Όχι πια Βrexit, αλλά Βregret
Του François-Joseph Schichan πηγή: Le Figaro, 28 Μαΐου 2023 Μετάφραση: @Babis Georges Petrakis (Facebook)
Στους Άγγλους αρέσει ιδιαίτερα το στοίχημα. Σε ό,τι αφορά στο Brexit, όμως, έπεσαν σε όλα τους έξω.
Οι υποστηρικτές του, πριν από λίγα χρόνια, απέσπασαν μια οριακή νίκη στο δημοψήφισμα του 2016 διότι υποσχέθηκαν τρία –κυρίως– πράγματα: Ότι η οικονομική χειραφέτηση του Λονδίνου από την Ένωση θα πυροδοτήσει έναν νέο κύκλο ενάρετης ανάπτυξης –καθώς η Γηραιά Αλβιώνα υποτίθεται ότι θα γινόταν κάτι σαν το Χονγκ Κόνγκ του Ατλαντικού· ότι τα χρήματα που θα εξοικονομηθούν από τις μεταβιβάσεις πόρων στο κοινό ευρωπαϊκό ταμείο είναι σε θέση να αναβαθμίσουν θεαματικά τις κοινωνικές παροχές, πρωτίστως, το Εθνικό Σύστημα Υγείας της Αγγλίας (NHS). Τέλος, το επιχείρημα του «Πολωνού υδραυλικού», ότι δηλαδή η άρση της ελεύθερης κινητικότητας θα περιορίσει τις μεταναστευτικές ροές προς το ΗΒ, κι έτσι θα υπάρξουν περισσότερες θέσεις εργασίας για τα εγχώρια μεσαία και κατώτερα στρώματα.
Εν τέλει, τίποτε από τα παραπάνω δεν επιβεβαιώθηκε. Και η κοινή γνώμη πλέον μεταστρέφεται εντελώς εναντίον του Brexit. Σύμφωνα με μια τελευταία δημοσκόπηση, το 62% πιστεύει πλέον πως ήταν αποτυχία –μεταξύ των οποίων και το 37% που το ψήφισαν· μόνο το 9% συνεχίζει να το υπερασπίζεται. Ακόμα και ο Νάιτζελ Φάρατζ, πριν λίγα χρόνια ήρωας και της εν Ελλάδι δημαγωγικής πολιτικής, βγήκε και παραδέχθηκε την αποτυχία του εγχειρήματος.
Στην επικαιρότητα, πλέον, δεν βρίσκεται το Brexit, αλλά το Bregret. Ακολουθεί ένα κείμενο που δημοσιεύθηκε στη Le Figaro, για το ζήτημα της μετανάστευσης στο Ην. Βασίλειο.
Ρήξη
Ο αριθμός των αφίξεων μεταναστών στο βρετανικό έδαφος έχει τριπλασιαστεί μετά το δημοψήφισμα του 2016, παρά τις υποσχέσεις των υποστηρικτών του Brexit. Η μεταναστευτική πολιτική μετά την έξοδο της Μεγάλης Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ενωση παρουσιάζεται ως επιλεκτική, δίνοντας την ψευδαίσθηση του ελέγχου, χωρίς όμως να μειώνει τις ροές και μάλιστα φτάνει στο σημείο να τις ενθαρρύνει.
Το Ηνωμένο Βασίλειο βιώνει ένα από τα μεγαλύτερα κύματα μετανάστευσης στην ιστορία του. Τα νούμερα της μετανάστευσης σπάνε κάθε ρεκόρ. Η καθαρή μετανάστευση έφτασε τις 500.000 εισόδους στο βρετανικό έδαφος το 2021-2022 και αναμένεται να ξεπεράσει τις 700.000 φέτος – αριθμός τριπλάσιος από ό,τι πριν από πέντε χρόνια. Στον οποίο πρέπει να προστεθεί μια σημαντική αύξηση της παράνομης μετανάστευσης υπολογιζόμενης ιδίως με βάση τις διελεύσεις της Μάγχης, που αντιπροσωπεύουν περισσότερα από 45.000 άτομα το 2022, έναντι 28.000 το 2021. Αυτή η κατάσταση είναι παράδοξη. Πριν από επτά χρόνια, το Ηνωμένο Βασίλειο ψήφισε υπέρ της αποχώρησης από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ένα σημαντικό κίνητρο για την ψήφο υπέρ του Brexit ήταν η αντίθεση στη μαζική μετανάστευση. Η λαϊκή εντολή που δόθηκε στην κυβέρνηση για το μεταναστευτικό από το δημοψήφισμα του 2016 δεν θα μπορούσε να είναι πιο ξεκάθαρη.
Κι όμως, διαδοχικές συντηρητικές κυβερνήσεις εφάρμοσαν μια φιλελεύθερη μεταναστευτική πολιτική που οδήγησε στα στοιχεία που παραθέσαμε παραπάνω. Ως συνέπεια είναι η αύξηση της μετανάστευσης ως αιτία ανησυχίας των Βρετανών – ενώ είχε μειωθεί τα χρόνια που ακολούθησαν το Brexit.
Η γενική αίσθηση είναι ότι η κυβέρνηση έχει χάσει τον έλεγχο της μεταναστευτικής πολιτικής. Η βαθιά αποσύνδεση μεταξύ των κυβερνητικών ελίτ και των ανησυχιών ενός σημαντικού μέρους του πληθυσμού, η οποία υποτίθεται ότι είχε αποκατασταθεί με το Brexit, έχει επιστρέψει. Το αίσθημα της προδοσίας αυξάνεται σε σχέση με τις ελπίδες που είχε γεννήσει το Brexit για το μεταναστευτικό. Αυτή η κατάσταση πηγάζει από μια θεμελιώδη παρεξήγηση: Οι Βρετανοί ηγέτες θεώρησαν ότι επιθυμία των Βρετανών ήταν να υπάρξει έλεγχος στις μεταναστευτικές ροές –στο ποιος εισέρχεται στην επικράτεια και υπό ποιες συνθήκες– αλλά όχι να μειωθεί ο αριθμός των μεταναστών.
Η μεταναστευτική πολιτική μετά την έξοδο της Μεγάλης Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση παρουσιάζεται ως επιλεκτική, δίνοντας την ψευδαίσθηση του ελέγχου, χωρίς όμως να μειώνει τις ροές και μάλιστα φτάνει στο σημείο να τις ενθαρρύνει. Ως εκ τούτου, οι διαδοχικές βρετανικές κυβερνήσεις έχουν κάνει λάθη, που καλό θα ήταν να τα αποφύγουμε στην Γαλλία. Η επιλεκτική μεταναστευτική πολιτική είναι μια απάτη που δεν σημαίνει πτώση των ροών και η κοινή γνώμη το διαπιστώνει. Ο Ρίσι Σουνάκ, ο σημερινός πρωθυπουργός, έχει αντιληφθεί το μέγεθος του προβλήματος δεδομένου μάλιστα ότι τον επόμενο χρόνο έχει να αντιμετωπίσει δύσκολες βουλευτικές εκλογές και στις οποίες το μεταναστευτικό ζήτημα θα βρίσκεται στο επίκεντρο των συζητήσεων. Είναι ζήτημα εκλογικής επιβίωσης. Η Εργατική αντιπολίτευση έχει επίσης σκληρύνει τη ρητορική της. Ως εκ τούτου, η βρετανική κυβέρνηση κατέθεσε ένα νομοσχέδιο που ενισχύει τις εξουσίες του κράτους για την απέλαση παράνομων μεταναστών. Οι μετανάστες που φτάνουν στο Ηνωμένο Βασίλειο παράνομα δεν θα μπορούν να υποβάλλουν αιτήσεις ασύλου.
Αυτές θα εξετάζονται τώρα σε τρίτες χώρες –έχει επιτευχθεί συμφωνία με τη Ρουάντα για αποστολή αιτούντων εκεί εν αναμονή της απόφασης της κυβέρνησης. Αυτή η πολιτική έχει μόνο έναν στόχο: να αποτρέψει τις παράνομες αφίξεις στο Ηνωμένο Βασίλειο. Αυτά τα μέτρα έρχονται σε αντίθεση με μέρος της πολιτικής τάξης, των μέσων ενημέρωσης, της κοινωνίας των πολιτών και των δικαστών. Το νομοσχέδιο προβλέπει επίσης ότι η κυβέρνηση μπορεί να παρεκκλίνει από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για την εφαρμογή της μεταναστευτικής της πολιτικής. Το κείμενο θα πρέπει να περάσει υπό τον εξονυχιστικό έλεγχο της πολύ φιλελεύθερης Βουλής των Λόρδων, τα μέλη της οποίας σκοπεύουν να εκκενώσουν το κείμενο από την ουσία του. Ωστόσο, αυτή η προσέγγιση δεν ασχολείται με τη νόμιμη μετανάστευση. Η βρετανική κυβέρνηση δεν έχει καμία πρόθεση να αλλάξει το σύστημα που τέθηκε σε εφαρμογή μετά το Brexit.
Το βρετανικό πολιτικό-διοικητικό σύστημα βλέπει τη μαζική μετανάστευση ως έναν τρόπο για την αντιμετώπιση των οικονομικών δυσκολιών της χώρας, ιδίως του χαμηλού ποσοστού απασχόλησης. Το βρετανικό παράδειγμα δείχνει πως οι ασάφειες και τα προσχήματα σε θέματα μετανάστευσης μπορεί να είναι επιβλαβείς για την ποιότητα της δημοκρατικής ζωής στις δυτικές χώρες μας. Δείχνει επίσης ότι οι περιορισμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν είναι το μείζον θέμα. Μπορεί μία χώρα να φύγει από την Ευρωπαϊκή Ένωση χωρίς να καταφέρει να ελέγξει τη μετανάστευση. Ομοίως, το να είναι μία χώρα εντός της ΕΕ δεν αποτελεί εμπόδιο, όπως δείχνει η Δανία. Οι λύσεις υπάρχουν και δεν υπάρχουν δικαιολογίες.