της Λαντάν Μπορουμάντ, συνιδρύτρια του Κέντρου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων «Αμπντοραμάν Μπορουμάντ», του Ιράν
Από τον νέο Λόγιο Ερμή τ. 25, μετάφραση: Γιώργος Ρακκάς
Η Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν βρίσκεται αντιμέτωπη με μια πρωτοφανή κρίση νομιμοποίησης. Το άρθρο αυτό υπογραμμίζει τις τεκτονικές κοινωνικές και πολιτισμικές αλλαγές που οδήγησαν τα τελευταία σαράντα χρόνια στην αποξένωση της κοινωνίας από το κράτος, ως αντίδραση απέναντι σε αυτή την ιδεολογία. Η φύση και το βάθος αυτών των κοινωνικών και πολιτισμικών αλλαγών υποδεικνύουν μια ιστορική διαδικασία που οδηγεί το Ιράν στο να γίνει η πρώτη κοινωνία με μουσουλμανική πλειοψηφία που θα πραγματοποιήσει σε πνευματικό, κοινωνικό και διανοητικό επίπεδο τον διαχωρισμό θρησκείας και κράτους.
Το κείμενο της Λαντάν Μπορουμάντ είναι γραμμένο δύο χρόνια πριν από την έκρηξη της μεγάλης επανάστασης, που βρίσκεται σε εξέλιξη, αλλά φωτίζει σχεδόν προφητικά τις βαθύτερες αιτίες και τους μηχανισμούς της κρίσης του ισλαμικού καθεστώτος. Εκεί όπου άρχισε, το 1979 , η Ισλαμική Επανάσταση, που συγκλόνισε τον κόσμο, από εκεί έχει αρχίσει το τέλος της. Και η απελευθέρωση των γυναικών του Ιράν από τη μαντίλα είναι το τελευταίο και καθοριστικό βήμα σε αυτή την πορεία ιδεολογικής χειραφέτησης του ιρανικού λαού. Γιατί η μαντίλα είναι η ισλαμική θεοκρατία· χωρίς αυτήν, η πολιτική κυριαρχία της σαρία και ο ισλαμισμός είναι νεκροί. Καθόλου τυχαία δε, το κίνημα απόρριψης της μαντίλας αποτέλεσε την αφετηρία για το ριζοσπαστικότερο λαϊκό κίνημα που ολοκληρώνει τις διαδικασίες απόσπασης της ιρανικής κοινωνίας από το καθεστώς του ισλαμικού ολοκληρωτισμού. Ό,τι και αν συμβεί στη συνέχεια, αυτός είναι ήδη ιδεολογικά νεκρός.
νέος Ερμής ο Λόγιος
Περισσότερο από τέσσερις δεκαετίες πριν, όταν ένας σιίτης μουσουλμάνος κληρικός ονόματι Αγιατολάχ Ρουχολάχ Χομεϊνί αναδείχθηκε στο Ιράν και στην παγκόσμια πολιτική σκηνή ως επικεφαλής ενός πρωτοφανούς θεολογικοπολιτικού προτάγματος, λίγοι άνθρωποι στη Δύση συνειδητοποίησαν ότι γίνονταν μάρτυρες της κυοφορίας μιας νέας ιδεολογικής πρόκλησης για τη φιλελεύθερη-δημοκρατική κοσμοαντίληψη. Δεκαετίες αφότου ο Χομεϊνί ξεκίνησε την ισλαμική του επανάσταση στο Ιράν, τα φιλελεύθερα-δημοκρατικά κράτη του κόσμου δεν μπόρεσαν να αντιληφθούν ότι ο ισλαμικός ριζοσπαστισμός αποτελούσε άμεση ιδεολογική απειλή, παρόλο που από την ίδρυσή του είχε διακηρύξει τη δυτική δημοκρατία ως τον κύριο εχθρό του[1].
Κατά τη διάρκεια αυτών των μοιραίων δεκαετιών, ο ισλαμισμός εξαπλώθηκε σε όλο τον κόσμο με διάφορες μορφές και σήμερα στοχοποιεί άμεσα τη φιλελεύθερη δημοκρατία και τις αξίες της, στην καρδιά των δυτικών δημοκρατιών. Επιπλέον, ο φόβος για τον ισλαμισμό (και για τη μετανάστευση ως φορέα του) άνοιξε τον δρόμο για την επανεμφάνιση αντιφιλελεύθερων εθνικιστικών κινημάτων εντός των δυτικών δημοκρατιών, επιτρέποντας σε δημαγωγούς να αποκτήσουν επιρροή και, σε ορισμένες περιπτώσεις, να κερδίσουν ακόμα και τις εκλογές. Άλλωστε, η αναβίωση του αυταρχισμού στη Ρωσία δικαιολογήθηκε εν πολλοίς από τους φόβους για το τί θα μπορούσε να προκαλέσει ο βίαιος ισλαμισμός, όπως καταδείχθηκε από τη σφαγή στο σχολείο του Μπεσλάν, το 2004.
Είναι στο Ιράν που ο ισλαμισμός –ή τουλάχιστον μια συγκεκριμένη τάση του– αποδείχτηκε ικανός να αποτελέσει τη βάση ενός μακρόπνοου πολιτικού προτάγματος. Τον Φεβρουάριο του 2019, η Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν γιόρτασε την τεσσαρακοστή επέτειό της. Είναι η Ισλαμική Δημοκρατία που ξεκίνησε την εξαγωγή της ισλαμικής ιδεολογίας μέσω ενός τεράστιου δικτύου προπαγάνδας, παροχής όπλων, εκπαίδευσης και χρημάτων (πολλά από τα οποία κατασπαταλούν τα έσοδα από τις εξαγωγές πετρελαίου του Ιράν) σε μυριάδες τρομοκρατικές ομάδες ισλαμιστών, τόσο σιιτών όσο και σουνιτών[2].
Τις επεκτατικές επιτυχίες της Ισλαμικής Δημοκρατίας στη «Δυτική Ασία», μεταξύ επιτευγμάτων, πανηγύρισε ο διάδοχος του Χομεϊνί, Υπέρτατος Ηγέτης Αλί Χαμενεΐ (γεν. 1939), καθώς το καθεστώς γιόρταζε την 40ή του επέτειο. Ωστόσο, οι μαζικές διαδηλώσεις κατά της Ισλαμικής Δημοκρατίας και της επιρροής της, που ξέσπασαν στο Ιράκ και τον Λίβανο τον Οκτώβριο του 2019, και στη συνέχεια εντός του ίδιου του Ιράν τον Νοέμβριο, έριξαν άπλετο φως σε μια διόλου αξιοζήλευτη πραγματικότητα για το ιρανικό καθεστώς και την ολοκληρωτική ισλαμιστική του ιδεολογία. Αν οι άνθρωποι στο Ιράκ και τον Λίβανο ζητούν να σταματήσει η ανάμειξη του Ιράν στις υποθέσεις των χωρών τους, οι ίδιοι οι Ιρανοί απαιτούν τη διάλυση του καθεστώτος των κληρικών φωνάζοντας ακόμη και «Θάνατος στον δικτάτορα»!
Μέχρι τη στιγμή που γράφονταν αυτές οι γραμμές, στις αρχές Δεκεμβρίου 2019, η βίαιη καταστολή που είχε εξαπολύσει το καθεστώς κατά των διαδηλώσεων στο εσωτερικό του Ιράν είχε, σύμφωνα με συγκρατημένες εκτιμήσεις, κοστίζει τη ζωή σε πάνω από διακόσιους ανθρώπους. Οι διαδηλώσεις αυτές ήταν μια επανάληψη εκείνων που ξέσπασαν σε όλη τη χώρα στα τέλη του 2017 και συνεχίστηκαν μέχρι τον Αύγουστο του 2018. Η επανάληψη των μαζικών λαϊκών διαδηλώσεων σε λιγότερο από δύο χρόνια δείχνει ότι, στο εσωτερικό του Ιράν, η Ισλαμική Δημοκρατία όχι μόνο απέτυχε να επιβάλει την ιδέα του Χομεϊνί για μια ενάρετη ισλαμική κοινωνία, αλλά αντιμετωπίζει στην πραγματικότητα μια ευρύτατα διαδεδομένη απόρριψη της ιδεολογίας του.
Από κοινού με άλλους ισλαμιστές, ο Χομεϊνί ισχυρίστηκε ότι το Κοράνι, το ιερό βιβλίο του ισλάμ, και η Σούνα, η συλλογή των προφητικών του παραδόσεων, αποτελούν πηγές για μια ολοκληρωμένη νομοθεσία που είναι ανά πάσα στιγμή άμεσα εφαρμόσιμη σε όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες[3]. Ο Χομεϊνί σχεδίασε το θεολογικοπολιτικό του σχέδιο για να θεραπεύσει αυτό που θεωρούσε ως διαφθορά των εκδυτικισμένων μουσουλμανικών κοινωνιών και να εγκαθιδρύσει στη γη τη βασιλεία του Θεού[4]. Ο Χομεϊνί αρνήθηκε την εθνική ταυτότητα του Ιράν, προτιμώντας να την αντικαταστήσει με την ισλαμική έννοια της ούμμα, που είναι η υπερεθνική κοινότητα των πιστών.
Ο ακρογωνιαίος λίθος του έργου του ήταν το δόγμα «velayat–e faqih», που σημαίνει την (ανώτατη) κηδεμονία των νομομαθών του ισλάμ. Ο Φακίχ [faqih] είναι ο ειδήμων του ισλαμικού δικαίου. Ο Χομεϊνί δήλωσε ότι ο Θεός έχει ορίσει τον ανώτατο φακίχ να ενεργεί ως διάδοχος του Μωάμεθ, που οι μουσουλμάνοι σέβονται ως τον τελευταίο και πιο έγκυρο από τους προφήτες, για όλα τα θέματα – συμπεριλαμβανομένης της διακυβέρνησης και της πολιτικής. Η απόλυτη υπεροχή των νομομαθών του ισλάμ αποτελεί τη βάση για το αξίωμα του ανώτατου ηγέτη της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν, ένα αξίωμα που εξ ορισμού υποβιβάζει τους πολίτες σε καθεστώς ανηλίκων και αρνείται τη λαϊκή κυριαρχία. Ο Χομεϊνί ήταν ο πρώτος κάτοχος του αξιώματος αυτού.
Στην παραδοσιακή της εκδοχή, η έννοια του velayat-e faqih είχε περιορισμένη εφαρμογή. Αφορούσε συγκεκριμένα κοινωνικά ζητήματα, όπως η διαχείριση ορισμένων τύπων περιουσίας και η φροντίδα των ορφανών και των ατόμων με ειδικές ανάγκες. Αυτή η περιορισμένη κηδεμονία δεν συνιστούσε γενική εξουσιοδότηση διακυβέρνησης. Το πολιτικό σύστημα που έθεσε σε εφαρμογή ο Αγιατολάχ Χομεϊνί είναι κάτι εντελώς διαφορετικό, αφού στο κέντρο του βρίσκεται ένας απολύτως κυρίαρχος κληρικός που καθοδηγεί την κοινωνία στο σύνολό της ως «κηδεμόνας». Το σύστημα αυτό παραμένει αμφιλεγόμενο στις ίδιες τις ηγετικές τάξεις του σιιτικού ισλάμ. Πράγματι, οι περισσότεροι μεγάλοι Αγιατολάχ δεν αποδέχθηκαν ποτέ την απολυτοποίηση της θρησκευτικής κηδεμονίας από τον Χομεϊνί και εξακολουθούν μέχρι σήμερα να αρνούνται να συγκατανεύσουν στον ισχυρισμό του ότι η εξουσία των κληρικών επεκτείνεται και σε θέματα πολιτικής διακυβέρνησης[5].
Ο Αγιατολάχ Χομεϊνί χαιρετά τους οπαδούς του στην ιερή πόλη Κομ. Σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα η κατά βάσιν αστική ιρανική επανάσταση που είχε ανατρέψει τον σάχη μετατράπηκε σε ισλαμική, που εγκαθίδρυσε ένα άτεγκτο σιιτικό θεοκρατικό καθεστώς. Φωτ. ASSOCIATED PRESS Πηγή
Χομεϊνί: Σοφιστεία και σφετερισμός
Η μεγαλοφυΐα του Χομεϊνί συνίστατο στο ότι πήρε την αμφιλεγόμενη, διευρυμένη εκδοχή ενός παραδοσιακού προνομίου των κληρικών και την ενσωμάτωσε σε μια σύγχρονη επαναστατική ιδεολογία, βαθιά επηρεασμένη από τον λενινισμό. Το αμάλγαμα δεν θα μπορούσε να έχει πετύχει χωρίς νομικές σοφιστείες και θρησκευτικό σφετερισμό. Η σοφιστεία έχει να κάνει με το γεγονός ότι ο Χομεϊνί διέστρεψε ένα περιορισμένης εμβέλειας πολιτικό προνόμιο σε ένα εκτεταμένο και απόλυτο πολιτικό προνόμιο. Ο σφετερισμός αφορούσε στην οικειοποίηση από τον Χομεϊνί του τίτλου του «ιμάμη». Στη σιιτική παράδοση, οι ιμάμηδες είναι οι δώδεκα αλάθητοι και αψεγάδιαστοι διάδοχοι της θεόσταλτης προφητικής εξουσίας του Μωάμεθ. Προς μεγάλη δυσαρέσκεια του παραδοσιακού σιιτικού κατεστημένου, ο ιδρυτής της Ισλαμικής Δημοκρατίας υιοθέτησε τον τίτλο του «ιμάμη», τοποθετώντας έτσι τον εαυτό του στο ίδιο επίπεδο με τους δώδεκα ιμάμηδες. Μέσω του σφετερισμού αυτού, μετέβαλε την προσωπική σχέση ανάμεσα σε έναν επίλεκτο πνευματικό καθοδηγητή και τους οπαδούς του σε κάτι πολιτικό – την πλήρη υπακοή ενός λαού στον χαρισματικό ηγέτη.
Η ικανότητα του Χομεϊνί να συνθέσει αυτά τα στοιχεία σε μια νέα πολιτικοθρησκευτική ολοκληρωτική ιδεολογία τον βοήθησε να προσελκύσει μια σειρά από ετερόκλητους οπαδούς με πολύ διαφορετικούς στόχους και ιδέες. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι προέβαλαν πάνω στον Χομεϊνί προσδοκίες που ήταν ασύμβατες μεταξύ τους. Νέοι ριζοσπάστες, εμπνευσμένοι από τον Τσε Γκεβάρα, τον Φιντέλ Κάστρο, τον Φραντς Φανόν ή τον αγώνα της Αλγερίας για ανεξαρτησία, τον είδαν ως έναν αγωνιστή εναντίον της αδικίας, του καπιταλισμού και του δυτικού ιμπεριαλισμού. Οι χαμηλόβαθμοι σιίτες κληρικοί τον έβλεπαν ως έναν από τους δικούς τους που θα ανέβαζε την κοινωνική τους θέση, ενώ θα αποκαθιστούσε την ξεθωριασμένη εξουσία της θρησκείας σε μια εκσυγχρονιζόμενη κοινωνία. Η μεσαία τάξη που αντιτασσόταν στη δυναστεία των Παχλαβί, η οποία κυβερνούσε από τη δεκαετία του 1920, φανταζόταν τον Χομεϊνί ως έναν ελευθερωτή και τιμωρό της διαφθοράς, που στεκόταν επίσης εμπόδιο στους κομμουνιστές. Οι φιλελεύθεροι εθνικιστές παλαιάς κοπής τον έβλεπαν ως ένα εύχρηστο εργαλείο στην προσπάθειά τους να ενώσουν το έθνος, να απαλλαγούν από τον Σάχη και να αποκαταστήσουν το κράτος δικαίου και την ανεξαρτησία του Ιράν. Οι κατώτερες τάξεις, παρότι καθυστέρησαν να ενταχθούν στο κίνημα, τελικά συσπειρώθηκαν γύρω από τον Χομεϊνί βλέποντας στο πρόσωπό του τον «Ιμάμη», τον πολυαναμενόμενο σωτήρα, που θα βελτίωνε τις συνθήκες διαβίωσης και θα εγγυόταν τη λύτρωσή τους.
Ενόσω αυτοί οι οπαδοί του έπλαθαν φαντασιώσεις για το ποιόν του Χομεϊνί και το τί θα έκανε γι’ αυτούς, εκείνος σχεδίαζε να καταπνίξει τις ατομικές ελευθερίες. Ακριβώς όπως η ΕΣΣΔ ήταν στραμμένη στη δημιουργία ενός νέου homo sovieticus, ο Χομεϊνί είχε ως στόχο τη δημιουργία ενός νέου homo islamicus σε μια εξαγνισμένη κοινωνία. Αυτός ήταν ο πυρήνας της αποστολής του, και αυτός καθόρισε τον ολοκληρωτικό της χαρακτήρα. Διεκδικούσε μια θεϊκή εντολή για να κυβερνήσει και έδινε στη λαϊκή βούληση δευτερεύοντα –στην καλύτερη περίπτωση–ρόλο[6].
Το Σύνταγμα που ο Χομεϊνί και οι σύμμαχοί του διαμόρφωσαν το 1979 για την Ισλαμική Δημοκρατία εγκαθιδρύει ένα απολυταρχικό καθεστώς του οποίου οι ένοπλες δυνάμεις, τα δικαστήρια και τα μέσα ενημέρωσης υπόκεινται στην άμεση εξουσία του μη εκλεγμένου ανώτατου ηγέτη. Το Σύνταγμα εγκαθιδρύει επίσης ένα σύστημα ελέγχου των υποψηφίων, και άσκησης βέτο στην κάθοδό τους στις εκλογές, που μετατρέπει τις εκλογές σε μηχανισμό συναλλαγής, χρήσιμο για τη ρύθμιση του ανταγωνισμού στο εσωτερικό της κυβερνώσας ολιγαρχίας, αλλά ανίκανο από τον σχεδιασμό του να παραγάγει ένα πραγματικά δημοκρατικό αποτέλεσμα. Οι μεγάλοι Αγιατολάχ, που αντιτάχθηκαν στην πολιτικοποιημένη εκδοχή του ισλάμ από τον Χομεϊνί, φιμώθηκαν, τέθηκαν σε κατ’ οίκον περιορισμό ή καθαιρέθηκαν, επειδή προωθούσαν μια «αμερικανική» εκδοχή του ισλάμ. Ωστόσο, ο διχασμός στις τάξεις των κληρικών γύρω από τη θρησκευτική νομιμοποίηση του σχεδίου του Χομεϊνί δεν έπαψε. Με την πάροδο των δεκαετιών, μετασχηματίστηκε σε μια όλο και βαθύτερη μεταρρυθμιστική τάση.
Η πραγματική φύση του σχεδίου του Χομεϊνί άρχισε να διαφαίνεται μόλις το καθεστώς του άρχισε να συναντά αντιστάσεις, οι οποίες και εκδηλώθηκαν πολύ γρήγορα. Οι γυναίκες βγήκαν στους δρόμους για να διαμαρτυρηθούν ενάντια στον ενδυματολογικό κώδικα και άλλες μορφές διακρίσεων. Λίγο αργότερα, Κούρδοι, Τουρκμένοι, σουνίτες και κοσμικοί αριστεροί επαναστάτες πήραν τα όπλα εναντίον της αναδυόμενης θεοκρατίας. Η ελευθερία του Τύπου ανεστάλη τον Αύγουστο του 1979. Τον Δεκέμβριο, ολόκληρο το ιρανικό Αζερμπαϊτζάν ξεσηκώθηκε για να απορρίψει το νέο δεσποτικό Σύνταγμα, για να συντριβεί στη συνέχεια, με τη σύμπραξη ισλαμομαρξιστικών και «αντιιμπεριαλιστικών» (φιλοσοβιετικών) δυνάμεων. Φρουροί υποστηριζόμενοι από το καθεστώς άρχισαν να τρομοκρατούν τον λαό. Ακολουθώντας τα χνάρια των Ιακωβίνων και του Λένιν, ο Χομεϊνί συγκρότησε επαναστατικά δικαστήρια για να εξοντώνουν τους αντιφρονούντες με συνοπτικές διαδικασίες, μαζί με επαναστατικές επιτροπές που παρακολουθούσαν κάθε πολίτη.
Μέχρι το τέλος του 1985, μετά από χιλιάδες συνοπτικές εκτελέσεις και δολοφονίες δίχως δίκη, όλες οι πολιτικές δυνάμεις που προϋπήρχαν της ισλαμικής επανάστασης είχαν διαλυθεί και οι ηγέτες τους είχαν φιμωθεί, φυλακιστεί, εξοριστεί ή δολοφονηθεί. Σχεδόν δύο εκατομμύρια από τους πιο δραστήριους και μορφωμένους πολίτες της χώρας είχαν εγκαταλείψει το Ιράν. Οι πολιτοφυλακές και οι παραστρατιωτικές οργανώσεις επέβαλαν τους πολιτιστικούς περιορισμούς του Χομεϊνί. Η αστυνομία ηθικής εισέβαλε στην ιδιωτική ζωή των πολιτών. Το φιλοσοβιετικό κόμμα Τουντέχ (κομμουνιστικό) υποστήριζε το καθεστώς καθώς απαλλοτρίωσε την περιουσία των πλουσίων, κατάσχεσε τις τράπεζες και εθνικοποίησε τις βιομηχανίες, προκειμένου να μετατρέψει το Ιράν σε σοσιαλιστικό κράτος.
Όταν ο Χομεϊνί πέθανε, στα 86 του χρόνια, τον Ιούνιο του 1989, το καθεστώς πέτυχε μια ειρηνική μεταβίβαση της εξουσίας στον διάδοχό του, Χαμενεΐ. Αν και ανορθόδοξη και σχεδόν αιρετική, η νέα ισλαμική ιδεολογία απέδειξε ότι μπορούσε να επιβιώσει μετά τον θάνατο του χαρισματικού θεμελιωτή της. Ωστόσο, το κύμα των εκτελέσεων δίχως δίκη που εξαπέλυσαν οι αρχές, καθώς πλησίαζε ο θάνατος του Χομεϊνί, αφηγούνταν μια διαφορετική ιστορία. Η σφαγή συνεχίστηκε και επί μία δεκαετία αφότου ο Χαμενεΐ ανήλθε στην εξουσία, περισσότεροι από τρεις χιλιάδες πολιτικοί κρατούμενοι είχαν εκτελεστεί, μαζί με αρκετές εκατοντάδες διανοούμενους αντιφρονούντες και εξόριστους αντιπολιτευόμενους. Αν όντως οι εχθροί της Ισλαμικής Επανάστασης είχαν ηττηθεί παταγωδώς, τότε γιατί το καθεστώς ήταν τόσο πρόθυμο να συνεχίζει την εξόντωση των ποιητών, των συγγραφέων, των μελετητών της Αρχαίας Περσίας, των ειρηνιστών και απομονωμένων εθνικιστών ηγετών, των χριστιανών ιερέων και των οπαδών της πίστης Μπαχάι;
Αυτό που συνέδεε τα θύματα ήταν ότι, επικαλούμενοι την ελευθερία της συνείδησής τους, είχαν απορρίψει ανοιχτά το ιδεώδες του homo islamicus που πρόβαλλε η Ισλαμική Δημοκρατία. Δεν μπορούσαν να νικήσουν το καθεστώς πολιτικά, αλλά η ίδια η ύπαρξή τους υποδήλωνε ότι εκείνο είχε αποτύχει ιδεολογικά. Αυτό τους έκανε ακόμη πιο απειλητικούς και «αντικειμενικά» επικίνδυνους σε μια εποχή που το καθεστώς αντιμετώπιζε μια διπλή, αν και ακόμη αόρατη, ιδεολογική κρίση η οποία εξελισσόταν στο εσωτερικό της ίδιας της δομής εξουσίας του.
Σχεδόν μια δεκαετία μετά την ίδρυση της Ισλαμικής Δημοκρατίας, η επαναστατική-σοσιαλιστική, λενινιστική ιδεολογική της συνιστώσα βρισκόταν υπό κατάρρευση. Αυτό ίσχυε όχι μόνο επειδή οι σοσιαλιστικές οικονομίες δεν είναι βιώσιμες, αλλά και επειδή η γκλάσνοστ και η περεστρόικα στην ΕΣΣΔ του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ είχαν αρχίσει να υπονομεύουν τις βεβαιότητες των αριστερών ιδεολόγων που συγκαταλέγονταν στους υποστηρικτές του Χομεϊνί. Τον Ιανουάριο του 1989, ο Χομεϊνί απηύθυνε μια επιστολή στον Γκορμπατσόφ (γεν. 1931), ο οποίος είχε έρθει στην εξουσία το 1985. Σε αυτή, τον προειδοποιούσε να μην καταφεύγει σε δυτικές θεραπείες για τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα του σοβιετικού κομμουνισμού. Ο πραγματικός στόχος, επέμεινε ο Αγιατολάχ, ήταν «να μην παγιδευτούμε, γκρεμίζοντας τα τείχη των μαρξιστικών ψευδαισθήσεων, στη φυλακή της Δύσης και του Μεγάλου Σατανά»[7].
Ο Χομεϊνί δεν είχε αισθανθεί ποτέ στο παρελθόν την ανάγκη να απευθυνθεί σε έναν κορυφαίο σοβιετικό αξιωματούχο για τον πόλεμο που είχε κηρύξει ο κομμουνισμός κατά του Θεού· ωστόσο, η προοπτική μεταστροφής των Σοβιετικών προς το δυτικό μοντέλο, έβγαλε τον Αγιατολάχ από τη σιωπή του. Ο Χομεϊνί δεν είχε κανένα πρόβλημα με τον κομμουνισμό που αρνιόταν την ελευθερία των ανθρώπων – η ένστασή του αφορούσε μόνον στο γεγονός ότι την αρνούνταν στο όνομα του ιστορικού υλισμού. Με τους όρους Δύση και Μεγάλος Σατανάς, ο Χομεϊνί εννοούσε –σ’ ένα βαθύτερο επίπεδο– τις αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας.
[1] Την 1η Φεβρουαρίου 1979, ο Χομεϊνί επέστρεψε αεροπορικώς στο Ιράν από την εξορία του στη Γαλλία. Την 1η Μαρτίου, θα δηλώσει: «Αυτό που θέλει το έθνος είναι μια ισλαμική δημοκρατία· όχι απλώς μια δημοκρατία· ούτε μια δημοκρατική πολιτεία ή μια δημοκρατική ισλαμική πολιτεία. Θέλει μια ισλαμική δημοκρατία… Αυτή η μορφή [η δημοκρατική] είναι μια δυτική έννοια, και εμείς δεν θέλουμε μια δυτική έννοια». Στις 9 Μαρτίου, θα προσθέσει: «Μην αποδέχεστε εκείνους που, κρατώντας τις δηλητηριώδεις πένες τους, αναφέρουν τέτοια πράγματα όπως «εθνικά» και «δημοκρατικά» (συστήματα) και γράφουν εναντίον του ισλάμ. Θέλουμε μια ισλαμική (πολιτεία) – το έθνος θέλει το ισλάμ. . . . Το έθνος μας επιθυμεί ομόθυμα μια ισλαμική δημοκρατία». Sahifeh-ye Imam: An Anthology of Imam Khomeini’s Speeches, Messages, Interviews, Decrees, Religious Permissions, and Letters, Volume 6, 29 Ιανουαρίου-12 Απριλίου, 1979 (Τεχεράνη: Institute for Compilation and Publication of Imam Khomeini’s Works, 2014), σσ. 244, 309. http://staticsml.imam-khomeini.ir/en/File/NewsAttachment/2014/1700-Sahifeh-ye%20Imam-Vol%206.pdf
[2] Το προοίμιο του Συντάγματος του 1979 αναφέρει ότι, εκτός από την αποστολή της εθνικής άμυνας, οι ένοπλες δυνάμεις της Ισλαμικής Δημοκρατίας «θα είναι επίσης υπεύθυνες … για την εκπλήρωση της ιδεολογικής αποστολής του τζιχάντ με τον τρόπο του Θεού, δηλαδή για την επέκταση της κυριαρχίας του νόμου του Θεού σε όλο τον κόσμο». Βλ. την αγγλική μετάφραση στη διεύθυνση www.servat.unibe.ch/icl/ir00000_.html. Στη δεκαετία του 1980, ο πρόεδρος του Majlis (Κοινοβούλιο) Αλί Ακμπάρ Χασέμι Ραφσανζανί δήλωσε ότι το Ιράν δεν είχε «καμία πρόθεση να συγκαλύψει την εξαγωγή της ισλαμικής επανάστασης. Η ισλαμική επανάσταση δεν περιορίζει την αληθινή και ευγενή φύση της σε γεωγραφικά σύνορα». Αναφέρεται στο Itamar Rabinovich and Haim Shaked, επιμ., Middle East Contemporary Survey, τόμος IX, 1984-85 (Τελ Αβίβ, Tel Aviv University, 1987), σ.151.
[3] Στις 3 Φεβρουαρίου 1979, ο Χομεϊνί θα δηλώσει: «Το Ισλάμ αφορά όλες τις πτυχές της ανθρώπινης ζωής … Το Ισλάμ είναι μια πολιτική θρησκεία, και περιλαμβάνει και μια κυβέρνηση». Sahifeh-ye Imam, 6:41.
[4] Την 1η Μαρτίου 1979, ο Χομεϊνί δήλωσε: «Η Δύση μας ταπείνωσε, συνέτριψε το ηθικό μας και μας έκανε δυτικοποιημένους. Θα ξεριζώσουμε αυτή τη δυτικοποίηση· μαζί με το ιρανικό έθνος και την υποστήριξή του, θα σβήσουμε όλα τα ίχνη της δυτικοποίησης, όλα τα διεφθαρμένα απομεινάρια της –όχι τις πολιτισμένες πτυχές της– όλα τα διεφθαρμένα ήθη, όλα τα ποταπά δυτικά τραγούδια. Θα δημιουργήσουμε μια «μωαμεθανική» χώρα»». Sahifeh-ye Imam, 6:242-43.
[5] Ο ρόλος της θρησκείας και του κλήρου στην πολιτική δεν θεωρήθηκε ποτέ ως κάτι «αυτονόητο» στη σιιτική θεολογία. Η ιδέα της ανάθεσης της ανώτατης πολιτικής εξουσίας σε έναν κληρικό κηδεμόνα ήταν αποκλειστικά ιδέα του Χομεϊνί, χωρίς να παραπέμπει σε κανένα προηγούμενο. Βλ. Said Amir Arjomand, The Shadow of God and the Hidden Imam: Religion, Political Order, and Societal Change in Shi’ite Iran from the Beginning to 1890, University of Chicago Press, Σικάγο: 1984, 268-270. Βλ. επίσης Mohsen Kadivar, Andishe Siyyasi dar Eslam (Πολιτική σκέψη στο Ισλάμ), τόμος 1, Nazariyyeh-ha-ye Dawlatt dar Fiqh-e Shi’a (Θεωρίες του κράτους στο σιιτικό κανονικό δίκαιο) (1η έκδοση, Tehran: Nashr-e Nay, 1998), 24-25. Τέλος, ο Said Amir Arjomand, The Turban for the Crown: The Islamic Revolution in Iran (Oxford UP, Nέα Υόρκη 1988), 156, σημειώνει ότι «δογματικές αντιρρήσεις για το velayat-e faqih έχουν εκφραστεί από τους Μεγάλους Αγιατολάχ Κόι, Κόμι και Σριατ Μανταρί και από τους Αγιατολάχ Μπαχά’ αλ-Ντιν Μαχαλλάτι, Σαντέκ Ρουχανί, Αχμάντ Ζαντζανί, Αλί Τεχρανί και Μορτέζα Χα’ερί Γιαζντί».
[6] Στις 5 Φεβρουαρίου 1979, ο Χομεϊνί θα δηλώσει: «Το έθνος οφείλει να υπακούει αυτόν που επέλεξα [αναφερόμενος στον Μεχντί Μπαζαργκάν, ως προσωρινό ανώτατο ηγέτη]. Αυτή η κυβέρνηση δεν είναι μια συνηθισμένη κυβέρνηση – είναι κυβέρνηση που εφαρμόζει τον θρησκευτικό κανόνα. Η εναντίωση σε αυτή την κυβέρνηση είναι εναντίωση στους θρησκευτικούς νόμους και ισοδυναμεί με εξέγερση κατά της θρησκείας. Η εξέγερση κατά της θρησκείας τιμωρείται [sic] με βαριά τιμωρία από τους κανόνες και τη νομοθεσία μας. Προειδοποιώ εκείνους που μπορεί να έχουν μια τέτοια ιδέα να σαμποτάρουν [αυτή την κυβέρνηση] και, Θεός φυλάξει, να οργανώσουν μια εξέγερση εναντίον της· δηλώνω ότι η τιμωρία αυτών των στοιχείων βάσει του νόμου του ισλάμ θα είναι βαρύτατη. Η εξέγερση εναντίον αυτής της κυβέρνησης είναι εξέγερση εναντίον του Θεού». Sahifeh–ye Imam, 6:54.
[7] Πράγματι, ο Χομεϊνί δεν είχε στείλει ποτέ στο παρελθόν γραπτό μήνυμα σε οποιονδήποτε ξένο ηγέτη και δεν θα έστελνε ποτέ άλλο (πέθανε στις αρχές Ιουνίου 1989). Η επιστολή, με ημερομηνία 1 Ιανουαρίου 1989, μπορεί να βρεθεί στο Sahifeh-ye Imam: An Anthology of Imam Khomeini’s Speeches, Messages, Interviews, Decrees, Religious Permissions, and Letters, Τόμος 21, 21 Μαρτίου 1988-5 Ιουνίου 1989, Institute for Compilation and Publication of Imam Khomeini’s Works, Τεχεράνη 2014, σσ. 217-227.