Αρχική » Η «αγέραστη νεότητα»

Η «αγέραστη νεότητα»

από Μιχάλης Μερακλής

Ο Μιχάλης Μερακλής

Του Μιχάλη Μερακλή* από τον νέο Λόγιο Ερμή τ. 2

Και γιατί η παιδική ηλικία της ανθρώπινης κοινωνίας, εκεί όπου από παντού αλλού αναπτύχθηκε υπεροχότερα, δεν πρέπει να έχει για μας αιώνια χάρη σαν μια βαθμίδα που ποτέ δεν επαναλαμβάνεται; Υπάρχουν κακοαναθρεμμένα παιδιά και παιδιά με γεροντική φρονιμάδα. Πολλοί από τους αρχαίους λαούς ανήκουν σε αυτή την κατηγορία. Οι Έλληνες είναι κανονικά παιδιά. Η γοητεία που έχει για μας η τέχνη τους δεν βρίσκεται σε αντίθεση με αυτή την ανεξέλικτη κοινωνική βαθμίδα στην οποία αναπτύχθηκε. Αντίθετα, η ελληνική τέχνη είναι το αποτέλεσμά της και αδιάρρηκτα συνδεδεμένη με το γεγονός ότι οι ανώριμες κοινωνικές σχέσεις στις οποίες εμφανίστηκε και όπου μονάχα μπορούσε να εμφανιστεί ποτέ, δεν μπορούν να επαναληφθούν ξανά.

Παρέθεσα το εκτενές αυτό απόσπασμα του Μαρξ γιατί, όπως πιστεύω, αυτό που λέμε «διάρκεια της Αρχαίας Ελλάδας» και άρα «παρουσία της στον σύγχρονο κόσμο» βεβαιώνεται με τον καλύτερο τρόπο από εκείνον που, περισσότερο κατηγορηματικά από οποιονδήποτε άλλο, υποστήριξε τη μεταβλητότητα των ιστορικών φαινομένων, την εξέλιξη, σε διαδοχικά στάδια, των οικονομικών όρων, οι οποίοι προκαλούν την ανάλογη εξέλιξη και μεταβολή των κοινωνικών και πολιτισμικών όρων.
Αν δεν κάνω λάθος, διακρίνω μιαν αντίφαση στον Μαρξ, ο οποίος, εις πείσμα της θεωρίας του, θέλει εντούτοις να προσδώσει σ’ ένα ιστορικό φαινόμενο, εξ ορισμού άρα ρευστό και μεταβλητό, «αιώνια χάρη» – μιλάει για «αιωνιότητα» ο κήρυκας αυτός της «αιώνιας» αλλαγής. (Αν πίστευε κι αυτός σε κάποιαν αιωνιότητα, αυτή τη μετέθετε στο απώτατο μέλλον μιας αταξικής κοινωνίας).
Επιμένω ότι δεν μιλάει απλώς για μια βαθμίδα ιστορικής εξέλιξης που δεν επαναλαμβάνεται, κάτι που είναι σύμφωνο με τη θεωρία του, αλλά για μια βαθμίδα –εκεί, στον πρωιμότατο ακόμα ιστορικό χρόνο τοποθετημένη– τελειότητας, «αιώνιας χάρης», η οποία, κανονικά, θα έπρεπε να τοποθετηθεί στο άλλο άκρο του χρόνου, σ’ ένα απώτερο ή απώτατο μέλλον.
Αντιφάσκει ο Μαρξ –ενσυνειδήτως, θα έλεγα, για να «σώσει» ό,τι τον γοήτευε σε όλη τη ζωή του: την αρχαία ελληνική τέχνη και σκέψη– υποστηρίζοντας ότι η χάρη και η γοητεία που εκπέμπει η τέχνη των αρχαίων Ελλήνων είναι ανεπανάληπτη, όχι γιατί κατά τη φιλοσοφία του ξεπεράστηκε, αλλά γιατί είναι εσαεί παρούσα και δραστική εις πείσμα όλων των αλλαγών και των ανατροπών. Ο ίδιος αποδίδει αυτή την αντοχή στο γεγονός, όπως είδαμε, ότι «οι ανώριμες κοινωνικές σχέσεις στις οποίες εμφανίστηκε και όπου μονάχα μπορούσε να εμφανιστεί (η αρχαία ελληνική τέχνη) ποτέ δεν μπορούν να επαναληφθούν ξανά». Αλλά, αν κανονικά αυτό ισχύει για την αρχαία ελληνική τέχνη, τότε ισχύει και για την τέχνη όλων των άλλων βαθμίδων!
Το κείμενό μου δεν έχει την αξίωση εμπεριστατωμένης επιστημονικής διατριβής που να εξαντλεί το θέμα της παρουσίας της Αρχαίας Ελλάδας στον σύγχρονο κόσμο ως πηγής έμπνευσης και καλλιτεχνικής δημιουργίας. Αυτό θα το υποστηρίξω με ένα-δύο παραδείγματα, τα οποία, ωστόσο, νομίζω ότι είναι πειστικά. Όσον αφορά στη διαπίστωση παραλληλιών ανάμεσα στα πνευματικά έργα της Αρχαίας Ελλάδας και του νεώτερου κόσμου αφενός και στη συνειδητή αφόρμηση από τα αρχαία έργα για τη δημιουργία των νεώτερων έργων αφετέρου, τα παραδείγματά μου θα τα αντλήσω από τον Ευριπίδη.
Κατεξοχήν ο Ευριπίδης μού έδωσε την αφορμή να σχηματίσω την εντύπωση ότι δίπλα στη γνωστή μορφή τραγικής ειρωνείας στο αρχαίο δράμα, όπου ο θεατής –και ο σημερινός αναγνώστης– γνωρίζει κάποτε περισσότερα από τον ίδιο τον τραγικόν ήρωα, τον οποίον άλλωστε κατεξοχήν αφορούν και του οποίου καθορίζουν τη μοίρα, υπάρχει και μια άλλη – θα την έλεγα νεωτερική ή σύγχρονη ειρωνεία (τη συναντάμε π.χ. στον Καβάφη): εκείνη όπου ούτε ο ήρωας αλλά ούτε και ο θεατής (αναγνώστης) γνωρίζει ορισμένα πράγματα, παρά μόνο ο ίδιος ο ποιητής, εκτός εάν κάποιοι θεατές (αναγνώστες) μπορέσουν να διεισδύσουν στα ενδότερα, σε κρυμμένα δεύτερα και τρίτα επίπεδα του έργου. Στον Ευριπίδη συναντάμε το «παλίμψηστον της γραφής» (για το οποίο μιλούν σχετικά πρόσφατα οι θεωρητικοί της λογοτεχνίας). Θα επανέλθω στο θέμα αυτό εξ αφορμής της Ελένης.
Προηγουμένως, θα σταθώ στην Ανδρομάχη (έργο παιγμένο ανάμεσα στα χρόνια 427-425). Είναι ένα από τα έργα στα οποία ο ποιητής εκφράζει την αμέριστη συμπάθειά του στα θύματα ενός παράλογου, αν όχι ωμά κατακτητικού, πολέμου∙ εννοώ τους Τρώες. Η Τροία έχει γίνει ένας σωρός ερειπίων και στάχτης. Η γυναίκα τού Έκτορα, η Ανδρομάχη, βρίσκεται ήδη «γέρας δορὸς» στον γιο του Αχιλλέα Νεοπτόλεμο στη Φθία, δούλη «δάμαρ παιδοποιός», γυναίκα προορισμένη απλώς να του κάνει παιδιά. Πράγματι, έχει αποκτήσει ήδη ο Νεοπτόλεμος απ’ αυτήν ένα παιδί, ένα αγόρι. Κανονική γυναίκα του έχει ο Νεοπτόλεμος την Ερμιόνη, θυγατέρα του Μενέλαου, που όμως είναι, καθώς φαίνεται, στείρα – δεν κάνει παιδιά και μισεί την Ανδρομάχη θανάσιμα για τη φυσική της υπεροχή της μητρότητας. Η Ερμιόνη καταλογίζει την ανήθικη συμπεριφορά των νικητών, στρεβλά, στο θύμα. Κατηγορεί την Ανδρομάχη, σαν να ήταν δική της η εκλογή και η πρωτοβουλία, ότι κοιμάται με το γιο εκείνου (του Αχιλλέα) που σκότωσε τον άντρα της∙ γιατί τέτοιοι, λέει, είναι οι βάρβαροι στο σύνολό τους: «τοιοῦτον πᾶν τὸ βάρβαρον γένος», αιμομεικτικό· πηγαίνουν πατέρας με θυγατέρα, γιος με μητέρα, η κόρη με τον αδελφό της.
Η Ερμιόνη επιδιώκει –με τη συνέργεια του πατέρα της– να εξοντώσει την Ανδρομάχη και το παιδί της (που ήδη της το έχουν αρπάξει), επωφελούμενη από την προσωρινή απουσία του Νεοπτόλεμου από τη Φθία. Την ύστατη στιγμή θα τους σώσει ο πατέρας του Αχιλλέα, Πηλέας.

Διαβάστε την συνέχεια στην ιστοσελίδα του νέου Ερμή του Λόγιου

* ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, λαογράφος και φιλόλογος

Νέος Ερμής ο Λόγιος τ. 2

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ