Μία ιστορία ακραίας συστημικής εξάρτησης και κυνικής μαζικής χειραγώγησης
του Κωνσταντίνου Μαυρίδη *
Λίγο πολύ όλοι γνωρίζουν το στερεότυπο του μεθυσμένου Ρώσου που κατεβάζει την μπουκάλα με τη βότκα καθισμένος σε ένα σπασμένο παγκάκι, μπροστά από μια εργατική πολυκατοικία που καταρρέει. Ακόμη και σ’ αυτούς που δεν έχουν επισκεφθεί ποτέ τη Ρωσία, η εικόνα είναι οικεία από κινηματογραφικές ταινίες όπως οι «Ντουράκ» και «Λεβιάθαν».
Παρά ταύτα, ο Ρώσος αλκοολικός που μπερδεύει τα λόγια του και αυτογελοιοποιείται είναι κάτι παραπάνω από στερεότυπο και μάλλον το τελικό προϊόν τεσσάρων αιώνων συστημικού αλκοολισμού που είναι πλέον, εγγενές χαρακτηριστικό της ρωσικής κοινωνίας. Αποτελεί, δε, μια εκπληκτική ιστορία με τσάρους, μπολσεβίκους, χωρικούς, μονοπώλια, πληθυσμιακό έλεγχο, καταπίεση, διαχρονικό ολοκληρωτισμό και εκμετάλλευση του αλκοόλ για τη δημιουργία ενός εξαρτημένου πληθυσμού που εύκολα δύναται να ελεγχθεί, αλλά και να καταστεί αντικείμενο καθεστωτικής εκμετάλλευσης και καταπίεσης.
Κατ’ αρχάς, πρέπει να πούμε πως η βότκα δεν έχει κάτι το ιδιαίτερο. Είναι άοσμη, άγευστη, άχρωμη και ουσιαστικά ένα απλό αλκοολούχο ποτό που φτιάχνεται από σιτάρι, σίκαλη ή ακόμη κι από πατάτες. Αυτή ακριβώς η απλότητά της είναι που τελικά την καθιστά και ιδιαίτερη, καθώς μπορεί να φτιαχτεί εύκολα από οποιονδήποτε και με φθηνό οικιακό εξοπλισμό. Έτσι, αρχής γενομένης τον 8ο μΧ αιώνα, κάθε χωρικός μπορούσε να φτιάχνει, να πίνει, αλλά και να πουλά τη βότκα του και να συμπληρώνει κάπως το εισόδημά του. Σημειωτέον ότι, την πρώιμη περίοδο της συνύπαρξης βότκας και ρωσικού πληθυσμού, δεν αναφέρονται σημαντικά προβλήματα αλκοολισμού και εξάρτησης, καθώς οι πίνοντες στο σπίτι ήταν υπό τα βλέμματα γυναικών και τέκνων και τα χρηστά ήθη της εποχής έβαζαν φρένο στις υπερβολές.
Όλα αυτά μέχρι τα τέλη του 13ου αιώνα, που ο Ιβάν ο Γ΄ συνένωσε τα ανταγωνιστικά ρωσικά πριγκιπάτα με το ξίφος και έγινε ο πρώτος Τσάρος της Ρωσίας δημιουργώντας ισχυρή κεντρική εξουσία με απόλυτο άρχοντα τον εαυτό του. Περιδιαβαίνοντας την αχανή του επικράτεια, ο νέος τσάρος πρόσεξε ότι οι υπήκοοί του είχαν ένα κοινό στοιχείο, την αδυναμία τους για τη βότκα και του ήρθε η μεγαλειώδης ιδέα να απαγορεύσει την παραγωγή, αλλά και την κατανάλωση βότκας κατ’ οίκον, η οποία θα παραγόταν πλέον από τα «καζάνια του τσάρου» και θα καταναλωνόταν στις «ταβέρνες του τσάρου» ή «Καμπάκ». Το αποτέλεσμα ήταν η απογείωση των προσωπικών του οικονομικών και η συνάθροιση του ανδρικού πληθυσμού σε καταστήματα στα οποία απαγορευόταν αυστηρά η είσοδος γυναικών και όπου το μέτρο σύντομα θα χανόταν ανεπιστρεπτί.
Ο εγγονός του, ο διαβόητος Ιβάν ο Τρομερός, κατέστησε την παραγωγή και πώληση βότκας αποκλειστικό τσαρικό μονοπώλιο με στρατιωτικές περιπόλους να οργώνουν την ύπαιθρο προς άγραν παρανόμων αποστακτηρίων και επί τόπου απονομή «δικαιοσύνης» για τους δύσμοιρους παραβάτες. Στο μεταξύ οι Ρώσοι μετατρέπονταν μέρα με την ημέρα σε καταχρεωμένους μπεκρήδες, αφού μέχρι το σωτήριο έτος 1648 το ένα τρίτο του ανδρικού πληθυσμού της επικράτειας χρωστούσε στις τσαρικές ταβέρνες, με αποτέλεσμα να ξεσπάσουν εξεγέρσεις που πατάχθηκαν με τον γνωστό, «λεπτό», ρωσικό τρόπο (βλ. χιλιάδες νεκρούς, τραυματίες και εξορίστους).
Ο δε Μέγας Πέτρος πήγε το πράγμα λίγο παραπέρα σε κυνισμό, αφού με προσωπικό του διάταγμα «οι σύζυγοι των χωρικών που θα προσπαθούν να αποσπάσουν τους καταναλώνοντες βότκα εντός των αυτοκρατορικών ταβερνών άνδρες τους, πριν αυτοί είναι έτοιμοι προς αναχώρηση, θα τιμωρούνται με είκοσι βουρδουλιές έκαστη». Ταυτόχρονα, και ως μεγαλόκαρδος «πατερούλης», με άλλο του διάταγμα θα επέτρεπε στους χρεώστες ταβερνόβιους να γλυτώσουν τη φυλακή με αντάλλαγμα 25 χρόνια θητεία στον στρατό. Δεν είναι να απορεί κανείς λοιπόν με το γεγονός ότι, το 1850, το 50% των φορολογικών εσόδων της ρωσικής αυτοκρατορίας προέρχονταν από τις πωλήσεις βότκας στους υπηκόους της.
Όχι ότι κοσμοϊστορικά γεγονότα όπως η Οκτωβριανή Επανάσταση περιόρισαν τη δίψα των Ρώσων για το εθνικό τους πιοτό. Το αντίθετο μάλιστα καθότι σε καταστάσεις μεγιστοποίησης του άγχους και της αστάθειας η κατανάλωση αλκοόλ εντείνεται. Παραδόξως, ο ηγέτης των μπολσεβίκων, Βλαδίμηρος Λένιν, είχε άλλη άποψη και με την επικράτηση της επανάστασης το 1917 προέβη στο απονενοημένο διάβημα να απαγορεύσει τη βότκα. Κάποιοι δικαιολογημένα απορούν πώς δεν έγινε άμεσα παλλαϊκή αντεπανάσταση που θα σάρωνε τους μπολσεβίκους σε χρόνο μηδέν, αλλά μάλλον οι μουζίκοι είχαν σαστίσει από το σοκ και τον μετέπειτα εμφύλιο για να αντιδράσουν οργανωμένα. Υπάρχουν ωστόσο αναφορές που κάνουν λόγο πως στο χάος εκείνων των χρόνων τα υπαίθρια αυτοσχέδια καζάνια είχαν πάρει φωτιά. Έτσι κι αλλιώς η απαγόρευση θα τελείωνε μαζί με τη ζωή του εμπνευστή της.
Με την επικράτηση του Ιωσήφ Στάλιν (πωρωμένου πότη από δεκαετίες) το αυτοκρατορικό μονοπώλιο θα επανερχόταν δριμύτερο και οι πωλήσεις φθηνής βότκας θα χρησιμοποιούνταν για το άλμα προς την εκβιομηχάνιση της χώρας και την αδρανοποίηση των αντιδράσεων του πληθυσμού. Εκείνη την εποχή το μπουκάλι της βότκας σχεδιάστηκε ως μονού ανοίγματος και όχι βιδωτό, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Μάλιστα, την εποχή του Στάλιν, η αντοχή στην κατανάλωση βότκας και άλλων οινοπνευματωδών ποτών αποτελούσε προαπαιτούμενο για τη συμμετοχή στο Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΣΕ, καθώς οι συνεδριάσεις λάμβαναν χώρα αργά το βράδυ και σχεδόν πάντα σε κατάσταση μερικής ή πλήρους μέθης. Οι περιγραφές του Νικήτα Χρούτσεφ να χορεύει ημίγυμνος τον παραδοσιακό ουκρανικό χορό «Γκοπάκ» υπό την καθοδήγηση του ένδοξου ηγέτη Στάλιν, καθώς οι συνδαιτημόνες σύντροφοι τού πετούσαν μανταρίνια στο κεφάλι είναι χαρακτηριστικές της σοβαρότητας των συνεδριάσεων του ΠΓ).
Το 1970 οι πωλήσεις βότκας και άλλων αλκοολούχων ισοδυναμούσαν με το ένα τρίτο των συνολικών κρατικών εσόδων, με μία επίσημη μελέτη να καταλήγει στο συμπέρασμα πως ανάμεσα στα έτη 1955 και 1979 η κατανάλωση αλκοόλ κατά κεφαλήν είχε διπλασιαστεί και κυμαινόταν στα 15,2 λίτρα. Κάπου εκεί (1985) επιχειρήθηκε και η δεύτερη προσπάθεια πάταξης του αλκοολισμού στη Σοβιετική Ένωση από τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, αλλά μάλλον ήταν ήδη πολύ αργά και, παρά τη φιλότιμη προσπάθεια, η μείωση της κρατικής επένδυσης σε αλκοολούχα προϊόντα δεν ακολουθήθηκε από την αναμενόμενη αύξηση της παραγωγικότητας.
Επιπλέον, ήταν προφανές ότι το να πίνει κανείς καθημερινά δεν θεωρούνταν πια κοινωνική απειλή, διότι οι ίδιοι οι ηγέτες της χώρας έβλεπαν τη χρήση της βότκας ως βαλβίδα εκτόνωσης της πίεσης και ανόδου του ηθικού ενός πληθυσμού που δεν είχε και πολλά να περιμένει.
Με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και την απελευθέρωση της αγοράς οινοπνευματωδών, η κατάσταση εκτραχύνθηκε με την κατάληψη της εξουσίας από τον Μπόρις Γιέλτσιν, έναν διαγνωσμένο αλκοολικό, ο οποίος, φοβούμενος αντιδράσεις στην άνευ προηγουμένου καταλήστευση του δημόσιου πλούτου και επιχειρήσεων, κράτησε την τιμή της φιάλης της βότκας χαμηλότατη και τους Ρώσους μεθυσμένους και πειθήνιους.
Παρομοίως, το καθεστώς Πούτιν στη σημερινή Ρωσία και οι ολιγάρχες που τον στηρίζουν έχουν μια συνταγή που λειτουργεί απρόσκοπτα για πάνω από τέσσερις αιώνες. Η βότκα παραμένει πάμφθηνη και προσιτή στους πάντες ασχέτως ηλικίας, αφού δεν τηρούνται απαγορεύσεις κατανάλωσης για ανηλίκους και σε καθεστώς πολέμου και οικονομικής δυσπραγίας οι πάντες κάνουν τα στραβά μάτια για το ποιος πίνει πού και πόσο. Οι αναφορές από το μέτωπο της Ουκρανίας για κατανάλωση κολόνιας και μεθανόλης από Ρώσους στρατιώτες με θανατηφόρα αποτελέσματα, καθώς και οι προειδοποιητικές πινακίδες, «Αντιψυκτικό-Μην πίνετε», στα ρωσικά πεδινά πυροβόλα δείχνουν πως το πρόβλημα είναι βαθιά ενδημικό και τελικά μέρος πια του ρωσικού ψυχισμού και ιδιοπροσωπίας.
Από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις κυκλοφορούν τα δύο βιβλία του Κωνσταντίνου Μαυρίδη Λησμονημένες Ιστορίες Ι και Λησμονημένες Ιστορίες ΙΙ.
Ενισχύστε την προσπάθειά μας κάνοντας μια δωρεά στο Άρδην πατώντας ΕΔΩ.
Γνωρίστε τα βιβλία των Εναλλακτικών Εκδόσεων
Ακολουθήστε το Άρδην στο Facebook
Ακολουθήστε το Άρδην στο twitter
Εγγραφείτε στο κανάλι του Άρδην στο Youtube