Ρώσοι και Τούρκοι ιθύνοντες, στο κέντρο διακρίνονται ο Αράλοφ και ο Κεμάλ, Μάρτιος 1922
του Κωνσταντίνου Κ. Παπουλίδη* δημοσιεύτηκε στον νέο Λόγιο Ερμή τ. 24 με αφιέρωμα το “1922 και η Μεγάλη Ιδέα”
Ο Semen Ivanovic Aralov είναι ο δεύτερος πρεσβευτής της Ρωσίας στην Τουρκία, μετά τον στρατηγό Ν. Ρ. Ignatev (1832-1908), τον οποίο δεν θα λησμονήσει, ο ελληνικός κόσμος, διότι κι αυτός, όπως ο πρώτος, συνδέθηκε µε τη νεώτερη ιστορία των Ελλήνων. Ο πρώτος υποστήριξε τα συμφέροντα της Ρωσίας υπέρ της Βουλγαρίας σε βάρος των Ελλήνων και των Σέρβων και ο δεύτερος υπήρξε ο ψυχρός παρατηρητής της καταστροφής του ελληνικού στοιχείου στη Μικρά Ασία, όπου συνέβαλε στην ενίσχυση του τουρκικού στρατού από τη Σοβιετική Ένωση.
Ο S. I. Aralov (1880-1969), μετά την επανάσταση του 1917, υπηρέτησε σε πολλές θέσεις της στρατιωτικής αλλά και της πολιτικής ιεραρχίας της πατρίδας του. Το 1918, τον συναντούμε διοικητή τάγματος που, με την ιδιότητά του αυτή, ήταν μέλος του «Επαναστατικού Στρατιωτικού Συμβουλίου της Δημοκρατίας» και, στη συνέχεια, μέλος του «Επαναστατικού Στρατιωτικού Συμβουλίου του Νοτιοδυτικού μετώπου». Από το 1921, υπηρέτησε σε διπλωματικά αξιώματα, ως εκπρόσωπος της χώρας του στη Λιθουανία, στη Λετονία και στην Τουρκία. Ειδικά στην Τουρκία, υπηρέτησε από τον Ιανουάριο του 1922 έως τον Απρίλιο του 1923. Το 1925, έγινε μέλος του «Λαϊκού Επιτροπάτου Εσωτερικών Υποθέσεων» της ΕΣΣΔ, το 1927, μέλος του «Προεδρείου του Ανωτάτου Συμβουλίου Εθνικής Οικονομίας της ΕΣΣΔ» και μέλος του «Λαϊκού Επιτροπάτου Οικονομικών». Το 1938, διορίστηκε υποδιευθυντής του Κρατικού Φιλολογικού Μουσείου και το 1941, τον συναντούμε εθελοντή στο «Λαϊκό τάγμα εθελοντών του Κιέβου», της περιοχής Μόσχας. Πολέμησε στη μάχη της Μόσχας. Με την κατάληψη του Βερολίνου, έλαβε τον βαθμό του συνταγματάρχη. Μετά το 1946, κατέλαβε πολλά κομματικά αξιώματα στη Μόσχα. Συνταξιοδοτήθηκε το 1967 (σε ηλικία 87 ετών) και πέθανε το 1969. Έγραψε πολλά άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά. Το 1960, δημοσίευσε το βιβλίο του Απομνημονεύματα ενός σοβιετικού διπλωμάτη, 1922-1923 (Μόσχα, 1960, σελ. 223), με το οποίο θα ασχοληθούμε, και το 1962, το βιβλίο Ο Λένιν μας οδηγεί στη νίκη[1].
Το έργο του S. I. Aralov, Vospominanija Sovetskogo diplomata, 1922-1923, εκδόθηκε από το Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων της Μόσχας. Από τη μελέτη του βιβλίου σχημάτισα τη γνώμη ότι αυτό κυκλοφόρησε την εποχή του Ν. Σ. Χρουστσώφ (1958-1964) και είχε σκοπό να παρουσιάσει τη στάση της Τουρκίας στις σχέσεις της με τη Σοβιετική Ένωση, το 1960, και να της υπενθυμίσει ότι ακολουθεί άσχημο δρόμο συνεργαζόμενη με τον δυτικό κόσμο, ενώ, το 1922-1923, όταν η Τουρκία είχε ανάγκη να διώξει τους εισβολείς του δυτικού κόσμου, και συγχρόνως είχε το πρόβλημα του σουλτάνου και την επανάσταση του Μουσταφά Κεμάλ, τότε η Σοβιετική Ένωση βοήθησε τον Μουσταφά Κεμάλ, τον θεμελιωτή του σημερινού (1960) τουρκικού κράτους, να εδραιώσει την επανάστασή του, καταργώντας τον σουλτάνο, αλλά και να εκδιώξει τους εισβολείς.
Στη σελίδα 2 δημοσιεύεται φωτογραφία του Aralov και στις σελίδες 7-12 πρόλογος του D. Judickij, όπου αναφέρονται βιογραφικά στοιχεία του Aralov και υπογραμμίζεται το γεγονός ότι, μετά τον θάνατο του Γαζή Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, η Τουρκία συστρατεύτηκε µε τους «ιμπεριαλιστές των Η.Π.Α.» και των άλλων δυτικών δυνάμεων. Έκτοτε, διοικούσαν «οι άνθρωποι της Ουάσιγκτων». Αυτοί που άλλαξαν τη διαθήκη του Κεμάλ ήταν ο Dzelal Bajar, ο Αντνάν Μεντερές, ο Ρ. Ζορλού, ο Η. Palatκan κ.ά. Γι’ αυτό, και ο τουρκικός λαός υποστήριξε (κατά τον D. Judickij), τον Μάιο του 1960, τη στρατιωτική αλλαγή, η οποία κατάργησε την κυβέρνηση του Αντνάν Μεντερές και έφερε στην εξουσία[2] το Κομιτάτο της Εθνικής Ενότητας, με επικεφαλής τον στρατηγό Κεμάλ Γκιουρσέλ [δηλ. τη Χούντα][3]. Το έργο του Aralov έχει ως µότο, απόσπασμα κειµένου τηλεγραφήματος[4] του Χρουστσώφ προς τον Γκιουρσέλ, από 27 Ιουνίου 1960, με την ευκαιρία σχηματισμού της νέας κυβέρνησης της Τουρκίας και του γεγονότος ότι ο Γκιουρσέλ, κατά τον Χρουστσώφ, βάδιζε στον δρόμο που χάραξε ο Κεμάλ. Ο Κεμάλ Ατατούρκ, κατά τον Χρουστσώφ, φέρνει στις μνήμες τις φιλικές, αλλά και τις αδελφικές, σχέσεις δύο όμορων κρατών. Στις σελίδες 13-221 του έργου, δημοσιεύονται τα απομνημονεύματα του Aralov, με τα ακόλουθα κεφάλαια:
1. Ο διορισμός μου στην Τουρκία (σσ. 2-20),
2. Η Αντάντ, η Τουρκία και η Σοβιετική Ρωσία (σσ. 20-38),
3. Το ταξίδι προς την Άγκυρα (σσ. 38-74),
4. Οι συναντήσεις με τον Μουσταφά Κεμάλ στο μέτωπο (σσ. 75-25),
5. Η επίθεση του τουρκικού στρατού (σσ. 126-140),
6. Ο Μουσταφά Κεμάλ στη μάχη για τη δημοκρατική Τουρκία (σσ. 141-158),
7. Η Τουρκία στη συνδιάσκεψη της Λωζάννης (σσ. 158-205),
8. Ο Μουσταφά Κεμάλ και ο σχηματισμός της νέας Τουρκίας (σσ. 205-221)[5].
Τέλος, ορισμένες σελίδες του έργου του Aralov είδαν το φως της δημοσιότητας στην ελληνική γλώσσα, με τον τίτλο Ο σοβιετικός ρόλος εις την Μικράν Ασίαν, σε 58 δημοσιεύματα, στην εφημερίδα των Αθηνών Εστία (έτος 86ον, αριθ. φύλλ. 30.173-30.233), το 1981, «κατά διασκευήν υπό Σπ. Π. Τζινιέρη».
Ποια ήταν η Τουρκία του 1922 για τον νέο πρεσβευτή της Σοβιετικής Ένωσης; Ας δούμε μια χαρακτηριστική σελίδα από τα Απομνημονεύματά του:
Πριν από λίγο καιρό ήταν μια μεγάλη δύναμη, η οποία κατείχε τη Μικρά Ασία, τα Βαλκάνια και την Αίγυπτο. Τώρα έχει υποβιβαστεί σε δευτερεύουσα δύναμη που παίζει όμως μεγάλο ρόλο στην παγκόσμια διπλωματία. Στα χέρια της βρίσκονται τα Δαρδανέλλια και ο Βόσπορος, το κλειδί για τη Μαύρη Θάλασσα. Εκεί συγκρούστηκαν τα συμφέροντα των ιμπεριαλιστών. Μέσω αυτής οι μεγάλες δυνάμεις διανοίγουν οδούς κατακτήσεως προς την Ανατολή, την Περσία, τη Συρία, το Ιράκ και τις Ινδίες. Υπάρχει εκεί οξύ Αρμενικό ζήτημα, Κουρδικό ζήτημα, ζητήματα πανισλαμισμού και παντουρκισμού. Εκεί διεξάγεται πόλεμος. Η Νέα Τουρκία με επικεφαλής τον Μουσταφά Κεμάλ πασά μάχεται κατά των ιμπεριαλιστών και κατά της Ελλάδας, η οποία υποκινείται από αυτούς. Μάχεται κατά της κυβερνήσεως του σουλτάνου, η οποία βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη, υπό την προστασία των στρατευμάτων της Αντάντ[6].
Ας αναφέρουμε εδώ ότι οι Τούρκοι του Κεμάλ έστειλαν τον πρώτο πρεσβευτή στη Μόσχα, τον Μάρτιο του 1921, τον στρατηγό Αλή Φουάτ πασά, και η Σοβιετική Ένωση τον προσωρινό επιτετραμµένο στην Άγκυρα Νατσάρενους, ο οποίος επέστρεψε γρήγορα στην πατρίδα του, για λόγους υγείας. Στο μεταξύ, την Τουρκία του Κεμάλ επισκέφτηκε, το 1921-1922, ο Γενικός Στρατιωτικός Διοικητής της Κόκκινης Στρατιάς της Ουκρανίας, M. V. Frunze, για τον οποίο θα επανέλθουμε[7].
Εκτός από το όνομα του Aralov, τα ονόματα των Αλή Φουάτ πασά, Νατσάρενους και Frunze είναι συνδεδεμένα με τη στρατιωτική βοήθεια της Σοβιετικής Ένωσης προς την Τουρκία του Κεμάλ, το 1920-1922. Ας δούμε, περιληπτικά, από δημοσιευμένες σοβιετικές και τουρκικές αρχειακές πηγές, χαρακτηριστικά στοιχεία αυτής της βοήθειας, η οποία έπαιξε βασικό ρόλο στη Μικρασιατική Καταστροφή: Η πρώτη βοήθεια της Σοβιετικής Ένωσης στους κεμαλικούς χρονολογείται από τον Σεπτέμβριο του 1920, μέσω της πόλεως Ερζερούμ. Ο χρυσός που δόθηκε χρησιμοποιήθηκε για πληρωμές μισθών των αξιωματικών και για την ενίσχυση του ταμείου της Άγκυρας[8].
Τρεις μέρες μετά τη Μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση (23 Απριλίου 1920), δηλ. στις 26 Απριλίου 1920, οι κεμαλικοί ζήτησαν 5.000.000 χρυσές λίρες Τουρκίας, σε οπλισμό, τεχνική βοήθεια και νοσοκομειακό υλικό, από τους σοβιετικούς, για να πολεμήσουν, όπως και οι σοβιετικοί, τις «ιμπεριαλιστικές δυνάμεις»[9]. Ο σοβιετικός υπουργός Εξωτερικών Γκεόργκι Τσιτσέριν απάντησε θετικά στο αίτηµά τους με έγγραφο στις 2 Ιουνίου 1920 και η σοβιετική Αποστολή, που επισκέφτηκε την Άγκυρα στις 4 Οκτωβρίου, έφερε μαζί της 200,6 κιλά χρυσού σε ράβδους[10].
Στις 6 Μαρτίου 1921, υπογράφηκε το σοβιετο-τουρκικό σύμφωνο φιλίας (με 16 άρθρα και 3 παραρτήματα). Εκεί συμφωνήθηκε η δωρεά από τους σοβιετικούς στους κεμαλικούς 10.000.000 χρυσών ρουβλίων[11]. Από τις 25 Δεκεμβρίου 1921 μέχρι 5 Ιανουαρίου 1922, πήγε στην Τουρκία ο Γενικός Στρατιωτικός Διοικητής της Κόκκινης Στρατιάς της Ουκρανίας Frunze[12], ο οποίος υπέγραψε, στις 2 Ιανουαρίου 1922, ουκρανο-τουρκικό σύμφωνο φιλίας, με 16 άρθρα[13]. Εξάλλου, σύμφωνα με αρχειακές πηγές, η Σοβιετική Ένωση παρεχώρησε στους κεμαλικούς, το 1920-1922, εκτός από χρυσό, και πολεμικό υλικό (μέσω των πόλεων Νοβοροσίσκ, Tuapse και Μπατούμ), 39.000 τουφέκια, 327 πολυβόλα, 54 πυροβόλα, 63.000.000 σφαίρες, 147.000 οβίδες και ο κατάλογος συνεχίζεται με σπαθιά, ξιφολόγχες, χειροβομβίδες, αντιασφυξιογόνες προσωπίδες κ.ά.[14] Ακόμη, στις 9 Απριλίου 1921, οι Τούρκοι έλαβαν από τους σοβιετικούς 30.000 χρυσά ρούβλια, για βοήθεια των περιοχών που λεηλατήθηκαν από τα στρατεύματα κατοχής[15].
Στις 25 Μαΐου 1921, εγκαινιάστηκε, με σοβιετική βοήθεια, εργοστάσιο πυρίτιδας και φυσιγγίων στην Άγκυρα. Στις 30 Οκτωβρίου 1921, η Σοβιετική Ένωση παρέδωσε στους κεμαλικούς δύο καταδιωκτικά πλοία[16]. Το χρυσάφι εξακολουθεί να καταφθάνει και το 1922. Αφού ο Τσιτσέριν υποσχέθηκε, το 1921, 10.000.000 ρούβλια, το 1922 παραχωρήθηκαν 3.500.000 χρυσά ρούβλια[17]. Την ίδια χρονιά, ο Aralov παραχωρεί 20.000 λίρες για αγορά τυπογραφείου και κινηματογραφικών μηχανών[18]. Την ίδια χρονιά, ο Frunze παρέδωσε 100.000 χρυσά ρούβλια για τα ορφανοτροφεία των παιδιών που οι γονείς τους σκοτώθηκαν στον πόλεμο. Αναφερόμενος στις παραπάνω βοήθειες ο Κεμάλ είπε σε λόγο του: Θα ήταν έγκλημα αν το έθνος μας ξεχνούσε αυτήν τη βοήθεια[19].
Στο θέμα της σοβιετικής βοήθειας πάντοτε, ρωσικές και τουρκικές αρχειακές πηγές μας πληροφορούν ότι η Τουρκία με το σοβιετικό χρυσάφι αγόρασε: Από τη Γαλλία 1.500 ελαφρά οπλοπολυβόλα, 2.735 κιβώτια φυσίγγια, 10 υπόστεγα αεροπλάνων, 4 μηχανές αεροπλάνων, 3 ραδιοφωνικούς σταθμούς, 200 φορτηγά αυτοκίνητα, 1 συμπιεστή αερίου, 130 τόνους βενζίνης και λιπαντικών και 2 τόνους δέρματα για σόλες παπουτσιών[20]. Με το σοβιετικό χρυσάφι επίσης αγόρασε από την αμερικανική εταιρεία Standard Oil 800 τόνους βενζίνης και από την Ιταλία 20 αεροπλάνα (τύπου Spot ΧIII), 97 τόνους πυρίτιδα, 20.000 τυφέκια και 4.310.000 σφαίρες[21].
[1] Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος 3ος, Αθήνα, 1978, σ. 453.
[2] Τραγική ειρωνεία πιστεύω ότι αποτελεί «η διαπίστωση» ενός σοβιετικού όταν γράφει ότι το 1960 ο τουρκικός λαός έφερε στην εξουσία τον στρατηγό Κεμάλ. Γκιουρσέλ. Αλλά, είναι γνωστό ότι, στις 27 Μαΐου 1960, επιβλήθηκε στρατιωτική δικτατορία από τον στρατηγό Κεμάλ Γκιουρσέλ. Πρβλ. και B. Lory, L’ Europe balkanique de 1945 à nos jours, Παρίσι (Elipses), 1996, σ. 175.
[3] S. I. Aralov, Vospominanija Sovetskogo diplomata, 1922-1923, Μόσχα, 1960, σ. 11 (Εκδ. Institut Mezdunarodnyj otnosenij).
[4] Το τηλεγράφημα που στάλθηκε από τη Μόσχα στην Άγκυρα, στις 27 Ιουνίου 1960, είδε το φως της δημοσιότητας την 1η Σεπτεμβρίου της ίδιας χρονιάς, από τις σελίδες της εφημερίδας Ισβέστια. Στο βιβλίο αναφέρεται ως μότο, όπως γράψαμε, απόσπασμα κειμένου στη σελίδα 5 και σε πληρέστερη μορφή στη σελίδα 12, στο τέλος του Προλόγου του D. Judickij].
[5] Από τις 20 φωτογραφίες που δημοσιεύονται, η καλύτερη είναι εκείνη στη σελίδα 68 του Κεμάλ, με αφιέρωση προς το «σύντροφο tovarisc Aralov».
[6] S. I. Aralov, Vospominanija Sovetskogo diplomata, 1922-1923, Μόσχα, 1960, σσ. 13-14. Στην πραγματικότητα όμως, η κατάσταση παρουσιαζόταν ως εξής: «Στις 30 Οκτωβρίου 1918 η ηττημένη μετά τη λήξη του Α΄ παγκοσμίου πολέμου Τουρκία υπέγραψε τη συνθήκη του Μούδρου με επαχθείς και ταπεινωτικούς όρους γι’ αυτήν, όρους, οι οποίοι είχαν ως αποτέλεσμα τη λήξη των εχθροπραξιών με τις δυνάμεις της Αντάντ και τη δημιουργία ενός κλίματος ευνοϊκού για την Ελλάδα, αφού ρητά σε άρθρα της ανακωχής οριζόταν ότι έπρεπε να αποστρατευθεί και να παραδοθεί στους συμμάχους τόσο ο στρατός όσο και ο στόλος της. Αποτέλεσμα της ανακωχής αυτής τελικά ήταν η Τουρκία να διαμελισθεί κατά κάποιο τρόπο από τους συμμάχους σε διάφορες ζώνες κατοχής και αγγλικά στρατεύματα να καταλάβουν τη Θράκη και τα Στενά, ενώ οι Γάλλοι μπήκαν στην Κιλικία και οι Ιταλοί αποβιβάσθηκαν στην Αττάλεια. Αργότερα, στις 29 Απριλίου 1919, το Ανώτατο Συμβούλιο των Συμμάχων, στο Παρίσι, για την Ελλάδα επεφύλαξε την κατοχή του βιλαετίου Αϊδινίου (Σμύρνης) αποκλειστικώς και μόνο για τη διατήρηση της τάξεως, αφού ληστρικές τουρκικές συμμορίες βασάνιζαν τους χριστιανούς της περιοχής και πάντοτε υπήρχε ο κίνδυνος σφαγών των αμάχων». Για περισσότερα βλ. Χ. Γ. Ανδρεάδης, «Η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου (1916-1923)», Νέα Εστία, τεύχ. 1683, 15.8.1997, σσ. 1180-1187.
[7] S. I. Aralov, Vospominanija Sovetskogo diplomata, 1922-1923, Μόσχα, 1960, σσ. 32-33.
[8] Kazim Karabekir, Ιstiklal harbimiz, σ. 882, παραπομπή από το έργο SSSR i Turcija, 1917-1979, Μόσχα, 1981, σ. 32.
[9] SSSR i Turcija, 1917-1979, σ.25.
[10] R.N. Ιleri, Ataturk ve komunizm, Istanbul, 1970, σ. 675. SSSR i Turcija, 1917-1979, σ. 32.
[11] Ali Kemal Meram, Turk – rus iliskileri tarihi, Istanbul, 1969, σ. 268. SSSR i Turcija, 1917-1979, σσ. 33 και 38.
[12] Ο Μιχαήλ Β. Φρούνζε (1885-1925) γεννήθηκε σε πόλη του Τουρκεστάν (Pispek), η οποία αργότερα πήρε το όνομά του. Σπούδασε στο Πολυτεχνείο της Πετρουπόλεως. Υπήρξε ένας από τους διοργανωτές του Κόκκινου Στρατού. Πολέμησε το 1919-1920 τη «Λευκή Στρατιά» του στρατηγού Wrangel. Από το 1924 ήταν εκπρόσωπος της Ουκρανίας στην Κομιντέρν. Για περισσότερα, βλ. B. Lazitch–M Drachkovitsh, Biographical Dictionary of the Comintern, Stanford-California, 1973, σ. 110.
[13] Το πλήρες κείμενο στο έργο Dokumenty vnesnej politiki SSR, τόμος 5, Μόσχα, 1961, σσ. 9-14. Αξίζει, νομίζω, να αναφέρουμε εδώ ότι το 1919, στην Ουκρανία, με τις ένοπλες δυνάμεις των δυτικών χωρών, έλαβαν μέρος και Έλληνες. Για το Ελληνικό Εκστρατευτικό Σώμα στην Ουκρανία και για τις περιπέτειες των Ελλήνων της Οδησσού βλ. Το Ελληνικόν Εκστρατευτικόν Σώμα εις Μεσημβρινήν Ρωσίαν (1919), Αθήνα, 1955 (Έκδοσις Διευθύνσεως Ιστορίας Στρατού) και Ελευθ. Παυλίδης (Επιμ.), Ο Ελληνισμός της Ρωσίας και τα 33 χρόνια του εν Αθήναις Σωματείου των εκ Ρωσίας Ελλήνων, Αθήνα, 1953, σσ. 68-78.
[14] SSSR i Turcija, 1917-1979, σ. 45.
[15] Dokumenty vnesnej politiki SSR, τόμ. 4, σ. 58.
[16] SSSR i Turcija, 1917-1979, σ. 46.
[17] Ό.π.
[18] S. I. Aralov, Vospominanija Sovetskogo diplomata, 1922-1923, Μόσχα, 1960, σσ. 87-88.
[19] SSSR i Turcija, 1917-1979, σ. 48.
[20] A. Muderrisoglu, Kurtulus savasinim mali kaynaklari, Άγκυρα, 1974, σσ. 505-509, SSSR i Turcija, 1917-1979, σ. 46.
[21] SSSR i Turcija, 1917-1979, σ. 46.
* Ο Κωνσταντίνος Παπουλίδης (1934-2017) ήταν διδάκτορας θεολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και του Ορθόδοξου Θεολογικού Ινστιτούτου των Παρισίων. Υπήρξε για πολλά χρόνια ερευνητής για θέματα θεολογικού, ιστορικού και εκπαιδευτικού ενδιαφέροντος, Ήταν γνωστός στην ελληνική και τη διεθνή βιβλιογραφία ως ειδικός στα ελληνορωσικά θέματα. Διετέλεσε επιστημονικός συνεργάτης και υποδιευθυντής του Ιδρύματος Μελετών Χερσονήσου του Αίμου. Το παρόν κείμενο δημοσιεύθηκε στα Βαλκανικά Σύμμεικτα, τεύχος 10 (1998), σσ. 183-195.
Ενισχύστε την προσπάθειά μας κάνοντας μια δωρεά στο Άρδην πατώντας ΕΔΩ.
Γνωρίστε τα βιβλία των Εναλλακτικών Εκδόσεων
Ακολουθήστε το Άρδην στο Facebook
Εγγραφείτε στο κανάλι του Άρδην στο Youtube
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ