Αρχική » Το προσφυγικό ζήτημα μεταξύ εργαλειοποίησης και υποκριτικού ανθρωπισμού

Το προσφυγικό ζήτημα μεταξύ εργαλειοποίησης και υποκριτικού ανθρωπισμού

από Τάσος Χατζηαναστασίου

Του Τάσου Χατζηαναστασίου από την huffingtonpost.gr

Σε κάθε περιστατικό διάσωσης ομάδων ανθρώπων που κινδυνεύουν επιχειρώντας να εισέλθουν παράνομα στην ελληνική επικράτεια, όπως στην πρόσφατη κρίση στον Έβρο, αναπαράγεται στη δημόσια συζήτηση η γνωστή πολεμική κατά της «επαναπροώθησης προσφύγων» και βέβαια εναντίον των «κλειστών συνόρων», της «Ευρώπης φρούριο» κτλ στο όνομα του ανθρωπισμού.

Η προθυμία να καταγγελθεί η ελληνική πλευρά για καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων ακόμη και για εγκληματική συμπεριφορά είναι μεγάλη, τροφοδοτείται και αναπαράγεται άκριτα από εγχώριους κύκλους ενώ η απροκάλυπτη εργαλειοποίηση των μεταναστευτικών ρευμάτων από τις τουρκικές αρχές μένει συνήθως στο απυρόβλητο, διότι εκεί δε συναντούν οι ξένοι ανταποκριτές παρόμοιο ζήλο… Από την άλλη μεριά, στο συγκεκριμένο περιστατικό, η κυβέρνηση εμφανιζόταν άλλοτε απολογητική κι άλλοτε να μη διαθέτει επαρκή πληροφόρηση για τις εξελίξεις.

Ας δούμε όμως το ζήτημα λίγο πιο σφαιρικά.

Η μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού κι ένας ολοένα αυξανόμενος αριθμός διανοουμένων αντιλαμβάνεται πλέον ότι η κυριαρχία ενός κράτους εγγυάται τις κατακτήσεις και τα δικαιώματα των πολιτών του ενώ αντίθετα η κατάλυσή της συνεπάγεται την απώλειά τους.

Η δε υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας προϋποθέτει το απαραβίαστο των ελληνικών συνόρων και τη φύλαξή τους. Αντιλαμβάνεται επίσης ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση – με πρώτη χώρα υποδοχής τη χώρα μας – δεν είναι δυνατόν να δεχτεί στο έδαφός της το σύνολο όσων επιδιώκουν να εισέλθουν σε αυτήν γιατί τότε θα μετατραπεί από τον παράδεισο που αυτοί οραματίζονται σε μία πραγματική κόλαση.

Ειδικότερα σε ό,τι αφορά την Ελλάδα της οικονομικής κρίσης, του αναιμικού κοινωνικού κράτους, του προβληματικού συστήματος υγείας, της δημογραφικής κατάρρευσης και της τουρκικής επιθετικότητας, μία ριζική ανατροπή των πληθυσμιακών δεδομένων και μάλιστα με ανθρώπους που δεν ενσωματώνονται στο ευρωπαϊκό αξιακό σύστημα, θα βυθίσει τη χώρα στο χάος και θα υπονομεύσει την εθνική ακεραιότητα. Πόσο μάλλον όταν αυτό ήδη είναι ορατό σε πολύ ισχυρότερες και πλουσιότερες χώρες: «η μεταναστευτική μας πολιτική απέτυχε» θα ομολογήσει η πρωθυπουργός της αναμφισβήτητα ανεκτικής Σουηδίας μετά τα βίαια επεισόδια που ξέσπασαν τον Απρίλιο από μουσουλμάνους μετανάστες όταν ένας Σουηδός πολιτικός έκαψε το κοράνι.

Καλώς λοιπόν φυλάσσονται τα σύνορα, όπως εξάλλου πράττουν όλα τα κράτη του κόσμου, αλλά στην Ελλάδα πρέπει να συζητάμε ακόμη και τα αυτονόητα. Το ζήτημα είναι εάν φυλάσσονται επαρκώς και εάν εφαρμόζονται οι διεθνείς συνθήκες που αφορούν ανθρώπους που ζητούν άσυλο.

Εδώ η Ελλάδα στέλνει «διπλά μηνύματα»: από τη μια έχει πράγματι ενισχύσει τη φύλαξη των συνόρων, θαλασσίων και χερσαίων, κι από την άλλη κατασκευάζει «κέντρα υποδοχής» σε ακριτικά νησιά και στον Έβρο των οποίων η υποδομή έχει περισσότερο τον χαρακτήρα της μόνιμης παρά της προσωρινής φιλοξενίας έως ότου εξεταστούν οι αιτήσεις χορήγησης ασύλου. Ιδρύονται, δηλαδή, μόνιμοι οικισμοί χιλιάδων ανθρώπων σε περιοχές των συνόρων ιδιαίτερα ευαίσθητες για την εθνική ασφάλεια.

Ως ενθάρρυνση της παράνομης εισόδου στην Ελλάδα λειτουργεί και ο νέος νόμος για τη χορήγηση ασύλου, αφού το σχετικό αίτημα δύναται να υποβληθεί και μετά τη σύλληψη κάποιου που βρίσκεται να έχει εισέλθει παράνομα. Ούτε βέβαια, υπήρξε κάποια βελτίωση του καθεστώτος των μεταναστών μετά τις διακρατικές συμφωνίες με κράτη όπως το Πακιστάν και το Μπαγκλαντές που και τους ίδιους να προστατεύει από την εκμετάλλευση και την παράνομη μετανάστευση να ελέγχει και να περιορίζει. Γιατί το ζητούμενο δεν είναι, προφανώς, να μην περνά κανείς τα σύνορα της χώρας, αλλά όποιος έρχεται, να έρχεται νόμιμα και με ασφάλεια, αλλά και να διασφαλίζονται τα δικαιώματα και το αίσθημα ασφάλειας των Ελλήνων πολιτών.

Οι πρόσφυγες φυσικά, υπάγονται σε ξεχωριστό καθεστώς από αυτό της μετανάστευσης για οικονομικούς λόγους. Η Ελλάδα όμως δε συνορεύει με κράτη στα οποία διεξάγονται πολεμικές επιχειρήσεις για να υποχρεώνεται για ανθρωπιστικούς λόγους να ανοίγει εσπευσμένα και χωρίς έλεγχο τα σύνορά της σε ομάδες ανθρώπων που η ζωή τους κινδυνεύει άμεσα και καταφεύγουν σε μας καταδιωκόμενοι ή, τέλος πάντων, βρίσκονται σε καθεστώς έκτακτης ανάγκης χωρίς την «πολυτέλεια» να απευθυνθούν στις προξενικές αρχές ή στους σταθμούς ελέγχου στις εισόδους της χώρας.

Και πάλι με βάση συγκεκριμένες συμφωνίες και μετά από έλεγχο των αρχών και των επιτροπών ασύλου μπορεί μια τρίτη χώρα να φιλοξενήσει προσωρινά ανθρώπους που είτε διώκονται για πολιτικούς λόγους είτε αναζητούν ασφαλές καταφύγιο. Έτσι συντεταγμένα και με ασφάλεια έχουν φτάσει στη χώρα μας πρόσφυγες από την Ουκρανία, κυρίως γυναικόπαιδα.

Με τους Σύρους, τους Αφγανούς, τους Πακιστανούς κτλ όμως τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά διότι όσοι επιδιώκουν να περάσουν στη χώρα μας δεν ανήκουν κατά κανόνα στην κατηγορία του άμαχου πληθυσμού, αλλά στη συντριπτική τους πλειοψηφία πρόκειται για νέους άντρες, εργάσιμης και φυσικά στρατεύσιμης ηλικίας.

Δεν απευθύνονται στις ελληνικές προξενικές αρχές προτού δοκιμάσουν να περάσουν στη χώρα μας αλλά είτε εμπιστεύονται τον υπόκοσμο των διακινητών και τα συνεργαζόμενα μ’ αυτούς δίκτυα ΜΚΟ ενώ είναι εξακριβωμένο ότι ωθούνται από τις τουρκικές αρχές να το κάνουν αυτό παράνομα θέτοντας σε κίνδυνο τους ίδιους και τα λίγα παιδιά και τις γυναίκες που συνήθως «πλαισιώνουν» κάθε «αποστολή».

Η συστηματική προσπάθεια της Τουρκίας να εργαλειοποιήσει το προσφυγικό ζήτημα σε βάρος της Ελλάδας είναι ήδη γνωστή διεθνώς, όπως και η κερδοσκοπία που επενδύει στον «ανθρωπισμό» των ΜΚΟ. Οι στόχοι είναι προφανείς και σαφείς και μόνον όσοι έχουν αναλάβει εργολαβικά τη δυσφήμηση της χώρας και την υπονόμευση της εθνικής της κυριαρχίας καμώνονται πως δεν το καταλαβαίνουν. Η Τουρκία όχι απλώς λειτουργεί ως χώρα παράνομης διακίνησης μεταναστών και προσφύγων αλλά με τις στρατιωτικές της επεμβάσεις στη Συρία προκαλεί νέα προσφυγικά ρεύματα.

Μία σύντομη παρένθεση για τις κατηγορίες σε βάρος της Ελλάδας για τις «επαναπροωθήσεις». Δίνεται ούτε λίγο ούτε πολύ η εντύπωση ότι όσοι περνούν παράνομα στην Ελλάδα «ξαποστέλλονται» κακήν κακώς από κει που ’ρθαν. Οι αριθμοί των επαναπροωθήσεων μεταναστών των οποίων το αίτημα ασύλου έχει απορριφθεί και μια και δυο και τρεις φορές είναι πολύ μικροί για να τεκμηριώνεται κάτι τέτοιο.

Ούτε βέβαια θα περνούσαν απαρατήρητες από τους διεθνείς οργανισμούς οι δολοφονίες και τα άλλα εγκλήματα που καταλογίζονται πάντοτε μονομερώς στην ελληνική πλευρά. Κατά κανόνα δε, αυτές οι καταγγελίες αποδεικνύονται ψευδείς χωρίς να αποκλείει κανείς να υπάρχουν πράγματι και τέτοια περιστατικά, προφανώς κατακριτέα, απαράδεκτα και δυσφημιστικά για τη χώρα, που πρέπει να ερευνώνται και οι ένοχοι να τιμωρούνται.

Δεν είναι πειστική όμως η προσπάθεια να εμφανίζονται όσοι φυλάσσουν τα χερσαία ή θαλάσσια σύνορα της χώρας ως δολοφόνοι και εγκληματίες σε μία πλήρη αντιστροφή της πραγματικότητας.

Η ιστορία του νεαρού Πακιστανού που δολοφόνησε την ανήλικη σύντροφό του καταδεικνύει την αδυναμία, την ανικανότητα ή και την απροθυμία των αρχών να ελέγξουν ακόμη και σεσημασμένους κακοποιούς που διαβιούν παράνομα στη χώρα και που βρίσκουν «άσυλο» στα δίκτυα των συμπατριωτών τους. Ο άνθρωπος αυτός μπήκε, έκανε ό,τι έκανε, κι ενώ επρόκειτο, υποτίθεται, να απελαθεί, δολοφόνησε την κοπέλα, βγήκε μια χαρά κι όλα αυτά όντας καταζητούμενος. Πώς να πειστεί λοιπόν κάποιος ότι οι ελληνικές αρχές φυλάσσουν αποτελεσματικά τα σύνορα και δε δείχνουν καμία ανοχή στην παράνομη μετανάστευση;

Επομένως, δεν γνωρίζω τι επιδιώκουν και ποιον θέλουν να πείσουν όσοι αντιδρούν στις «επαναπροωθήσεις». Εάν δεν επιθυμούν κανέναν έλεγχο των συνόρων, ας το πουν καθαρά. Εάν, πάλι, υποστηρίζουν τη διαδικασία εισόδου μεταναστών στην Ελλάδα και την Ευρώπη μέσω παράνομων δικτύων κι επικίνδυνων διαδρομών, στις οποίες η ζωή των ανθρώπων αυτών τίθεται σε κίνδυνο, κι αυτό να το εμφανίζουν ως ανθρωπισμό, ας βρουν άλλον τρόπο να ασκούν πολιτική, να αποκομίζουν οικονομικό όφελος ή φήμη ως «διασώστες» γιατί αυτό τους καθιστά συνυπεύθυνους των τραγωδιών στο Αιγαίο και στον Έβρο, αυτούς και όχι τους συνοροφύλακες και το Λιμενικό Σώμα.

Αν όσοι σχεδιάζουν να εισέλθουν στην Ευρώπη, γνωρίζουν ότι αυτό δεν είναι εφικτό, παρά μόνο μέσω των νομίμων οδών, τα θύματα της παράνομης διακίνησης ανθρώπων θα ήταν από ελάχιστα έως μηδαμινά. Η δε διεθνής κινητοποίηση θα ήταν πολύ περισσότερο αποτελεσματική και ουσιαστικά ανθρωπιστική και διεθνιστική, εάν, αντί για την ενίσχυση των μεταναστευτικών ρευμάτων, έδινε προτεραιότητα στην καταπολέμηση της φτώχειας και των ανισοτήτων, την αντιμετώπιση της οικολογικής κρίσης, το «δίκαιο εμπόριο», τη στήριξη, γενικότερα, των χωρών οι κάτοικοι των οποίων αναγκάζονται να εκπατριστούν. Η σύγχρονη «ελευθερία» της διακίνησης εμπορευμάτων, ανθρώπων και κεφαλαίων οξύνει αντί να περιορίζει το πρόβλημα.

Στο ίδιο πλαίσιο εργαλειοποίησης εντάσσεται και η ιστορία των προσφύγων που εγκλωβίστηκαν σε νησίδα του Έβρου. Για την οικονομία της συζήτησης, δεχόμαστε ότι είναι Σύροι πρόσφυγες, αν και στη Συρία αυτή τη στιγμή οι κύριες συγκρούσεις που σημειώνονται, είναι μεταξύ τουρκικών μονάδων και Κούρδων οι οποίοι επιμένουν να υπερασπίζονται τα εδάφη τους, άντρες, γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένοι και δεν τα εγκαταλείπουν ή μετακινούνται σε άλλες περιοχές της Συρίας.

Η πιθανότητα να πρόκειται για υποστηριχτές του ισλαμικού κράτους είναι αρκετά μεγάλες, αλλά ας δεχτούμε ότι πρόκειται για φιλήσυχους και νομοταγείς ανθρώπους. Από πού όμως προκύπτει η υποχρέωση της Ελλάδας να υποκύψει στον εκβιασμό να τους δεχτεί όταν είναι πασιφανές ότι ωθήθηκαν εκεί από τις τουρκικές αρχές; Εκτός εάν πιστεύει κανείς ότι μπορεί μία ομάδα ανθρώπων να κινηθεί από το εσωτερικό των χερσαίων τουρκικών συνόρων χωρίς τη συνεργασία των τουρκικών αρχών.

Υποστηρίζεται από κάποιους ότι η διάσωση ανθρώπων που κινδυνεύουν τίθεται υπεράνω της φύλαξης των συνόρων. Αυτό τουλάχιστον τέθηκε από αρκετές πλευρές όταν κοινοποιήθηκε η είδηση του θανάτου ενός κοριτσιού. Αφήνω την επίκληση της χριστιανικής αγάπης καθότι όπως διαβάζουμε το όνομά του ήταν: «Μαρία» και η περιπέτεια αυτή συνέπεσε με τον Δεκαπενταύγουστο, από ανθρώπους που αδιαφορούν εάν δεν εχθρεύονται κάθε θρησκευτικό αίσθημα.

Ήταν φανερό ότι οι εν λόγω τιμητές και ανώτεροι ηθικά άνθρωποι ενδιαφέρονταν πρωτίστως να προσβάλλουν τη λαϊκή θρησκευτικότητα επειδή οι ίδιοι την αποστρέφονται και ουδόλως να κινητοποιηθούν για τη διάσωση των δυστυχισμένων προσφύγων. Η εμπειρία μου από τα κοινωνικά κινήματα είναι αυτή της ενεργητικής παρέμβασης εφόσον μάλιστα τίθεται το ζήτημα ως ζήτημα ζωής ή θανάτου.

Της ίδιας όμως ευτέλειας ήταν και η υποκριτική προτροπή να διεξαχθεί επιχείρηση, (αστυνομική; στρατιωτική;) απεγκλωβισμού της ομάδας προσφύγων από νησίδα που φαίνεται να ανήκει στην τουρκική επικράτεια. Οι ίδιοι άνθρωποι φωνασκούν σε κάθε ευκαιρία ότι δεν είναι διατεθειμένοι να γίνουν «κρέας για κανόνια» υπερασπιζόμενοι κάποιο νησί του Αιγαίου, πόσο μάλλον για μία βραχονησίδα της ελληνικής επικράτειας και τώρα καλούσαν το ελληνικό κράτος να οργανώσει επιχείρηση διάσωσης σε νησίδα σε τουρκικό έδαφος ενώ γνώριζαν ότι δεν ήταν δυνατόν να εξασφαλιστεί η συνεργασία των τουρκικών αρχών. Δεν θα μπω σε σενάρια, καθόλου απίθανα πάντως, που ήθελαν την Τουρκία να επιδιώκει από την ελληνική πλευρά να διαπράξει αυτό το σφάλμα κάτω από την πίεση του διεθνούς Τύπου και μερίδας της εγχώριας αντιπολίτευσης προκειμένου να «τεκμηριώσει» το αφήγημά της περί «ελληνικής επιθετικότητας».

Ας μείνουμε στα γεγονότα:

α) Η Τουρκία, παρότι της ζητήθηκε δεν προέβη σε καμία ενέργεια απεγκλωβισμού παρότι έγινε σαφές ότι η ελληνική πλευρά δε θα αντιδρούσε. Όλα μάλιστα δείχνουν ότι η ίδια ώθησε τους πρόσφυγες προς τα ελληνικά σύνορα και μετά την αποτυχία τους να τα περάσουν, τους εγκατέλειψε στη μοίρα τους.

β) Η ομάδα των προσφύγων βρέθηκε τελικά εντός της ελληνικής επικράτειας, αφού παρέμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα εγκλωβισμένη σε σημείο που φάνηκε πως ήταν διαβατό. Γιατί δεν το έκαναν νωρίτερα, ας απαντηθεί από τους ίδιους.

γ) Μόλις έγιναν αντιληπτοί από τις ελληνικές συνοριακές αρχές κι αφού υπήρξαν όλ’ αυτά τα δημοσιεύματα για ανθρώπους που κινδυνεύει η ζωή τους και για νεκρό παιδί, τούς παρασχέθηκε κάθε δυνατή ανθρωπιστική βοήθεια.

δ) Καμία διεθνής ανθρωπιστική οργάνωση δεν κινητοποιήθηκε υποβάλλοντας αίτημα προς τις αρχές των δύο χωρών να αναλάβει, ως ουδέτερη, την επιχείρηση απεγκλωβισμού. Κι αν το έκανε και η αίτησή της απορρίφθηκε ας το κοινοποιήσει.

Από τα γεγονότα, καταλαβαίνουμε τα εξής:

α) Η ελληνική πλευρά δεν προέβη σε επιχείρηση διάσωσης όσο οι αρμόδιες αρχές βεβαίωναν ότι οι εγκλωβισμένοι πρόσφυγες βρίσκονταν σε τουρκικό έδαφος. Αυτό συνέβη μόλις βρέθηκαν σε ελληνικό έδαφος.

β) Αντίθετα, απροκάλυπτος είναι ο εκβιασμός και το βρόμικο παιχνίδι της τουρκικής πλευράς, που έθεσε σε κίνδυνο και είναι υπόλογη για την απώλεια ανθρώπινης ζωής, εφόσον αυτό πράγματι ισχύει⸱ παρόλα αυτά η Τουρκία δεν καταγγέλλεται με την ίδια ζέση.

γ) Αντίστοιχα, η διαχείριση της κρίσης αυτής, από ελληνικής πλευράς υπήρξε εξαρχής απολογητική. Ειδικά το Υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής εμφανίζεται ευάλωτο σε διεθνείς πιέσεις και καταγγελίες για «απάνθρωπη μεταχείριση» των μεταναστών και των προσφύγων κτλ. Αν αποδειχτούν οι καταγγελίες για εγκληματική συμπεριφορά των συνοροφυλάκων σε βάρος των προσφύγων, θα πρέπει να αποδοθούν ευθύνες. Ωστόσο, η προστασία των συνόρων είναι αδιαπραγμάτευτη κι όπως αποκρούστηκε επιτυχώς και χωρίς θύματα η οργανωμένη από την Τουρκία μαζική απόπειρα εισβολής στον Έβρο λίγα χρόνια νωρίτερα, με τον ίδιο σεβασμό στην ανθρώπινη ζωή πρέπει να συνεχίσει να λειτουργεί η Ελλάδα. Και τότε βέβαια ντόπιοι και ξένοι μετέδιδαν με ευκολία για νεκρούς μετανάστες από ελληνικά πυρά…

δ) Η ευκολία με την οποία απομακρύνθηκαν οι πρόσφυγες από τη νησίδα στην οποία κινδύνευε η ζωή τους, θέτει εύλογα ερωτήματα όπως το γιατί αυτή δε συνέβη εγκαίρως πριν υπάρξει απώλεια ζωής όσο και για τη φύλαξη των περασμάτων του Έβρου από ελληνικής πλευράς. Φαίνεται ότι οι πρόσφυγες άγονταν και φέρονταν από τις τουρκικές αρχές.

Βέβαια, με βάση σενάριο «επαγγελματιών επαναστατών» που φαντασιώνονται ότι κάθε θετική για τους ανθρώπους εξέλιξη, όπως την αντιλαμβάνονται οι ίδιοι, οφείλεται στη δική τους δράση, η ελληνική κυβέρνηση ήθελε αυτούς τους πρόσφυγες να πεθάνουν στη νησίδα (που τους «επαναστάτες» δεν τους νοιάζει σε ποιον ανήκει⸱ τους Τούρκους βέβαια τους παρανοιάζει, αλλά αυτά είναι ψιλά γράμματα), όμως η δική τους «σωτήρια παρέμβαση διεθνιστικής αλληλεγγύης» υποχρέωσε την – ελληνική πάντα – κυβέρνηση να σκηνοθετήσει τον απεγκλωβισμό τους και να τους «ανακαλύψει» δήθεν τυχαία σε ελληνικό έδαφος για να τους φιλοξενήσει τελικά σε δομή υποδοχής.

Καταγγέλλεται επίσης η ελληνική πλευρά διότι δεν τους δέχτηκε εξαρχής και τους απώθησε. Θα πρέπει δηλαδή ν’ αποδέχεται τον εκβιασμό της παραβίασης των ελληνικών συνόρων από όποιον το επιθυμεί και στη συνέχεια να αναλαμβάνει η Ελλάδα τη φιλοξενία έως ότου εξεταστεί το αίτημα ασύλου, που η εμπειρία διδάσκει ότι αυτό είναι απλώς ένας τρόπος μονιμοποίησης της παράνομης διαμονής στη χώρα.

Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω όλες τις πτυχές αυτής της περιπέτειας. Απλώς, καταθέτω σκέψεις και μοιράζομαι προβληματισμούς που αφορούν το μεταναστευτικό και προσφυγικό ζήτημα και τη διαχείρισή του. Το πρόβλημα προφανώς δεν αντιμετωπίζεται με το να δεχτεί η χώρα μας όλους τους μετανάστες και πρόσφυγες που επιθυμούν να εισέλθουν σ’ αυτήν, όπως τελικά υποστηρίζουν ορισμένοι, αλλά με την ασφαλή, λογική και βιώσιμη αριθμητικά υποδοχή μεταναστών και την αναλογικά με βάση τον πληθυσμό και δίκαιη ως προς την κατανομή τους στην Ε.Ε. προσωρινή φιλοξενία σε όσους αναγνωρίζεται το καθεστώς ασύλου με την ιδιότητα του πρόσφυγα.

Πάν’ απ’ όλα βέβαια η προσπάθεια επίλυσης του ζητήματος πρέπει να στοχεύει στην αντιμετώπιση των αιτιών του ξεριζώματος των ανθρώπων και στη στήριξή τους στις πατρίδες τους. Το ακριβώς αντίθετο δηλαδή απ’ αυτό που επιδιώκουν οι έμποροι ελπίδων και ανθρωπισμού…

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ