Αρχική » Ἐκκλησία, Ἕλληνες Διαφωτιστές καί ἀντιτουρκισμός

Ἐκκλησία, Ἕλληνες Διαφωτιστές καί ἀντιτουρκισμός

από Γιάννης Ταχόπουλος

τοῦ Γιάννη Ταχόπουλου*

Μόνο ἀντιφατική μπορεῖ νά χαρακτηριστεῖ ἡ κατηγορία ἐναντίον τῆς ΧΟ Ἐκκλησίας καί τῶν κύκλων της γιά ἀντιτουρκικό ἐθνικισμό. Συγκεκριμένα, ἄλλοτε κατηγορεῖται (ἤ ὑποστηρίζεται ὅτι) ἡ Ἐκκλησία βοηθοῦσε στή διατήρηση καί ἑδραίωση τῆς ὀσμανικῆς κυριαρχίας, ἐνῶ ἄλλοτε κατηγορεῖται (ἤ ὑποστηρίζεται ὅτι) ἡ Ἐκκλησία δημιούργησε καί ἐμπέδωσε, γιά ἰδιοτελεῖς, δικούς της λόγους, τήν εἰκόνα τοῦ βάρβαρου Τούρκου-Ὀθωμανοῦ. Ἡ μία διαπίστωση ἤ κατηγορία εἶναι σαφῶς ἐνάντια στή δεύτερη διαπίστωση ἤ κατηγορία – καί τό ὅτι ἡ ΧΟ Ἐκκλησία ἀντιλήφθηκε τήν ὕπαρξη «ἔθνους» μετά τήν ἵδρυση τοῦ νεοελληνικοῦ ἐθνοκράτους ἔρχεται σέ ἀντίθεση μέ τίς ἀπόψεις κληρικῶν τῆς Τουρκοκρατίας. Ἀλλά τό λάθος πού ἀναφέρουμε στό κεφάλαιο αὐτό ἀφορᾶ τούς δημιουργούς τοῦ ἀντιτουρκισμοῦ. Μεταξύ ἄλλων ὑποστηρίζεται πώς τό ἑλληνικό ἔθνος δημιουργήθηκε χάρη στίς προσπάθειες τῶν Ἑλλήνων Διαφωτιστῶν. Ὅμως, ἡ εἰκόνα τοῦ βάρβαρου, κανίβαλου καί αἱμοδιψῆ σφαγέα τῶν Ἑλλήνων Τούρκου δέν δημιουργήθηκε οὔτε ἀπό κάποιους ἀντικοινοβουλευτιστές τῆς ἐποχῆς τοῦ Μεσοπολέμου οὔτε ἀπό τή «γενιά τοῦ ‘30» οὔτε ἀπό τή Χούντα οὔτε δημιουργήθηκε ἀπό τήν ἐπίσημη Ἐκκλησία πρίν/μετά το 1821 καί τή σχολική ἐκπαίδευση τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους, ἀλλά ἀπό τούς πνευματικούς προγόνους τῶν «ἀντιεθνικιστῶν», τούς Ἕλληνες Διαφωτιστές. Καί μόνες οἱ περιπτώσεις τοῦ Κοραῆ καί τοῦ «Ἀνωνύμου τοῦ Ἕλληνος», ἀρκοῦν γιά τοῦ λόγου τό ἀληθές.

Στήν αὐτοβιογραφία του (στά 1829) ὁ Ἀδαμάντιος Κοραής μᾶς ἐξομολογεῖται ὅτι, κατά τόν καιρό τῆς πρόσκαιρης ἐπιστροφῆς του στή Σμύρνη, ἔφευγε «ὀλίγα στάδια μακράν τῆς πόλεως [=Σμύρνης] διά νά μή βλέπω Τούρκους». Στά 1822[1] ὁ Κοραής ὑποστηρίζει ὅτι οἱ Τοῦρκοι καί ὁ σουλτάνος «πωλεῖ, ὡς κτήνη εἰς τήν ἀγοράν, τάς γυναῖκας, τά τέκνα τῶν ταλαιπώρων Γραικῶν, λῃστεύει τά ὑπάρχοντά των, κολυμβᾷ ὁ αἱμοβόρος ἀγαλλόμενος εἰς αὐτά των τά αἵματα», ὅτι «Ὁ μακελλάριος Σουλτάνος κατασκάπτει τούς χριστιανικούς ναούς, καταμιαίνει τά ἱερά θυσιαστήρια, κατασφάζει τούς λειτουργούς τῶν θυσιαστηρίων, ἀναγκάζει τά ἀνήλικα τῶν χριστιανῶν τέκνα νά ἀποτάσσωνται τόν Χριστόν, καί νά συντάσσωνται μέ τόν Σατανᾶν».

Ὁ Κοραής τόν ἴδιο χρόνο συνιστᾶ στούς Ἕλληνες «Μήν ἀφήσωμεν τό παραμικρόν λείψανον τῆς μιαρᾶς Τουρκικῆς ζύμης εἰς τήν νέαν μας ταύτην ἀναζύμωσιν». Σέ ἀντίθεση μέ τούς ἀναθεωρητές ἱστορικούς, οἱ ὁποῖοι ἐξιδανικεύουν τό ὀσμανικό κράτος, ὁ Κοραής ἰσχυρίζεται στό ἴδιο κείμενο ὅτι «θηρία, κατ’ εὐτυχίαν, δέν γεννῶνται πλήν εἰς ἐκεῖνα τά ἔθνη, ὅσα κυβερνῶνται, καθώς οἱ Τοῦρκοι, ἀπό νόμους θηριώδεις». Ἐπαναλαμβάνει ὅτι «ὁ ἄνανδρος Σουλτάνος σφάζει τούς κατά πόλεις διατρίβοντας ἀόπλους καί ἀθᾡους ἄνδρας, γυναῖκας, γέροντας, ἀνήλικα παιδία».

Στά 1822[2] ὁ Κοραής θεωρεῖ φρικιαστική καί μόνο τή θέα Τούρκων: «Ματαίως ἠλευθερώσατε τούς ὀφθαλμούς των ἀπό τήν φρικώδη θέαν τῶν Τούρκων». Στά 1826 ὁ Κοραής ἐπαναλαμβάνει[3] τήν ἄποψή του γιά τήν περίφημη ἀνεκτικότητα τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας: «[…]τούς φονέας καί λῃστάς στρατιώτας τοῦ ἀρχι­ληστοῦ Σουλτάνου, καί νά τούς διασπείρωσι ὅπου τῆς Ἑλλάδος, ἦτον εὔκολον νά καίωσι, νά λῃστεύωσι, νά φονεύωσι, νά καταισχύνωσι γυναῖκας, νά βιάζωσι παρθένους[…]». Ἡ ἄποψη αὐτή εἶναι τό «Πιστεύω» γιά τόν Κοραή, ὅταν περιγράφει τή θέση τῶν Ἑλλήνων στή –σύμφωνα μέ ἀριστερούς «ἀντιεθνικιστές» καί δεξιούς κοσμοπολίτες– ἀνεκτική καί πολυπολιτισμική Ὀθωμανική Aὐτοκρατορία. Στήν Ἀδελφική Διδασκαλία γράφει: «Οἱ ταλαίπωροι Γραικοί δέν εἶναι κύριοι μήτε κτημάτων, μήτε τέκνων, μήτε τῶν ἰδίων αὐτῶν γυναικῶν. Ἡ τιμή καί ἡ ζωή των κρέμαται ἀπό τήν θέλησιν ὄχι μόνον αὐτοῦ τοῦ πρωτοτυράννου, ἀλλά καί ἑκάστου ἀπό τούς ἐλαχίστους αὐτοῦ δούλους» καί «Τίς δέν ἔφριξεν ἀκούων τήν καταδυναστείαν καί τούς ἀφορήτους φόρους, ὅσους οἱ κατά πᾶσαν τήν Τουρκικήν Εὐρώπην εὑρισκόμενοι Γραικοί βιάζονται νά πληρώνωσι;». Στά 1821 γράφει:

Τίς ἐξ ἡμῶν δέν ἐδοκίμασε τήν ἀπάνθρωπον ἀγριότητα καί ἀ­σπλαγχνίαν τῆς διεστραμμένης τῶν Ὀσμανλίδων γενεᾶς; Αὐτοί μᾶς μεταχειρίζονται ὡς ἄλογα κτήνη, μᾶς καταβαρύνουσι μέ φόρους ἀνυποφόρους, τούς κόπους τῶν χειρῶν ἡμῶν καί τούς ἱδρῶτας τοῦ προσώπου κατατρώγουσιν ἀναισχύντως. Ἡμεῖς ποιμαίνομεν, καί αὐτοί σφάζουν τά πρόβατα τῶν ποιμνίων ἡμῶν· ἡμεῖς σπείρομεν, καί αὐτοί θερίζουν· ἡμεῖς φυτεύομεν, καί αὐτοί τρυγῶσι, μήν ἀφίνοντες εἰς ἡμᾶς μηδ’ ὅσον ἀρκεῖ νά θεραπεύσωμεν τήν πεῖναν ἡμῶν· ἡμεῖς ποτίζομεν, καί αὐτοί μᾶς στεροῦν καί ὅσον χρειάζεται νά σβέσωμεν τήν δίψαν ἡμῶν. Αὐτοί μᾶς ἐγγίζουν καθ’ ἡμέραν τήν τιμήν, μᾶς ἐνοχλοῦν καί εἰς αὐτήν ἡμῶν τήν σεβασμίαν θρησκείαν. Τούς ἱερούς ἡμῶν ναούς μετέβαλαν εἰς τζαμία, καί μήν ἀρκούμενοι νά μᾶς στερεύωσι τά ἀναγκαῖα μέσα νά συστήσωμεν σχολεῖα εἰς ἀνατροφήν καί φωτισμόν τῶν ἡμετέρων τέκνων, μᾶς ἁρπάζουν ἀπό τούς πατρικούς κόλπους καί αὐτά τά τέκνα. Ἐξαιτίας τῶν Τούρκων ἡ κοινή πατρίς ἡμῶν […] ἔγινεν σήμερον κατοικητήριον τῆς ἀμαθίας καί βαρβαρότητος, ἀληθές σπήλαιον λῃστῶν, τῶν καί ἀπ’ αὐτούς τούς λῃστάς ἀναιδεστέρων Ὀσμανλίδων[4].

Στά 1827[5] οἱ Τοῦρκοι γιά τόν Κοραή εἶναι «σαπρόν καί ἀνίατον ἔθνος». Στά 1829, στήν αὐτοβιογραφία του, ὁ Κοραής λέει: «Τό παιδιόθεν τρεφόμενον εἰς τήν ψυχήν κατά τῶν Τούρκων μίσος, ἐκατήντησεν, ἀφοῦ ἐγεύθην εὐνομουμένης πολιτείας ἐλευθερίαν, εἰς ἀποστροφήν μανιώδη. Τοῦρκος καί θηρίον ἄγριον ἦσαν εἰς τόν λογισμόν μου λέξεις συνώνυμοι, καί τοιαῦται εἶναι ἀκόμη». Στά 1826[6] ὁ Κοραής ἀποκαλεῖ τούς Τούρκους «καθάρματα». Ἀλλοῦ τούς ἀποκαλεῖ «τίγρεις», τῶν ὁποίων ἡ θανάτωση δέν εἶναι καθόλου κακό πράγμα. Καί βέβαια, γιά τήν ἰσλαμική θρησκεία ἔχει μόνο τά καλύτερα λόγια: «Ἡ θρησκεία, τῆς ὁποίας ὀνομάζεται Καλίφης, εἶναι τῶν ψευδῶν ὅλων θρησκειῶν ἡ ψευδεστάτη»[7]. Οἱ Τοῦρκοι δέν μποροῦν νά ἀποκτήσουν εὔνομη πολιτεία «ἐνόσῳ πιστεύουν τόν Μωάμεθ» (1826).

Ὁ Κοραής κάνει λόγο γιά «τό ἀπάνθρωπον γένος τῶν Μουσουλμάνων», γράφει «οἱ τρισβάρβαροι Μουσουλμάνοι», ἰσχυρίζεται πώς «ἡ πρόοδος τῶν φώτων ἔφερε τέλος πάντων εἰς ὅλα σχεδόν τῆς Εὐρώπης τά ἔθνη τούς δικαίους νόμους. […] Εἰς μόνον τό βάρβαρον ἔθνος τῶν Τούρκων δέν ἴσχυσαν νά προχωρήσωσι τά φῶτα. Μόνων τῶν Τούρκων εὕρηκε καί τούς ὀφθαλμούς τυφλούς τῶν ἐπιστημῶν ὁ λύχνος, καί τά ὦτα κωφά ἡ φιλάνθρωπος φωνή τῆς ἱερωτάτης φιλοσοφίας. Οἱ Τοῦρκοι μόνοι ἔμειναν εἰς τῆς βαρβαρότητος τό σκότος, σκότος ἀληθῶς ἐξώτερον τῆς κολάσεως· ὅθεν καί μόνοι αὐτοί δέν ἐγνώρισαν τί πράγμα εἶναι καί τί δύναται ἡ εὐνομία»· «τό ἄσπλαγχνον γένος τῶν Μουσουλμάνων εἶναι μαθημένον νά τρέφεται μέ αἵματα, νά κυλίεται εἰς τά αἵματα. Αἵματα, καί πάλιν αἵματα χρειάζονται νά σβέσωσι τήν δίψαν τῶν ἀγριοτέρων καί παρά τούς λύκους Ἀγαρηνῶν»[8]. ἀπαξιώνει τούς Τούρκους καί τή θρησκεία τους: «Οἱ Τοῦρκοι κατάγονται ἀπό τούς Σκύθας, εἰς τῶν ὁποίων τήν ἱστορίαν ἄλλο δέν εὑρίσκεις παρά καταδρομάς, ἁρπαγάς, πόλεων ἁλώσεις, αἰχμαλωτισμούς καί φόνους ὁλοκλήρων ἐθνῶν. […] Τοιούτου γένους καί τοιούτων ἀρετῶν κληρονόμοι εἶναι οἱ Τοῦρκοι. Ἔξω τούτου, ἐπροσκολλήθηκαν καί εἰς Θρησκείαν, ἡ ὁποία ἀποστρέφεται καί φοβεῖται τά φῶτα»[9].

Οἱ Τοῦρκοι εἶναι «ἀναιδεῖς λἡσταί», «διεστραμμένον γένος», «ἠλίθιον ἔθνος»[10]. Ἀλλοῦ: «[…]τήν κτηνώδη μωρίαν τῶν Μουσουλμάνων», «οἱ ἀπάνθρωποι Τοῦρκοι», «τό ἄγριον τῶν Μουσουλμάνων γένος», «τό ἀπάνθρωπον γένος τῶν Μουσουλμάνων»[11]. Ἐπίσης, «τήν βδελυράν θρησκείαν τοῦ Μωάμεθ»[12], «τήν φρικτήν λέπραν τῶν Τούρκων» καί «μωραγρίους Μουσουλμάνους»[13], «[…] τήν ὁποίαν μολύνουν ἀκόμη οἱ πόδες τῶν βρωμερῶν μουσουλμάνων»[14]. Τά παραπάνω, ἀκόμη κι ἄν γράφηκαν σέ στιγμές ἐθνικῆς ἀγανάκτησης, τυπώθηκαν ὡς πρόλογος στά βιβλία τῶν Ἀρχαίων συγγραφέων, τά ὁποῖα χρησιμοποιήθηκαν στά σχολεῖα τοῦ ἐλεύθερου ἑλληνικοῦ κράτους, δηλαδή εἶχαν μόνιμη ἐπίδραση στούς μορφωμένους, δηλ. στόν ἰδεολογικό μηχανισμό τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους.

Ὁ Ἀνώνυμος τῆς Ἑλληνικῆς Νομαρχίας ἀναφέρεται στήν «πλέον σιχαμεράν καί βάρβαρον κυριότητα, εἰς τήν τυραννίαν τῶν ὀθωμανῶν»[15]. Σέ ἀντίθεση μέ τούς «ἀντιεθνικιστές» πανεπιστημιακούς ἀναθεωρητές, ὑποστηρίζει ὅτι «ἡ ὀθωμανική διοίκησις εἶναι τυραννική. Οἱ νόμοι της εἶναι ἀτελεῖς, σκληροί καί ὀλίγοι. […]Τά ἤθη των εἶναι βάρβαρα»[16]. Τόση εἶναι ἡ τυραννία, ὥστε «κάθε φαμελίτης, ὅταν ἐβγαίνη ἀπό τό ὀσπίτιόν του, […] νομίζει τό ἴδιον ὡσάν νά ἐπηγαίνη εἰς τόν πόλεμον, μέ τό νά μήν εἶναι βέβαιος, ἄν πλέον ἐπιστρέψη»[17]. Τῶν Ὀθωμανῶν ἡ «Διοίκησις, ὅσον τυραννική, τόσον εὔκολος, καί τοιαύτη, ὁποῦ δέν ἠμπορεῖ τινάς νά ὑποθέση μίαν χειροτέραν ἀπό αὐτήν»[18].

Ὁ Ἀνώνυμος κάνει σχόλια καί γιά τόν ἐθνικό χαρακτήρα τῶν Τούρκων: «[…]τόσον μιαρά ἡ ψυχή τῶν Ὀθωμανῶν»[19]. Στό κείμενο ἐπίσης διαβάζει κανείς: «[…]οἱ ποταμοί αἵματος τῶν συγγενῶν μας καί φίλων μας, ὁποῦ ἐχύθησαν ἀπό τό ὀθωμανικόν σπαθί»[20]. Ἀφοῦ ἐγκωμιάσει τή χριστιανική θρησκεία καί κακοχαρακτηρίσει τή μουσουλμανική, γράφει ὅτι «ἡ ἑβραϊκή θρησκεία κάμνει τόν λαόν μισάνθρωπον»[21]. Ἐδῶ συμφωνεῖ κι ὁ Κοραής: «Οὔτε οἱ Ἰουδαῖοι ἐμποροῦν νά συντάξωσιν αὐτοί καθ’ αὑτούς εὔνομον πολιτείαν, πείθονται εἰς τάς Ταλμουθικάς μυθολογίας τῶν Ραββίνων»[22]. Οἱ Ἕλληνες Διαφωτιστές εἶχαν ἄριστη γνώμη γιά Τούρκους, Καθολικούς καί Ἑβραίους – σέ… ἀντίθεση μέ τούς μεσαιωνιστές καί σκοταδιστές ἀντιπάλους τους!

Τή στάση τῶν Κοραῆ – Ἀνώνυμου τοῦ Ἕλληνος ἔναντι τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας συμμερίζονται οἱ Δ. Φιλιππίδης – Γρ. Κωνσταντᾶς στή Νεωτερική Γεωγραφία: «Ὅλοι λοιπόν εἰς τήν Τουρκίαν ὑποπτεύονται διά τήν ζωή τους καί τήν περιουσία τους καί πολλοί σηκόνονται καί πηγαίνουν καί καταστήνονται εἰς τά γείτονα μέρη. […] Τί βασίλειο ἤθελε εἶναι ἡ Τουρκία.. πόσο εὐτυχισμένο εἰς τά μέσα, ἄν ἦταν εὐνομία. […] Μά Ἀρβανίται ἐξ ἴσου εἰς καιρό εἰρήνης καί πολέμου νά περιπατοῦν μέ στρατιωτικαῖς σημαίαις νά πατοῦν χωριά, νά καίουν σπίτια, νά σκλαβόνουν […] μά τί λέγω ἐκεῖνα ὁποῦ εἶν’ εἰς ὅλους γνωστά;». Γνωστά σέ ὅλους ἐκτός ἀπό ὅσους θεωροῦν ἐθνικιστική προκατάληψη νά ἀποκαλεῖται Τουρκοκρατία ἡ περίοδος τῆς ὀθωμανικῆς κυριαρχίας στήν Ἑλλάδα.

*Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο του Ὄψεις Ἐθνοαποδόμησης


[1] Πρό­λο­γος στά Ἠ­θι­κά Νι­κο­μά­χεια τοῦ Ἀ­ρι­στο­τέ­λη.

[2] Ὀ­νησάν­δρου Στρα­τη­γι­κός καί Τυρ­ταί­ου τό πρῶ­τον ἐ­λε­γεῖ­ον.

[3] Πε­ρί τῶν ἑλ­λη­νι­κῶν συμ­φε­ρόν­των δι­ά­λο­γος δεύ­τε­ρος.

[4] Σάλ­πι­σμα πο­λε­μι­στή­ριον.

[5] Ἀρ­ρια­νοῦ τῶν Ἐ­πι­κτή­του Δι­α­τρι­βῶν μέ­ρος πρῶ­τον.

[6] Λυ­κούρ­γου, Κα­τά Λε­ω­κρά­τους.

[7] Ἀ­ρι­στο­τέ­λους Πο­λι­τι­κῶν τά Σω­ζό­με­να (1821).

[8] Σάλ­πι­σμα πο­λε­μι­στή­ριον (1821).

[9] Τί πρέ­πει νά κά­μω­σιν οἱ Γραι­κοί εἰς τάς πα­ροῦ­σας πε­ρι­στά­σεις, Δι­ά­λο­γος δύ­ο Γραι­κῶν (1805).

[10] Ἀ­ρι­στο­τέ­λους Πο­λι­τι­κῶν τά Σω­ζό­με­να (1821), ση­μ. 57 (ΜΙΕΤ).

[11] Σάλ­πι­σμα πο­λε­μι­στή­ριον.

[12] Ἐπι­στ. 19-10-1822.

[13] Ἐ­πι­στ. 12-10-1822.

[14] Ἐ­πι­στ. 6-5-1822.

[15] Ἑλ­λη­νι­κή Νο­μαρ­χί­α, Β’, 38 (ἐκδ. Ἀποσπερίτης).

[16] Ὅ.π., Γ’, 2.

[17] Ὅ.π., Γ’ 5α.

[18] Ὅ.π., Γ’, 9.

[19] Ὅ.π., Γ’, 24.

[20] Ὅ.π., Ε’, 49.

[21] Ὅ.π., Ε’, 27.

[22] Πε­ρί τῶν ἑλ­λη­νι­κῶν συμ­φε­ρόν­των δι­ά­λο­γος δεύ­τε­ρος (1826).

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ