του Άριστου Μιχαηλίδη από τον Φιλελεύθερο
Μιλούσε στον κατεχόμενο Άγιο Επίκτητο ο Βρετανός πρέσβης Ιρφάν Σιντίκ, σε συγκέντρωση Βρετανών που κατοικούν στα κατεχόμενα, και αναστάτωσε τον Ταχσίν Ερτουγρούλογλου, που ζήτησε το κεφάλι του διότι τόλμησε να πει ότι η δεύτερη φάση της τουρκικής εισβολής ήταν «αρπαγή γης».
Κι αντί να αντιδρούν οι νόμιμοι υπουργοί της Κυπριακής Δημοκρατίας με όσα άλλα είπε ο Βρετανός, αντιδρούν οι παράνομοι του κατοχικού καθεστώτος.
«Η πραγματικότητα», είπε ο κ. Σιντίκ, «είναι ότι η σύγκρουση του 1974, επέμβαση μπορεί να υποστηρίξουν μερικοί, ήταν δικαιολογημένη υπό το σύστημα των εγγυήσεων. Από τη δική μου ανάγνωση της ιστορίας, υπήρχαν δύο φάσεις αυτής της επιχείρησης και ευλόγως η πρώτη φάση ήταν νόμιμη και η δεύτερη ήταν αρπαγή γης». Την νομιμότητα της πρώτης φάσης την αποδίδει στο πραξικόπημα και στο σύστημα εγγυήσεων.
«Υπήρξε μια ελληνική στρατιωτική χούντα, η οποία υποκίνησε πραξικόπημα και υπήρχε ο κίνδυνος της Ένωσης, που προκάλεσε την τουρκική στρατιωτική επέμβαση», είπε. Και εξήγησε ότι η άποψή του για το διεθνές δίκαιο «είναι ότι η πρώτη επέμβαση ήταν λογικώς δικαιολογημένη, επειδή ήταν απευθείας απάντηση στον κίνδυνο για ένωση και αλλαγή του συνταγματικού καθεστώτος, που κάνει δυνατή και επιτρέπει στρατιωτική επέμβαση από τις εγγυήτριες δυνάμεις». Εξηγεί, με λίγα λόγια, ότι η τουρκική εισβολή έγινε με βάση το διεθνές δίκαιο, η κατοχή εδαφών της Κυπριακής Δημοκρατίας ήταν δικαιολογημένη, αλλά όχι όλων των εδαφών, μόνο όσα κατελήφθησαν κατά την πρώτη φάση της εισβολής.
Είμαστε, όμως, στον μαύρο Ιούλιο και, επιτέλους, δεν γίνεται να μένουν αναπάντητα όλα αυτά. Διότι, είναι γεγονός ότι υπήρξε πραξικόπημα και «υπήρχε ο κίνδυνος της Ένωσης», πάνω στον οποίο βασίστηκε η τουρκική εισβολή. Αλλά, έχει διασαφηνιστεί από χρόνια, με απανωτές γνωματεύσεις διεθνούς φήμης ειδικών, τι προνοούν οι εγγυήσεις και τα επεμβατικά δικαιώματα, δεν γίνεται να κάνει πως δεν τις γνωρίζει ένας διπλωμάτης, ας είναι και Βρετανός, και να δίνει νομιμότητα σε μια εισβολή, σε μια σφαγή.
Επειδή αυτά που λέει τα λένε πια και πολλοί δικοί μας φωστήρες, που υιοθετούν το τουρκικό αφήγημα, να θυμίσω (ναι, ξανά και ξανά) ότι ακόμα και πριν τεθεί σε ισχύ η Συνθήκη Εγγυήσεως, ο Hans Kelsen, ένας από τους σημαντικότερους διεθνολόγους παγκοσμίως, εξέδωσε Γνωμάτευση εκ μέρους του ΟΗΕ, για το κύρος της Συνθήκης.
Αναλύοντας τις πρόνοιες, έλεγε ότι «δεν μπορεί έγκυρα να ερμηνευθεί ότι παρέχει στις εγγυήτριες δυνάμεις απεριόριστο δικαίωμα επέμβασης με χρήση ενόπλων δυνάμεων» και ότι: «Κανένα δικαίωμα ένοπλης επέμβασης δεν πηγάζει αυτόματα από τους όρους της Συνθήκης και ακόμα και αν είχε υιοθετηθεί η ακραία άποψη ότι παρόμοιο δικαίωμα προκύπτει, τότε αυτό θα περιοριζόταν πρώτα από την ανάγκη για καταφυγή σε μέσα ειρηνικής επίλυσης των που είναι διαθέσιμα στα ενδιαφερόμενα κράτη». Καθαρό; Καθαρότατο.
Ακολούθησαν και πολλές άλλες γνωματεύσεις από κορυφαίους νομικούς και διεθνολόγους, που κατέρριψαν την τουρκική ερμηνεία. Γνωματεύσεις ζήτησε και ο Γλαύκος Κληρίδης την περίοδο 2000 – 2002, όταν ήταν στις συζητήσεις το σχέδιο Ανάν, και έλαβε από διεθνώς αναγνωρισμένους νομικούς την επαναβεβαίωση των απόψεων του Χανς Κέλσεν όσον αφορά την παρανομία της μονομερούς επέμβασης.
Τι εγγυήθηκαν η Βρετανία, η Ελλάδα και η Τουρκία; Την ανεξαρτησία, εδαφική ακεραιότητα και ασφάλεια της Κύπρου. Την απαγόρευση της ενώσεως εν όλω ή εν μέρει της Κύπρου με άλλο κράτος. Την «κατάσταση πραγμάτων» όπως καθιερώθηκε με το Σύνταγμα του 1960. Επέβαλε η Τουρκία με την επέμβασή της την ανεξαρτησία και εδαφική ακεραιότητα της Κύπρου; Επέβαλε το Σύνταγμα του 1960; Αντίθετα, επί μισό αιώνα θεωρεί την Κυπριακή Δημοκρατία ως εκλιπούσα. Θεωρεί, δηλαδή, ότι με την στρατιωτική της επέμβαση κατάργησε το κράτος το οποίο εγγυάται. Επομένως, πώς μπορεί να δικαιολογείται μέχρι σήμερα (και από τον Βρετανό πρέσβη) η πρώτη φάση της εισβολής και όσα εδάφη κατακτήθηκαν σε εκείνη τη φάση;
Στις Συνθήκες προβλεπόταν ότι σε περίπτωση παραβίασης των πιο πάνω εγγυημένων σημείων οι τρεις εγγυήτριες δυνάμεις όφειλαν να διαβουλευθούν μεταξύ τους ούτως ώστε να αναλάβουν κοινή ή συμφωνημένη δράση προς αποκατάσταση των πραγμάτων. Εάν δεν υπήρχε αυτή η δυνατότητα, κάθε εγγυήτρια δύναμη μπορούσε να δράσει αυτοτελώς, αλλά η δράση της δεν μπορούσε να περιλαμβάνει προσφυγή στη χρήση βίας. Ειδικά, φυσικά, δεν μπορούσε να περιλαμβάνει την κατοχή εδάφους επί μισό αιώνα.