Αρχική » Η μουσική παράδοση της Σμύρνης και της Ερυθραίας

Η μουσική παράδοση της Σμύρνης και της Ερυθραίας

από Άρδην - Ρήξη

Του Θοδωρή Κοντάρα*, φιλόλογου δημοσιεύτηκε στο Άρδην τ. 124 που κυκλοφορεί στα περίπτερα

Απόψε ας ταξιδέψομε νοερά από τους πρόποδες της αθηναϊκής ακρόπολης στη γη της Μικρασίας, που είναι καρσί κι αγνάντια μας, στην ανατολική ακτή του Αιγαίου. Κι ας φέρομε πάλι στο νου μας την ωραία Σμύρνη, το κάστρο του Τσεσμέ και τον αρχαίο λόφο των Ερυθρών με την Αγιά-Ματρώνα του, τσι γόνιμοι κάμποι τ’ Αλατσάτου και την Παναΐτσα την Αλατσατιανή, τα Βουρλά με τσι αγύριστοι αμπελώνες, το θαλασσοθρεμμένο Γκλεζονήσι και τ’ απόμακρα καραμπουρνιώτικα χωριαδάκια και τόσα άλλα πολυαγαπημένα και πολύπαθα μέρη της πατρογονικής μας γης.

Τώρα δα θυμήθηκα τους Ερυθραιώτες πρόσφυγες που ηκαθούσανε για χρόνια στα αιγαιοπελαγίτικα ακρογιάλια, στυλώνοντας τα μάτια ντως καρσί1 στην Πατρίδα, γλέποντας τη γη ντως με την καρδιά καμένη και τραγουδούσαν με απέραντη νοσταλγία:

Πότες θα κάνομε πανιά, να κάτσω στο τεμόνι,

να βλέπω το Ρεΐσντερε,2 να μου διαβούν οι πόνοι.

Έτσι κι εμείς θα κάνομε απόψε πανιά για τα καρσινά παράλια της μεγάλης ιωνικής πατρίδας μας. Με τα μάτια της ψυχής και με τα φτερά της μουσικής θα πετάξομε στον πανέμορφο κόσμο της μικρασιάτικης μουσικής.

Καρδιά μ’, αν είσ’ από γυαλί, βάστα να μη ραΐσεις

κι αν είσαι κι από σίδερο, τώρα να νταγιαντίσεις.

Η κατά τόπους μικρασιατική παραδοσιακή μουσική, αλλά και η αστική μουσική της Σμύρνης και της Κωνσταντινούπολης είναι από τα σημαντικότερα κεφάλαια της ελληνικής μουσικής παράδοσης και ίσως το σπουδαιότερο στοιχείο πολιτισμού που διέσωσαν οι πρόσφυγες Μικρασιάτες με τον ερχομό τους στην Ελλάδα. Μπορεί οι πρόσφυγοι να ήρκανε με την ψυχή στο στόμα ντως, αξεβράκωτοι κι αξυπόλητοι ή, στην καλύτερη περίπτωση, με έναν μπόγο, με κάνα-δυο ‘κονίσματα και κάνα πεντόλιρο βαθιά καταχωνιασμένο στα ρούχα ντως, όμως μέσα τους έκρυβαν έναν τεράστιο πλούτο πολιτισμικό, που αγγίζει κάθε πλευρά της ζωής. Ανάμεσα στα πιο διαλεχτά στοιχεία ήταν και η μουσική τους παράδοση, που οι ρίζες της χάνονται στα βάθη των αιώνων.

Στην πρώιμη αρχαιότητα, στα μέρη της Ιωνίας, όπου άκμασαν λαμπρές ελληνικές πόλεις, αναπτύχθηκε ένα είδος μουσικό που ονομάζεται ιαστί αρμονία, δηλαδή ιωνική μελωδία. Αυτή η ιαστί αρμονία συνδυάζει στοιχεία λυδικά, φρυγικά κι ελληνικά, ιωνικά ή αιολικά. Χαρακτηρίζεται από λυρισμό, ηδυπάθεια, τρυφερότητα κι ερωτισμό, στοιχεία που συναντάμε ολοφάνερα και στο νεότερο σμυρναίικο τραγούδι.

Η σπουδαιότητα, η ομορφιά και η γοητεία της ιωνικής μουσικής δεν είναι τυχαία. Η Ιωνία και γενικά τα μικρασιάτικα παράλια από την αρχαιότητα υπήρξαν σταυροδρόμι λαών και πολιτισμών. Εδώ κατέληγαν οι εμπορικοί δρόμοι της Μικρασίας κι από ’δώ περνούσαν συνεχώς κατακτητές, αλλά κι αμέτρητα καράβια από όλες τις χώρες της Μεσογείου, που κουβαλούσαν τα πλούτη του ντουνιά, εμπορεύματα, νοοτροπίες, πολιτισμό κι ιδέες. Ανέκαθεν η περιοχή υπήρξε κοσμοπολίτικη όσο καμιά άλλη στην Ελλάδα, ένας τόπος ευρύτατης ανταλλαγής προϊόντων και ιδεών, υλικών και πνευματικών στοιχείων πολιτισμού. Αυτό το χαρακτηριστικό διατηρήθηκε μέχρι την Καταστροφή του ’22. Όλοι οι κατακτητές, οι μετανάστες, οι ταξιδιώτες κι οι περαστικοί έδωσαν και πήραν από την Ιωνία και κυρίως από τις μεγάλες πόλεις της, πρώτα από την Έφεσο, από τα αρχαία χρόνια έως τον 13ο αι., κι αργότερα από τη Σμύρνη, μια από τις μήτρες του νεότερου Ελληνισμού, μετά τον 16ο αιώνα.

Αυτός ο κοσμοπολίτικος αέρας, εκτός των άλλων, φαίνεται ξεκάθαρα στη μικρασιάτικη μουσική, η οποία συνδυάζει πάμπολλα στοιχεία, ελληνικά και ξένα, γι’ αυτό και θεωρείται ξεχωριστή, μοναδική και πολυαγαπημένη μέχρι σήμερα. Τα στοιχεία, που τη συνθέτουν, αναμείχτηκαν, δουλεύτηκαν κι αφομοιώθηκαν στο πέρασμα τον αιώνων, με αποτέλεσμα εκείνο το ιδιαίτερο είδος της ελληνικής μουσικής που ονομάζομε πολύ γενικά σμυρναίικο τραγούδι. Έλληνες, Αρμένηδες, Τούρκοι, λογιώ λογιών Ευρωπαίοι, Εβραίοι, Πέρσες, Άραβες και γενικά κάθε καρυδιάς καρύδι άφηναν στην Ιωνία και κάτι από τη μουσική τους. Όλοι έχουν βάλει το πετραδάκι τους στο απίθανο κι εντυπωσιακό μωσαϊκό της σμυρναίικης μουσικής παράδοσης, έτσι όπως το ξέρομε τα τελευταία 200 χρόνια.

Η μουσική της Σμύρνης επιδρά καταλυτικά στο μουσικοχορευτικό ύφος όλης της Ιωνίας. Από τη Σμύρνη προέρχονται πολλοί μουσικάντηδοι, τραγουδιστάδες, συνθέτες, μουσικές μόδες, παιχνιδιατόροι, τραγούδια και γενικά μουσικοί και μουσικές που κατακλύζουν τα χωριά και τις επαρχίες της Μικρασίας, αλλά και τα κοντινά νησιά. Στη μουσικομάνα Σμύρνη διαμορφώνεται, λοιπόν, το μουσικό κλίμα που διαχέεται στα μικρασιάτικα παράλια και στο Αιγαίο ολόκληρο κι επηρεάζει τη ντόπια μουσική κάθε περιοχής, αλλά και γενικά το νέο ελληνικό τραγούδι, ρεμπέτικο και λαϊκό, μετά το 1922.    

Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, η μουσική των μικρασιατικών παραλίων βρίσκεται σε κάθε στιγμή και σε κάθε εκδήλωση στον κύκλο της ζωής μας, από τη γέννηση ως τον θάνατο, στις γειτονιές και στα σοκάκια, στα σπίτια και στα κέντρα διασκέδασης, στη δουλειά, στη γιορτή και στο πανηγύρι. Περιλαμβάνει μελωδίες και τραγούδια τεσσάρων κύριων κατηγοριών:

1) τα γνήσια δημοτικά, που άλλα είναι καθαρά μικρασιάτικα, με πάμπολλες τοπικές παραλλαγές, κι άλλα φερμένα από την ηπειρωτική Ελλάδα και τα νησιά, ατόφια ή λίγο-πολύ παραλλαγμένα.

2) τα αστικά τραγούδια, επηρεασμένα πολύ από την ευρωπαϊκή μουσική. Είναι συνθέσεις λαϊκές ή επώνυμες, προερχόμενες από τη Σμύρνη, την Πόλη, την Αθήνα ή τα Επτάνησα.

3) τα τραγούδια διαφόρων συνθετών, στο ντόπιο ύφος της λεγόμενης σμυρναίικης σχολής.

Και 4) διάφορα ξενικής προελεύσεως τραγούδια, ιταλικά και γαλλικά, αρμένικα, τούρκικα, εβραίικα, αράπικα, κιούρτικα και σλαβορουμάνικα (βαλκανικά), άλλοτε ατόφια ή παρεφθαρμένα κι άλλοτε προσαρμοσμένα στην ελληνική γλώσσα και ενσωματωμένα στο τοπικό ύφος (όπως π.χ. τα πασίγνωστα τραγούδια Γιαρούμπι και Ήχασα μαντήλι μ’ εκατό φλουριά ή Από ξένο τόπο).

Έτσι λοιπόν, αν μπορούσαμε να βρεθούμε ξαφνικά με τη μηχανή του χρόνου στη Σμύρνη και την Ερυθραία του 1900, θα ακούγαμε τραγούδια της αγάπης σεβνταλίδικα και συναισθηματικά, λυρικές πατινάδες τσ’ αυγής, τζιβαέρια3 και τρυφερά ναναρίσματα, βυζαντινά επικά τραγούδια με τα κατορθώματα των ακριτών και χαριτωμένα μελιστάλαχτα ερωτοτράγουδα σε απέραντη ποικιλία, σκοπούς της θάλασσας, της δουλειάς και της αγροτικής ζωής, πολύστιχα αφηγηματικά άσματα παλαιότατης καταγωγής (όπως τα τραγούδια του Νεκρού Αδερφού, της Σούσας, της Νύφης που κακόπεσε, του Άη-Γιώργη, του Κοντού που πουλά τη γυναίκα του ή του Κυρ-Βοριά). Θα ακούγαμε επίσης εκατοντάδες επαινετικά δίστιχα του γάμου, δυτικότροπες καντάδες και κωσταντινοπολίτικα σουξέ της εποχής, κλέφτικα κι ηρωικά παλιολλαδίτικα τραγούδια μαζί με ποθοπλάνταχτους ανατολίτικους αμανέδες, διονυσιακούς σκοπούς της παρέας, της χαράς, του χορού και του γλεντιού, σκωπτικά κι αρσίζικα4 αποκριάτικα τραγούδια, αθηναϊκές οπερέτες κι ιταλικές καντσονέτες, ασίκικα τούρκικα σαρκιά5 και ντερτιλίδικα σμυρναίικα μινοράκια, από εκείνα που κάνουν τις καρδιές ν’ ανοίγουν σαν τριαντάφυλλο, αλλά επίσης και ηθικοπλαστικές ρίμες,6 σπαραξικάρδια μοιριολόγια, θρησκευτικά τραγούδια και κάλαντρα7 με τα ωραία τους παινέματα.

Θα βλέπαμε επίσης να συνοδεύουν τα τραγούδια πεταχτοί συρτοί κι αλέγροι μπάλλοι σε αφάνταστη ποικιλία, δετοί αποκριάτικοι χοροί κι ευρωπαϊκές καντρίλιες, βαριοί ή αλέστικοι8 καρσιλαμάδες και τσαχπίνικα κασάπικα, σούστες και πηδηχτοί νησιώτικοι χοροί, αϊντίνικοι, κιούρτικοι κι αράπικοι χορευτικοί χαβάδες, ρουμάνικες χόρες9 και σλάβικες σίρμπες,10 ηδυπαθή λικνιστικά τσιφτετέλια, ναζιάρικα βαλσάκια και μερακλίδικα ζεϊμπέκικα, που όλα τους συνθέτουν το θαυμαστό και πολυποίκιλο μελωδικό ψηφιδωτό της σμυρναίικης μουσικοχορευτικής κληρονομιάς μας.

Στη Σμύρνη κάθε ράγκο11 είχε τη μουσική του. Οι αριστοκράτες διασκέδαζαν με πιάνα, τραγουδώντας οπερέτες, λυρικά ευρωπαϊκά άσματα, άριες από όπερες και ερωτικά τραγούδια της μόδας. Η μεσαία τάξη αρέσκονταν σε τραγουδάκια του συρμού, σε αστικά δημοτικοφανή (όπως η Κορδελιώτισσα ή η Μπουρνοβαλιά), σε ξένα σουξέ, σε τραγούδια καθαυτό σμυρναίικα ή παλιολλαδίτικα εισηγμένα, κυρίως πατριωτικά και κλέφτικα, και σε μελωδίες διαφόρων προελεύσεων. Το μπάσσο ράγκο –η κατώτερη τάξη– προτιμούσε τα γνήσια δημοτικά, τις τούρκικες, εβραίικες ή αρμένικες λαϊκές επιτυχίες, ακόμη και τα ρεμπέτικα ή τα τραγούδια των καταγωγίων.

Τα ίδια πάνω κάτω ίσχυαν και στις τρεις πόλεις της Ερυθραίας, Βουρλά, Τσεσμέ κι Αλάτσατα, ενώ τα 55 περίπου ερυθραιώτικα χωριά ήταν πιο πιστά στην ελληνική μουσική παράδοση κι ακολουθούσαν λιγότερο τις αστικές επιρροές.

Σπουδαίο ρόλο στα μουσικά πράγματα της Ιωνίας έπαιξαν, μετά το 1900, και οι εστουδιαντίνες της Σμύρνης, που καλλιέργησαν συστηματικά τη μουσική και το λαϊκό τραγούδι και ηχογράφησαν πολλούς δίσκους φωνογράφου.

Κομπανίες με μουσικούς και τραγουδιστές κυρίως Έλληνες, αλλά κι Αρμένηδες, Εβραίους ή Τούρκους, έπαιζαν για το κοινό σε διάφορα κέντρα διασκέδασης, όπου σύχναζαν οι κάτοικοι, αναλοής12 με το ράγκο ντως, δηλαδή την κοινωνική τους τάξη. Τους συνόδευαν συχνά Ρωμιές, Τουρκοπούλες, Οβριές, Λεβαντίνες, Ταλιάνες και Φραντσέζες, Γύφτισσες, Βλάχες13 κι Ουγγαρέζες που χόρευαν και τραγουδούσαν μπροστά σε ένα κοινό προερχόμενο απ’ ούλα τα μιλέτια14 τσ’ Ανατολής και τση Δύσης. Σε μπιραρίες, ξενοδοχεία και ταβέρνες, σε καφέ αμάν και καφέ σαντάν, σε θέατρα και λέσχες ακούγονταν κάθε λογής τραγούδια. Βιολιά, σαντούρια, ούτια και κανονάκια, σάζια, λαβούτα, ζίλια και κόψες,15 τουμπελέκια, κλαρίνα, ταμπουράδες και μπουζούκια, κορνέτες, καραμούζες, μπάντζα, λατέρνες, κιθάρες και μαντολίνα, ακόμα και νταβάδες,16 κρασοπότηρα ή κουτάλια δημιουργούσαν μια μουσική πανδαισία ανεπανάληπτη και μοναδική. Αλάκερη η Σμύρνη ητραγούδειε κ’ ηχόρευγε και ματζί τσης ητραγούδειε κι αλάκερη η Ρωμιοσύνη τσ’ Ανατολής, αντάμα με τσι Τούρκοι και με τσι Οβραίοι, με τσι Λεβαντίνοι, τσ’ Αρμεναίοι και μ’ ούλο το ντουνιά!

Κι απάνου στα μεράκια ντως και στα ντουτζένια17 ντως, τσ’ ακριβές ώρες, οι μαχαλάδες αντιβουίζανε αφ’ το σμυρναίικο μινόρε, το πια λιγωτικό, το πια παθιάρικο και μελωδικό τραγούδι τση Σμύρνης!

Όποιος μ’ ακούει που τραγουδώ, θαρρεί δεν έχω πόνο,

μα ’γώ με το τραγούδι μου τον πόνο μου μερώνω.

Στα παναΰρια και στσι λουτρουμάδες,18 στσι γάμοι, ηγενούτανε το σώσε. Ονομαστοί μουσικοί κάθε τόπου ή κομπανίες καλεσμένες από τη Σμύρνη, τη Χίο κι άλλες πόλεις παίζανε για μέρες κι ο κόσμος διασκέδαζε, χόρευε και τραγουδούσε με την ψυχή του. Αντιλαλούσε ο τόπος από τις εκπληκτικές μελωδίες του αφτάλικου19και του αϊντίνικου, του συρτού και του μπάλλου, από τα τζιβαέρια, τα μινοράκια και τα μανεδάκια.

Ξακουστά ήταν τα θρησκευτικά πανηγύρια της Παναγιάς στο Μπουρνόβα,20 τα Βουρλά,21 την Κάτω Παναγιά22 και τ’ Αλάτσατα,23 του Άη-Γιώργη στον Γκιούλμπαξε,24 του Άη-Γιάννη στο Σεβντίκιοϊ,25 τον Μπουτζά26 και στο Μελί27 κι άλλα πολλά, όπου συνέρρεαν χιλιάδες προσκυνητές και πανηγυριώτες απ’ όλη την περιφέρεια. Οι μουσικοί έπαιζαν στα καφενεία και στις λέσχες, ακόμη και στις σάλες μεγάλων σπιτιών κι ο κόσμος χόρευε με τη σειρά του, έχοντας κλείσει θέση πολλές μέρες πριν από το πανηγύρι.

Πάντως σε όλα τα σπίτια το γλέντι στηνόταν στο άψε σβήσε, με την κατάλληλη ευκαιρία. Βασικά όργανα τα κρουστά της Ερυθραίας, το τουμπελέκι και ο ταβάς, που δε λείπανε από κανένα σπίτι. Άντρες και γυναίκες που έπαιζαν καλά αυτά τα όργανα ήταν περιζήτητοι στις παρέες. Το ίδιο και οι καλοί τραγουδιστάδες, που ήξεραν αμέτρητα τραγούδια από το καθιερωμένο τοπικό ρεπερτόριο, αλλά ήξεραν επίσης να ταιριάζουν δίστιχα της στιγμής για τον καθένα που χόρευε, για τους νοικοκυραίους, τα παιδιά τους και το σπίτι, για τους αρρεβωνιασμένους ή τους νιόπαντρους και διάφορους συνδαιτυμόνες.

Και στην προσφυγιά επέζησε το τραγούδι της Μικρασίας. Οι παράγκες κι οι συνοικισμοί πλημμύριζαν κάθε βράδυ με τα προσφυγίτικα τραγούδια, με τα οποία οι Μικρασιάτες έσβηναν τον καημό τους κι απάλυναν τον πόνο τους για τη χαμένη Πατρίδα. Στη Νέα Ερυθραία, όπου εγκαταστάθηκαν περίπου 400 οικογένειες Ερυθραιωτών και Σμυρνιών προσφύγων, η παράδοση εξακολούθησε πολύ ζωντανή ως τη δεκαετία του 1960 και σταδιακά άρχισε να ατονεί, αποδιωγμένη και παραπεταμένη από τον σύγχρονο απρόσωπο τρόπο ζωής.

Η μουσική και τα τραγούδια της ελληνικής Ανατολής δημιουργούν ένα πολύ γοητευτικό σύνολο που παραμένει μέχρι σήμερα ζωντανό κι ελκυστικό για πάρα πολλούς Έλληνες, πρόσφυγες και γηγενείς. Με την ιδιότυπη γλώσσα και τον υψηλό ποιητικό λόγο, με την ιδιορρυθμία και τη μελωδικότητα των ήχων και των οργάνων, με τη γνησιότητα, τη σπάνια ομορφιά και τη μαγική της δύναμη, με το πηγαίο ύφος και την εξαιρετική ποιότητά της και γενικά με την ιωνική της χάρη, τη λεπτότητα και τη χρωματική αρμονία, πάντοτε μας συγκινεί και μας συναρπάζει.

Γιατί η ιωνική μουσική είναι τέχνη μεγάλη και σπουδαία, με ύφος μοναδικό κι απαράμιλλο ήθος και αποτελεί έναν από τους μυστικούς ομφάλιους λώρους που μας δένουν άρρηκτα με τις ιστορικές ελληνικές πατρίδες της Μικρασίας.    

 Τραγούδησε, καρδούλα μου, ως τραγουδούσες πρώτα… Τραγούδησε με μεράκι κι ερωτισμό, με σεβντά κι ασικλίκι,28 με ηδυπάθεια και σεκλέτι,29 με νταλκά,30 με πόνο και παραπονιάρικη φωνή, με ντέρτι και τρυφερότητα, με καημό, νωχέλεια και κέφι, με την ιαστί αρμονία, με τους βυζαντινούς μουσικούς δρόμους και με τα αραβοπερσικά μακάμια,31 έτσι όπως ταιριάζει κι όπως αρέσει στη Ρωμιοσύνη όπου γης. 

Σας ευχαριστώ πολύ!

*Το κείμενο αυτό αποτελεί ομιλία, που δόθηκε στο Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Οργάνων «Φοίβος Ανωγειανάκης» – Κέντρο Εθνομουσικολογίας (ΜΕΛΜΟΦΑΚΕ), στις 11 Μαΐου 2022.

1 Καρσί: απέναντι.
2 Ρεΐσντερες: μεγάλο αμιγώς ελληνικό χωριό βορείως των Αλατσάτων με περίπου 3.000 κατοίκους.
3 Τζιβαέρι: ηδυπαθές ερωτικό τραγούδι.
4 Αρσίζικα: πρόστυχα, αισχρά.
5 Σαρκιά: ηδυπαθή τούρκικα τραγούδια.
6 Ρίμα: πολύστιχο τραγούδι που συνήθως απαγγέλλεται, δεν τραγουδιέται.
7 Κάλαντρα: κάλαντα.
8 Αλέστικος: πεταχτός, εύθυμος.
9 Χόρα: εύθυμη και γρήγορη ρουμάνικη μελωδία.
10 Σίρμπα: γρήγορη σέρβικη μελωδία του τύπου «χασαποσέρβικο».
11 Ράγκο: κοινωνική τάξη.
12 Αναλοής: αναλόγως.
13 Βλάχα: Ρουμάνα.
14 Μιλέτι, μελέτι: έθνος, φυλή.
15 Κόψα: είδος έγχορδου οργάνου.
16 Νταβάς, ταβάς: μπακιρένιο ταψί.
17 Ντουτζένι: λάβρα, πόθος.
18 Λουτρουμάδες: έτσι ονομάζονταν οι γαμήλιες γιορτές και τα γλέντια στην περιοχή των Αλατσάτων.
19 Αφτάλικο: είδος ζεϊμπέκικου.
20 Μπουρνόβας: πασίγνωστο προάστιο βορείως της Σμύρνης, με 15.000 κατοίκους, στην πλειοψηφία τους Έλληνες.
21 Βουρλά: η πρωτεύουσα της Ερυθραίας και η μεγαλύτερη πόλη των μικρασιατικών παραλίων, μετά τη Σμύρνη. Το 1922 είχε 32.000 κατοίκους, από τους οποίους οι 28.000 Έλληνες και οι υπόλοιποι Τούρκοι κι Εβραίοι.
22 Κάτω Παναγιά: μεγάλο, αμιγώς ελληνικό, χωριό του Τσεσμέ, αντίκρυ στη Χίο, με περίπου 4.000 κατοίκους, γνωστούς για τον γλεντζέδικο χαρακτήρα τους.
23 Αλάτσατα: η τρίτη μεγαλύτερη πόλη της Ερυθραίας, με 10.000 Έλληνες και 200 Τούρκους. Πασίγνωστο κέντρο της ερυθραιώτικης δημοτικής παράδοσης.
24 Γκιούλμπαξες: το μεγαλύτερο, αμιγώς ελληνικό, χωριό των Βουρλών, με 2.500 κατοίκους.
25 Σεβντίκιοϊ: μεγάλο αγροτικό χωριό νοτίως της Σμύρνης, με 8.000 Έλληνες αποκλειστικά κατοίκους.
26 Μπουτζάς: προάστιο στα νοτιοανατολικά της Σμύρνης, με 12.000 κατοίκους, στη συντριπτική πλειοψηφία Έλληνες και λιγοστούς Λεβαντίνους (120 οικογένειες), Αρμενίους και Τούρκους.
27 Μελί: το μεγαλύτερο, αμιγώς ελληνικό, χωριό των Καράμπουρνων της Ερυθραίας, με 3.000 κατοίκους. Σπουδαίο κέντρο της δημοτικής μουσικοχορευτικής παράδοσης.
28 Ασικλίκι: ερωτισμός, λεβεντιά.
29 Σεκλέτι: καημός, στενοχώρια, έγνοια.
30 Νταλκάς, νταλγκάς: πάθος, ερωτικός καημός, κάψα.
31 Μακάμι: μουσικός δρόμος, τρόπος μελωδικός.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ