Αρχική » Οπλοκατοχή, γουοκισμός, άμβλωση, ρατσισμός, covid: οι Ηνωμένες Πολιτείες βιώνουν τον μεγάλο διχασμό

Οπλοκατοχή, γουοκισμός, άμβλωση, ρατσισμός, covid: οι Ηνωμένες Πολιτείες βιώνουν τον μεγάλο διχασμό

από Άρδην - Ρήξη

του Adrien Jaulmes – Δημοσιεύθηκε στις 29/07/2022 – Le Figaro

Ανταποκριτής στην Ουάσιγκτον

Μετάφραση Χριστίνα Σταματόπουλου

Ένα μεγάλο πολιτικό χάσμα βαθαίνει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Σε ζητήματα όπως η άμβλωση, τα όπλα, οι νέες θεωρίες για το φύλο, η σεξουαλικότητα ή η φυλή, η μετανάστευση, η χρήση μάσκας ή η οικολογία, συντηρητικοί και προοδευτικοί έχουν ουσιαστικά σταματήσει να συζητούν. Κάθε θέμα είναι απλώς ένα ακόμη μήλο της έριδος ανάμεσα σε δύο Αμερικές που απομακρύνονται όλο και περισσότερο η μία από την άλλη.

Η μία συγκροτείται από τις Πολιτείες που κυβερνώνται από το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, συγκεντρωμένες στον Νότο, στις μεσοδυτικές πολιτείες και τα Βραχώδη Όρη. Η άλλη αποτελείται από τις Πολιτείες που κυβερνώνται από τους Δημοκρατικούς, οι οποίες σχηματίζουν δύο μπλοκ, στις ακτές του Ειρηνικού και στα βορειοανατολικά, στον Ατλαντικό. Σε αυτόν τον διαχωρισμό προστίθεται και άλλος ένας, στο εσωτερικό της κάθε Πολιτείας, ανάμεσα στις μεγάλες μητροπόλεις, από τη μία, την ύπαιθρο και τις μικρές πόλεις, από την άλλη.

Τα δύο αυτά μπλοκ διέπονται από νόμους όλο και πιο διαφορετικούς ή αρνούνται να εφαρμόσουν τους νόμους του ομοσπονδιακού κράτους που δεν τους ταιριάζουν. Οι αποκλίνουσες πορείες τους διαγράφουν έναν χάρτη δύο όλο και πιο διαφορετικών χωρών, που αντιπαρατίθενται μεταξύ τους σε κάτι που μοιάζει με ένα μεγάλο κίνημα πολιτισμικής απόσχισης.

Η παλαιότερη δημοκρατία της σύγχρονης εποχής έχει ήδη γνωρίσει βαθιές κρίσεις. Οι εντάσεις μεταξύ της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και των Πολιτειών τροφοδοτούσαν πάντα την αμερικανική ιστορία. Ακόμα και το όνομα των Ηνωμένων Πολιτειών και το εθνικό ρητό που επιλέχθηκε κατά την ανεξαρτησία –«E pluribus unum», «από τα πολλά σε ένα»– έχουν διακινδυνεύσει κάποιες φορές, οδηγώντας ακόμη και σε εμφύλιο πόλεμο, τον 19ο αιώνα. Ωστόσο αυτές οι ταραχές φαινόταν να έχουν ξεπεραστεί και από τη δεκαετία του 1960, οι πολιτικές διαφορές έβαιναν μειούμενες. Τα χρώματα που συνδέονταν με τα δύο κύρια κόμματα, το κόκκινο για τους Ρεπουμπλικανούς και το γαλάζιο για τους Δημοκρατικούς, που επιβλήθηκαν από την τηλεόραση ως το αντίθετο με ό,τι συνηθιζόταν στον υπόλοιπο κόσμο, θύμιζαν περισσότερο δύο αντίπαλες ομάδες παρά δύο αδυσώπητους εχθρούς.

Δύο εχθρικές φυλές

Το κάθε στρατόπεδο χαρακτηριζόταν κυρίως από τις κάπως φολκλορικές του συνήθειες. Από τη μία πλευρά, η Κόκκινη Αμερική, μια μάλλον αγροτική Αμερική που οδηγεί ημιφορτηγό, πίνει μπύρα, τρώει κόκκινο κρέας, παρακολουθεί τους αυτοκινητιστικούς αγώνες Nascar και βλέπει Fox News. Από την άλλη πλευρά, η γαλάζια Αμερική, μάλλον αστική, οδηγεί Volvo ή Tesla, πίνει λευκό κρασί, παρακολουθεί αγώνες της National Basketball Association και διαβάζει τους New York Times ή ακούει το δημόσιο ραδιόφωνο NPR. Αλλά και οι δύο χώρες συναντιόνταν στα βασικά. Στην εθνική εορτή, της 4ης Ιουλίου, στον τελικό του μπέιζμπολ και γύρω από τη γαλοπούλα την Ημέρα των Ευχαριστιών, οι διαφορές χάνονταν. Ρεπουμπλικανοί και Δημοκρατικοί μοιράζονταν πολύ κοντινές αξίες. Μια κοινή προσήλωση στην οικονομία της αγοράς, μια ισχυρή πίστη στις Ηνωμένες Πολιτείες και μια σχεδόν θρησκευτική αφοσίωση στο Σύνταγμά τους. Κάθε εκλογική αναμέτρηση προκαλούσε έντονες διαμάχες, αλλά έμοιαζαν  περισσότερο σαν ένας αγώνας στον οποίο ο ηττημένος έδειχνε υπομονή μέχρι να πάρει τη ρεβάνς.

Σήμερα, τα δύο κόμματα μοιάζουν με δύο εχθρικές φυλές. Τα τελευταία χρόνια, η πόλωση της πολιτικής αντιπαράθεσης έχει φτάσει σε τέτοιο επίπεδο που, σε ορισμένα σημεία, θυμίζει το κλίμα της δεκαετίας του 1850, όταν το ζήτημα της δουλοκτησίας απειλούσε την ενότητα της χώρας. Περισσότερο και από τις διαφωνίες για την πολιτική, η Αμερική διχάζεται πλέον σε ζητήματα ηθικά, πολιτισμικά και φιλοσοφικά. Τα δύο στρατόπεδα δεν αλληλοκατανοούνται πια, σχεδόν δεν μιλούν καν μεταξύ τους και δεν μοιράζονται παρά ελάχιστα πράγματα, ακόμα και για τα γεγονότα.

Αν και οι ρίζες της είναι βαθύτερες, ο διχασμός αυτός ενισχύθηκε και επιταχύνθηκε πρόσφατα από τρία, σχεδόν ταυτόχρονα, φαινόμενα. Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, το 2016, ώθησε την κομματικοποίηση σε παροξυσμό και δίχασε την αμερικανική κοινωνία. Αντικείμενο λατρείας από τους μεν, απέχθειας από τους δε, ο ίδιος ο Τραμπ αναγνωρίζει ότι έχει το χάρισμα να «προκαλεί την οργή». Το φαινόμενο αυτό κορυφώθηκε κατά τους τελευταίους μήνες της θητείας του, όταν η άρνησή του να αποδεχθεί τους δημοκρατικούς κανόνες του παιχνιδιού και να παραδεχθεί την ήττα του υπονόμευσε την αξιοπιστία του εκλογικού συστήματος, αγγίζοντας τα όρια του πραξικοπήματος.

Τα κοινωνικά δίκτυα, τα οποία έχουν από καιρό συνειδητοποιήσει ότι τα κέρδη τους αυξάνονται με τη διχόνοια, συνέβαλαν με τους αλγορίθμους τους στο να διεγείρουν την κοινή γνώμη σε κάθε πιθανό θέμα. Αλλά τα 24ωρα ειδησεογραφικά κανάλια –το Fox για τους συντηρητικούς, το CNN για τους προοδευτικούς– είχαν ήδη προηγηθεί. Αυτές οι τηλεοράσεις απροκάλυπτων πεποιθήσεων τροφοδοτούν καθημερινά την ασυμβίβαστη απόρριψη του αντιπάλου με ατελείωτες πολεμικές.

Η πανδημία του Covid-19 παρόξυνε αυτή την πόλωση, οδηγώντας την ενίοτε σε σημείο υστερίας. Ο επιστημονικός διάλογος αντικαταστάθηκε γρήγορα από την πολιτική αντιπαράθεση. Μέτρα δημόσιας υγείας, όπως η χρήση μάσκας ή ο εμβολιασμός, έγιναν αντικείμενο διαμάχης ανάμεσα στους Ρεπουμπλικανούς, οι οποίοι κατήγγελλαν τη στέρηση των ελευθεριών και τον ανεξέλεγκτο υγειονομικό ολοκληρωτισμό, και τους Δημοκρατικούς, οι οποίοι θεωρούσαν την άρνησή τους ως απερίσκεπτη χαλαρότητα και σχεδόν εγκληματική δημαγωγία.

Δύο ανταγωνιστικές κοσμοθεωρήσεις

Η πόλωση έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο που οι δύο αυτές φυλές είναι πεπεισμένες ότι αμύνονται απέναντι σε μια υπαρξιακή απειλή. Οι μεν Δημοκρατικοί αισθάνονται ότι δέχονται επίθεση από ένα Ρεπουμπλικανικό Κόμμα που θεωρείται αντιδημοκρατικό, κυνικό, αυταρχικό και αντιπροσωπευτικό ενός κόσμου υπό εξαφάνιση: αυτόν της λευκής ανωτερότητας, θεμελιωδώς ρατσιστικό, μειοψηφικό και έτοιμο να νοθεύσει το εκλογικό παιχνίδι προκειμένου να παραμείνει στην εξουσία.

Οι Ρεπουμπλικανοί έχουν τη βεβαιότητα ότι υπερασπίζονται τον πολιτισμό απέναντι στις «παράκτιες ελίτ», τους ανεύθυνους προνομιούχους, που περιφρονούν τις αμερικανικές αξίες και είναι αποφασισμένοι να επιβάλουν τις παράλογες κοινωνικές τους ιδέες, καταργώντας τις σεξουαλικές διαφορές, ασκώντας έναν αντίστροφο ρατσισμό, μολύνοντας τη σημαία, καταστρέφοντας την οικογένεια και λογοκρίνοντας τους αντιπάλους τους, με την υποστήριξη των μεγάλων επιχειρήσεων της υψηλής τεχνολογίας, του χρηματιστικού κεφαλαίου και των μέσων ενημέρωσης.

Ανάμεσα σε αυτές τις δύο ανταγωνιστικές θεωρήσεις, ο διάλογος έχει καταστεί σχεδόν αδύνατος. Η αμερικανική πολιτική έχει μετατραπεί σε ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος, όπου μοναδικός στόχος είναι να μπλοκαριστεί ο δρόμος του αντιπάλου. Το Κογκρέσο έχει παραλύσει από ένα κομματικό πνεύμα που προτιμά, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, να παρεμποδίζει τη νομοθεσία παρά να δεχτεί τον παραμικρό συμβιβασμό. Ο Πρόεδρος, που αναγκάζεται να κυβερνά με διατάγματα, τα οποία ανακαλούνται αμέσως από τον διάδοχό του, έχει καταστεί σε μεγάλο βαθμό ανίσχυρος. Η τρίτη εξουσία, το Ανώτατο Δικαστήριο, έχει μεταβληθεί σε απόλυτο πολιτικό παίκτη.

Κυριαρχούμενο από τους συντηρητικούς, μετά τους τρεις διορισμούς που έκανε ο Τραμπ, το Δικαστήριο έχει εγκαταλείψει σε μεγάλο βαθμό τον παραδοσιακό του ρόλο ως διαιτητή, λαμβάνοντας μια σειρά από ριζοσπαστικές αποφάσεις τις τελευταίες εβδομάδες. Με την κατάργηση της συνταγματικής προστασίας των αμβλώσεων, την ενίσχυση της προστασίας της οπλοκατοχής, τον περιορισμό της δυνατότητας της ομοσπονδιακής κυβέρνησης να επιβάλλει ρυθμίσεις για τη ρύπανση ή ορισμένα μέτρα για τη μετανάστευση, αυτές οι άκρως πολιτικές αποφάσεις έχουν διευρύνει περαιτέρω το χάσμα μεταξύ των γαλάζιων και των κόκκινων Πολιτειών.

Η υπόθεση των αμβλώσεων ήταν η πιο ηχηρή. Αποδίδοντας στις Πολιτείες το δικαίωμα να νομοθετούν για την εφαρμογή τους κατά το δοκούν, η άρση της απόφασης «Ρόου εναντίον Γουέιντ»[1] δημιούργησε σχεδόν αμέσως δύο διαφορετικά νομικά συστήματα. Δεκαέξι Πολιτείες ψήφισαν αμέσως ή επανέφεραν σε ισχύ νόμους που περιόριζαν, ενίοτε πλήρως, τη νομιμότητα της άμβλωσης. Είκοσι περίπου άλλες ανακοίνωσαν ότι σκοπεύουν να προστατεύσουν το δικαίωμα αυτό, ενίοτε χωρίς κανέναν περιορισμό. Οι τρεις Πολιτείες της Δυτικής Ακτής –Καλιφόρνια, Όρεγκον και Πολιτεία της Ουάσινγκτον– δημιούργησαν ακόμη και έναν εδαφικό χώρο όπου η πρακτική αυτή θα είναι εγγυημένη. Το δικαστήριο διευκρίνισε ότι είναι αντισυνταγματική η δίωξη ατόμων που κάνουν άμβλωση σε άλλη Πολιτεία. Αυτό δεν εμπόδισε ορισμένες Πολιτείες, όπως το Τέξας, να θεσπίσουν σχετικούς νόμους.

Στο ευαίσθητο θέμα των πυροβόλων όπλων, το δικαστήριο πήρε την αντίθετη άποψη, καταργώντας το δικαίωμα των Πολιτειών να περιορίζουν τη 2η τροπολογία του Συντάγματος. Ερμηνεύθηκε με την ευρεία έννοια από το δικαστήριο, δίνοντας σε κάθε πολίτη το δικαίωμα να φέρει όπλο δημοσίως, συμπεριλαμβανομένων των ημιαυτόματων τυφεκίων, απόφαση που εξόργισε τους Δημοκρατικούς. Πολλές γαλάζιες πολιτείες, όπου η οπλοκατοχή υπόκειται ενίοτε σε δρακόντειους κανόνες, άρχισαν να αναζητούν νομοθετικά μέσα για να διατηρήσουν αυτούς τους περιορισμούς παρακάμπτοντας την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου.

Το Δικαστήριο περιόρισε επίσης τη δυνατότητα της κυβέρνησης να θέτει κανόνες στις ρυπογόνες βιομηχανίες καθώς και τη δυνατότητα των Πολιτειών να περιορίζουν τις θρησκευτικές πρακτικές στα σχολεία.

Εκστρατείες λογοκρισίας

Κάθε κοινωνικό ζήτημα μεταβάλλεται αμέσως σε πεδίο μάχης ενός διαρκούς πολιτισμικού πολέμου. Η ιδεολογία woke (που αρχικά σήμαινε «να προσέχεις τον ρατσισμό»), η οποία καλλιεργήθηκε στα αμερικανικά πανεπιστήμια και έκτοτε εξαπλώνεται στην υπόλοιπη κοινωνία, έχει ανοίξει νέα μέτωπα στην εκπαίδευση, τα μέσα ενημέρωσης και τις επιχειρήσεις. Στο όνομά της, οι γαλάζιες Πολιτείες επιβάλλουν νέες θεωρίες που αποσκοπούν στην καταπολέμηση του ρατσισμού και της ομοφοβίας. Η κριτική θεωρία της φυλής, η οποία περιγράφει το αμερικανικό εθνικό σύστημα και το πολιτικό του εποικοδόμημα ως θεμελιωδώς και αμετάκλητα ρατσιστικά, έχει εισαχθεί στο πρόγραμμα σπουδών των δημόσιων σχολείων. Οι θεωρίες του φύλου, οι οποίες στοχεύουν στην καταπολέμηση της ομοφοβίας, απορρίπτοντας το πρότυπο του ετεροφυλόφιλου ζευγαριού ως βάσης του οικογενειακού πυρήνα, διδάσκονται στις τάξεις, ακόμα και σε επίπεδο δημοτικού.

Τα βιβλία που δεν πληρούν τα νέα κριτήρια καταδικάζονται. Οι εκπαιδευτικοί και τα δημόσια πρόσωπα που παραβιάζουν το δόγμα υπόκεινται σε ανελέητες εκστρατείες λογοκρισίας. Σε απάντηση, οι κόκκινες Πολιτείες έχουν ψηφίσει νόμους για την απαγόρευση ή τον περιορισμό αυτών των θεματικών  στα σχολεία και με τη σειρά τους αποσύρουν από τις βιβλιοθήκες τα βιβλία που τι προωθούν.

Το ζήτημα των διεμφυλικών ατόμων, ο αριθμός των οποίων, σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση, έχει διπλασιαστεί από το 2017, φτάνοντας το 1,4% των νέων ηλικίας 13 έως 24 ετών, έχει επίσης μεταβληθεί σε πολιτικό ζήτημα. Είκοσι περίπου Πολιτείες απαγορεύουν τη συμμετοχή τους σε αθλητικούς αγώνες ή τις ιατρικές θεραπείες για την αλλαγή φύλου.

Από τη μία αντίδραση στην άλλη, δύο εναλλακτικά νομικά συστήματα αναπτύσσονται ραγδαία στις Ηνωμένες Πολιτείες, θέτοντας υπό αμφισβήτηση τη νομοθετική ενότητα της χώρας. Κάθε Αμερικανός ζει με όλο και πιο διαφορετικούς κανόνες, ανάλογα με την Πολιτεία στην οποία κατοικεί. «Η δεκαετία του 2020 είναι πιθανό να γνωρίσει μια δραματική διάβρωση του κοινού εθνικού δικαίου και ένα διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ των ελευθεριών των Αμερικανών που ζουν στις γαλάζιες Πολιτείες και εκείνων που κατοικούν στις κόκκινες Πολιτείες», προειδοποίησε πρόσφατα ο δοκιμιογράφος Ρόναλντ Μπραουνστάιν (Ronald Brownstein) στο περιοδικό The Atlantic.

Η συζήτηση για τα «δίκαιώματα των Πολιτειών» εντός της Ένωσης χρονολογείται από την ίδρυση της χώρας. Επανήλθε στην επιφάνεια με το ζήτημα της δουλοκτησίας, τον 19ο αιώνα, και στη συνέχεια με τον φυλετικό διαχωρισμό, τον 20ό αιώνα. Σήμερα έχει ανοίξει και πάλι.

Σε αυτή την κούρσα εθνικής διχόνοιας, οι Ρεπουμπλικανοί πλεονεκτούν. Αν και μειοψηφούν ελαφρώς, από άποψη πληθυσμιακή, το ομοσπονδιακό σύστημα λειτουργεί υπέρ τους, δίνοντας μεγαλύτερη εκπροσώπηση στις αγροτικές πολιτείες. Τις τελευταίες δεκαετίες, οι Ρεπουμπλικανοί έχουν επενδύσει επίσης στις τοπικές εκλογές, ενώ οι Δημοκρατικοί έχουν επικεντρωθεί στην ομοσπονδιακή εξουσία. Ελέγχουν έτσι 30 νομοθετικά σώματα έναντι 17 για τους Δημοκρατικούς. Κατέχουν θέσεις κυβερνήτη σε 23 Πολιτείες, όπου έχουν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, καθώς και σε πέντε Πολιτείες με δημοκρατικά νομοθετικά σώματα.

Τα προπύργια των Ρεπουμπλικανών περιλαμβάνουν τις πρώην Συνομόσπονδες Πολιτείες του Νότου, στις οποίες προστίθενται και πολλές Μεσοδυτικές Πολιτείες καθώς και Πολιτείες των Βραχωδών Ορέων. Δυσπιστώντας απέναντι στην ομοσπονδιακή εξουσία, ιδίως όταν αυτή βρίσκεται στα χέρια των Δημοκρατικών, απορρίπτουν ή παρακάμπτουν τη νομοθεσία που δεν τους βολεύει. Η Φλόριντα και το Τέξας χρησιμεύουν ως παραδείγματα αυτής της κόκκινης Αμερικής.

Η Φλόριντα, η οποία για μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν μια κομβική Πολιτεία την οποία διεκδικούσαν και τα δύο κόμματα, τείνει τώρα προς τον συντηρητισμό. Ο κυβερνήτης της, ο Ρον ΝτεΣάντις (Ron DeSantis), την έχει ονομάσει «Ελεύθερη Πολιτεία της Φλόριντα». Υπερηφανεύεται ότι αντιστάθηκε στα μέτρα περιορισμού που συστήθηκαν σε ομοσπονδιακό επίπεδο κατά την έναρξη της πανδημίας Covid-19.

Το Τέξας και ο κυβερνήτης του Γκρεγκ Άμποτ (Greg Abbott) είναι το άλλο πρότυπο. Μια από τις μεγαλύτερες, πλουσιότερες και πολυπληθέστερες Πολιτείες των Ηνωμένων Πολιτειών, περήφανη για την ταυτότητά της και τη βραχύχρονη ανεξαρτησία της πριν από την ένταξή της στην Ένωση, το Τέξας ήταν η πρώτη Πολιτεία που αμφισβήτησε τις αμβλώσεις, ψηφίζοντας έναν ειδικά σχεδιασμένο νόμο, το 2021, για να παρακάμψει τις ομοσπονδιακές αποφάσεις. Πέρασε επίσης μια άλλη νομοθεσία που «καθαγιάζει» τη 2η τροπολογία, απαγορεύοντας σε οποιαδήποτε πολιτειακή υπηρεσία ή αξιωματούχο του κράτους να εφαρμόζει τους ομοσπονδιακούς νόμους περί οπλοκατοχής. Τη νομοθεσία αυτή έχουν έκτοτε μιμηθεί το Μιζούρι και η Αριζόνα.

Πολιορκούμενα κάστρα

Συνολικά, δεκαεννέα Πολιτείες έχουν λάβει μέτρα για να αποδυναμώσουν τον νέο νόμο που ψηφίστηκε από το Κογκρέσο, τον περασμένο Ιούνιο, που απαιτεί έλεγχο του ποινικού και ψυχιατρικού ιστορικού για τους αγοραστές όπλων. Η αμοιβαιότητα μεταξύ των Πολιτειών, οι οποίες μπορεί να αναγνωρίζουν ή όχι τις άδειες οπλοφορίας που έχουν χορηγηθεί από άλλες Πολιτείες, δημιουργεί επίσης ένα περίπλοκο συνονθύλευμα, με την κάθε Πολιτεία να αποφασίζει για τα δικά της μέτρα.

Το Τέξας βρίσκεται πάντα στην πρώτη γραμμή. Τον περασμένο μήνα, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα του Τέξας υιοθέτησε ένα πρόγραμμα που μοιάζει με οιονεί δήλωση αυτονομίας. Ζητά, μεταξύ άλλων, την «απαγόρευση των εγκλεισμών» και την έμφαση στην «προσευχή, τη Βίβλο και τις Δέκα Εντολές στα σχολεία και τα κυβερνητικά κτίρια». Απορρίπτει επίσης «τα αποτελέσματα των προεδρικών εκλογών του 2020», δηλώνοντας ότι «ο εκτελών χρέη προέδρου, Τζο Μπάιντεν, δεν εξελέγη νόμιμα από τον λαό των Ηνωμένων Πολιτειών». Σύμφωνα με νέα δημοσκόπηση που δημοσιεύθηκε από το Yahoo! News-YouGov, το 35% των ρεπουμπλικανών ψηφοφόρων πιστεύει ότι η πολιτεία τους θα ήταν σε καλύτερη κατάσταση αν εγκατέλειπε τις Ηνωμένες Πολιτείες,

Απέναντι σε αυτές τις προκλήσεις, τα προπύργια των Δημοκρατικών, που συγκεντρώνονται γύρω από την Καλιφόρνια, στις ακτές του Ειρηνικού, και τη Νέα Υόρκη, στις ανατολικές ακτές, έχουν το πλεονέκτημα του μεγάλου πληθυσμού και του πλούτου, που συχνά υπερτερεί έναντι των αγροτικών Πολιτειών του Νότου και των μεσοδυτικών Πολιτειών. Αντιδρούν σαν πολιορκημένα κάστρα, αποφασισμένες να υπερασπιστούν τον εαυτό τους.

Μόνη της η Καλιφόρνια αντιπροσωπεύει την πέμπτη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο. Με μια μεγάλη πλειοψηφία Δημοκρατικών στην κυβέρνηση, υιοθετεί εδώ και καιρό τους δικούς της περιβαλλοντικούς νόμους. Έχει υπερασπιστεί σθεναρά τους πιο προοδευτικούς κοινωνικούς νόμους. Ο κυβερνήτης της, ο Δημοκρατικός Γκάβιν Νιούσομ (Gavin Newsom), κάλεσε τους Αμερικανούς να «έρθουν στην Καλιφόρνια, όπου εξακολουθούμε να πιστεύουμε στην ελευθερία: την ελευθερία του λόγου, την ελευθερία της επιλογής, την ελευθερία να μη μισείς και την ελευθερία να αγαπάς», σε πρόσφατο τηλεοπτικό του μήνυμα στο οποίο επιτέθηκε στη Φλόριντα του ΝτεΣάντις. «Οι Ρεπουμπλικανοί ηγέτες απαγορεύουν τα βιβλία, δυσκολεύουν την ψήφο, περιορίζουν τον λόγο στις σχολικές αίθουσες και ποινικοποιούν ακόμη και τις γυναίκες και τους γιατρούς! Προσχωρήστε στον αγώνα. Μην τους αφήσετε να σας πάρουν την ελευθερία σας». Ο Γκάβιν Νιούσομ χλεύασε επίσης τον κυβερνήτη του Τέξας σε διαφημιστική καμπάνια: «Αν το Τέξας μπορεί να απαγορεύσει τις αμβλώσεις και να θέσει σε κίνδυνο ζωές, η Καλιφόρνια μπορεί να απαγορεύσει τα θανατηφόρα πολεμικά όπλα και να σώσει ζωές. Αν ο κυβερνήτης Άμποτ επιθυμεί πράγματι την προστασία του δικαιώματος στη ζωή, τον καλούμε να ακολουθήσει το παράδειγμα της Καλιφόρνιας».

Τους τελευταίους μήνες, οι ρωγμές μεταξύ αυτών των δύο στρατοπέδων έχουν διευρυνθεί, όπως οι τεκτονικές πλάκες που χωρίζονται. «Έχει έρθει η στιγμή για τους Αμερικανούς να ξυπνήσουν και να δουν μια θεμελιώδη πραγματικότητα: η συνέχεια της ενότητας των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής δεν μπορεί να διασφαλιστεί», προειδοποίησε ο δοκιμιογράφος Ντέιβιντ Φρεντς (David French), στο βιβλίο του Divided We Fall: America’s Secession Threat and How to Restore Our Nation (Διαιρεμένοι θα πέσουμε: Η απειλή διάσπασης της Αμερικής και πώς να αποκαταστήσουμε το έθνος μας). «Αυτή την ιστορική στιγμή, δεν υπάρχει καμία σημαντική πολιτισμική, θρησκευτική, πολιτική ή κοινωνική δύναμη που να φέρνει τους Αμερικανούς πιο κοντά και όχι να τους χωρίζει. Δεν μπορούμε να υποθέσουμε ότι μια ηπειρωτικού μεγέθους, πολυεθνική, πολυθρησκευτική δημοκρατία μπορεί να παραμείνει ενωμένη για πάντα, και δεν θα παραμείνει αν η πολιτική μας τάξη δεν μπορεί και δεν θέλει να προσαρμοστεί σε ένα ολοένα και πιο ποικιλόμορφο και διχασμένο αμερικανικό κοινό».

Η έλλειψη ομοιογένειας στο εσωτερικό των δύο μπλοκ περιπλέκει αντί να μετριάζει αυτή την πολιτισμική και νομοθετική σχισματικότητα. Στις κόκκινες Πολιτείες, οι μεγάλες πόλεις, οι οποίες συχνά έχουν δημοκρατική πλειοψηφία, εξεγείρονται κατά των μέτρων που υιοθετούν οι νομοθέτες τους. Τις τελευταίες εβδομάδες, δεκάδες εισαγγελείς σε μεγάλες πόλεις έχουν ήδη ανακοινώσει ότι η αστυνομία και τα δικαστήριά τους δεν θα ασκούν διώξεις σε γιατρούς που κάνουν αμβλώσεις ούτε στις ασθενείς τους. Και η επιρροή τους είναι τεράστια: περισσότεροι από 87 εκατομμύρια Αμερικανοί ζουν σε αυτές τις γαλάζιες περιφέρειες των κόκκινων Πολιτειών, οι οποίες αρνούνται να τους επιβληθούν νόμοι που αντιβαίνουν στις πεποιθήσεις ή στον τρόπο ζωής τους.

Αντίθετα κινήματα έχουν εμφανιστεί σε αγροτικές επαρχίες δημοκρατικών Πολιτειών. Στο δυτικό Μέριλαντ ή στο ανατολικό Όρεγκον, απαιτούν να ενταχθούν στις γειτονικές ρεπουμπλικανικές Πολιτείες, τη Δυτική Βιρτζίνια και το Άινταχο, οι οποίες συμβαδίζουν περισσότερο με τις «αξίες» τους. Έχουν αρχίσει μετακινήσεις πληθυσμών: Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικανοί εγκαταλείπουν τις Πολιτείες μέσα στις οποίες αισθάνονται όλο και περισσότερο αποξενωμένοι.

Αυτή η τάση στη διάσπαση επιδεινώνεται από την πρακτική της διαμόρφωσης των περιφερειών (gerrymandering). Αυτός ο έξυπνος εκλογικός διαχωρισμός, που αποσκοπεί στην αποδυνάμωση του αντιπάλου και την ενίσχυση του δικού του στρατοπέδου, που εφαρμόζεται τόσο από τους Ρεπουμπλικανούς όσο και από τους Δημοκρατικούς, συμβάλλει στο να γίνονται οι εκλογικές περιφέρειες όλο και πιο ομοιογενείς. Σε αυτό το σύστημα, ο υποψήφιος που προτείνεται από το κυρίαρχο κόμμα είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα εκλεγεί. Επομένως, ο πραγματικός ανταγωνισμός λαμβάνει χώρα κατά τη διάρκεια των προκριματικών εκλογών και τείνει να ευνοεί την ακραία ρητορική και στα δύο κόμματα, περιορίζοντας τον μεταξύ τους διάλογο.

«Ζούμε όλο και περισσότερο αποκομμένοι ο ένας από τον άλλον», επισημαίνει ο Ντέιβιντ Φρεντς. «Ο αριθμός των Αμερικανών, που ζουν σε κομητείες όπου ένας προεδρικός υποψήφιος κερδίζει με τουλάχιστον 20 μονάδες, δεν ήταν ποτέ τόσο υψηλός. Η γεωγραφία… είτε είναι αγροτική… είτε προαστιακή ή αστική,μετβ’αλλεται όλο και περισσότερο σε πρόγνωσ για τις συνήθειες της ψήφου».

Οι βαθιές πολιτικές διαφορές μεταξύ των Πολιτειών και η διάβρωση των κοινών κανόνων έχουν ήδη επιφέρει αποσταθεροποιητικές επιπτώσεις σε ολόκληρο το πολιτικό σύστημα. Το 2016, οι Δημοκρατικές Πολιτείες είδαν την οριακή νίκη του Ντόναλντ Τραμπ –ο οποίος μειοψηφούσε στον συνολικό πληθυσμό αλλά είχε την υποστήριξη των λιγότερο πολυπληθών αγροτικών Πολιτειών– ως την ένδειξη μιας δημοκρατικής δυσλειτουργίας. Το 2020, το γεγονός ότι ο Τραμπ αμφισβήτησε την ήττα του είχε ως αποτέλεσμα την απαξίωση του εκλογικού συστήματος σε μεγάλο αριθμό ρεπουμπλικανών ψηφοφόρων. Και οι προσπάθειες ορισμένων Πολιτειών, όπως το Τέξας, να αμφισβητήσουν τα αποτελέσματα άλλων Πολιτειών τις οποίες είχαν κερδίσει οι Δημοκρατικοί, όπως η Τζόρτζια, το Μίτσιγκαν, η Πενσυλβάνια και το Ουισκόνσιν, δεν βοήθησαν τα πράγματα.

Αυτή η διχόνοια δεν είναι πόλεμος και οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν συχνά αποδείξει την ικανότητά τους να ανακάμπτουν, βοηθούμενες από την ανθεκτικότητα του πολιτικού τους συστήματος. Αλλά οι συνδυασμένες επιπτώσεις μιας τριπλής κρίσης –πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής– συνιστούν πραγματικό κίνδυνο για μια χώρα-ήπειρο. Η διάβρωση του πολιτειακού αισθήματος και η ακραία πόλωση του λόγου είναι ανησυχητικά σημάδια. Το χάσμα μεταξύ της γαλάζιας και της κόκκινης Αμερικής προοιωνίζεται ταραγμένους καιρούς.––


[1] Πρόκειται για την ιστορική απόφαση που πήρε το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, το 1973, σύμφωνα με την οποία κρίνεται σύμφωνη με το Σύνταγμα η απόφαση μιας γυναίκας να προβεί σε άμβλωση (σ.τ.μ.).

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ