Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης, έργο του Ντελακρουά
του Στήβεν Ράνσιμαν
Από το The New Griffon, Περιοδική Έκδοση της Γενναδίου Βιβλιοθήκης. Πηγή
[Περίληψη της διάλεξης που δόθηκε στη Μονεμβασία στις 31 Ιουλίου 1982, την οποία ο συγγραφέας είχε την πρόθεση να επεξεργαστεί για τη δημοσίευση. Το κείμενο της περίληψης μοιράσθηκε στο ακροατήριο της 31ης Ιουλίου 1982.]
Μετάφραση-Περίληψη: Αλ. Γ. Καλλιγάς.
ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ακόμη καταλήξει σε τελικό συμπέρασμα για τους λόγους για τους οποίους άλλαξε πορεία η Δ’ Σταυροφορία. Άλλοι θεωρούν, δηλαδή, ότι η αλλαγή πορείας της Σταυροφορίας και η εγκατάσταση στην Κωνσταντινούπολη της Λατινικής Αυτοκρατορίας ήταν ένα σχέδιο προετοιμασμένο από τη Βενετία και ίσως από μερικούς αρχηγούς των Σταυροφόρων, ενώ άλλοι το αποδίδουν σε λάθος της τύχης. Ίσως το ασφαλέστερο θα ήταν να πει κανείς ότι οι Ενετοί και οι Σταυροφόροι ευνοούσαν την εγκατάσταση στην Κωνσταντινούπολη φιλικής προς αυτούς κυβερνήσεως και εν συνεχεία μια σειρά απρόβλεπτα γεγονότα, για τα οποία ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό η ανικανότητα της οικογένειας των Αγγέλων, οδήγησαν στην τραγωδία της Άλωσης της Πόλης και του διαμελισμού της Αυτοκρατορίας.
Η Δ’ Σταυροφορία σημειώνει μια καμπή στην ιστορία του Βυζαντίου, που ως τότε υπήρξε το προπύργιο του Χριστιανισμού εναντίον του Ισλάμ. Από την περίοδο αυτή όμως, που οι Τούρκοι άρχισαν να προωθούνται στη Μικρά Ασία, οι Βυζαντινοί δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν τον από την Ανατολή κίνδυνο, παρ’ όλο που θα μπορούσαν να είχαν εκμεταλλευτεί τις επιδρομές των Μογγόλων εναντίον των Τούρκων,για να τους εξουθενώσουν. Αλλά το Βυζάντιο είχε καταλήξει πια ένα μικρό κράτος στην Ανατολική Ευρώπη, ανάμεσα σε άλλα, ισχυρότερα, κράτη.
Η Δ’ Σταυροφορία όμως αποτελεί καμπή και στην ιστορία των Σταυροφοριών, που ως τότε κατευθύνονταν εναντίον των Μουσουλμάνων και γίνονταν σε συνεργασία με τους Βυζαντινούς, τους οποίους όμως οι Δυτικοί δεν θεωρούσαν σίγουρους συμμάχους: αισθάνονταν απέχθεια καί αντιζηλία γι’ αυτούς, στα μάτια τους ήταν σχισματικοί, επειδή η Εκκλησία τους δεν υποτάσσονταν στην παπική εξουσία. Γι’ αυτό θεωρούσαν ότι έπρεπε εκείνοι να αναλάβουν την εξουσία στο Βυζάντιο. Αλλά παρά τις προσπάθειες των Δυτικών να δικαιώσουν ηθικά το αποτέλεσμα της Δ’ Σταυροφορίας, υπήρξε ένα τρομερό λάθος και πολιτικό και στρατηγικό. Οι τελευταίες δεκαετίες του 12ου αιώνα είναι μία περίοδος αδυναμίας για το κουρασμένο, από τα φιλόδοξα σχέδια του αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνού, Βυζάντιο. Έτσι οι Τούρκοι μπόρεσαν να εγκατασταθούν στη Μικρά Ασία και οι Σταυροφόροι δεν μπορούσαν πια να κατευθύνονται προς τη Συρία δια ξηράς.
Διαβάστε επίσης:
Ένα πιο σοβαρό αποτέλεσμα της Δ’ Σταυροφορίας ήταν ότι θεωρήθηκε ιερό καθήκον των Δυτικών να κρατήσουν την Ανατολική Εκκλησία υπό τον έλεγχο της Ρώμης καί να πολεμούν, επομένως, εναντίον των σχισματικών Ελλήνων. Έτσι, αντί να πολεμούν στην Παλαιστίνη, διάφοροι φιλόδοξοι ιππότες μπορούσαν να πολεμούν σε πολύ πιο ευχάριστο περιβάλλον, στην Ελλάδα, εγκαθιστώντας εκεί ηγεμονίες. Και το πιο τρανό παράδειγμα της περίπτωσης αυτής είναι του Γοδεφρείδου Βιλλαρδουίνου, που εγκαταστάθηκε στην Πελοπόννησο και έγινε Πρίγκιπας της Αχαΐας.
Εξακολουθούσαν βέβαια να υπάρχουν Σταυροφόροι παλαιού τύπου, αλλά οι προσπάθειες των Δυτικών συγκεντρώθηκαν στη Λατινική Αυτοκρατορία της Ρωμανίας και στις ηγεμονίες που ιδρύθηκαν στην Ελλάδα, που την ίδρυσή τους οι Πάπες ενθάρρυναν, πράγμα που έκανε πολλούς ευσεβείς καθολικούς να αντιμετωπίζουν την κατάσταση με πολύ σκεπτικισμό. Όταν, δε, οι Πάπες έφτασαν στο σημείο να κηρύσσουν τον ιερό πόλεμο εναντίον των πολιτικών τους αντιπάλων,τότε και η ιδέα της υψίστης παγκόσμιας παπικής εξουσίας και το κίνημα των Σταυροφοριών παρήκμασαν. Η παρακμή όμως των Σταυροφοριών έγινε σταδιακά. Όσο υπήρχε ακόμη κάποια εξουσία των Σταυροφόρων στη Συρία, δηλαδή ως τα 1291 αλλά και λίγο αργότερα, βρίσκονταν Σταυροφόροι πού πήγαιναν να πολεμήσουν εναντίον των απίστων και οργανώθηκαν κάποιες εκστρατείες, συνήθως χωρίς επιτυχία.
Παρ’ όλο που οι Δυτικοί συνειδητοποίησαν ότι η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης δεν είχε γι’ αυτούς πραγματική αξία, πράγμα που οι Ενετοί είχαν διαπιστώσει από νωρίτερα (ενώ οι Γενοβέζοι συμμάχησαν με τους Βυζαντινούς και ανέλαβαν το πολύ αποδοτικό εμπόριο στη Μαύρη Θάλασσα), η απώλειά της, στα 1261, κατάφερε ένα βαρύ κτύπημα στην περηφάνια τους. Η κατοχή της Ελλάδας, εν τούτοις, και των νησιών του Αιγαίου είχε γι’ αυτούς μεγάλη σημασία, γιατί μπορούσαν να ελέγχουν τους θαλάσσιους δρόμους προς τους Αγίους Τόπους, ακόμη και μετά την τουρκική διείσδυση στη Μικρά Ασία. Και από αυτή την άποψη ίσως και οι ίδιοι οι Έλληνες να επωφελήθηκαν από την παρουσία των Λατίνων σε ορισμένα μέρη, όπως για παράδειγμα από την παρουσία των Ιωαννιτών Ιπποτών στη Ρόδο, που δέχονταν πρώτοι τις τουρκικές επιθέσεις.
Ήταν λοιπόν για τους Δυτικούς καίρια η θέση της Ελλάδας για τη συνέχιση των Σταυροφοριών. Και επειδή οι Έλληνες ήσαν σχισματικοί στα μάτια τους, θεωρούσαν ιερό καθήκον να καταλάβουν τις χώρες τους και να τους πολεμήσουν, αν διαφωνούσαν. Και όπως πάντα, λαμβάνοντας υπ’ όψιν το πρακτικό όφελος, η Βενετία φρόντισε να εξασφαλίσει, κατά τη συμφωνία του διαμελισμού της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στα 1204, τις περιοχές εκείνες που θα εξυπηρετούσαν τα εμπορικά της συμφέροντα, ακόμη και αν δεν μπορούσε εξ αρχής να τις καταλάβει όλες, και περιορίστηκε στα λιμάνια της Μεθώνης και Κορώνης, την Κρήτη και αργότερα το Ναύπλιο, ενώ ενίσχυε τους πολίτες της να καταλάβουν ελληνικές περιοχές και να ιδρύσουν ανεξάρτητες ηγεμονίες. Δεν έχανε όμως έτσι το νομικό δικαίωμα να διεκδικήσει αργότερα οποιαδήποτε από τις περιοχές αυτές έκρινε ότι εξυπηρετούσε τα συμφέροντά της. Οι υπόλοιπες ηγεμονίες δημιουργήθηκαν από Γενοβέζους αλλά κυρίως από Γάλλους της Βουργουνδίας, όπως οι Βιλλαρδουίνοι της Πελοποννήσου και οι Ντε λα Ρός της Αθήνας και της Θήβας.
Παρ’ όλο που δεν είναι δυνατόν να αναπτύξει κανείς εδώ την πολύπλοκη ιστορία της Φραγκοκρατίας, οι ηγεμόνες αυτοί στην Ελλάδα πίστευαν ότι υπηρετούσαν, με την εχθρική τους στάση εναντίον των Ορθόδοξων,την υπόθεση των Σταυροφοριών. Άλλωστε, διάσταση απόψεων μεταξύ Σταυροφόρων και Βυζαντινών ως προς τους σκοπούς των Σταυροφοριών υπήρχε ήδη από την Α’ Σταυροφορία. Οι πρώτοι τις έκαναν για να ανοίξουν οι δρόμοι προς τους Ιερούς Τόπους, οι δεύτεροι για να φύγουν οί Τούρκοι από τη Μικρά Ασία. Την εποχή της Α’ Σταυροφορίας ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου δεν είχε τη διάθεση να επεκτείνει τα εδάφη του, ενώ αναγνωρίζονταν ως προστάτης των ορθόδοξων κατοίκων των Αγίων Τόπων. Οι κάτοικοι έβρισκαν, αργότερα, ότι περνούσαν καλύτερα υπό τους χαλίφες παρά υπό τους Φράγκους. Για τους Λατίνους οι Ορθόδοξοι ήσαν πολύ ανεκτικοί απέναντι στους Μουσουλμάνους. Οι ίδιοι πίστευαν στην αξία του πολέμου, ενώ αντίθετα οι Βυζαντινοί προσπαθούσαν πάντα να τον αποφύγουν πιστεύοντας στην αξία της διπλωματίας. Βέβαια και οι Σταυροφόροι, όταν εγκαταστάθηκαν στη Συρία και την Παλαιστίνη, ανακάλυψαν την ανάγκη της διπλωματίας. Αλλα κάθε νέο κύμα Σταυροφόρων έφτανε στους Αγίους Τόπους για να κάνει πόλεμο και αυτό συνέτεινε στην εξαφάνιση των κρατιδίων των Σταυροφόρων εκεί. Σε τέτοιους Σταυροφόρους οι Ορθόδοξοι έμοιαζαν, αναπόφευκτα, αναξιόπιστοι.
Το Σχίσμα έκανε την κατάσταση ακόμη πιο περίπλοκη. Οι Δυτικοί θεωρούσαν ότι έπρεπε να επαναφέρουν τους Ορθόδοξους στην ορθή πίστη, αλλά ότι αυτό μπορούσε να γίνει μόνο δια της βίας. Μερικοί βέβαια θεωρούσαν ότι αρκούσαν μόνο απειλές, και έτσι κατάφερε ο πάπας Γρηγόριος Ι’, ανάμεσα στα 1271 και 1276, να πείσει τον βυζαντινό αυτοκράτορα Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο να δεχθεί την ένωση των Εκκλησιών και την υποταγή των Ορθόδοξων στη Ρώμη. Δεν ακολούθησαν όμως τον Μιχαήλ οι υπήκοοί του.
Στην Ελλάδα, παρ’ όλο που οι Φράγκοι ηγεμόνες ήταν σκληροί απέναντι στους Ορθόδοξους, δεν φαίνεται να ήθελαν πολύ την ένωση των Εκκλησιών, που θα τους υποχρέωνε να αποκαταστήσουν την ελληνική εκκλησιαστική ιεραρχία, την οποία είχαν αντικαταστήσει με λατινική. Άλλωστε ο πάπας Γρηγόριος Ι΄ δεν ήταν δημοφιλής στους Φράγκους πρίγκιπες και ιδιαίτερα στον πιο φιλόδοξο μαχητή για τα λατινικά συμφέροντα, κατά τον όψιμο 13ο αιώνα, τον Κάρολο του Ανζού, αδελφό του βασιλιά της Γαλλίας Αγίου Λουδοβίκου.
Ο Κάρολος είχε καταφέρει με τη βοήθεια των υποστηρικτών του Πάπα να καταλάβει το θρόνο της Νεάπολης και της Σικελίας από την οικογένεια των Χόχενσταουφεν. Σκόπευε να δημιουργήσει μια μεσογειακή αυτοκρατορία. Παρά τα αναμφισβήτητα προσόντα του, ήταν απάνθρωπος. Βέβαια κάλυπτε τις αποικιοκρατικές του φιλοδοξίες με το μανδύα του ιερού πολέμου εναντίον των σχισματικών, που ήταν πιο βολικοί αντίπαλοι από τους απίστους. Ήθελε να αποκαταστήσει τη Λατινική Αυτοκρατορία στην Κωνσταντινούπολη. Παρ’ όλο, όμως, που ο πάπας Γρηγόριος Ι’ προσπάθησε να του στρέψει το ενδιαφέρον προς την Ανατολή, βοηθώντας τον να αγοράσει τα δικαιώματα του θρόνου της Ιερουσαλήμ, ο Κάρολος δεν ανέλαβε καμιά επιχείρηση στην Ανατολή.
Συμμετέσχε σε μία μόνο Σταυροφορία, που οργάνωσε ο αδερφός του, ο Άγιος Λουδοβίκος, τον οποίο ο Κάρολος έπεισε να κατευθυνθεί, όχι εναντίον της Ιερουσαλήμ, αλλά της Τύνιδας. Η εκστρατεία απέτυχε, ο βασιλιάς της Γαλλίας πέθανε,ο στρατός και ο στόλος έπαθαν μεγάλες ζημιές.
Αξίζει να σταθεί κανείς σε αυτόν τον βασιλιά που αποτέλεσε τον μεγαλύτερο κίνδυνο για τους Έλληνες. Λίγο πριν καταλάβει το θρόνο του ο Κάρολος, οι Βυζαντινοί άρχισαν να ανακαταλαμβάνουν την Πελοπόννησο, από τα τρία μεγάλα κάστρα, τον Μυστρά, τή Μαΐνη και αυτήν εδώ την ιστορική πόλη της Μονεμβασίας. Υπήρξαν το αντάλλαγμα για την απελευθέρωση του Πρίγκιπα Γουλιέλμου Β’ Βιλλαρδουίνου, πού είχε πιαστεί αιχμάλωτος, μετά τη μάχη στη μακρινή Πελαγονία της Μακεδονίας, από τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο, και παρ’ όλο που κρύφτηκε πίσω από ένα σωρό άχυρα, μεταμφιεσμένος, τον αναγνώρισαν από τα προεξέχοντα δόντια του. Έτσι οι Βυζαντινοί έθεσαν τη Λακωνία υπό τον έλεγχό τους. Αυτό τρόμαξε τους Λατίνους, και ο Κάρολος, που θεωρούσε τον εαυτό του πρωταγωνιστή, ανέλαβε δράση. Δεν θέλησε όμως να χτυπήσει τη Λακωνία, αλλά θεώρησε ότι παίρνοντας την Πόλη θα υποχρέωνε και τις επαρχίες να παραδοθούν. Οργάνωσε δυνατό στρατό και στόλο, συμμάχησε με τη Βενετία και βέβαια με τον Πάπα και θεωρούσε ότι, παρ’ όλο που υπήρχε ακόμη απόγονος των Χόχενσταουφεν (η βασίλισσα της Αραγονίας), δεν κινδύνευε από εχθρούς και ότι δεν θα έβρισκε εμπόδιο στη Σταυροφορία του.
Η πρώτη του εκστρατεία εν τούτοις χρησιμοποιήθηκε, όπως είδαμε, για την ενίσχυση του αδελφού του, Αγίου Λουδοβίκου, με μεγάλες απώλειες. Όταν ετοιμάστηκε άλλη, ο Πάπας Γρηγόριος Ι’, που μόλις είχε επιτύχει την ένωση των Εκκλησιών, την απαγόρευσε. Αλλά ο Πάπας αυτός πέθανε, οι Έλληνες δεν αποδέχθηκαν την ένωση, και έτσι οι επόμενοι Πάπες υποστήριξαν τα σχέδια του Καρόλου, που άρχισε πάλι να ετοιμάζεται για την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης.
Δεν υπάρχει χρόνος για να αναφερθούν όλες οι λεπτομέρειες της μεγάλης διεθνούς συνωμοσίας που έσωσε την Κωνσταντινούπολη. Οργανωτής της ήταν ένας ναπολιτάνος γιατρός που τον χρησιμοποιούσαν όλες οι πλευρές, ήταν όμως έμπιστος των Χόχενσταουφεν. Αυτός βρισκόταν σε στενή επαφή με τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο, που αντιμετώπιζε με τρόμο την εκστρατεία του Καρόλου. Η συνωμοσία χρηματοδοτήθηκε από τους Βυζαντινούς και σ’ αυτή συνεργάστηκαν οι Γενοβέζοι και η Αυλή της Αραγονίας. Οργανώθηκε στη Σικελία, όπου η διοίκηση του Καρόλου παρουσίαζε τις μεγαλύτερες αδυναμίες λόγω της αντιθέσεως των Σικελών στον Κάρολο. Στά 1282 -ενώ είχε συγκεντρωθεί η μεγάλη αρμάδα του Καρόλου του Ανζού στη Μεσσήνη της Σικελίας,για να ξεκινήσει για την Κωνσταντινούπολη- έξω από την εκκλησία όπου είχε συγκεντρωθεί το πλήθος για τον Εσπερινό της Δευτέρας του Πάσχα, η κακή συμπεριφορά ενός Γάλλου λοχία δημιούργησε αναταραχή, που απλώθηκε και οδήγησε στη σφαγή των Γάλλων. Μέσα σε μια βδομάδα, όσοι δεν είχαν φύγει από τη Σικελία είχαν σκοτωθεί, εκτός από τη Μεσσήνη, όπου βρίσκονταν ο μισοκατεστραμμένος στόλος του Καρόλου, ο οποίος είχε πια εμπλακεί σε πόλεμο εναντίον της Γένοβας και της Αραγονίας, που κράτησε ως το θάνατο του. Έτσι ματαιώθηκε η εκστρατεία εναντίον της Κωνσταντινούπολης.
Η σφαγή αυτή ,που είναι γνωστή ως Σικελικός Εσπερινός, έχει καίρια σημασία για την Ιστορία της Μεσογείου, αλλά κυρίως για την ιστορία των Ελλήνων, την ιστορία του ελληνισμού. Ματαίωσε την τελευταία προσπάθεια για Σταυροφορία εναντίον των Ορθοδόξων και παρ’ όλο που οι θεωρητικοί των Σταυροφοριών συνέχισαν να μιλούν για την ανάγκη να υποτάξουν τους Έλληνες στους Λατίνους, δεν εκφράζονταν πια η πρόθεση να οργανωθεί Σταυροφορία και οι Έλληνες αφέθηκαν ήσυχοι στο Βυζάντιο, ενώ στην Πελοπόννησο αντιμετώπιζαν αντίσταση κυρίως από τις εγκατεστημένες εκεί δυνάμεις των Λατίνων.
Μερικοί δυτικοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι, αν είχε διαμορφωθεί ένα ισχυρό λατινικό κράτος στην Κωνσταντινούπολη, θα είχε μπορέσει να εμποδίσει την τουρκική προέλαση στην Ευρώπη. Μάλλον όμως θα ήταν αδύνατο να δημιουργηθεί ισχυρό λατινικό κράτος στην Κωνσταντινούπολη, όπως φάνηκε και από τις δυσκολίες του λατινικού κράτους του πρώιμου 13ου αιώνα και από τις ανεπιτυχείς προσπάθειες του Καρόλου, αλλά και από τη γενική κατάσταση και των Βαλκανίων και της Δυτικής Ευρώπης εκείνη την εποχή. Η αδιαφορία εξακολούθησε να υπάρχει, ακόμη κι όταν ο κίνδυνος από την προέλαση των Τούρκων έγινε εμφανής. Το μόνο αποτέλεσμα θα ήταν να πληγωθεί θανάσιμα ο ελληνικός κόσμος. Η λέξη Σταυροφορία έχει τώρα πια έναν ευγενικό απόηχο! Αλλά η πραγματική ιστορία των Σταυροφοριών δεν συμφωνεί μ’ αυτήν την ερμηνεία,της γενναίας προσπάθειας για έναν ευγενικό σκοπό. Αν και οι Σταυροφόροι πίστευαν ότι έφεραν τη θέληση του Θεού, χαρακτηρίζονταν από άγνοια, μισαλλοδοξία καί αγριότητα. Ξεκίνησαν για να σώσουν τη χριστιανοσύνη, αλλά έφεραν μόνο καταστροφή. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία επωφελήθηκε ίσως από την Α’ Σταυροφορία, και αργότερα η ύπαρξη των κρατών των Σταυροφόρων ίσως να έστρεφε την προσοχή των Μουσουλμάνων προς αυτά αποσπώντας την από το Βυζάντιο. Αλλά η Β’ και η Γ’ Σταυροφορία δεν δημιούργησαν παρά δυσκολίες στο Βυζάντιο, ενώ η Δ’ του έκανε μια πληγή, από την οποία δεν στάθηκε δυνατό να αναρρώσει. Η αλήθεια είναι ότι, μετά τον Σικελικό Εσπερινό, δεν οργανώθηκε άλλη Σταυροφορία εναντίον των Ελλήνων, παρ’ όλο που οι εκκλησιαστικοί υπόσχονταν πάντα πνευματικές ανταμοιβές σε όσους μάχονταν εναντίον των Ορθόδοξων. Στην ίδια την Ελλάδα οι σχέσεις μεταξύ των ηγεμόνων της Φραγκοκρατίας και των Ελλήνων δεν ήταν πάντα κακές. Αλλά υπήρχε πάντα στο βάθος μια έχθρα που την αισθάνονταν ιδιαίτερα όσοι έρχονταν για πρώτη φορά από τη Δύση, μια έχθρα, που εξέφραζε ένα μέρος από το πνεύμα των Σταυροφοριών, όπως είχε καταλήξει τότε πια.
Γι’ αυτό θεωρώ τη λέξη “Σταυροφορία” βρόμικη.