Αρχική » «Η απαχθείσα Δύση»: όταν ο Μ. Κούντερα υπενθύμιζε στους Ευρωπαίους τη σημασία της πολιτιστικής τους κληρονομιάς

«Η απαχθείσα Δύση»: όταν ο Μ. Κούντερα υπενθύμιζε στους Ευρωπαίους τη σημασία της πολιτιστικής τους κληρονομιάς

από Άρδην - Ρήξη

Eugénie Bastié [1]

Δημοσιεύθηκε στις 12/07/2023

Μετά την είδηση του θανάτου του Τσέχου συγγραφέα, αναδημοσιεύουμε αυτή την ανασκόπηση δύο σημαντικών κειμένων του στα οποία ο Κούντερα προσεγγίζει χωρίς κόμπλεξ το ζήτημα της αναγκαιότητας της εθνικής ταυτότητας.

«Η Πολωνία δεν έχει ακόμη χαθεί», αυτός είναι η συγκινητικός πρώτος στίχος του πολωνικού εθνικού ύμνου. Μακριά από τα πολεμικά εμβατήρια των πλούσιων εθνών της Δύσης, αυτό το κάλεσμα σε αντίσταση, μπροστά σε έναν διαρκώς επικείμενο κίνδυνο εξαφάνισης, για τον Μίλαν Κούντερα, χαρακτηρίζει την ίδια τη νοοτροπία των μικρών εθνών της Ανατολικής Ευρώπης. Σε μια εποχή που διευρύνεται διαρκώς το χάσμα της ασυνεννοησίας ανάμεσα σε μια φιλελεύθερη Δυτική Ευρώπη, ανοιχτή σε όλους τους ανέμους, και μια «ανελεύθερη» Ανατολική Ευρώπη, αποφασισμένη να προστατέψει σθεναρά τα σύνορά της, τα δύο κείμενα του Τσέχου συγγραφέα, που επανακυκλοφόρησαν τη σωστή στιγμή από τις εκδόσεις Gallimard, αποτελούν ένα πολύτιμο ανάγνωσμα.

Αξίζει άραγε να σωθούν όλα τα μικρά έθνη; Αυτό ήταν το ερώτημα που έθεσε στον εαυτό του ο Κούντερα, σε μια ομιλία του, στο Συνέδριο των Τσεχοσλοβάκων Συγγραφέων, το 1967, σε μια εποχή σύντομης πολιτιστικής ελευθερίας, που έμελλε να συντριβεί βάναυσα τον επόμενο χρόνο, κατά τη διάρκεια της Άνοιξης της Πράγας. Υπενθύμιζε το δίλημμα που αντιμετώπιζαν οι διανοούμενοι της Πράγας του 19ου αιώνα, οι οποίοι αναρωτιόντουσαν αν άξιζε τον κόπο η επιβίωση της τσεχικής γλώσσας και του τσέχικου έθνους. Δεν θα ήταν προτιμότερο να αποδεχθούν τη γερμανοποίηση, την ενσωμάτωση στον ευρύτερο πολιτισμό της Μεγάλης Γερμανίας;

«Οι ηγέτες της τσεχικής αναγέννησης συνέδεσαν την επιβίωση του έθνους με τις πολιτιστικές αξίες που αυτό θα έπρεπε να παράγει», διαβεβαιώνει ο Κούντερα. Διότι η ύπαρξη μιας μοναδικής, αναντικατάστατης πολιτιστικής παραγωγής φάνταζε γι’ αυτούς, σε τελική ανάλυση, ως ο μόνος λόγος διαφύλαξης του έθνους. Απέναντι στη σοβιετική επιθυμία για πολιτισμική αφομοίωση, ήταν μάταιο να ισχυριστεί κανείς ότι η ανεξαρτησία του έθνους θα μπορούσε να διασωθεί αν δεν διατηρούνταν πρώτα ζωντανός ο πολιτισμός που τη δικαιολογούσε. Ο Κούντερα προειδοποιούσε ότι η εξαφάνιση του πολιτισμού θα οδηγούσε αναπόφευκτα στην εξαφάνιση του έθνους, όπως έμελλε να επαληθεύσει κατά τη διάρκεια της εξορίας του στη Γαλλία, το 1975, όταν θα διαπίστωνε με πικρία ότι «στο Παρίσι, ακόμη και στους πιο καλλιεργημένους κύκλους, στα δείπνα συζητούν για τα τηλεοπτικά προγράμματα και όχι για περιοδικά».

Το δεύτερο κείμενο, Μια απαχθείσα Ευρώπη, δημοσιεύτηκε το 1983, στο περιοδικό Le Débat. Ο συγγραφέας της Αβάσταχτης ελαφρότητας του είναι ήθελε να μας υπενθυμίσει ότι, ιστορικά και πολιτισμικά, η Κεντρική Ευρώπη δεν ανήκε στο σοβιετικό στρατόπεδο αλλά στη Δύση. Γι’ αυτά τα μικρά έθνη –Πολωνία, Ουγγαρία, Βοημία-Μοραβία (η μελλοντική Τσεχική Δημοκρατία)–, η Ευρώπη δεν είναι μια γεωγραφική οντότητα, και ακόμη λιγότερο ένα σύστημα αφηρημένων αξιών, αλλά μια πολιτισμική πραγματικότητα.

Την ίδια στιγμή που οι διανοούμενοι του Saint-Germain-des-Prés[2] σχεδίαζαν να πνίξουν μια παρωχημένη Γαλλία στο μεγάλο πολυπολιτισμικό λουτρό, χωρίς ενοχές, να καταργήσουν κάθε αναφορά στις χριστιανικές της ρίζες και εξυμνούσαν την Ευρώπη της αγοράς (το 1983 ήταν η χρονιά της φιλελεύθερης και ευρωπαϊστικής στροφής του Μιτεράν), ο συγγραφέας μιλούσε χωρίς συμπλέγματα για την αναγκαιότητα της εθνικής ταυτότητας. Έχοντας συνθλιβεί ανάμεσα στη Γερμανία και τη Ρωσία, αυτές οι μικρές χώρες, οι οποίες έδωσαν μια πλούσια πολιτιστική παραγωγή τον 19ο αιώνα (αρκεί να σκεφτούμε τι θα ήταν η ευρωπαϊκή μουσική χωρίς αυτές), έθεταν πάντα επί τάπητος το ζήτημα της επιβίωσής τους.

«Το μικρό έθνος είναι εκείνο του οποίου η ύπαρξη μπορεί να αμφισβητηθεί ανά πάσα στιγμή, το οποίο μπορεί να εξαφανιστεί και το γνωρίζει», γράφει ο Κούντερα. Προέβλεπε δε ότι «όλα τα ευρωπαϊκά έθνη κινδυνεύουν σύντομα να γίνουν μικρά έθνη και να υποστούν τη μοίρα τους». Και εδώ είμαστε. Παγιδευμένοι ανάμεσα στα κινεζικά και αμερικανικά μαστόδοντα, στοιχειωμένοι από το πνευματικό κενό, την οικονομική παρακμή και τη μεταναστευτική πλημμύρα, έχουμε γίνει όλοι Τσέχοι, Ούγγροι και Πολωνοί. Ο κατακτητικός πατριωτισμός ενός Βοναπάρτη έχει δώσει τη θέση του στον «πατριωτισμό της συμπάθειας», που υποστήριζε η Σιμόν Βάιλ, το «αίσθημα σπαρακτικής τρυφερότητας για κάτι όμορφο, πολύτιμο, εύθραυστο και φθαρτό». Για το καλύτερο και το χειρότερο. Διότι αυτό που μας διδάσκει επίσης η Ανατολή είναι ότι οι αντιξοότητες συνιστούν επίσης το κίνητρο για την πολιτιστική ευφυία και την πολιτική αντίσταση.


[1] Το άρθρο αναφέρεται στο βιβλίο του Μίλαν Κούντερα, Un Occident kidnappé, Ou la tragédie de lEurope centrale, το οποίο έχει κυκλοφορήσει και στην Ελλάδα, από τις εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, τον Ιούνιο 2022, με τον τίτλο, Ο ακρωτηριασμός της Δύσης, ή η τραγωδία της Κεντρικής Ευρώπης.

[2] Saint-Germain-des-Prés: Συνοικία στο κέντρο του Παρισιού όπου ζει και συναντιέται η αφρόκρεμα της γαλλικής διανόησης (σ.τ.μ.).

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ