του Αθανάσιου Γκότοβου
Ομιλία κατά την παρουσίαση του ομώνυμου βιβλίου στις 9 Μάϊου στην Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών στα Γιάννενα.
Το βιβλίο με τίτλο 1909-1922: Επανάσταση και αντεπανάσταση στην Ελλάδα του Γιώργου Καραμπελιά που παρουσιάζουμε εδώ απόψε θεωρώ ότι είναι ένα από τα πιο ώριμα βιβλία του συγγραφέα με μια τριπλή έννοια. Πρώτον, είναι εξαιρετικά διεισδυτικό και εξαντλητικό σε ό,τι αφορά τις πτυχές του δημόσιου λόγου της εποχής, από το 1909 μέχρι το 1922, δηλαδή πριν, κατά τη διάρκεια και μετά από την μικρασιατική εκστρατεία και την ήττα του ελληνικού στρατού στα τουρκικά εδάφη, ενσωματώνοντας στα τεκμήριά του και την τελευταία λεπτομέρεια. Δεύτερον, είναι ένα νηφάλιο και αναλυτικό κείμενο, απαλλαγμένο τόσο από την κανονιστική, και ιδιαίτερα την καταγγελτική ροπή που χαρακτηρίζει πολλά από τα ιστορικά αναγνώσματα για τη συγκεκριμένη εποχή, όσο και από τις επιρροές της δεσπόζουσας ιστορικής σκέψης στην σύγχρονη ελληνική ιστοριογραφία, τουλάχιστον αυτή των τελευταίων τριών δεκαετιών. Τρίτον, είναι ένα βιβλίο απελευθερωμένο από τις δεσμεύσεις και τους περιορισμούς μιας γραφής που είτε έξωθεν – με την έννοια των προσδοκιών και εμμονών ενός ιδεολογικού χώρου που δεν πρέπει να διασαλευθούν από τη γραφή – είτε έσωθεν, με την έννοια μιας αυτολογοκρισίας ή αυτοδιόρθωσης του ίδιου του συγγραφέα, όταν αισθάνεται ότι το κείμενό του προσκρούει σε οιονεί ιερές παραδοχές, οπότε αντιμετωπίζει το δίλημμα να τις σεβαστεί, παρότι είναι σαθρές, για να μην έχει μπελάδες, ή να εμφανίσει και να αντιτάξει τεκμήρια που τις ακυρώνουν.
Το θέμα το οποίο πραγματεύεται το βιβλίο είναι η τύχη του ελληνισμού της ανατολικής ακτής του Αιγαίου και γενικότερα η τύχη του ελληνισμού σε περιοχές που απαρτίζουν γεωγραφικά τη σημερινή Τουρκία (κυρίως Πόντο και Μικρά Ασία) σε μια κρίσιμη καμπή της οθωμανικής αυτοκρατορίας, και συγκεκριμένα στο μεταίχμιο της σουλτανικής και της κεμαλικής Τουρκίας, μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της γενικευμένης σύγκρουσης που ονομάζουμε πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Η τύχη των ελληνικών αυτών πληθυσμών, η ίδια η βιολογική τους ύπαρξη και η παραμονή στις εστίες τους, κρίθηκε από την αλληλεπίδραση τριών μακροπαραγόντων: (α) της νέας τουρκικής ελίτ που αναδύεται μετά την πολιτική μεταβολή στην Τουρκία τη δεύτερη δεκαετία του εικοστού αιώνα και η οποία επιχειρεί να ανακόψει την πορεία περαιτέρω συρρίκνωσης των εδαφών της οθωμανικής αυτοκρατορίας χωρίς όρια στις μεθόδους (η φυσική εξόντωση εθνοτήτων είναι η δεσπόζουσα), (β) της ελληνικής πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας η οποία σε μια κρισιμότατη για το μέλλον της χώρας περίοδο διχάζεται ως προς την ακολουθητέα επιλογή στο ζήτημα των συμμαχιών, και (γ) των ηγεσιών των εξωτερικών δυνάμεων (κρατών) που παρεμβαίνουν δυναμικά στα τεκταινόμενα προωθώντας η κάθε μία τις ιδιαίτερες επιδιώξεις της μέσω κινήσεων που πολύ αργότερα μάθαμε όλοι να αναφέρουμε ως Realpolitik. Επομένως το βιβλίο αφορά το τουρκικό πολιτικο-στρατιωτικό σύμπλεγμα της εποχής, το αντίστοιχο ελληνικό, αλλά και το διεθνές, με την έννοια των ευρωπαϊκών δυνάμεων που παρεμβαίνουν στη σύγκρουση. Η Ρωσία με το νέο πολιτικό της καθεστώς είναι μία από αυτές.
Από την αλληλεπίδραση των τριών αυτών πόλων ισχύος θα εξαρτηθούν τόσο η προσπάθεια για την προστασία του ελληνισμού της Ανατολής μέσω της δημιουργία συνθηκών ασφαλούς διαβίωσης, όσο και η αποτυχία αυτής της προσπάθειας με την ήττα του ελληνικού στρατού. Όπως θα ανέμενε κανείς, η έμφαση είναι στη συμπεριφορά της ελληνικής πλευράς, τόσο σε επίπεδο ηγεσίας και θεσμών, όσο και σε επίπεδο κοινωνίας, δηλαδή των πολιτών που επηρεαζόμενοι από μια σειρά παραγόντων και συμφερόντων σταθμίζουν μέσω των εκλογών σε ποιον θα αναθέσουν την ευθύνη για τη διαχείριση των δημοσίων ζητημάτων ή, όπως πιο πεζά λέμε σήμερα, σε ποιον θα αναθέσουν την εξουσία. Μια τέτοια κρίσιμη για την πορεία του ελληνισμού της Ανατολής ανάθεση εξουσίας υπήρξε αυτή των εκλογών του Νοεμβρίου του 1920.
Τη δεύτερη δεκαετία του εικοστού αιώνα, πολύ πριν ο Βενιζέλος αποφασίσει να στείλει στρατεύματα στη Μικρά Ασία, οι ελληνικοί πληθυσμοί που ζουν εκτός ελληνικής επικράτειας, με πρώτους τους Έλληνες του Πόντου, αντιμετωπίζουν, μαζί με άλλες εθνοτικές ομάδες, όπως οι Αρμένιοι, ένα κεντρικό σχέδιο εξόντωσης αντίστοιχο εκείνου της ναζιστικής Γερμανίας που θα αποφασιστεί περίπου τρεις δεκαετίες αργότερα στη βίλα Βάνζεε του Βερολίνου και είναι γνωστό ως «τελική λύση» (Endösung) με ομάδα στόχο τους Εβραίους αυτή τη φορά, αλλά εμπνευσμένο ως ένα βαθμό από τις γενοκτονικού τύπου εθνοκαθάρσεις στην Τουρκία μετά το 1914-15. Η παραλληλότητα δεν αφορά μόνο τον όρο «εθνοκάθαρση», αλλά και πολλά άλλα στοιχεία, όπως τον ρόλο της αυτοκρατορικής Γερμανίας στα γεγονότα, τον προγραμματικό χαρακτήρα της δράσης, τις πρακτικές (με εξαίρεση τις βιομηχανικού τύπου μαζικές δηλητηριάσεις που υπήρξαν ναζιστική επινόηση), ακόμη και το λεξιλόγιο των θυτών. Για «μετεγκατάσταση» μιλούσε και το ναζιστικό καθεστώς, όταν στις 25.3.1944 φόρτωνε στα καμιόνια για τη Λάρισα με τελικό προορισμό το Άουσβιτς-Μπίρκενάου τους Ρωμανιώτες Εβραίους των Ιωαννίνων, αλλά για μετεγκατάσταση και οι Νεότουρκοι, όταν μεταφέρουν με τις γνωστές πορείες θανάτου τους Έλληνες της Πόντου στις ερήμους της Ανατολίας και της Συρίας. Είναι η εποχή που ο ελληνισμός της Ανατολής απειλείται κυριολεκτικά με εξόντωση και αυτό θέτει ένα δίλημμα στην ηγεσία του τότε ελληνικού κράτους ήδη από το 1915, και όχι μόνον όταν τον Μάϊο του 1919 ο Κεμάλ αναθέτει στον Τοπάλ Οσμάν την εφαρμογή της τελικής λύσης στην περιοχή του Πόντου. Αφήνουμε αυτούς τους πληθυσμούς στο έλεος των Νεοτούρκων ή παρεμβαίνουμε για την προστασία τους και πιθανώς την ενσωμάτωσή τους στο ελληνικό κράτος; Η επιλογή της σωτηρίας των πληθυσμών αυτών μέσω της προσαρμογής τους στο νέο καθεστώς ήταν τόσο ρεαλιστική, όσο η προσπάθεια ορισμένων ηγεσιών εβραϊκών κοινοτήτων στις κατεχόμενες από τους Ναζί περιοχές να αποφύγουν την «τελική λύση» μέσω της συμμόρφωσης στους κατακτητές. Πάνω σε αυτό το δίλημμα η Ελλάδα διχάστηκε σχεδόν σε όλες τις εκφάνσεις του δημοσίου βίου: από την πολιτική και τον τύπο, μέχρι την τέχνη και την εκκλησία. Η ίδια η θεσμική κορυφή του κράτους μιλούσε δύο διαφορετικές και αντίθετες γλώσσες σε ό,τι αφορά τη θέση και τη στάση της χώρας στις ευρωπαϊκές εξελίξεις, τις πιθανές συμμαχίες και τη στρατηγική για την προστασία των ελληνικών πληθυσμών στα εδάφη της Τουρκίας.
Ο Γιώργος Καραμπελιάς στο βιβλίο του μελετά διεξοδικά τις τάσεις μέσα στην ελληνική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία, αλλά και αυτές που κυκλοφορούν στον δημόσιο λόγο μέσω της αρθρογραφίας σε μεγάλες εφημερίδες της εποχής, και διαπιστώνει ότι παράγοντες του πολιτικού κόσμου που βρίσκονται σε διαμετρικά αντίθετες θέσεις σε ό,τι αφορά το κοινωνικό ζήτημα, συμπίπτουν στο «δια ταύτα» στο ζήτημα της ελληνικής παρέμβασης για την προστασία του ελληνισμού της Ανατολής. Η εξόντωση του ποντιακού και μικρασιατικού ελληνισμού, επομένως, κυοφορείται και πραγματώνεται σε μια εποχή σφοδρών αντιπαραθέσεων και ρήξεων σε επίπεδο κορυφής – και όχι μόνο – στην Ελλάδα που έχει πολιτογραφηθεί ως «εθνικός διχασμός». Αναμφίβολα η πιο χαρακτηριστική και πιο ολέθρια πτυχή αυτού του διχασμού υπήρξε η σύγκρουση στρατηγικής στη διαχείριση του ελληνισμού της Ανατολής που ξεκινά με τη διαφωνία Κωνσταντίνου-Βενιζέλου το 1915 γύρω από την πλευρά στην οποία η Ελλάδα είχε συμφέρον να τοποθετηθεί μέσα στη γενικευμένη ευρωπαϊκή σύγκρουση. Ο διχασμός θα ενταθεί το 1916 και θα λάβει τη μορφή πραγματικής δυαρχίας εδαφικά προσδιορισμένης. Η διετία 1917-1919 είναι η περίοδος της γλωσσο-εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, η οποία συντελείται επίσης μέσα σε κλίμα γλωσσο-εκπαιδευτικού διχασμού. Μέσα στο ίδιο κλίμα θα γίνουν και οι εκλογές του Νοεμβρίου του 2020, το αποτέλεσμα των οποίων, σε συνάρτηση και με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος για την επιστροφή του Κωνσταντίνου, θα επιδεινώσει την κατάσταση και θα δημιουργήσει το μοιραίο ρήγμα με τις εξωτερικές δυνάμεις που είχαν εμπλακεί στη σύγκρουση και στη στάση και τις επιδιώξεις των οποίων η βενιζελική πλευρά είχε βασίσει τη στρατηγική της για δυναμική παρέμβαση στην περιοχή της Σμύρνης και αλλού. Στο βιβλίο ο συγγραφέας καταπιάνεται με τη μεταστροφή του κοινού υπέρ της συντηρητικής παράταξης καθώς και με την ιδεολογική προετοιμασία αυτής της μεταστροφής. Στο ίδιο μοτίβο αναλύει τις κινήσεις της νέας ηγεσίας τόσο σε πολιτικό επίπεδο με την παλινόρθωση της βασιλείας και την αναδιάταξη της εξωτερικής πολιτικής, όσο και στο επίπεδο διαχείρισης της στρατιωτικής σύγκρουσης στη Μικρά Ασία.
Για τον διχασμό αυτό της ελληνικής πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας, αλλά και του πνευματικού κόσμου της εποχής, που φτάνει μέχρι τον απλό πολίτη, γύρω από το ζήτημα του Ελληνισμού της Ανατολής, ο Καραμπελιάς χρησιμοποιεί στον τίτλο του βιβλίου τους όρους «επανάσταση» και «αντεπανάσταση», θέλοντας να υπογραμμίσει τη δυναμική ελληνική παρέμβαση στα εδάφη της Μικράς Ασίας ως στρατηγική για την εθνική ολοκλήρωση είτε μέσω της ενσωμάτωσης των περιοχών με ελληνικούς πληθυσμούς στο ελληνικό κράτος είτε με την επίτευξη μιας διεθνούς συμφωνίας που θα χορηγούσε ειδικό καθεστώς στις περιοχές αυτές. Η στρατηγική αυτή είχε τους αντιπάλους της, βεβαίως, οι οποίοι όμως δεν ήταν σε θέση να απαντήσουν στο ζωτικής σημασίας ερώτημα «τι κάνουμε με τον Ελληνισμό της Ανατολής». Διότι οι έμμεσες προτροπές να προσαρμοστούν στο νεοτουρκικό καθεστώς μέχρι νεωτέρας, ήταν άνευ αντικρίσματος: όποιος κάνει εθνοκάθαρση δεν ενδιαφέρεται για τη συμμόρφωση των θυμάτων στην εξουσία του, ενδιαφέρεται μόνο για την εκδίωξη ή τη φυσική εξόντωσή τους. Την ίδια αξία είχαν και οι προτροπές ο ελληνισμός του Πόντου και της Μικράς Ασίας να αγωνιστεί από κοινού με τον τουρκικό λαό για μια νέα σοσιαλιστική Τουρκία. Είχε μεσολαβήσει ήδη η λενινιστική διευθέτηση της ρωσοτουρκικής σύγκρουσης την οποία οι Έλληνες του Πόντου έζησαν από πρώτο χέρι.
Κόντρα στην επικρατούσα στον ελληνικό ακαδημαϊκό χώρο, και όχι μόνον, άποψη ότι η ιστορία είναι ανάλυση «αφηγημάτων» για το παρελθόν και ότι ο ιστορικός είναι απλά ένας ειδικός στην ανάλυση αφηγημάτων, χωρίς όμως το προϊόν της ανάλυσης αυτής να οδηγεί σε μια έγκυρη και αξιόπιστη αναπαράσταση των συμβάντων, ο συγγραφέας του βιβλίου ασχολείται πρωτίστως με το τι συνέβη και τι ειπώθηκε την περίοδο που ερευνά, και όχι τόσο με μεταγενέστερα ιστορικά αφηγήματα για τη Μικρασιατική Καταστροφή και με τα κίνητρα των παραγωγών τους. Προσπαθεί να ξεναγήσει τον αναγνώστη στα συμβάντα και στις στρατηγικές των μετεχόντων σε αυτά, βασιζόμενος σε μια σειρά από τεκμήρια της εποχής. Επιχειρεί να δημιουργήσει μια απεικόνιση των δρώμενων του συγκεκριμένου παρελθόντος, τοποθετώντας πάνω στο ανατομικό τραπέζι όσα η εποχή εκείνη άφησε πίσω της σε επίπεδο λόγου και πράξης. Αντί να ασχολείται με το ποιος γράφει αργότερα, μετά τα συμβάντα, τι, για ποιους, με ποιο κίνητρο, σκοπιμότητα ή δέσμευση και με ποια τακτική συγγραφής – κάτι που θα προσδοκούσε ο μέσος μεταμοντέρνος διανοούμενους – ασχολείται με τα πρόσωπα, τα γεγονότα και τις καταστάσεις της εποχής για να περιγράψει και να εξηγήσει νοοτροπίες, στάσεις και δράσεις των πρωταγωνιστών. Αν λοιπόν η μεταμοντέρνα ιστοριογραφία είναι η ορθοδοξία της εποχής, ο συγγραφέας του βιβλίου είναι ο αιρετικός της εποχής. Αλλά ένας αιρετικός που θεωρώ ότι βρίσκεται πιο κοντά στο πνεύμα του ιδρυτή της ιστορικής επιστήμης για το τι συνιστά Ιστορία.
Το βιβλίο του Καραμπελιά ενισχύει την ιστορική και πολιτική παιδεία σε ατομικό επίπεδο (ο αναγνώστης μαθαίνει διαβάζοντάς το και προβληματίζεται δημιουργικά), αλλά και σε συλλογικό, στο βαθμό που το κείμενο αποτελεί αντικείμενο δημόσιας συζήτησης. Δεν έχω την αφέλεια να πιστεύω ότι τα μεγάλης εμβέλειας μέσα μαζικής επικοινωνίας, και ειδικά το ραδιόφωνο και η τηλεόραση, έτσι όπως λειτουργούν σήμερα, θα αφιερώσουν τηλεοπτικό και ραδιοφωνικό χρόνο για να καλύψουν την ανάγκη αυτή. Η ιστορική παιδεία έχει πάψει, δυστυχώς, από καιρό να θεωρείται μορφωτικό αγαθό και η έλλειψή της δεν ενοχλεί ούτε το ίδιο το άτομο, ούτε και τον κοινωνικό του περίγυρο. Ευτυχώς, όμως, υπάρχει ακόμη το σχολείο που, παρά τα προβλήματά του, θα μπορούσε να προσφέρει ιστορική παιδεία. Δεν ανήκω σε εκείνους που θεωρούν ότι η μάχη της ιστορικής παιδείας μέσω της εκπαίδευσης έχει χαθεί. Έχει υποχωρήσει, βεβαίως, εξ αιτίας κυρίως δύο παραγόντων: της υποβάθμισης γενικά εκείνου του είδους της παιδείας που δεν μεταφράζεται σε πολύ πρακτικές, εργαλειακού τύπου, δεξιότητες και, δεύτερον, της συγκυριακής επικράτησης στο χώρο των ιδεών (και των κειμένων που παράγουν οι φορείς αυτών των ιδεών) μιας μεταμοντέρνας αντίληψης για το παρελθόν, σύμφωνα με την οποία η αναζήτηση της ιστορικής αλήθειας δεν έχει νόημα, εφόσον όλες οι εικόνες για το παρελθόν που φτάνουν στο παρόν είναι «αφηγήματα» δεσμευμένα από τα γνωρίσματα και τις επιδιώξεις του αφηγητή και του ακροατηρίου του. Τονίζω τον συγκυριακό χαρακτήρα αυτής της μεταμοντέρνας σχολής σκέψης και γι αυτό παραμένω αισιόδοξος ότι η μάχη για την ανθρωπιστική παιδεία, μέρος της οποίας είναι και η ιστορική παιδεία, δεν έχει ακόμη χαθεί.
Θα ήμουν ευτυχής αν το βιβλίο που παρουσιάζουμε εδώ απόψε βρισκόταν σε κάθε σχολική βιβλιοθήκη, τόσο για τον εκπαιδευτικό, όσο και για τους μαθητές. Δεν γνωρίζω αν ο συγγραφέας έχει κάνει τις απαραίτητες ενέργειες για να κριθεί το βιβλίο ως επιλέξιμο, αλλά δεν θα ήταν άστοχο να το δοκιμάσει. Η Ιστορία δεν είναι εφαρμοσμένη επιστήμη με τη στενή έννοια, όπως η Χημεία, η Πληροφορική και η Ιατρική. Ωστόσο η μελέτη της διαμορφώνει και αυτή σημαντικές ικανότητες: καθιστά το άτομο ικανό να αντιλαμβάνεται πώς λειτουργεί και πώς εξελίσσεται το κοινωνικό περιβάλλον, σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο, μέσα στο οποίο ζει και δρα. Η διαμόρφωση αυτής της ικανότητας, ειδικά στην μεταβατική μας εποχή, θεωρώ ότι έχει προτεραιότητα. Διότι αν οι επιλογές της ηγεσίας κρίνουν το μέλλον του πολίτη, πρέπει και ο πολίτης να είναι σε θέση να αξιολογεί αυτές τις επιλογές πριν αυτές γίνουν πράξη, μέσω ενός κρίσιμου εργαλείου που κρατά στα χέρια του: της ψήφου με την οποία επιλέγει την ηγεσία του.