνικής περιφέρειας δεν ήταν τόσο πρόδηλη, τα δάση της Ελλάδας μπορούσαν ακόμα να επιβιώνουν, τελώντας σε ισορροπία με την ανθρώπινη δραστηριότητα· στις μέρες μας, ο αγροτοκτηνοτροφικός βίος κοντεύει να περάσει υπό την προστασία της ΟΥΝΕΣΚΟ, ως δείγμα μιας πολιτιστικής κληρονομιάς που χάνεται.
Παλαιότερα, οι υψηλές θερμοκρασίες δεν ήταν τόσο πυκνές μέσα στο καλοκαίρι· η καθημερινή ζωή στο χωριό συνέτεινε στον καθαρισμό του δάσους από την εύφλεκτη ύλη· οι βοσκές ξεχορτάριαζαν τα δάση και τα νεκρά δέντρα προορίζονταν για την καύσιμη ύλη του χειμώνα.
Σήμερα το δάσος είναι ο διάκοσμος των τουριστικών περιηγήσεων· τα χωριά μας έγιναν «γραφικά», δίχως ίχνος ζωντάνιας, και όλα εκείνα που κάποτε γίνονταν αβίαστα σαν στιγμιότυπα της καθημερινότητας, απαιτούν οργανωμένες δημόσιες υπηρεσίες, στρατηγικά σχέδια και κέντρα συντονισμού.
Ταυτόχρονα, όπως πολύ εύστοχα παρατήρησε ο καθηγητής διαχείρισης φυσικών καταστροφών, Ευθύμης Λέκκας, «πολλές φορές θέλουμε το δέντρο να μπαίνει μέσα στο σαλόνι μας». Στο περιαστικό δάσος της Θεσσαλονίκης υπήρξαν και διαμαρτυρίες, γιατί η δασική υπηρεσία αποφάσισε να υλοτομήσει συστάδες δέντρων που άγγιζαν τον αστικό ιστό, υπό τον φόβο της επανάληψης όσων συνέβησαν στην Πεντέλη, ή –ακόμα χειρότερα- στο Μάτι.
Ο οικολόγος κάτοικος της πόλης εκδηλώνει μια τεράστια αντίφαση: διεκδικεί την καθαρή περιβαλλοντική προτεραιότητα, την ίδια στιγμή που υπηρετεί έναν τρόπο ζωής ο οποίος καθιστά αδύνατη την επιβίωση κάθε οικολογικής ισορροπίας δίπλα του. «Αυθαίρετος», όχι μόνον ως προς το σχέδιο πόλεως, αλλά κυρίως ως προς το χάσμα που χωρίζει την αξίωσή του να ζει σε μια οικολογική παρένθεση μέσα ή δίπλα από τη μητρόπολη και την ανάγκη του να πηγαίνει κάθε μέρα στο γραφείο με το υβριδικό του αυτοκίνητο.
Όπως μας πληροφορεί δημοσίευμα στο περιοδικό Science, η υπερθέρμανση του πλανήτη έχει διαταράξει κυκλωνικά ατμοσφαιρικά φαινόμενα σε στεριά και θάλασσα, τα οποία έπαιζαν κρίσιμο ρυθμιστικό ρόλο, ώστε το βόρειο ευρωπαϊκό ημισφαίριο να προστατεύεται από τις ακραίες υψηλές θερμοκρασίες· αυτό σημαίνει ότι από εδω και πέρα οι καύσωνες θα γίνονται όλο και πιο συχνοί και παρατεταμένοι.
Το αποτέλεσμα όλων των παραπάνω είναι ότι, για την πρόληψη και την κατάσβεση των πυρκαγιών απαιτείται η απορρόφηση τεράστιων πόρων. Για να σωθεί το πολύτιμο δάσος της Δαδιάς και η Βάλια Κάλντα δεν θα χρειαζόταν μόνο να επανέλθουν οι φορείς διαχείρισης, που πολύ συχνά δεν είχαν μισό κονδύλι για να προσλάβουν έναν υπάλληλο. Πριν από αυτά, έπρεπε να εργαστούν ολόκληρα τάγματα δασοπυρόσβεσης και να ολοκληρωθεί ένας ετήσιος κύκλος εργασιών με υλοτομήσεις και καίριες παρεμβάσεις πρόληψης.
«Πού είναι το κράτος;» φωνάζουν τώρα διάφοροι. Γιατί, η κοινωνία πού είναι; Για να μπορεί αυτό το κράτος να είναι δίπλα σ’ έναν πολίτη που κατά μέσο όρο θα πετάξει μέσα στο δάσος τέσσερις συσκευασίες φρέντο και δυο πλαστικά μπουκάλια νερό στη βόλτα του, απαιτούνται περίπου ένας, ίσως και δύο πυροσβέστες ανά κάτοικο.
Εν τω μεταξύ, τα πυροσβεστικά αεροπλάνα έχουν σταματήσει να παράγονται… παγκοσμίως λόγω έλλειψης ζήτησης. Ακόμα και σήμερα, οι καθαρές περιβαλλοντικές επενδύσεις θεωρούνται αντιπαραγωγικές, εφόσον δεν συνδυάζονται με κάποιο σχέδιο (πρότζεκτ το λένε στις μέρες μας) «πράσινου» τουρισμού, δηλαδή αμιγούς οικονομικής εκμετάλλευσης.
«Όσα δεν κάηκαν νομοτελειακά θα καούν», δήλωσε σ’ ένα τηλεοπτικό κανάλι ο ίδιος καθηγητής. Προφανώς γιατί το μοντέλο που ακολουθούμε δεν αντέχει τα κόστη για την οικολογική θωράκιση της κοινωνίας· και δεν τ’ αντέχει, γιατί ήταν έξω από τη λογική του το να θέσει σε προτεραιότητα αξίες όπως η υγειονομική φροντίδα (μας το έμαθε κι αυτό η πανδημία…) ή η οικολογική ανθεκτικότητα (που μας μαθαίνει τώρα η κλιματική κρίση…)
Ζούμε στιγμές θεμελιώδους ανισορροπίας: Οι πανδημίες και οι πυρκαγιές, οι βαρβαρότητες του πολέμου και οι εντάσεις των γεωπολιτικών ανταγωνισμών έρχονται να μας το υπενθυμίσουν. Το μοντέλο που ζήσαμε όλοι «δεν τραβάει»· συνηθισμένο να λειτουργεί στην αμεριμνησία, στις ακραίες καταστάσεις παθαίνει πανικό και κατακρημνίζεται.
Αν η κυβέρνηση θέλει να προχωρήσει σε μια συνετή πολιτική αντιμετώπισης, δεν αρκεί να δίνει συγχαρητήρια στον εαυτό της, επειδή η Πεντέλη δεν έγινε Μάτι. Επιτέλους, οφείλει να θεσπίσει έναν αντιπυρικό κανονισμό στα πρότυπα του αντισεισμικού, ν’ αναδιοργανώσει τη δασοπυρόσβεση, ν’ αναβαθμίσει την Πυροσβεστική Υπηρεσία και να καλλιεργήσει μια νέα κουλτούρα ενεργούς κοινωνικής συμμετοχής στην οικολογική προστασία της χώρας.
Αντί όλων αυτών, ο πρωθυπουργός έχει επιλέξει την τακτική της σύγκρισης, εν μέσω της παρατεταμένης προεκλογικής περιόδου: βγαίνει και λέει πόσους πυροσβέστες είχε προσλάβει ο ΣΥΡΙΖΑ και πόσους η ΝΔ.
Ωστόσο, το ζήτημα δεν είναι ν’ αποδείξει κάποιος ότι η διακυβέρνησή του είναι καλύτερη από εκείνη του ΣΥΡΙΖΑ· το εν λόγω μέτρο σύγκρισης δείχνει έλλειψη αυτοεκτίμησης.
Την αμείλικτη πραγματικότητα έχει ν’ αντιμετωπίσει η κυβέρνηση, όχι τον Τσίπρα και τον Πολάκη. Και οι επιδόσεις της θα κριθούν όχι από τον τρόπο που απαντάει στην αντιπολίτευση, αλλά -κυρίως- από την απάντηση σ’ ένα βασικό και απλό ερώτημα: Σε ποια Ελλάδα θα κληθούμε να ζήσουμε αύριο;