Παρέμβαση από το Μένουμε Θεσσαλονίκη
Πρόσφατα το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε αντισυνταγματικές τις διατάξεις που είχε θεσπίσει την επαύριον των τοπικών, αυτοδιοικητικών εκλογών ο τότε Υπ. Εσ. Τάκης Θεοδωρικάκος, προκειμένου να διευκολύνει την κυβερνησιμότητα στους Δήμους έπειτα από το κερματισμένο τοπίο που άφησε πίσω της η απλή αναλογική.
Τα επίμαχα μέτρα, μεταξύ άλλων, αφορούσαν στην μεταβίβαση κρίσιμων αποφάσεων στις επιτροπές Οικονομικών και Ποιότητας ζωής, όπου οι Διοικήσεις απολάμβαναν κατά πολύ ενισχυμένες της αναλογικότητας πλειοψηφίες και -κατ’ αντιστοιχία- η αντιπολίτευση υπο-αντιπροσωπεύεται.
Το ζήτημα αυτό, που ήδη έχει επαναφέρει τους διαξιφισμούς κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης γύρω από την τοπική αυτοδιοίκηση, είναι μια μικρή ψηφίδα μόνον ενός ευρύτερου προβλήματος που ταλανίζει αυτό το επίπεδο της διακυβέρνησης από το 2019. Η κρίση οφείλεται στην αρχική μεταρρύθμιση του ΣΥΡΙΖΑ και την εφαρμογή μιας απλής αναλογικής με δόλιες στοχεύσεις, για να βαθύνει έπειτα από τις παρεμβάσεις Θεοδωρικάκου και Βορίδη.
Η απλή αναλογική συνήθως περιβάλλεται με μια αίγλη αγαθών προθέσεων, αυθεντικά δημοκρατικών κινήτρων και διάθεσης ν’ αποκτήσει η πολιτική συμμετοχικότερο χαρακτήρα. Τις δυο φορές που έπεσε στο τραπέζι –από την Αριστερά κατά την δεκαετία του 1980 για την κεντρική πολιτική, από τον ΣΥΡΙΖΑ για τους Δήμους στα τέλη της δεκαετίας του ’10– είχε πολύ δολιότερες στοχεύσεις. Το 1980, ήταν ένα τρυκ από μια αριστερά που είδε το ΠΑΣΟΚ να της παίρνει τη δόξα της μεταπολίτευσης μέσα από τα χέρια, ώστε να μπορέσει να συμμετάσχει κι εκείνη στην διακυβέρνηση της «αλλαγής»· στα τέλη του 2010 ήταν ένα στρατήγημα του ΣΥΡΙΖΑ προκειμένου να λεηλατήσει την δυναμική που απέμενε στο ΠΑΣΟΚ στην τοπική αυτοδιοίκηση, εκβιάζοντας τα σχήματα της ευρύτερης κεντροαριστεράς να συρθούν πίσω από τα δικά του.
Ως γνωστόν, η απλή αναλογική μπορεί να λειτουργήσει εξαιρετικά μόνο σ’ ένα πολιτικό πλαίσιο με μακρά και ισχυρή παράδοση πολυκομματισμού, όπου η κουλτούρα του διαλόγου και της συνεργασίας έχει εμπεδωθεί. Απαιτεί κόμματα όχι ευκαιριακού χαρακτήρα, αλλά παρατάξεις με ισχυρά ερείσματα μέσα στην κοινωνία και σαφή προγραμματικό ρόλο.
Στην Ελληνική Τοπική Αυτοδιοίκηση του 2019 το τοπίο όμως είναι εντελώς διαφορετικό: παράγοντες της πολιτικής, εκφραστές τοπικών συμφερόντων και κυκλωμάτων, τυχοδιώκτες κάθε κοπής βρήκαν ευκαιρία να συγκροτήσουν μικροπαρατάξεις, με μοναδικό σκοπό την προσχώρηση σε εκείνην του εκλεγμένου Δημάρχου που δεν διέθετε ακόμη την πλειοψηφία. Δημοτικοί Σύμβουλοι εγκατέλειπαν εν μια νυκτί τις παρατάξεις από τις οποίες εκλέχθηκαν, μόνο και μόνο για ν’ ανταμειφθούν με κάποια μικροθέση· οι αντιδημαρχίες βγήκαν σε πολιτικό πλειστηριασμό, το ίδιο και οι θέσεις εντεταλμένων συμβούλων, καθώς και τα Διοικητικά Συμβούλια των Δημοτικών Οργανισμών.
Με λίγα λόγια, από «γιορτή της Δημοκρατίας» η απλή αναλογική του ΣΥΡΙΖΑ μεταβλήθηκε στο «μεγάλο παζάρι». Ποιο ήταν το τίμημα; Η κυβερνησιμότητα στους Δήμους που τέθηκε σε δεύτερη μοίρα μπροστά στις μουσικές καρέκλες για την εξουσία.
Εκεί ακριβώς προέκυψαν οι τομές της καινούργιας, τότε, κυβέρνησης της ΝΔ. Τι έκαναν οι Θεοδωρικάκος και Βορίδης; Έστρεψαν βίαια το εκκρεμές στην αντίθετη κατεύθυνση: Υποκατάσταση του Δημοτικού Συμβουλίου από τις Επιτροπές Οικονομικών και Ποιότητας ζωής –στις οποίες συμμετέχουν δημοτικοί σύμβουλοι, δια νόμου όμως οι Διοικήσεις απολαμβάνουν πλειοψηφίες 3/5· έμφαση –και ελέω πανδημίας κορωνοϊού– στις απευθείας αναθέσεις. Γενική απαξίωση του ρόλου της αντιπολίτευσης και τόνωσης όλων των συγκεντρωτικών χαρακτηριστικών των Διοικήσεων.
Η χαριστική βολή δίνεται με τον νέο νόμο Βορίδη για τις εκλογές στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Θεσπίστηκε με την λογική να προκρίνει την σταθερότητα έναντι του κατακερματισμού, και να ενθαρρύνει την κυβερνησιμότητα στους Δήμους.
Με ποιόν τρόπο όμως; Οι αυστηρότατες προϋποθέσεις που περιγράφονται, όπως το όριο του 3% για την είσοδο στο Δημοτικό Συμβούλιο, ή η υποχρέωση κατάρτισης πολυπληθέστατων ψηφοδελτίων (που σε πόλεις όπως η Θεσ/νίκη κάθε παράταξη πρέπει να καταθέσει πάνω από 100 υποψηφιότητες προκειμένου να εγκριθεί η συμμετοχή της από το πρωτοδικείο) επί της ουσίας επιδιώκουν να πετάξουν έξω από τον στίβο της δημοτικής διακυβέρνησης τις ανεξάρτητες παρατάξεις, τις ομάδες πολιτών, και τις πρωτοβουλίες τοπικού χαρακτήρα. Και ενθαρρύνουν, αντίθετα, τα μεγάλα μπλοκ, δηλαδή τις κομματικές υποψηφιότητες, εκείνες που έχουν την στήριξη των «μεσιτών μαζικής ψήφου» όπως είναι οι εκκλησιαστικοί παράγοντες, τα συνδικάτα, οι τοπικές ποδοσφαιρικές ομάδες, ή οι μεγάλες τοπικές επιχειρήσεις.
Υπό αυτές τις εξελίξεις, το κλίμα και ο χαρακτήρας της πολιτικής σε Δήμους και Περιφέρειες αλλάζει ραγδαία: Ολοένα και περισσότερο η ανάδειξη στον στίβο της τοπικής διακυβέρνησης κρίνεται από τα συμφέροντα, τις υψηλές διασυνδέσεις, και το χρήμα, το οποίο διασφαλίζει την προβολή από τα τοπικά ΜΜΕ. Ολοένα και λιγότερο, η συζήτηση επικεντρώνεται στο πρόγραμμα, την ατζέντα, τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις. Οποιαδήποτε πολιτική κινητικότητα μεταξύ των ‘από πάνω’ και των ‘από κάτω’, παύει. Το μονοπώλιο των ισχυρών επί της τοπικής πολιτικής διευρύνεται.
Το προφίλ τοπικής διακυβέρνησης που έχει διαμορφώσει η Νέα Δημοκρατία με τα νομοθετήματά της απηχεί κάτι από την ελιτίστικη, μεγαλοαστική απέχθεια στην συμμετοχικότητα της πολιτικής. Υπάρχει έκδηλη η νοοτροπία ότι η τοπική εξουσία οφείλει ν’ αποτελέσει αντικείμενο διεκδίκησης μόνον ανάμεσα στις υφιστάμενες κάστες της πολιτικής. Κάστες κομματικές, οικονομικών συμφερόντων, γραφειοκρατίες, καρτέλ Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας.
Αυτή η πραγματικότητα έρχεται σε ευθεία, και κατάφορη αντίθεση με την ίδια την ανανεωτική ταυτότητα που επιδιώκει να προβάλει η κυβέρνηση. Επί της ουσίας, υπονομεύει κάθε δυνατότητα και προοπτική βαθιών μεταρρυθμίσεων και τομών που απαιτούνται για να σταθούν όλες οι περιφέρειες και οι Δήμοι της χώρας στα πόδια τους.
Δεν της φαίνεται, κι όμως έτσι είναι: Η τοπική αυτοδιοίκηση είναι ο αφανής κρίσιμος κρίκος στην αλυσίδα της διακυβέρνησης. Στην υπόλοιπη Ευρώπη, κάθε κρίσιμη πολιτική περνάει από τα χέρια της: Για την οικονομία για παράδειγμα, δεν νοείται πολιτική προάσπισης και περαιτέρω ανάπτυξης του παραγωγικού ιστού δίχως την συμμετοχή της τοπικής αυτοδιοίκησης· νευραλγικό επίσης ρόλο διαδραματίζει στο δημογραφικό καθώς από τα χέρια της περνούν οι δομές φύλαξης και απασχόλησης των νηπίων, των βρεφών και των παιδιών, καθώς και άλλα προγράμματα που σκοπό έχουν να διευκολύνουν τα εργαζόμενα ζευγάρια και να εναρμονίσουν την επαγγελματική με την οικογενειακή ζωή· για να μη μιλήσουμε για την ενεργειακή πολιτική και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ή τη διαχείριση απορριμμάτων και ευρύτερα το περιβάλλον.
Σε όλα αυτά τα πεδία το κράτος δίχως τους δήμους δεν μπορεί ν’ ασκήσει πολιτική. Και το ερώτημα που τίθεται τώρα, είναι πώς θα φυσήξει ο αέρας της ανανέωσης και των μεταρρυθμίσεων στην τοπική αυτοδιοίκηση, όταν η κυβέρνηση δίνει με τα νομοθετήματά της περισσότερη αβάντα στα κατεστημένα, και εν πολλοίς αρτηριοσκληρωτικά συμφέροντα; Ή πάλι, όταν η αξιωματική αντιπολίτευση όχι μόνον δεν διαθέτει εναλλακτική πρόταση και σχέδιο, αλλά ευθύνεται σε σημαντικό βαθμό για την κρίση που διέρχεται η τοπική αυτοδιοίκηση;
Γι’ αυτό και η τοπική αυτοδιοίκηση έχει βαλτώσει… και θα βαλτώσει ακόμα περισσότερο στην περίοδο που έρχεται…
Υ.Γ. Κάτι τελευταίο: Η Τοπική Αυτοδιοίκηση, εκτός από νευραλγικός κρίκος διακυβέρνησης αποτελεί και δείκτη της πραγματικής κοινωνικής βαρύτητας των κομμάτων. Ο ΣΥΡΙΖΑ για παράδειγμα, σπανίως κατόρθωνε να υπερβεί το 10% ακόμα και όταν βρισκόταν στο υψηλότερο σημείο της δημοφιλίας του στην κυβέρνηση –κάτι που αποδείκνυε τον μετεωρικό και εν τέλει κοινωνικά αναιμικό χαρακτήρα του εγχειρήματός του. Η ΝΔ από την άλλη, φαίνεται ότι δεν μπορεί να «γειώσει» εύκολα στις τοπικές πραγματικότητες το νέο, «μακρονικό» (κεντρώο και μεταρρυθμιστικό) προφίλ της. Αντίθετα, στις κομματικές της εκφράσεις, καθώς και στον τρόπο που διαχειρίζεται την Τοπική Αυτοδιοίκηση κυβερνάει ακόμα για τα καλά ο παλαιοκομματισμός, και η πολιτική ως στίβος παραγόντων. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει πόσο ατροφικό είναι το νέο προφίλ σε σχέση με τις καλά ριζωμένες κατεστημένες αντιλήψεις και πρακτικές. Η ανανέωση, με λίγα λόγια, παραμένει ακόμα ζητούμενο, κι απ’ ότι φαίνεται θα προκύψει επώδυνα…