Του Γιώργου Καραμπελιά
(Απόσπασμα από το βιβλίο του «Το λυκόφως του Μηδενισμού», που κυκλοφόρησε τον Ιούλιο του 2023)
Η καθολική «Αγανάκτηση» των Ελλήνων, απέναντι σε μια αναίτια και αδόκητη καταστροφή (μείωση του ΑΕΠ κατά 25% στη διάρκεια των μνημονιακών χρόνων και πτώση του μέσου ατομικού εισοδήματος κατά 35%), που εκφράστηκε και με το αντιμνημονιακό κίνημα, έχει κατασυκοφαντηθεί όσο τίποτε άλλο από τους οπαδούς του «Γερούν γερά» και τους θαυμαστές της τρόικας. Και επειδή ο Σύριζα η Χρυσή Αυγή, ο Καμμένος και κομπανία επιχείρησανν μετά το 2012 να εμφανιστούν ως οι κατ’ εξοχήν αντιμνημονιακές δυνάμεις της χώρας, η καταβαράθρωσή τους έδωσε την ευκαιρία στην τότε θλιβερή μειοψηφία των μνημονιακών, να εμφανίζονται σήμερα ως εκείνο το πλειοψηφικό ρεύμα που οδήγησε στην ανατροπή των αντιμνημονικακών.

*****
Σε αυτή την κατεύθυνση, επιχειρείται κατ’ αρχάς η αθώωση του πρώτου «μνημονιακού», του ΓΑΠ. Σύμφωνα με το σχετικό αφήγημα ο «Γιώργος» δεν ήταν ο μοιραίος άνθρωπος που αναίτια έσπρωξε την Ελλάδα στην καταστροφή αλλά «υποχρεώθηκε» να δεχθεί την είσοδο στην εποχή των Μνημονίων, διότι απλούστατα η προηγούμενή κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή είχε εκτροχιάσει τα δημόσια οικονομικά.
Παρότι αυτό το τελευταίο έχει πραγματική βάση, εντούτοις δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο Παπανδρέου ο Μικρός εξελέγη με το σύνθημα «λεφτά υπάρχουν» ενώ στη συνέχεια έκανε ότι μπορούσε για να οδηγήσει την Ελλάδα στα μνημόνια. Έτσι αρνήθηκε να προσφύγει σε εσωτερικό ομολογιακό δάνειο, εφικτό στις απαρχές της κρίσης, με επιτόκιο σχετικά υψηλότερο από το τραπεζικό, όπως είχαν προτείνει πολλοί, ανάμεσά τους εγώ και ο Μανόλης Γλέζος.
Αντ’ αυτού, επέλεξε να συνωμοτήσει με τον Στρως-Καν για να ρίξει την Ελλάδα στα βράχια, διατυμπανίζοντας τις αιτιάσεις για το διεφθαρμένο ελληνικό κράτος – οι οποίες συνέβαλαν στο να εκτιναχθούν τα επιτόκια δανεισμού, ακυρώνοντας κάθε δυνατότητα εσωτερικού δανεισμού.
Και αν, με τον Γάλλο εραστή, επικεφαλής τότε του ΔΝΤ, πίστευε πως η «προσαρμογή» θα ήταν σχετικά ήπια, θα οδηγήσει τελικώς την Ελλάδα στα χέρια του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε που ήθελε, όπως αναίσχυντα αποκάλυψε στη συνέχεια, να εξαντλήσει οικονομικά τους Έλληνες, ώστε να εκδιώξει την Ελλάδα από την Ευρωζώνη και την ΕΕ.
Όμως, ακόμα και από τη σημερινή ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, συνεχίζει να προβάλλεται ο ΓΑΠ ως ο «αγωνιστής πολιτικός» που ανέλαβε να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά και όχι ως ο μοιραίος άνθρωπος που έδεσε χειροπόδαρα την ελληνική οικονομία και καταβαράθρωσε το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων…
Δηλαδή η είσοδος στα Μνημόνια ήταν αναπόφευκτη(sic) όσο αναπόφευκτη ήταν και η… Καταστροφή του 1922.
*****
Το μεγάλο αυθόρμητο λαϊκό κίνημα που κατέκλυσε τις πλατείες της χώρας συκοφαντείται σήμερα ως «οι “Χρυσαυγίτες” της πάνω πλατείας και ο “Συριζαίοι” της Κάτω Πλατείας». Ουδέν ψευδέστερον. Επειδή έχω ζήσει, μαζί με όλους τους φίλους μου, από την έναρξή του, το κίνημα των πλατειών, γνωρίζω πως, για μεγάλο χρονικό διάστημα, ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε η Χρυσή Αυγή συμμετείχαν σε αυτό, και μάλιστα το έβλεπαν με μεγάλη δυσπιστία γιατί ήταν ακομμάτιστο και ανεξέλεγκτο.
[Διαβάζουμε ακόμα και στην Wikipedia, στο λήμμα Χρυσή Αυγή: «.Το Μάιο του 2011 ξεκίνησαν να λαμβάνουν χώρα στην Πλατεία Συντάγματος στην Αθήνα αντικυβερνητικές διαδηλώσεις. Η Χρυσή Αυγή τις αντιμετώπισε αρνητικά, προκρίνοντας τη δράση “στο δρόμο”, ενώ επέκρινε την ιδεολογική ποικιλία και την πολυπολιτισμική σύνθεση των διαδηλωτών. Τον Δεκέμβριο, όταν το κίνημα των «Αγανακτισμένων» είχε πια κατασταλεί, η Χρυσή Αυγή οργάνωσε στο Σύνταγμα μία δική της συγκέντρωση “κατά του Μνημονίου”». Ενώ και ο δημοσιογράφος του Βήματος Δημήτρης Χαραλάμπους σημειώνει σχετικά με την «πάνω πλατεία» του Συντάγματος: «Είναι το αποκαλούμενο «πατριωτικό» κομμάτι των αγανακτισμένων,… πλην της Χρυσής Αυγής – η οποία δεν συμμετέχει, καθώς χαρακτήρισε “καρναβάλι προοδευτικών” το Σύνταγμα» (Δημήτρης Χαραλάμπους «Πλατεία… Άνω και Κάτω Συντάγματος», Το Βήμα 05.06.2011 https://www.tovima.gr/2011/06/05/politics/plateia-anw-kai-katw-syntagmatos/).]
Αν υπήρξε δε μια σχετικά μαζική «οργάνωση των Αγανακτισμένων», τουλάχιστον για ένα χρόνο, αυτή ήταν μόνο η «Σπίθα», εν πολλοίς μάλιστα παρά την δυσπιστία του ίδιου του Μίκη Θεοδωράκη. Αρχικώς θα αποχωρήσουν οι νεοδημοκράτες από τις Πλατείες, μετά τα τέλη του 2011 και τη στροφή του Αντώνη Σαμαρά για στήριξη της κυβέρνησης Λουκά Παπαδήμου (Νοέμβριος 2011 – Μάιος 2012), μετά την επαπειλούμενη αποπομπή της Ελλάδας από την Ευρωζώνη. Η Σπίθα θα οδηγηθεί σε μια μάλλον προδιαγεγραμμένη αποτυχία η οποία σε συνδυασμό με τις μόνιμες προβοκάτσιες των αναρχικών ομάδων, θα οδηγήσει στην αποσύνθεση του κινήματος των Αγανακτισμένων.
Η ανάδυση του ΣΥΡΙΖΑ και της Χρυσής Αυγής αποτέλεσαν, σε αντίθεση με τον αστικό μύθο της «πάνω και κάτω πλατείας», το σύμπτωμα της εξάντλησης των «Πλατειών των Αγανακτισμένων» και της Σπίθας. Άλλωστε, καθόλου τυχαία, αυτός ο μύθος διακινείται από ανθρώπους που δεν είχαν πατήσει ποτέ σε κάποια από αυτές τις πλατείες, και συκοφαντούν ασύγγνωστα ένα πλειοψηφικό μαζικό κίνημα της μεσαίας τάξης και των λαϊκών στρωμάτων.
Βεβαίως, όπως έχουμε επισημάνει από πολύ παλιά[1], το βασικό πρόβλημα αυτού του κινήματος ήταν πως δεν μπορούσε να μετασχηματίσει τη δίκαιη αγανάκτησή του σε μια συνεκτική και οραματική πρόταση, αλλά κοιτούσε προς τα πίσω, στον “χαμένο Παράδεισο” της μεταπολίτευσης. Ήταν μια εξέγερση που έφερε τα στίγματα μιας παρασιτικής κοινωνίας, καθώς το παρασιτικό καταναλωτικό μοντέλο είχε σφραγίσει το σύνολο της κοινωνίας. Γι’ αυτό και θα ρέπει προς τις εύκολες λύσεις, τον δραχμισμό, και θα διαβουκολείται από κάθε είδους ιδεολογικούς απατεώνες. Γι’ αυτό και θα εκβάλει πλειοψηφικά προς τον ΣΥΡΙΖΑ, σπρωγμένο από ένα μέρος των ολιγαρχών, της «Λαϊκής (καραμανλικής) Δεξιάς» και τα ρωσικά τρολ.
Οι όποιες προσπάθειές μας για μια ορθολογική μετεξέλιξη του κινήματος αυτού σε μια πρόταση, ενδογενή και ευρωπαϊκή ταυτόχρονα, απεδείχθησαν καταδικασμένες να αποτύχουν, καθώς δεν υπήρχαν οι κοινωνικές δυνάμεις που θα την στήριζαν.
Θα έπρεπε να έλθει το ψευδεπίγραφο Δημοψήφισμα του 2015 για να αρχίσει η οριστική αμπώτιδα του κινήματος των Αγανακτισμένων, που είχε δοκιμάσει, από τις πλατείες ως τη Βουλή, να διερευνήσει –μάλλον στα τυφλά και απελπισμένα, χωρίς ηγεσία– έναν νέο δρόμο για την Ελλάδα. Και καθόλου τυχαία, θα είναι ακριβώς μια κυβέρνηση που στηριζόταν από όσους καπηλεύτηκαν τους Αγανακτισμένους –ΑΝΕΛ και ΣΥΡΙΖΑ– η οποία θα επιβάλει το τελευταίο αχρείαστο και χειρότερο μνημόνιο στην Ελλάδα και θα πλευροκοπήσει τα ίδια τα κοινωνικά στρώματα που την ανέδειξαν στην εξουσία.
Αν λοιπόν προβούμε σε μια συνολική αποτίμηση της μνημονιακής περιόδου, θα διακρίνουμε τρεις ιστορικές στιγμές. Την πρώτη, 2009-2011, κατά την οποία ο ΓΑΠ εγκαινίασε απρόσμενα την αδήριτη μηχανή της καταστροφής, μια δεύτερη 2012-2014, κατά την οποία οι αρχικά αντιμνημονιακές δυνάμεις, της ΝΔ του Αντώνη Σαμαρά, της ΔΗΜΑΡ και το μικρό ΠΑΣΟΚ του Βενιζέλου, αναλαμβάνουν να διαχειριστούν την ήδη συντελεσμένη καταστροφή· τέλος, την περίοδο 2015-2019 κατά την οποία οι «αντιμνημονιακές» δυνάμεις των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ –συνεπικουρούμενες από τους Σόιμπλε και Μέρκελ– βύθισαν και πάλι την Ελλάδα στα μνημόνια, τη στιγμή που ήταν έτοιμη να εξέλθει από αυτά (έμενε μόνο το περιβόητο mail Χαρδούβελη των 900 εκατομμυρίων ευρώ).
Τελικώς,, κατ’ εξοχήν υπεύθυνες για τη μνημονιακή καταστροφή υπήρξαν δύο πολιτικές δυνάμεις, το μνημονιακό ΠΑΣΟΚ του ΓΑΠ και ο αντιμνημονιακός ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα. Δηλαδή, οι κατ’ εξοχήν μνημονιακές δυνάμεις καθώς και οι δήθεν «αντιμνημονιακές» υπήρξαν συνυπεύθυνες για την καταστροφή.
Γι’ αυτό και το αντίβαρο στον ΣΥΡΙΖΑ, το 2019, δεν θα είναι το δραματικά συρρικνωμένο ΠΑΣΟΚ αλλά η Νέα Δημοκρατία, η οποία στη λαϊκή της βάση, ποτέ δεν ταυτίστηκε με τα μνημόνια, παρότι τα διαχειρίστηκε επί Σαμαρά.
Σε αντίθεση λοιπόν με τον μύθο που θέλει την κοινωνική συμμαχία της Νέας Δημοκρατίας να εκφράζει τους μνημονιακούς «φιλελέδες» αποκλειστικά, η Νέα Δημοκρατία, στην πλατιά κοινωνική της πλειοψηφία, ήταν μάλλον «αντιμνημονιακή», δηλαδή δεν επιθυμούσε την άνευ όρων παράδοση της χώρας στον Σόιμπλε και το ΔΝΤ, γι’ αυτό εξάλλου και η Μέρκελ θα εκπαραθυρώσει την κυβέρνηση Σαμαρά, σε συμμαχία με τους εγχώριους ολιγάρχες, τα ρωσικά συμφέροντα και τον καραμανλισμό.
Επομένως, η εκστρατεία των διανοούμενων ελίτ του άλλοτε (παρασιτικού) «εκσυγχρονισμού», να πειστούν οι Έλληνες πως, μετά το 2019, στην εξουσία βρίσκονται αποκλειστικά οι κοινωνικές δυνάμεις του «μνημονιακού» στρατοπέδου, συνιστά ανοικτή παραβίαση της πραγματικότητας.
Το ίδιο ισχύει και τη θεωρία που αντιπαραθέτει τους «μένουμε Ευρώπη» στους αντιμνημονιακούς. Στο Δημοψήφισμα, όσοι ψήφισαν ΟΧΙ δεν ήταν στην πλειοψηφία τους υποστηρικτές της εξόδου από την Ευρώπη. Απλώς οδηγήθηκαν, επιτήδεια, σε μια στρατηγική αντιπαράθεσης με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, που είχαν ξεζουμίσει μέχρις εξαντλήσεως τους Έλληνες πολίτες τα προηγούμενα πέντε χρόνια. Άλλωστε αυτοί οι ίδιοι «θεσμοί» αναγνωρίζουν σήμερα πως «έκαναν λάθη» και υπήρξαν υπερβολικοί (sic). Άλλωστε, το περιεχόμενο του δημοψηφίσματος δεν αφορούσε την έξοδο ή μη της Ελλάδας από το ευρώ. Ας το θυμηθούμε:
“Πρέπει να γίνει αποδεκτό το σχέδιο συμφωνίας, το οποίο κατέθεσαν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στο Eurogroup της 25.06.2015 και αποτελείται από δύο μέρη, τα οποία συγκροτούν την ενιαία πρότασή τους; Το πρώτο έγγραφο τιτλοφορείται «Reforms for the completion of the Current Program and Beyond» («Μεταρρυθμίσεις για την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος και πέραν αυτού») και το δεύτερο «Preliminary Debt sustainability analysis» («Προκαταρκτική ανάλυση βιωσιμότητας χρέους»). Όσοι από τους πολίτες της χώρας απορρίπτουν την πρόταση των τριών θεσμών ψηφίζουν: ΔΕΝ ΕΓΚΡΙΝΕΤΑΙ/ΟΧΙ. Όσοι από τους πολίτες της χώρας συμφωνούν με την πρόταση των τριών θεσμών ψηφίζουν: ΕΓΚΡΙΝΕΤΑΙ/ΝΑΙ.” ‘
Το 61,31% των Ελλήνων και Ελληνίδων που συμμετείχανστο Δημοψήφισμα και ψήφισαν ΟΧΙ, –εκτός από μια μειοψηφία ακροδεξιών, ρωσοκίνητων ή αφελών δραχμιστών και ανερμάτιστων αριστεριστών–, δεν επιθυμούσαν την έξοδο από το ευρώ και την ΕΕ. Χαρακτηριστικά, ακόμα και στη Βουλή, η πλειοψηφία απέρριψε ασυζητητί την πρόταση του ΚΚΕ, το δημοψήφισμα να αφορά την «αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την κατάργηση όλων των μνημονίων και των εφαρμοστικών νόμων».
Και του λόγου το αληθές καταδεικνύεται και από το γεγονός πως η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων θα απορρίψει, στις εκλογές του Σεπτεμβρίου, την στρατηγική της εξόδου και θα συνηγορήσει με την «κωλοτούμπα» του Τσίπρα, παρότι φόρτωσε την Ελλάδα με 100 δισεκ. νέων μνημονιακών υποχρεώσεων. Έτσι, ο κυβερνητικός Συνασπισμός ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, δηλαδή των κομμάτων που είχαν υποστηρίξει το ΟΧΙ, θα αποσπάσει το 39% των ψήφων και μόλις ένα 2,87% θα ακολουθήσει τον Παναγιώτη Λαφαζάνη και την «ρωσική» πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ. Εάν σε αυτούς προσθέσουμε το 7% της Χρυσής Αυγής, και ένα 3% περίπου από τον αριστερισμό, αθροίζουμε μόνο ένα 15% των ψηφοφόρων που έβλεπαν, πιθανώς, το ΟΧΙ στο Δημοψήφισμα ως όχι στο Ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ο ελληνικός λαός υπήρξε στη συντριπτική του πλειοψηφία «αντιμνημονιακός», ακόμα και στο εσωτερικό των μεγάλων κομμάτων, και όχι μόνο σε εκείνα της Αριστεράς ή της ακροδεξιάς. Η φιλομνημονιακή πτέρυγα όχι μόνο δεν ήταν πλειοψηφία αλλά αποτελούσε μια μικρή μειοψηφία, όπως αποτυπώθηκε στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015, όπου τα δύο έντονα φιλομνημονιακά κόμματα, το Ποτάμι και το Κόμμα των Δημοκρατικών Σοσιαλιστών του Γιώργου Παπανδρέου, απέσπασαν το 8,5% των ψήφων.
Η αποδοχή της πραγματικότητας των μνημονίων δεν σήμαινε και αποδοχή της αναγκαιότητάς τους, μια σύγχυση που εύκολα γινόταν και στο εσωτερικό του κινήματος των «Αγανακτισμένων». Ο Αντώνης Σαμαράς, παρόλα τα σφάλματα που διέπραξε, υπήρξε ένας αντιμνημονιακός πολιτικός που βρέθηκε στην ανάγκη να διαχειριστεί τη μνημονιακή καταστροφή και παρέμεινε τέτοιος – εξ ου και εκπαραθυρώθηκε από τους Γερμανούς, που είδαν στον «αντιμνημονιακό» ΣΥΡΙΖΑ την ευκαιρία «να τελειώσουν τη δουλειά», βυθίζοντας τη χώρα στα μνημόνια για τέσσερα ακόμα χρόνια.
Και όμως, αν η ανοικτά μνημονιακή πτέρυγα του «Γερούν γερά» υπήρξε μια ισχνή μειοψηφία στο σύνολο του ελληνικού λαού, η ιδεολογική και μηντιακή δύναμη πυρός της ήταν εξαιρετικά ισχυρή. Κατ’ αρχάς είχε πίσω της την Ευρωπαϊκή Ένωση και κατ’ εξοχήν τους Γερμανούς. Είχε μαζί της ένα μεγάλο μέρος του κεφαλαίου, κυρίως του ξένου, που έβλεπε τα μνημόνια ως μια ευκαιρία για τη ριζική περιστολή του κόστους εργασίας και την απομείωση της αξίας των ελληνικών επιχειρήσεων – εύκολη λεία για τα funds και το ξένο κεφάλαιο. Δεν επέλεξαν μια ηπιότερη διαδικασία προσαρμογής και ενίσχυσης της παραγωγικότητας της εργασίας, πολιτική που θα μπορούσε ακόμα να εγκαινιαστεί μετά το 2009, αλλά, ευκαιρίας δοθείσης –Σόιμπλε και Ντάισελμπλουμ–, αυτό θα γίνει με μια βίαιη λύση[3].
Καθώς όμως το κόστος εργασίας, τα ίδια χρόνια στην Ευρώπη αλλά και στις χώρες του Τρίτου Κόσμου, ανέβηκε, συχνά ακόμα και διπλασιάστηκε, η Ελλάδα απέκτησε «πλεονέκτημα κόστους» στο πεδίο των εξαγωγών και του τουρισμού, εξ ου και η μεγάλη αύξηση των εξαγωγών και των τουριστικών εσόδων. Πράγματι, ο ακαθάριστος ελάχιστος μισθός μειώθηκε το 2015, σε σχέση με το 2012, από 876 σε 684 ευρώ, για να φθάσει τα 780 ευρώ μόλις τον Απρίλιο του 2023. Παράλληλα, το μέσο ωρομίσθιο, το 2022, ανήλθε επισήμως σε 14,5 ευρώ την ώρα δηλαδή κάτω από το 40% εκείνου της ευρωζώνης (34,5 ευρώ), ενώ, το 2008, το ωριαίο κόστος στην Ελλάδα ήταν 16,8 ευρώ έναντι 26,5 ευρώ στην ευρωζώνη.
Το μνημονιακό τμήμα των ελίτ έβλεπε την ευκαιρία να ξεφορτωθεί, με τα μνημόνια, τον κρατισμό της μεταπολίτευσης, έστω και αν θα αποδυναμωνόταν το παραγωγικό δυναμικό της χώρας, το οποίο θα εκχωρούνταν στο ξένο κεφάλαιο και θα κατακρεουργούνταν τα λαϊκά εισοδήματα – «πονάει κεφάλι – κόψει κεφάλι». Θα δει τα μνημόνια όχι ως κατάρα αλλά ως ευλογία. Γι’ αυτό και θα αποφύγει την κριτική του παρασιτικού μοντέλου της μεταπολίτευσης, που εξέφραζε ο εκσυγχρονισμός του Κώστα Σημίτη, στρέφοντας αποκλειστικά σχεδόν τα βέλη στην εφταετία της κυβέρνησης του Κώστα Καραμανλή. Έτσι, τόσο ο Σημίτης όσο και ΓΑΠ θα μένουν στο απυρόβλητο.
Αυτό το φιλομνημονιακό κομμάτι θα βρεθεί σε προνομιακή θέση μετά τις καταστροφές που προκάλεσαν οι αντιμνημονιακοί του Τσίπρα και του Καμμένου. Έτσι θα μπορεί να συγκαλύπτει τις ευθύνες του Παπανδρέου και της μνημονιακής του ομάδας για την καταστροφή, φορτώνοντάς τις αποκλειστικά στον Κώστα Καραμανλή και τους «αντιμνημονιακούς» ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ!
Και δεδομένου ότι το 2019 βγαίναμε από τη βαριά κληρονομιά που άφησε η αίσχιστη διαχείριση των μνημονίων από τους… αντιμνημονιακούς, θα προσπαθήσουν να δουν τη νέα κυβέρνηση της ΝΔ, το 2019, από τον Κυριάκο Μητσοτάκη ως ένα νεο-φιλελεύθερο «ειδύλλιο», όπου ο κρατισμός θα αντικατασταθεί από την άκρατη κυριαρχία της αγοράς και των νόμων της με ένα «ελάχιστο κράτος». Και τέτοιες αντιλήψεις είχαν εμφιλοχωρήσει και στην ίδια την κυβερνητική ομάδα του Μαξίμου. Όμως άρκεσε η τουρκική επιθετικότητα, οι απόπειρες μεταναστευτικής εισβολής, η μεγάλη δοκιμασία της πανδημίας και η ενεργειακή κρίση για να αναστείλει, τουλάχιστον, αυτά τα όνειρα. Η κυβέρνηση υποχρεώθηκε να προχωρήσει σε εξοπλισμούς, σε ενδυνάμωση των συνόρων, σε μια γενικευμένη πολιτική επιδομάτων και ανόδου του κατώτερου μισθού, απογοητεύοντας τη μνημονιακή ομάδα.
Βέβαια, δεν θα πρέπει να μηδενίσουμε τον ρόλο του φιλομνημονιακού ρεύματος στη διάρκεια της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, και ιδιαίτερα την περίοδο μεταξύ Ιανουαρίου και Σεπτεμβρίου 2015, όταν φαινόταν πως η πολιτική Βαρουφάκη-Τσίπρα-Λαφαζάνη οδηγούσε την Ελλάδα στα βράχια και εκτός Ευρώπης. Τότε μάλιστα, ιδιαίτερα απέναντι στο Δημοψήφισμα και την ανικανότητα της τότε ηγεσίας της Νέας Δημοκρατίας, ανέλαβε ουσιαστικά την ηγεσία του αντι-ΣΥΡΙΖΑ και φιλοευρωπαϊκού μετώπου, δημιουργώντας όμως έναν νέο αστικό μύθο πως οι φιλομνημονιακές δυνάμεις υπήρξαν και οι μόνες φιλοευρωπαϊκές. Πράγμα που ήταν ανακριβές, τόσο διότι, μεταξύ των ψηφοφόρων του ΝΑΙ στο δημοψήφισμα, συμπεριλαμβανόταν ένα μεγάλο μέρος ευρωπαϊστών «αντιμνημονιακών» της προηγούμενης περιόδου, όσο και διότι, στο αντίπαλο στρατόπεδο, όπως ήδη δείξαμε, η πλειοψηφία ήταν και αυτή φιλοευρωπαϊκή.
[1] Βλέπε περ. Άρδην, τχ. 100 και 101, Αθήνα 2015 και Γιώργος Καραμπελιάς, Οι έξη μήνες που συγκλόνισαν την Ελλάδα, Εναλλακτικές εκδόσεις, Αθήνα 2015· Γιώργος Καραμπελιάς, Πέραν της Αριστεράς και της Δεξιάς, η υπέρβαση, Εναλλακτικές Εκδόσεις Αθήνα 2016.
[3] Ωστόσο, σε σχέση με το μειωμένο ΑΕΠ της χώρας, ο δημόσιος τομέας και οι συντάξεις, δεδομένης της γήρανσης του πληθυσμού, εξακολουθούν να αποτελούν ανάλογο ή και μεγαλύτερο ποσοστό του ΑΕΠ με τα προ κρίσης επίπεδα.
Ενισχύστε την προσπάθειά μας κάνοντας μια δωρεά στο Άρδην πατώντας ΕΔΩ.
Γνωρίστε τα βιβλία των Εναλλακτικών Εκδόσεων
Ακολουθήστε το Άρδην στο Facebook
Ακολουθήστε το Άρδην στο twitter
Εγγραφείτε στο κανάλι του Άρδην στο Youtube