Αρχική » Δίκη των 6: Η ύβρις και η νέμεσις

Δίκη των 6: Η ύβρις και η νέμεσις

από Κώστας Χατζηαντωνίου

του Κώστα Χατζηανατωνίου από το Άρδην τ. 124

Το ιστορικό πλαίσιο

Το 1922, έτος της μεγαλύτερης Καταστροφής στην Ιστορία του Ελληνισμού (αφού τη χρονιά αυτή τερματίζεται η τρισχιλιετής παρουσία του στη Μικρά Ασία), δεν ορίζεται μόνον ως ανθρωπιστική τραγωδία, με ένα εκατομμύριο νεκρούς και ένα εκατομμύριο πρόσφυγες. Αποτελεί και το έτος συντριβής του πολιτικού οράματος των Ελλήνων για εθνική και κοινωνική ολοκλήρωση, καθώς καταρρέει η Ιδέα που νοηματοδοτούσε επί αιώνες την ύπαρξη του Νέου Ελληνισμού. Συνειδητοποιώντας αυτήν τη συμφορά κι αυτήν τη συντριβή, το πιο ριζοσπαστικό, περήφανο και μαχητικό τμήμα του ελληνικού στρατού προχώρησε τον Σεπτέμβριο του 1922 σε Επανάσταση, η οποία, διερμηνεύοντας τα αισθήματα του ελληνικού λαού, ανέλαβε να περισώσει ό,τι ήταν δυνατόν καθώς κανείς δεν ήξερε εκείνες τις τρομερές μέρες ως πού θα έφθανε η κατάρρευση. Και ακριβώς από αυτά τα αισθήματα εμφορούμενη (μετά την παλλαϊκή συγκέντρωση της 9ης Οκτωβρίου 1922 στην Πλατεία Συντάγματος, με κεντρική απαίτηση «Θάνατος στους προδότες»), η Επανάσταση αποφάσισε τη σύσταση ανακριτικής επιτροπής για την απόδοση ευθυνών στους υπαίτιους της Καταστροφής. Στις 24 Οκτωβρίου, η εν λόγω επιτροπή εξέδωσε το πόρισμά της με το οποίο παραπέμπονταν ενώπιον εκτάκτου στρατοδικείου, και με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας, οκτώ κορυφαίοι πολιτικοί και στρατιωτικοί παράγοντες.
Εκατό χρόνια μετά, η δίκη αυτή δεν έχει πάψει να απασχολεί τη δημόσια συζήτηση και να τροφοδοτεί τοποθετήσεις που συχνά συσκοτίζουν την ουσία της υποθέσεως και καταντούν εν κενώ νομική άσκηση που παρακάμπτει ή διαστρεβλώνει το μέγα ιστορικό γεγονός. Το γεγονός δηλαδή μιας χωρίς προηγούμενο εθνικής Καταστροφής με ένα εκατομμύριο νεκρούς και ένα εκατομμύριο πρόσφυγες και με χιλιάδες ακόμη, εκείνες τις ώρες, να βαδίζουν αιχμάλωτοι προς τον θάνατο στα βουνά της Ανατολής. Με μια δικονομική συζήτηση που επικεντρώνεται σε τυπικούς όρους και υποκριτικά αγνοεί τις συνθήκες, το βάρος μιας τέτοιας τραγωδίας, αλλά και ένα επαναστατικό περιβάλλον (ότι είχε σημειωθεί Επανάσταση και υπήρχε επαναστατικό καθεστώς το αναγνώριζαν ακόμη και οι συνήγοροι των κατηγορουμένων), δεν επιχειρείται απλώς η αφ’ υψηλού επίδειξη ανθρωπιστικών αισθημάτων ή δημοκρατικής ευαισθησίας για τους πρωταίτιους της Καταστροφής, αλλά επιδιώκεται να αναθεωρηθεί σύνολη η ιστορική αντίληψη των γεγονότων της περιόδου και να δικαιωθεί ο πολιτικός κόσμος, αλλά και οι κοινωνικές δυνάμεις που αντιτάχθηκαν σθεναρά στην προοπτική εθνικής ολοκλήρωσης και κοινωνικής ανάπτυξης που σηματοδότησε η Επανάσταση του 1909. Επιχείρηση που δεν είναι άσχετη με το κλίμα μεταπολιτευτικής παρακμής, αλλά και τις επιδιώξεις των σημερινών ελίτ οι οποίες έχουν υιοθετήσει την ιδέα της μικρής και ανεντίμου (πλην προσοδοφόρας γι’ αυτές) Ελλάδος, που θα αποδεχθεί εν τέλει την τουρκική ανάγνωση της Ιστορίας.

Δικαστές, κατηγορούμενοι και κατηγορία

Πρόεδρος του στρατοδικείου που άνοιξε τις πόρτες του την 31η Οκτωβρίου ήταν ο υποστράτηγος Αλέξανδρος Οθωναίος, με λαμπρή παρουσία σε όλους τους εθνικούς αγώνες (μακεδονικός αγώνας, βαλκανικοί πόλεμοι, πρώτος παγκόσμιος, μικρασιατική εκστρατεία) και με τον ίλαρχο αδελφό του αγνοούμενο στις επιχειρήσεις του 1922. Μέλη, εννέα αξιωματικοί με επίσης σπουδαία παρουσία στο μέτωπο. Επαναστατικοί επίτροποι, ο συνταγματάρχης Νεόκοσμος Γρηγοριάδης, ο εισαγγελέας Γεωργιάδης και ο σύμβουλος στρατιωτικής δικαιοσύνης Ζουρίδης.
Η κατηγορία με την οποία προσήχθησαν στο στρατοδικείο οι κατηγορούμενοι ήταν ότι «εκουσίως και εκ προθέσεως» υποστήριξαν την εισβολή ξένων στρατευμάτων «εις την υπό της Ελλάδος κατεχομένην και διά της Συνθήκης των Σεβρών κατακεκυρωμένην χώραν της Μ. Ασίας, παραδόσαντες άμα εις τον εχθρόν πόλεις, φρούρια, μέγα μέρος του στρατού και μεγίστης αξίας υλικόν πολέμου». Το κατηγορητήριο περί εσχάτης προδοσίας περιλάμβανε 15 άρθρα που αναφέρονταν, κυρίως, στη διεθνή απομόνωση της Ελλάδας, αλλά και στα ολέθρια στρατιωτικά σφάλματα. Και εδώ ακριβώς αρχίζει η υπεράσπιση των υπαιτίων της Καταστροφής, με το επιχείρημα ότι η πρόθεση που απαιτεί η κατηγορία της εσχάτης προδοσίας δεν αποδεικνύεται.
Η πρόθεση και η δολία προαίρεση, ως ενδιάθετη συμπεριφορά ενός ατόμου, είναι αδύνατο να αποδειχθεί. Τεκμαίρεται ωστόσο από τα αποτελέσματά της ή από σειρά πράξεων και παραλείψεων που ο κοινός νους αντιλαμβάνεται ότι θα έχουν ολέθρια αποτελέσματα. Δεν απαιτείται δηλαδή διακηρυγμένη πρόθεση, αλλά προκύπτει ως αντικειμενική ευθύνη όταν τα αποτελέσματα μιας πολιτικής ισοδυναμούν με εθνική προδοσία, όταν εν πλήρει συνειδήσει αναλαμβάνεται το ρίσκο αποφάσεων, πράξεων και παραλείψεων που είναι σφόδρα πιθανό ότι θα έχουν ορισμένες συνέπειες. Στην προκειμένη περίπτωση ήταν βέβαιο και δεν χρειάζονταν ιδιαίτερες ικανότητες για να προβλεφθεί ότι η ήττα στην οποία οδήγησαν οι κατηγορούμενοι (θα δούμε πώς πιο κάτω) και η εγκατάλειψη της Μ. Ασίας (την οποία σχεδίαζαν και εν πάση περιπτώσει εκτέλεσαν) θα είχαν βαρύτατες συνέπειες για τον μικρασιατικό ελληνισμό. Για τούτο τεκμαίρεται δολία προαίρεση.
Υπήρχε δόλος κατ’ αρχάς ως προς την εξυπηρέτηση βασιλικών και κομματικών συμφερόντων αντί των εθνικών, ήδη από το 1915, αλλά και μεταξύ 1920-1922, οπότε υπήρχε σαφής δόλος ως προς την ανάληψη του κινδύνου καταστροφής για να μην αποδειχθεί πως οι κατηγορούμενοι υστερούσαν εθνικά και πολιτικά έναντι της κυβερνήσεως Βενιζέλου, γεγονός που θα οδηγούσε σε θριαμβευτική επάνοδο του τελευταίου. Υπήρχε δόλος επίσης ως προς την ανοχή, αν όχι καθοδήγηση (ενώ λειτουργούσε λογοκρισία) άρθρων που γράφονταν για να προετοιμάσουν το έδαφος της εγκατάλειψης και συντελούσαν στην κατάρριψη του ηθικού του μετώπου. Τα άρθρα του Γ. Βλάχου «Οίκαδε» και «Πομερανοί» στις 14 και 17 Αυγούστου 1922, τις ημέρες δηλαδή της τελικής τουρκικής επίθεσης, είναι τα πλέον χαρακτηριστικά.
Πριν δούμε επιμέρους γεγονότα που στοιχειοθετούν τον δόλο, θα πρέπει να αναφερθεί πως το κλίμα της δίκης δεν ήταν τεταμένο μόνο λόγω της μικρασιατικής τραγωδίας. Οι κατηγορούμενοι είχαν μακρύ, βαρύτατο ιστορικό, κι ας μην υπάρχει τυπικά αυτό στο κατηγορητήριο. Εκπροσωπούν τις κυβερνήσεις που παρέδωσαν τη Μακεδονία στους Βουλγάρους το 1916, που ανέχονταν τη γενοκτονία του μικρασιατικού, θρακικού και μακεδονικού ελληνισμού μεταξύ 1914-1917, που είχαν εξαπολύσει ένα κύμα διώξεων και πολιτικών δολοφονιών κατά το διάστημα που κυβερνούσαν. Ο Δ. Γούναρης, ο πολιτικός αρχηγός του παλαιοκομματισμού από το 1915, υπέρμαχος της γερμανόφιλης ουδετερότητας, ήταν πρωταγωνιστής του πασιφισμού και υβριστής της εκστρατείας ως «αποικιακής» (εκλογές 1920), κύριος εισηγητής του δημοψηφίσματος για επιστροφή του Κωνσταντίνου, πρωθυπουργός μεταξύ Μαρτίου 1921-Απριλίου 1922, υπεύθυνος της απόφασης για την επιχείρηση προς Άγκυρα. Ο Ν. Θεοτόκης είχε επίσης βαριά προϊστορία ως πρέσβης στο Βερολίνο, όπου συνεργαζόταν στενά με τη γερμανική κυβέρνηση. Στη συνέχεια, όταν η Ελλάδα ενώθηκε και μπήκε στον πόλεμο, εκτός υπηρεσίας πια, οργάνωνε την υπονόμευση του πολεμικού αγώνα ακόμη και με ανταρσίες στο στράτευμα. Στα αυστριακά αρχεία που αποδεικνύουν τις προδοτικές ενέργειες του περί τον Κωνσταντίνο κύκλου στην Ελβετία, για να υπονομεύσουν την ελληνική επιστράτευση των ετών 1917 και 1918 (δηλαδή μετά την επίσημη είσοδο στον πόλεμο της Ελλάδας και ενώ ο ελληνισμός γνώριζε τη γενοκτονία από Τούρκους και Βουλγάρους), ο Θεοτόκης είναι πρωταγωνιστής. Αυτός ο άνθρωπος, τις ημέρες της Καταστροφής, είναι… υπουργός Στρατιωτικών.
Από την αρχή της δίκης, ο επαναστατικός επίτροπος Ν. Ζουρίδης θα αναπτύξει πώς η Επανάσταση, «επιβληθείσα και κυρωθείσα από τον λαό αποτελεί πλέον νόμιμη εξουσία», αφού η επανάσταση δημιουργεί δίκαιο. «Εκ του δικαιώματος αμύνης του λαού εκπορεύεται το δίκαιο της επαναστάσεως», θα τονίσει, αναφέροντας την προτεραιότητα του φυσικού άγραφου νόμου, όταν η δημοκοπία εκτρέπει την πορεία των λαών και σημειώνοντας τον κίνδυνο ατιμωρησίας αν ακολουθείτο μια συμβατική νομική διαδικασία. Το παλλαϊκό συλλαλητήριο υπέρ της Επανάστασης, τόνιζε, είχε εγκρίνει το πνεύμα της και είχε διακηρύξει ως σκοπό της να τιμωρηθούν προ παντός οι ένοχοι. «Αν επομένως υπάρχη πράξη καταστατική της Επαναστάσεως –λέει ο Ζουρίδης– αύτη είναι η τιμωρία των ενόχων, οιοιδήποτε και αν είναι αυτοί», ενώ ο έτερος επαναστατικός επίτροπος, Ν. Γρηγοριάδης, αναρωτιόταν: «Είναι δυνατόν η Ελλάς να ατιμασθή, να καταπέση από της μεγάλης και ενδόξου Ελλάδος των πέντε θαλασσών εις την μικράν και άτιμον Ελλάδα χωρίς να δώση κανείς λόγον αυτής της καταστροφής;» Ναι, είναι δυνατόν, απαντούν σήμερα οι αναθεωρητές, η λογική των οποίων θα οδηγούσε, αν επικρατούσε τότε, να μη λογοδοτήσει κανείς ή να παραπεμφθούν σε ένα πολιτικό δικαστήριο, μετά από κοινοβουλευτική διαδικασία, και τελικά να δικαστούν για… αμέλεια, το πολύ σε μερικά χρόνια φυλάκιση, για το… «εν Μικρά Ασία στρατιωτικόν ατύχημα», όπως χαρακτήριζε στην απολογία του την Καταστροφή ο Γούναρης.

Οι κατηγορούμενοι: από τα αριστερά, Μ. Γούδας, Γ. Μπαλτατζής, Ξ. Στρατηγός, Δ. Γούναρης, Ν. Στράτος, Ν. Θεοτόκης, Π. Πρωτοπαπαδάκης

Οι διπλωματικές ευθύνες

Ας δούμε όμως τις πράξεις που τεκμαίρουν τον δόλο διά πράξεων και παραλείψεων. Οι πολιτικοί που ανέλαβαν τη διακυβέρνηση της χώρας τον Νοέμβριο του 1920, με παρελθόν σταθερά αντίθετο στην εθνική ολοκλήρωση (όπως είχε καταδείξει η εμμονική τους στάση ως το 1917, παρότι διεξήγετο ήδη γενοκτονία του ελληνισμού), παρά τη διακοίνωση των Δυνάμεων που προειδοποιούσαν ρητά με έκπτωση της Ελλάδας από τη συμμαχία σε περίπτωση επανόδου του Κωνσταντίνου, προχώρησαν σε αυτήν, με διενέργεια μάλιστα δημοψηφίσματος. Συνέπεια: η Ελλάδα να θεωρηθεί συνένοχος εχθρικών για τις Δυνάμεις πράξεων του Κωνσταντίνου (επικυρωμένων από τη λαϊκή ψήφο) και να εκπέσει έτσι της συμμαχίας που ήταν προϋπόθεση επιτυχίας της στρατιωτικής επιχείρησης στη Μικρά Ασία. Συγχρόνως, αγνόησαν την προειδοποίηση των Δυνάμεων για οικονομικό αποκλεισμό της Ελλάδας, στερώντας την Ελλάδα από τεράστια ποσά (33 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ, 5 εκατομμύρια αγγλικές λίρες, 550 εκατομμύρια γαλλικά φράγκα), αλλά και από πιστώσεις για πολεμικό υλικό, προκαλώντας οικονομική ασφυξία, αλλά και τεράστια προβλήματα στρατιωτικού ανεφοδιασμού. Έφτασαν μάλιστα στο σημείο, με σύμβαση που υπέγραψαν, να παραιτηθούν πιστώσεων για τις οποίες είχαν αναλάβει υποχρεώσεις οι σύμμαχοι, ενώ περιχαρείς οι οπαδοί τους τραγουδάγανε «δεν θέλουμε παράδες, δεν θέλουμε λεφτά, μόν’ θέλουμε τον Κώτσο, τον Κώτσο βασιλιά».
Υπονόμευαν έτσι οι μετανοεμβριανές κυβερνήσεις συνειδητά τους όρους επιτυχίας της εκστρατείας. Επιπροσθέτως: η εξέλιξη αυτή ματαίωσε περαιτέρω μέτρα εις βάρος της Τουρκίας, που, βάσει του άρθρου 36 της Συνθήκης των Σεβρών, θα μπορούσαν να ληφθούν αν η Τουρκία επέμενε να μην αποδέχεται τους όρους της – κάτι που ευθέως παρέπεμπε σε απόσπαση και της Κωνσταντινούπολης που ελεγχόταν άλλωστε από συμμαχικές δυνάμεις. Η αντιβενιζελική ηγεσία απέκρυπτε συστηματικά από τον λαό τη διεθνή απομόνωση της χώρας, αλλά και δηλώσεις των πρωθυπουργών Αγγλίας και Γαλλίας ότι η Ελλάδα δεν δύναται να τύχει ουδεμιάς υποστηρίξεως όσο βρίσκεται στον θρόνο ο Κωνσταντίνος. Αγνοώντας τις συμμαχικές διακοινώσεις του Ιανουαρίου 1921 για τη μέλλουσα να συνέλθει συνδιάσκεψη του Λονδίνου (για «αναγκαίες συνεπεία των γεγονότων τροποποιήσεις της Συνθήκης των Σεβρών») και απαντώντας ότι εντός τριών μηνών μπορούσαν να επιβάλουν χωρίς καμιά συμμαχική βοήθεια ειρήνευση στην Ανατολή, διέταξαν την αποτυχημένη επίθεση του Μαρτίου. Επίθεση που έγινε χωρίς προπαρασκευή και ενισχύσεις και επέφερε την πρώτη επιτυχία του εχθρού, με συνέπεια την τόνωση του ηθικού του. Απορρίπτοντας στη συνέχεια τις προτάσεις των Δυνάμεων, με τις οποίες τον Ιούνιο του 1921 εσώζετο τουλάχιστον η Ανατολική Θράκη και επιτυγχάνετο η αυτονομία της Ιωνίας, με διατήρηση ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, προχώρησαν τελικά, από το φθινόπωρο του 1921, σε εν λευκώ ανάθεση στις Δυνάμεις μεσολαβητικού ρόλου, αποδεχόμενοι επί της ουσίας την απόσυρση από τη Μικρά Ασία και αναζητώντας απλώς φόρμουλα υλοποίησης της απόφασης. Ματαίωσαν, τέλος, την υστάτη προσπάθεια για μικρασιατική αυτονομία που θα μπορούσε να εξασφαλίσει την άμυνα της Ιωνίας (όπου υπήρχε συμπαγής ελληνισμός) λόγω των φόβων τους για ένα «βενιζελικό» κράτος.

Οι στρατιωτικές ευθύνες

Στο στρατιωτικό επίπεδο, η αντιβενιζελική ηγεσία κατηγορείτο διότι τοποθέτησε επικεφαλής ανώτερων και κατώτερων μονάδων απειροπόλεμα και άχρηστα στελέχη (αποτάκτους, ακόμη και αυτομόλους προς τον εχθρό κατά τον Α΄ Παγκόσμιο), επί χρόνια εκτός στρατεύματος, στελέχη που αγνοούσαν μεθόδους νεώτερου πολέμου, απομακρύνοντας συγχρόνως εκατοντάδες ικανά και εμπειροπόλεμα στελέχη υπό τα οποία ο ελληνικός στρατός θριάμβευε. Σύμφωνα με την κατάθεση του αντιβενιζελικού πρώην αρχιστρατήγου Παπούλα, το υπουργείο Στρατιωτικών τοποθετούσε στη Μ. Ασία ανεπαρκείς αξιωματικούς που ομολογούσαν φτάνοντας οι ίδιοι την ανεπάρκειά τους. Αποτυχόντες παρασημοφορούνταν ενώ άλλοι, με πολιτικές προσβάσεις, παρέμεναν στην Αθήνα και ουδέποτε εστάλησαν στη Μ. Ασία. Στρατιώτες λιποτακτούσαν και δεν ενοχλούνταν όταν δεν επέστρεφαν από άδεια ενώ ψηφίζονταν νόμοι αμοιβής στασιαστών, λιποτακτών, ακόμη και αυτομόλων προς τον εχθρό, καθώς και αποζημιώσεις κομματικών οπαδών, τη στιγμή που ο μαχόμενος στρατός έπασχε όλο και περισσότερο από ελλείψεις υλικού, μισθοδοσίας, τροφής και ιματισμού.
Στο επιχειρησιακό πεδίο, σταμάτησε ο αποκλεισμός των μικρασιατικών παραλίων που περιόριζε την τροφοδοσία, ενίσχυση και στρατολόγηση του κεμαλικού στρατού. Διεκόπη επίσης κάθε επιχειρησιακή βοήθεια των συμμάχων που υπήρχε ως το 1920: π.χ. κατάληψη της Σμύρνης (έγινε συνοδεία αγγλικών πλοίων), παρουσία Βρετανών αξιωματικών στο Επιτελείο ή σε επιχειρήσεις, όπως το καλοκαίρι του 1920, στην επίθεση προς Προύσα π.χ. ή στην απόβαση στην Ανατ. Θράκη, όπου συμπράττουν με πυρά αγγλικά πλοία. Η συνδρομή αυτή ενίσχυε το ηθικό των Ελλήνων στρατιωτών και καταρρίπτει τις απόψεις πως οι σύμμαχοι ήταν εξαρχής αδιάφοροι για τον ελληνικό αγώνα. Ο κεμαλικός στρατός οργανώνεται σοβαρά και επιβάλλεται στον τουρκικό εσωτερικό διχασμό μόνο μετά την πολιτική μεταβολή της 1ης Νοεμβρίου που προκάλεσε αναθάρρυνση στο τουρκικό στρατόπεδο και κυρίως μετά τις πρώτες ελληνικές στρατιωτικές αποτυχίες. Η αποτυχούσα επίθεση του Μαρτίου του 1921, που διετάχθη από τον Γούναρη εκ Λονδίνου, πριν αποδώσει δυνάμεις η επιστράτευση, και στη συνέχεια, και παρά την αντίθεση της Στρατιάς, η εκστρατεία προς Άγκυρα (που ήταν πολιτική απόφαση, με τον Γούναρη να παρατηρεί τον επιτελάρχη Πάλλη ότι… υπερβάλλει όταν του εξηγούσε τους κινδύνους) με τις τρομακτικές απώλειες, θα προκαλέσουν βαρύ ηθικό κλονισμό. Τους επόμενους μήνες, εν όψει της απόφασης για εκκένωση της Μ. Ασίας, εντάθηκε η ηττοπαθής προπαγάνδα του κυβερνητικού συνασπισμού, του οποίου παράγοντες ανταγωνίζονταν σε άρθρα ή συζητήσεις ποιος θα υποστηρίξει καλύτερα πως ο αγώνας στη Μικρά Ασία δεν είχε κανένα νόημα, αλλά τουναντίον αποτελούσε «γάγγραινα». Όλα τούτα –σε έναν στρατό που μαχόταν επί δέκα χρόνια κι ήταν φυσικός ο ηθικός και σωματικός του κάματος– μείωσαν στο ελάχιστο την πολεμική του διάθεση.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα ηθικής διάλυσης, η κυβέρνηση αποφάσισε τον Μάιο του 1922 διορισμό ως αρχιστρατήγου του «γνωστού εις πάντας ως ανισορρόπου και διαλυτικού στοιχείου» Χατζανέστη (εκτός στρατεύματος από το 1916), με επιτελάρχη τον επιτελάρχη του παραδοθέντος στους Γερμανοβουλγάρους το 1916 Δ΄ Σώματος. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τους τέσσερις διοικητές των Σωμάτων και οι τέσσερις ήταν υποστράτηγοι, ουδείς αντιστράτηγος, και από τους 12 διοικητές μεραρχιών, οι εννέα ήταν συνταγματάρχες και μόλις τρεις υποστράτηγοι. Τις παραμονές της τουρκικής επίθεσης, σχεδόν όλοι ήξεραν από εκμυστηρεύσεις του Χατζανέστη και ανώτατων αξιωματικών ότι η απόφαση της εκκένωσης είχε ληφθεί. Ωστόσο δεν γινόταν καμία ενέργεια για να υλοποιηθεί έστω το σχέδιο οχύρωσης πέριξ της Σμύρνης (που είχε ετοιμάσει προ της 1ης Νοεμβρίου 1920 το Επιτελείο). Αντιθέτως, διατάχθηκε η μετακίνηση από το μικρασιατικό μέτωπο 12 ταγμάτων (13.000 ανδρών) προς τη Θράκη, βάσει ενός αφελούς σχεδίου για προέλαση προς την Πόλη (που φυσικά δεν υλοποιήθηκε διότι ζητήθηκε η άδεια των Δυνάμεων!), ώστε να υπάρχει το άλλοθι μιας μεγάλης συμβολικής επιτυχίας. Να σημειωθεί ότι τέσσερα από τα τάγματα αυτά αποσύρθηκαν από τον κρίσιμο τομέα του Αφιόν Καραχισάρ όπου εκδηλώθηκε η τουρκική επίθεση. Παρά τη ματαίωση του «σχεδίου», οι δυνάμεις δεν επέστρεψαν και θα λείψουν σε έναν κρισιμότατο τομέα.

Η κατάρρευση


Οι ιστορικοί της αναθεώρησης και της θεωρίας του «ανέφικτου» της ελληνικής νίκης, θέλοντας να παραστήσουν ως αναπόφευκτη την ήττα, ώστε να αποσείσουν την ευθύνη των κυβερνώντων, αποφεύγουν σταθερά να μιλήσουν για τα δεδομένα του Αυγούστου του 1922 που έκαναν εφικτή την τουρκική προέλαση. Δεν μιλούν έτσι για τη μειονεκτικότατη διάταξη του στρατεύματος, που δεν κάλυπτε επαρκώς το πιο ασθενές τμήμα της ελληνικής προκάλυψης όπου ήταν βέβαιο –υπήρχαν άλλωστε οι πληροφορίες– ότι θα εκδηλώνετο η τουρκική επίθεση. Η άμυνα τμήματος 100 χλμ. (το δεξιό τμήμα του νοτίου μετώπου), τμήμα κρίσιμης σημασίας αφού κάλυπτε τις συγκοινωνίες μεταξύ Αφιόν-Σμύρνης, είχε ανατεθεί σε δύο μόνο μεραρχίες (1η και 4η) του Α΄ Σώματος. Μόνη εφεδρεία που είχε προβλέψει η Στρατιά γι’ αυτό το επικίνδυνο τμήμα ήταν ένα σύνταγμα (απόσπασμα Πλαστήρα). Η ελαττωματική αυτή διάταξη γινόταν ακόμη πιο επικίνδυνη αφού είχαν καταργηθεί τα Συγκροτήματα ως τρόπος διοικήσεως, με αποτέλεσμα Α΄ και Β΄ Σώμα, στην ευρύτερη περιοχή του νοτίου μετώπου, να μη μπορούν να δράσουν ενιαία αλλά να περιμένουν διαταγές από τη Σμύρνη.
Εκεί, υπήρχε ένας αρχιστράτηγος χωρίς καμιά αίσθηση της πραγματικότητας, που πριν την τουρκική επίθεση δήλωνε αισιόδοξος και βέβαιος ότι «το μέτωπον είναι ακλόνητον» (παρότι οι αναφορές μιλούσαν για ακατάσχετη τάση στρατιωτών προς επιστροφή στις εστίες των και τελεία έλλειψη ηθικού πνεύματος), ενώ μετά την εκδήλωση αυτής επέδειξε απίστευτη αδράνεια και ολιγωρία. Αγνοώντας τον κίνδυνο της μακρότατης αμυντικής γραμμής, αλλά και το υπόμνημα του υπαρχηγού Πάσσαρη για ενίσχυση του νότιου τομέα, ο Χατζανέστης θα παρέμενε στη Σμύρνη, 450 χλμ. μακριά από την πρώτη γραμμή, ακόμη κι όταν έρχονταν πληροφορίες για επικείμενη επίθεση, ακόμη κι όταν άρχισε να διαφαίνεται μια δεινή ήττα, ακόμη κι όταν χάθηκε η επαφή με τις διοικήσεις των Σωμάτων.
Η τουρκική επίθεση εκδηλώθηκε την αυγή της 13ης Αυγούστου ακριβώς στο διάκενο και στα άκρα 1ης και 4ης μεραρχίας. Από τις 08:30 το πρωί της ημέρας αυτής, το Α΄ Σώμα ανέφερε προς τη Στρατιά ότι αυτή είναι η κυρία προσπάθεια του εχθρού. Η πρώτη διαταγή της Στρατιάς όμως, που ελήφθη… το απόγευμα, θεωρούσε ότι «αι προθέσεις του εχθρού δεν διευκρινίσθησαν εισέτι» και απαγόρευε την ενίσχυση του Α΄ Σώματος με την 9η μεραρχία του Β΄ Σώματος ενώ διέτασσε… αντεπίθεση. Δύο μεραρχίες θα αντιμετωπίσουν ηρωικά εννέα εχθρικές ενώ 21 τάγματα πεζικού και οκτώ μοίρες πυροβολικού παρέμεναν αγωνιώδεις θεατές σε λίγα χιλιόμετρα απόσταση. Η αδράνεια του Β΄ Σώματος την κρίσιμη 13η Αυγούστου επέφερε την επομένη διάσπαση της ελληνικής παράταξης. Η κατάρρευση αυτή που επέφερε και κατακρήμνιση του ηθικού, επέβαλλε άμεση σύμπτυξη σε βάθος (είτε προς βορράν όπου το Γ΄ Σώμα, είτε προς Τουμλού Μπουνάρ) ώστε να καταληφθεί μια νέα ισχυρή γραμμή αντίστασης και να γίνει πίσω από αυτήν η ανασύνταξη. Όμως τα δύο Σώματα μάταια περίμεναν σχετική διαταγή της Στρατιάς. Οι διαταγές, με καθυστέρηση ωρών, ήταν εκτός τόπου και χρόνου, αφού η τακτική κατάσταση άλλαζε άρδην από ώρα σε ώρα. Η διαταγή π.χ. που η Στρατιά εξέδωσε στις 3 το μεσημέρι της 14ης Αυγούστου και έφτασε στο Α΄ Σώμα στις 8 το βράδυ ήταν απίστευτη: επέμενε στην εντολή για… αντεπίθεση, ενώ σε περίπτωση υποχώρησης αυτή να γίνει βήμα- βήμα, εκθέτοντας δηλαδή διαρκώς το πλευρό των ελληνικών μονάδων στον εχθρό. Η επόμενη διαταγή που ακυρώνει αυτήν εκδίδεται στις 7 το απόγευμα και φτάνει στα Σώματα χαράματα της 15ης Αυγούστου. Και πάλι η εντολή είναι για βήμα-βήμα υποχώρηση. Αυτή η εντολή θα οδηγήσει σε πλήρη διακοπή κάθε συνδέσμου και επικοινωνίας μεταξύ των δύο ομάδων μεραρχιών που υποχωρούσαν, αφού η συνεχής εν μέσω προσβολών του εχθρού πορεία προκαλεί διάλυση.
Τι πράττει η πολιτική ηγεσία τότε; Παρότι γνωρίζει τη γενική διάλυση, εκδίδει στις 21 Αυγούστου διάταγμα αποστράτευσης και επ’ αόριστον αδείας ορισμένων ηλικιών και διατάσσει προετοιμασία εκκένωσης και μεταφοράς αρχείων υπηρεσιών! Τόσο αυτές οι πράξεις, που ωθούν σε μεγαλύτερη φυγή, όσο και ο νόμος 16-7-1922/ ΦΕΚ 119 της 20-7-1922 (που απαγορεύει αποβίβαση στην Ελλάδα προσώπων ομαδόν αφικνουμένων, με εξοντωτικές κυρώσεις σε πλοιοκτήτες και πλοιάρχους), νόμος που συμπίπτει με τη διακήρυξη αυτονομίας στη Σμύρνη (19 Ιουλίου), μαρτυρούν πως μόνο ένα πράγμα έχει στον νου του το καθεστώς: Να εκκενωθεί ταχύτατα η Μικρασία (γι’ αυτό και δεν προβάλλεται άμυνα ούτε στην εξαιρετικά προσφερόμενη χερσόνησο της Ερυθραίας) και να μην έλθουν προσφυγικοί πληθυσμοί στην Παλαιά Ελλάδα και αλλάξουν οι πολιτικές ισορροπίες. Οι Μικρασιάτες παραδίδονται συνειδητά στη σφαγή χάριν του κομματικού συμφέροντος. Αυτός ήταν ο λόγος που καθυστερούσε, άλλωστε, πριν την τουρκική επίθεση η αποφασισμένη εκκένωση της Μ. Ασίας: ο φόβος προσφυγικού κύματος.

Η εκτέλεση

Με τα γεγονότα αυτά νωπά και το αίμα ακόμη να τρέχει στη Μ. Ασία, ήταν αδύνατο η απόφαση του στρατοδικείου το ξημέρωμα της 15ης Νοεμβρίου να είναι άλλη από τη θανατική καταδίκη Έξι από τους υπαιτίους της Καταστροφής. Η απόφαση αυτή εκτελέστηκε το ίδιο πρωί, παρά τις ισχυρότατες πιέσεις και τη ρηματική διακοίνωση της Αγγλίας για να την αποτρέψει. Οι απειλές για διακοπή των διπλωματικών σχέσεων (που υλοποιήθηκαν με την αποχώρηση του πρέσβη Λίντλεϋ, τον οποίο μια μέρα νωρίτερα αντιμετώπισε ψυχρότατα ο Πλαστήρας) δεν πτόησαν ωστόσο τους επαναστάτες. Διότι η τιμωρία των υπαιτίων της Καταστροφής και η απόφαση του στρατοδικείου δεν ήταν απλώς μια δικαστική, αλλά μια βασική επαναστατική πράξη. Πράξη που προκάλεσε σε όλη τη χώρα συγκίνηση, κατάπληξη, αλλά και τρόμο που αποδείχθηκε σωτήριος: ανασυγκροτήθηκε ο στρατός, οργανώθηκε η στρατιά του Έβρου που έσωσε τη Δυτική Θράκη, συγκρατήθηκε το αίσθημα εκδίκησης και η λαϊκή οργή, έγινε δυνατή η κοινωνική ανάταξη, η ενσωμάτωση των προσφύγων, η ανόρθωση και τελικά η επιβίωση του έθνους.
Σήμερα όσοι μιλούν για δικαστικό έγκλημα ξεχνούν πως, πέρα από τους στρατοδίκες του 1922 και πέρα από τους θεωρητικούς της αναθεώρησης, υπάρχουν και κρίνουν και κάποιοι άλλοι Δικαστές. Αυτοί που τα οστά τους είναι σπαρμένα στα βουνά και στα ακρογιάλια της Μικράς Ασίας. Και αυτοί μπορεί να είναι επιεικείς με την πλάνη ή με την ατυχία, με ένα όμως είναι αυστηροί: με το συνειδητό ψεύδος των ενόχων και των μαρτύρων υπεράσπισης. Για τούτο και ο στίχος του Παλαμά, του βάρδου της Ιδέας, που ύψωσε ηγετικά τη φωνή του εκείνες τις μέρες της συμφοράς γράφοντας τους περίφημους «Λύκους», στίχος- υπόμνηση με κύρος χρησμού εσαεί για όσους αναλαμβάνουν να παίξουν με τις τύχες του Ελληνισμού μα και για όσους κρατούν την αισθηματική τάχα λύρα για να δικαιώσουν μια ντροπιαστική φευγάλα, είναι πάντα επίκαιρος:


Της Λύρας κάμε σκοινιά τις κόρδες για μια κρεμάλα·
ή στα σκουπίδια, να μη βαραίνη μας τη φευγάλα!

ΣΧΕΤΙΚΑ

4 ΣΧΟΛΙΑ

Σπύρος Καναβός 13 Απριλίου 2023 - 08:03

Συμφωνώ με τα περισσότερα σημεία του άρθρου σας. Ιδίως με την στάση της αντιβενιζελικής παράταξης τα δύο πρώτα χρόνια της έναρξης του Α’ ΠΠ και της στάσης της σε πολλές φάσεις της Μικρασιατικής Εκστρατείας (ΜΕ). Για τον διχασμό φταίνε και οι δύο παρατάξεις. Ο μεγάλος πολιτικός Ε. Βενιζέλος – μιλώντας με κοινωνιολογικούς όρους, που εξέφραζε την ρωμαλέα και ανερχόμενη εμπορευματική τάξη η οποία, όπως συνήθως επιθυμεί την επέκταση, συνέλαβε καλύτερα το νόημα των καιρών. Η αντιβενιζελική παράταξη εξέφραζε τους αγρότες και τους κτηματίες που μάλλον δεν επιθυμούσαν την ΜΕ.
Όμως το σημείωμά σας έχει και αδύνατα σημεία: κατ’ αρχήν ωραιοποιείτε την μία πλευρά χωρίς να παραθέτετε επιχειρήματα της άλλης. Π.χ. Ο αντιστράτηγος Παναγιωτάκος – δεν έχω το βιβλίο του μπροστά μου, λέει ότι βενιζελικοί αξιωματικοί είχαν εγκαταλείψει τις μονάδες τους και τους σίτιζε γνωστός επιχειρηματίας (ο …πάντα με το γκουβέρνο) στην Κωνσταντινούπολη, όπου ετοίμαζαν και ακολούθως πραγματοποίησαν το πραξικόπημα του 1922. Η στρατιωτική κίνηση του 1922 δεν ήταν κίνημα όπως επιτηδείως αναφέρεται από τους προοδευτικούς ούτε επανάσταση. Ήταν πραξικόπημα. Αν ο Ελληνικός λαός ήταν ώριμος λαός θα επέβαλλε την Νέμεση μέσω Κοινοβουλίου. Οι Βρετανοί και όταν οι Γερμανοί ήσαν προ των πυλών στα 1940 δεν ανέστειλαν την λειτουργία του Κοινοβουλίου. Το Κοινοβούλιο λειτουργούσε και έδειξε εν τοις πράγμασι την ανωτερότητα του δημοκρατικού πολιτεύματος και όσον αφορά στην αποτελεσματικότητα. (σωστή λήψη των αποφάσεων κ.α.). Αλλά τους Βρετανούς τους υβρίζουν πολλοί Έλληνες μόνο αυτοί προσέτρεξαν σε βοήθεια (1897 στον αποτυχόντα πόλεμο, 1944 μας κράτησαν στη Δύση κ.α.).

ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Σπύρος Καναβός 13 Απριλίου 2023 - 08:10

Ο πατέρας μου και ο παππούς μου ήσαν βενιζελικοί όταν στη Μεσσηνία οι βενιζελικοί ήσαν δακτυλοδεικτούμενοι. Οι βενιζελικοί όμως ώ άνθρωποι και ως πολιτικοί στην καθημερινή ζωή της Ελλάδος δεν ήσαν τίποτα το διαφορετικό από τους άλλους.
Οι πραξικοπηματίες του 1922 στο εσωτερικό παρίσταναν τον σπουδαίο, αλλά υποτάσσονταν στον ξένο παράγοντα. Παραθέτω ένα απόσπασμα για να δείτε το ποιόν των πραξικοπηματιών. Αντιγράφω από το βιβλίο του Γιάννη Ανδρικόπουλου Η Δημοκρατία του Μεσοπολέμου Μορφωτικό Ίδρυμα Αγροτικής Τραπέζης, σ. 8. Αναφέρεται στο κατ’ εμέ πραξικόπημα, κίνημα για τους προοδευτικούς, και επανάσταση σύμφωνα με την αξιόλογη ιστοσελίδα „Άρδην – Ρήξη“. Περιγράφει ο τότε πρέσβυς της Μ. Βρετανίας Sir Francis Oswald Lindley: \\
„Οι συνταγματάρχες ζήτησαν από τον Γάλλο συνάδελφό μου και μένα να υποδείξουμε κυβέρνηση και μετά την άρνηση των πρέσβεων, ισχυρίζεται πάντοτε ο Λίντλευ, ο συνταγματάρχης Γονατάς μας διάβασε τότε μία σειρά ονόματα και μας ρώτησε αν είχαμε αντίρρηση. Είπαμε ότι δεν είχαμε καμία. Οι συνταγματάρχες υποσχέθηκαν ότι κανονική κυβέρνηση θα σχηματιζόταν χωρίς καμία καθυστέρηση“.\\
Προσθέτω, ότι ο αναφερόμενος Γονατάς ήταν και ο θεωρητικός των Ταγμάτων Ασφαλείας κατά την Κατοχή. Ο Στρατηγός Οθωναίος συνταξιούχος υπερήλιξ στα 1940 και ενώ οι Γερμανοί ευρίσκοντο στα Τέμπη βολιδοσκοπήθηκε από τον τότε ανώτατο άρχοντα για να αναλάβει την πρωθυπουργία. Η απάντηση:
– Δέχομαι υπό έναν όρο: Να συνάψω ειρήνη άνευ όρων με τους Γερμανούς. Και όπως αναφέρει ο διπλωμάτης καριέρας Αντώνιος Κοραντής στα βιβλία του έγινε πρωθυπουργός ο ανώτατος άρχων για ένα μήνα.

ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Θεοφάνης Βορεινάκης 20 Ιουλίου 2023 - 12:01

Αγαπητέ κε Χ”αντωνίου,

τα θερμά μου συγχαρητήρια για την εμπεριστατωμένη, ενδελεχή και αντικειμενική παράθεση των γεγονότων του μικρασιατικού δράματος…..το οποίο γέννησε την επανάσταση των Πλαστήρα-Γονατά-Φωκά και όχι κίνημα όπως επιμένουν να το αποκαλούν διάφορες ιστοσελίδες…..Αναγιγνωσκοντας τις αγορεύσεις των δημοσίων κατηγόρων στην επακολουθήσασα δίκη των εξ, σημειώνω το επιχείρημα ότι επικρατήσασα επανάσταση δημιουργεί δίκαιον και είναι αληθές πως και οι απριλιανοί συνωμότες μεταχειρίσθηκαν την ίδια επιχειρηματολογία προκειμένου να δικαιολογήσουν την δικτατορία τους, όμως τελείως διαφορετική ήταν η Ελλάδα του 22 συγκριτικά με αυτήν του 67! Οσον αφορά τον καταλογισμό των ευθυνών της τραγωδίας και την δια της νομίμου οδού απόδοσης δικαιοσύνης, είναι δυνατόν να μην κρίνονται ένοχοι της συμφοράς, ο αρχιστράτηγος, ο πρωθυπουργός, οι υπουργοί στρατιωτικών, εξωτερικών, οικονομικών, εσωτερικών; Ο Νικόλαος Τρικούπης μνημονεύοντας το χρονικό της αιχμαλωσίας του από τον Κεμάλ και τον Ινονού, αναφέρει ότι τον μεταχειρισθηκαν σαν φιλοξενούμενο και όχι σαν αιχμάλωτο, αλλά όταν τον πληροφόρησαν πως ήταν και ο αρχιστράτηγος του ελληνικού στρατού εν αγνοία του, αναρωτήθηκε μήπως έπρεπε να αυτοκτονήσει και τότε η στάση τους άλλαξε άρδην, ατενίζοντάς τον σκληρά…Η εκτέλεση των εξ, προκάλεσε ένα σωτήρια ηλεκτροσοκ της υπό διάλυσιν νεοελληνικής υπόστασης, δικαιώνοντας τους Λατίνους που επικαλούντο τη ρήση, salus patriae supremus lex esto! Τέλος σχετικά με την πρόσφατη αναψηλάφηση της δίκης και την αθώωση των εξ, σημειώνω ότι αυτή δικαιολογήθηκε λόγω παραγραφής του αδικήματος, ετυμηγορία που σύμφωνα με τα ολίγα νομικά μου, πρέπει να υποδηλώνει ότι οι κατηγορίες ναι μεν ετελέσθησαν, αλλά παρεγράφησαν…..

ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Θεοφάνης Βορεινάκης 22 Ιουλίου 2023 - 16:07

Η μοναδική υπηρεσία που προσέφεραν οι εξ στο Εθνος, ήταν η λόγω της εκτέλεσής των απότομη και βίαιη αφύπνισις του παράλυτου μετά την Καταστροφή Γένους. Και ο στρατηγός Πάγκαλος με σκληρή πειθαρχία συγκρότησε την στρατιά του Εβρου η οποία έσωσε τότε την Δυτική Θράκη.Ο εγκυρώτερος Αγγλος στρατιωτικός των νεώτερων χρόνων στρατάρχης Μοντγκόμερυ, θεωρεί το ηθικό σαν το κύριο και πρώτιστο στοιχείο κάθε στρατού…Δεν σχολιάζουμε όμως το γεγονός ότι πολλοί Τούρκοι στρατιώτες στην μοιραία επίθεση του θέρους του 22, ήταν άοπλοι και ακολουθούσαν αναμένοντας να οπλισθούν από τα όπλα των νεκρών η τραυματιών συναδέλφων τους, η το γεγονός πως Τούρκος στρατηγός αυτοκτόνησε αφού δεν μπόρεσε να καταλάβει ύψωμα σε τακτή προθεσμία, ενώ το είχε υποσχεθεί στον Κεμάλ…τον οποίο ο Μόντυ περιλαμβάνει στους δέκα καλύτερους στρατιωτικούς ηγήτορες του 1ου Π.Π. Αντιθέτως στο στρατόπεδό μας βασίλευε το Οίκαδε…..

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ