Ο εμφύλιος ως δικαίωση
του Νικόλα Δημητριάδη, ιστορικού, από τον νέο Λόγιο Ερμή τ. 24
Στις 3 Νοεμβρίου 1916, ο Γάλλος ναύαρχος ντε Φουρνιέ απαίτησε την παράδοση του οπλισμού του ελληνικού στρατού στους Συμμάχους, ώστε να μη μπορεί να απειλήσει, σε συνεργασία με τους Γερμανούς, τις δυνάμεις της Αντάντ. Το συμβούλιο του Στέμματος απέρριψε το αίτημα, όπως και το επόμενο, που έθετε ως όριο την 18η Νοεμβρίου, για την παράδοση των πρώτων πυροβόλων. Η κυβέρνηση του Σπυρίδωνος Λάμπρου άρχισε να ετοιμάζεται για το ενδεχόμενο σύγκρουσης, κινητοποιώντας τους Επιστράτους.
Διαβάζοντας τον αντιβενιζελικό Τύπο, κατά το χρονικό διάστημα που προηγήθηκε της συμπλοκής, διαπιστώνουμε μία λανθάνουσα τάση προσμονής: Ανέμενε τη σύγκρουση με τα αγήματα της Αντάντ, ως ένα βήμα εξιλέωσης και επιβεβαίωσης. Η Ελλάδα θα απεδείκνυε ότι δεν είναι αποικία. Μετά από μία σειρά ταπεινώσεων και εξευτελισμών, η κυβέρνηση αποφάσιζε να ορθώσει το ανάστημά της. Ο Γεώργιος Βλάχος, μέσω του Χρόνου (15 Νοεμβρίου), προέτρεπε: «Θάρρος! Ἕνας ὡραῖος θάνατος εἶναι πάντα προτιμότερος ἀπὸ μίαν οἰκτρὰν ζωήν». Και το Σκρίπ (16/11/1916) συμπλήρωνε: «Ἀλλὰ καὶ θνήσκουσα θὰ μεγαλουργήσει»…
Στον αντίποδα, βέβαια, οι βενιζελικές εφημερίδες είχαν πλήρη επίγνωση της καταιγίδας που ερχόταν. Θεωρώντας την κυβέρνηση αποκλειστικά υπεύθυνη για την κλιμάκωση της κατάστασης, τάχθηκαν με το μέρος των Συμμάχων, έστω και καθ’ υπερβολήν: «Αἴ, λοιπόν, ἡ Ἑλλὰς θὰ σωθῇ καὶ διὰ τῆς βίας ἀκόμη!», γράφει η Ἐθνική (5/11/1916), αν και οι περισσότερες βενιζελικές εφημερίδες εκφράζουν την ελπίδα ότι η κατάσταση θα αποκλιμακωθεί και η σύγκρουση θα αποφευχθεί. Η κυβέρνηση είχε παραδώσει όπλα στους Βουλγάρους για να πολεμήσουν εναντίον της Ελλάδας. Θα αρνούνταν τώρα να παραδώσουν στους Συμμάχους όπλα, που προορίζονταν να χρησιμοποιηθούν εναντίον της Βουλγαρίας; Η Εστία θα κυκλοφορήσει μία μέρα πριν τη σύγκρουση με τον τίτλο «Τὸ δίκαιον τῆς Ἀνάγκης»…
Με την εκπνοή του τελεσιγράφου, το πρωινό της 18ης Νοεμβρίου, αποβιβάστηκαν από τον συμμαχικό στόλο στον Πειραιά τρία τάγματα Γάλλων ναυτών, τρεις λόχοι Βρετανών πεζοναυτών, καθώς και ένα μικρό ιταλικό απόσπασμα. Μέρος του στρατεύματος αυτού προερχόταν από τις αποικίες: ήταν οι περίφημοι «Σενεγαλέζοι», τους οποίους οι αντιβενιζελικοί είδαν σύντομα και στην Ακρόπολη. Τα συμμαχικά αγήματα ήρθαν αντιμέτωπα με Επιστράτους και στρατιωτικά τμήματα του Α΄ Σώματος Στρατού, υπό τον διοικητή του αντιστράτηγο Καλλάρη. Ενεργός υπήρξε και ο ρόλος του υποστράτηγου Παπούλα, αλλά και του Ιωάννη Μεταξά. Η σύγκρουση ξεκίνησε στο Θησείο και σύντομα επεκτάθηκε σε όλη την Αθήνα, όπου υπήρχαν συμμαχικά αγήματα. Μέχρι το απόγευμα, που επήλθε κατάπαυση πυρός, είχαν χάσει τη ζωή τους 45-50 Έλληνες στρατιώτες και Επίστρατοι, καθώς και 62 στρατιώτες της Αντάντ.
Την επομένη της σύγκρουσης, οι ίδιες εφημερίδες θριαμβολογούν, με πηχιαίους τίτλους, όπως «Τὸ αἷμα των ἐξήγνισε τὴν Ἑλλάδα ἀπὸ ἕν ἄγος» (Χρόνος, 19/11/1916), «Ἡ χθεσινὴ ἐκδικητήριος ἡμέρα» (Χρόνος, 20/11/1916), «Δόξα καὶ τιμὴ εἰς τοὺς γενναίους» (Ἐμπρός, 20/11/1916), «Ζωή, Θάνατος, Ἀνάστασις» (Ἀστραπή, 20/11/1916). Οι φιλοβασιλικές εφημερίδες εκτιμούσαν ότι, μετά τη συμπλοκή, οι σχέσεις με την Αντάντ θα βελτιωθούν καθώς οι Σύμμαχοι είχαν πλέον αντιληφθεί ότι έχουν απέναντί τους μία ανεξάρτητη χώρα. Την ώρα που η χώρα έφτανε στο έσχατο σημείο εξευτελισμού, εκείνες διαβεβαίωναν ότι ξεκινάει μία νέα σελίδα στις ελληνοσυμμαχικές σχέσεις, που θα διακρινόταν από τον αμοιβαίο σεβασμό:
Ὁ Ἑλληνικὸς λαὸς ἀναμένει καὶ ἐλπίζει νὰ τὸν δικαιώσουν αἱ Δυνάμεις τῆς Ἀντάντ. Καὶ θὰ τὸν δικαιώσουν, περιφρονοῦσαι τὸν ἐθνομίσητον ἄνδρα, ὅστις μέχρι τοῦδε τὰς παρέσυρε καὶ τὰς ἐξηπάτησε[1].
Τον παραλογισμό αυτό ολοκληρώνει, λίγες μέρες μετά (25 Νοεμβρίου) η Πολιτική Επιθεώρηση του Ίωνα Δραγούμη:
Δὲν θὰ βραδύνῃ νὰ ὁμολογηθῇ καὶ εἰς Παρισίους καὶ εἰς Λονδῖνον ὅτι ἡ μοιραῖα αὕτη ἐντὸς τῶν Ἀθηνῶν φονικὴ συμπλοκὴ ἀποτελεῖ οἱονεὶ τὸ συμπλήρωμα τοῦ Ναυαρίνου, ὡς πρὸς τὴν ἀπελευθέρωσιν τῆς Ἑλλάδος, πολιτικὴ τότε, ἠθικὴν τώρα. Ἐπέπρωτο πρὸς τὸ ἑλληνικὸν νὰ χυθῇ καὶ πάλιν γαλλικὸν καὶ ἀγγλικὸν αἷμα, διὰ νὰ ἀπελευθερωθῇ ἡ Ἑλλὰς ἀπὸ τὸν ἐφιάλτην τῆς παραγνωρίσεως τῶν αἰσθημάτων καὶ διανοημάτων της!
Και όμως, υπό μίαν έννοια, τα Νοεμβριανά ήταν ένας θρίαμβος των αντιβενιζελικών: όχι εναντίον του «εξωτερικού εχθρού», βέβαια, αλλά εναντίον του εσωτερικού. Την επομένη της σύγκρουσης, θα ξεκινήσει ένα πογκρόμ εναντίον των βενιζελικών της Αθήνας. που στοίχισε τη ζωή σε 35 ανθρώπους, ενώ 922 φυλακίστηκαν και άλλοι 980 εκτοπίστηκαν. Διευθυντές εφημερίδων και δημοσιογράφοι συνελήφθησαν και η κυκλοφορία των βενιζελικών εφημερίδων απαγορεύτηκε. Τα αντίποινα αυτά ολοκληρώθηκαν με τον αφορισμό του Βενιζέλου από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Θεόκλητο και το περίφημο «Ανάθεμα», που οργανώθηκε με μεγάλη επισημότητα στην Αθήνα, ενώ ακολούθησαν και παραλλαγές του σε άλλες πόλεις. Οι αντιβενιζελικοί ένιωθαν ηθικά δικαιωμένοι και βρήκαν την ευκαιρία να εκκαθαρίσουν την Αθήνα από τους αντιπάλους τους. Αυτή ήταν, εντέλει, η σπουδαία επιτυχία, για την οποία πανηγύριζε η Νέα Ἡμέρα στις 11 Δεκεμβρίου:
Ἡ 18η καὶ ἡ 19η Νοεμβρίου εἶναι αἱ δύο μεγαλύτεραι, ἱερώτεραι καὶ λαμπρότεραι εἰς δόξαν καὶ αἴγλην ἡμέραι ἐξ ὅσων ἀναφέρονται μέχρι σήμερον εἰς τὴν ἑλληνικήν ἱστορίαν[2]…
Όσο για τον «εξωτερικό εχθρό», οι εξελίξεις ήταν οι αναμενόμενες. Στις 25 Νοεμβρίου, οι Σύμμαχοι κηρύσσουν ναυτικό αποκλεισμό της Ελλάδας, ο εμπορικός της στόλος επιτάσσεται, απαιτείται η αποχώρηση του ελληνικού στρατού στην Πελοπόννησο (αξίωση που δέχεται τελικά ο Κωνσταντίνος), το κίνημα της Εθνικής Άμυνας αναβαθμίζεται διπλωματικά με τον διορισμό διπλωματικών αντιπροσώπων, ενώ ο Κωνσταντίνος μόλις που μπόρεσε να διατηρήσει προσωρινά τον θρόνο του, καθώς οι Γάλλοι επιθυμούσαν την άμεση εκθρόνισή του. Ο Κωνσταντίνος βρισκόταν σε διαρκή επαφή με την Γερμανία, προσπαθώντας να εξασφαλίσει τη βοήθειά της εναντίον της Αντάντ. Η Γερμανία, όμως, δεν ήταν σε θέση να επέμβει, ούτε είχε σκοπό να επιτεθεί κατά των συμμαχικών στρατευμάτων της Θεσσαλονίκης. Η βασίλισσα Σοφία και ο Μεταξάς υποστήριζαν την ακραία λύση της στρατιωτικής επίθεσης εναντίον των συμμαχικών στρατευμάτων του Σαράιγ. Ο Κωνσταντίνος τελικώς υποχώρησε. Σε μία ένδειξη συμβολικής ταπείνωσης της χώρας, οργανώθηκε στο Ζάππειο στρατιωτική τελετή, στις 16/29 Ιανουαρίου, με χαιρετισμό των συμμαχικών στρατιωτικών σημαιών.
Στις 12/25 Δεκεμβρίου, οι αντιβενιζελικοί της Αθήνας ολοκλήρωσαν την εκστρατεία τους εναντίον των αντιπάλων τους με το γνωστό «Ανάθεμα», τη δημόσια δέηση αναθέματος κατά του Βενιζέλου, στο Πεδίον του Άρεως. Χοροστάτησε ο Μητροπολίτης Αθηνών Θεόκλητος, ρίχνοντας πρώτος τον λίθο του αναθέματος: «Κατὰ τοῦ Ἐλευθερίου Βενιζέλου, φυλακίσαντος ἀρχιερεῖς καὶ ἐπιβουλευθέντος τὴν βασιλείαν καὶ τὴν πατρίδα, ἀνάθεμα ἔστω»[3]. Εντέλει, ο Κωνσταντίνος θα υποχρεωθεί, λίγους μήνες μετά, τον Μάιο του 1917, να εγκαταλείψει τη χώρα.
Η Μεγάλη Ιδέα και η «μικροπολιτική των μικροελλαδιτών»
Εν τέλει, η πολιτική του Βενιζέλου θα ηττηθεί από τον ίδιο παράγοντα που προσπαθούσε δια της πολιτικής του να αποτρέψει: την ξενική παρέμβαση. Έχοντας απέναντί του έναν βασιλιά και ένα επιτελείο που βρισκόταν σε άμεση συνεννόηση με τον Κάιζερ, ο Βενιζέλος δεν ήταν σε θέση να εφαρμόσει την πολιτική του. Αναπόφευκτα, κατέληξε στο μοιραίο εκείνο σχήμα που ταλανίζει το νέο ελληνικό κράτος από γενέσεώς του: την προσφυγή στον ξένο παράγοντα, ως αντιστάθμισμα της αδυναμίας πραγματικής άσκησης εξουσίας. Συνδυάζοντας τη Μεγάλη Ιδέα με τον εκσυγχρονισμό, ο Βενιζέλος επιχείρησε ένα άλμα προς τα εμπρός, ώστε, εκμεταλλευόμενος την ευνοϊκή συγκυρία, να ισχυροποιήσει δια της επέκτασης την Ελλάδα και να την καταστήσει αυτόνομο πόλο στην Ανατολή. Δεν του επετράπη, όμως, να ασκήσει την πολιτική του με αποτέλεσμα ο ξένος παράγοντας να αποκτήσει την πρωτοκαθεδρία. Ο Βενιζέλος επανήλθε, μεν, στην εξουσία «με τις γαλλικές λόγχες», παρακολουθώντας, όμως, ανήμπορος τον Σαράιγ και τον Φουρνιέ να συμπεριφέρονται σαν τοποτηρητές γαλλικής αποικίας.
Η παρουσία των ξένων στρατευμάτων, η συμπλοκή των Νοεμβριανών και ο ναυτικός αποκλεισμός της χώρας έδωσαν στον αντιβενιζελισμό το ιδεολογικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο «έχτισε» την ηθική νομιμοποίηση της πολιτικής του, καθώς και την εκλογική νίκη του 1920. Η «αντίσταση» στην ξενική επέμβαση ήταν εν τέλει το πιο ασφαλές εισιτήριο για να καταστεί δημοφιλής στο εσωτερικό. Ο ελληνικός λαός δεν γνώριζε τις υπόγειες συνεννοήσεις του Βασιλιά του με τους Γερμανούς. Βίωνε, όμως, καθημερινά τις συνέπειες της αγγλογαλλικής επέμβασης. Ο Βεντήρης θεωρεί σταθμό της μεταστροφής της κοινωνικής γνώμης την επιστράτευση του 1915:
Ἀπὸ τῆς ἐπιστρατεύσεως τοῦ 1915 καὶ δι’ αὐτῆς, οἱ Ἕλληνες φιλελεύθεροι, αἱ ἄρχουσες ἀστικαί τάξεις, ὁ Βενιζέλος, ἤρχισαν νὰ χάνουν τὴν ἐπιρροή των ἐπὶ τῶν λαϊκῶν στρωμάτων. Ἡ οὐδετερότης, ἡ εἰρήνη, ἡ ἐκ τούτου φαινομενική εὐημερία κατ’ ἀντίθεσιν τῶν δεινῶν τοῦ πολέμου, ἡ ἀπόκρυψις καὶ ἡ ἄγνοια τῶν ἀπειλουμένων ἐθνικῶν συμφορῶν κατειργάζοντο ἰσχυροὺς δεσμοὺς μεταξὺ τῆς ὁλιγαρχίας καὶ τῶν μεγάλων ὄγκων τοῦ λαοῦ[4].
Ένα μεγάλο ποσοστό, λοιπόν, συσπειρώθηκε γύρω από τον Βασιλιά του, με σύνθημα το γνωστό «Ψωμί, ελιά και Κώτσο βασιλιά». Στη συμμαχική επέμβαση, οι αντιβενιζελικοί έβλεπαν την υποτέλεια: τα αποικιακά στρατεύματα, τους «Σενεγαλέζους», οι οποίοι πολεμούν και πεθαίνουν για το συμφέρον των Μεγάλων Δυνάμεων. Τον ίδιο ρόλο, έλεγαν, επιφυλάσσουν οι Σύμμαχοι και για τους Έλληνες: Να πολεμήσουν και να πεθάνουν π.χ. στα Δαρδανέλια για να δοθεί η Κωνσταντινούπολη στη Ρωσία. Όπως γράφει ο Μαυρογορδάτος: «Για την Παλαιά Ελλάδα εχθρός δεν είναι ο μακρινός Βούλγαρος. Εχθρός είναι ο ορατός Σενεγαλέζος»[5].
Η ρητορική αυτή έφερε αποτελέσματα στο εκλογικό πεδίο, επιτρέποντας την πολιτική επιβίωση του «παλαιοελλαδισμού». Από την άλλη, δεν προσέφερε τίποτε στη χώρα, παρά μόνον καταστροφές. Πράγματι, οι αντιβενιζελικοί κατέφευγαν διαρκώς σε συναισθηματικές κορώνες, αλλά δεν ήταν σε θέση να προσφέρουν μία βιώσιμη εναλλακτική πολιτική. Έτσι, ο κομπασμός έδινε εύκολα τη θέση του στην απελπισία και τη ματαιότητα. Η Νέα Ἡμέρα, συνοψίζοντας τη στάση των Συμμάχων στη φράση «ἤ θὰ κάμετε ὅ,τι θέλομε ἡμεῖς ἤ ἡ Ἑλλάς θὰ λείψει» δεν έχει να αντιτάξει παρά την παραίτηση:
Ἀφοῦ ἡ Ἑλλὰς δὲν ἀναγνωρίζεται ὡς κράτος ἀνεξάρτητον, καταλύσατέ το διὰ τῆς βίας διὰ νά ἡσυχάσωμεν ὅλοι. Ἡ Γερμανία κατέστρεψε τὸ Βέλγιον, ἡ Ἀγγλία ἄς καταστρέψει τὴν Ἑλλάδα[6].
Το Σκριπ, ομοίως:
Ἀντὶ Ἑλλάδος ἀτίμου, θὰ ἐπροτιμῶμεν τέφραν καὶ ἐρείπια καπνίζοντα[7].
Όσο κράτησε ο Εθνικός Διχασμός, ο αντιβενιζελικός κόσμος δεν μπόρεσε να προσφέρει ένα όραμα για τον ελληνισμό, μία εναλλακτική της Μεγάλης Ιδέας. Αρκέστηκε, λοιπόν, στην αυτάρεσκη ηθικολογία και την καταστροφική κινδυνολογία.
***
Από την άλλη, ο Βενιζέλος γνώριζε καλά πως, παρά τις υποκριτικές διακηρύξεις των αντιπάλων του, ανεξάρτητη Ελλάδα θα μπορούσε να είναι μόνο μία ισχυρή Ελλάδα. Η «μικρά πλην τίμια Ελλάς» ήταν ανεξάρτητη κατ’ όνομα μόνον, και καταδικασμένη στην εξάρτηση και τους εκβιασμούς των ισχυρών. Συνεπώς, η εκπλήρωση της Μεγάλης Ιδέας, η εθνική ολοκλήρωση, ήταν προϋπόθεση της εθνικής ανεξαρτησίας. Επιδιώκοντας να εκπληρώσει τις προϋποθέσεις της ανεξαρτησίας (να αποκτήσει η Ελλάδα την απαιτούμενη ισχύ ώστε να είναι σε θέση να ορίζει μόνη της την πολιτική της) δεν είχε κανέναν ενδοιασμό να συνεργαστεί με την Αντάντ, πιστεύοντας πως, παρά τα επιφαινόμενα, στην ουσία ήταν η Ελλάδα που χρησιμοποιούσε την Αντάντ για τους σκοπούς της και όχι το αντίστροφο.
Αν οι αντιβενιζελικοί αγανακτούσαν σε κάθε συμμαχική πίεση, διαπιστώνοντας οργισμένοι πως «φιλίαι καὶ ἔχθραι δὲν ὑπάρχουν παρὰ μόνον συμφέροντα»[8], ο Βενιζέλος το γνώριζε αυτό καλά. Δεν είχε αυταπάτες για τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων. Γι’ αυτό και επέλεξε την ενεργό δράση από την εθελούσια απομόνωση. Η συγκυρία επέβαλλε στην Ελλάδα να είναι παρούσα στις τεκτονικές αλλαγές που συνέβαιναν γύρω της, προσπαθώντας να επιτύχει ό,τι ήτο δυνατόν. Όπως έγραφε η Ἑστία τον Μάιο του 1915:
Ἡ Ἑλλὰς ἔχει παύσει νὰ ἔχει τὸν ρόλο τῆς γρηακουσκουσούρας, ποὺ κακολογεῖ στρογγυλοκαθισμένη στὴν αὐλόθυράν της.
Αυτό φάνηκε, π.χ., στην περίπτωση της Ιταλίας. Την άνοιξη του 1915, η Ιταλία είχε σημαντική θέση στον δημόσιο διάλογο, καθώς έθετε διεκδικήσεις σε Δωδεκάνησα, Β. Ήπειρο και Μικρά Ασία. Όταν μπήκε στον πόλεμο, στο πλευρό της Αντάντ, οι βενιζελικοί μίλαγαν για μία χαμένη ευκαιρία με βαρύτατες συνέπειες: αν η Ελλάδα είχε ακολουθήσει την πολιτική του Βενιζέλου, θα είχε μπει στην Αντάντ πριν την Ιταλία, απολαμβάνοντας ευνοϊκότερη θέση έναντί της. Οι αντιβενιζελικοί, από την άλλη, έβλεπαν απλώς μία επιβεβαίωση της πολιτικής τους: η είσοδος της Ιταλίας υπονόμευε τις ελληνικές διεκδικήσεις, οπότε η ουδετερότητα παρέμενε η ενδεδειγμένη πολιτική. Όπως συνόψισε το Ἐμπρός (5 Φεβρουαρίου 1916), «Ἡ Ἑλλάς, εὐρισκόμενη εἰς τὸ αὐτὸ στρατόπεδον μετὰ τῆς Ἰταλίας, θὰ ἦτο καταδικασμένη νὰ παραγκωνίζεται διαρκῶς ἀπέναντι τῶν ἀξιώσεων αὐτῆς». Είναι ειρωνικό ότι τέτοιες απλοϊκές αναλύσεις έκαναν άνθρωποι που επιθυμούσαν να σπρώξουν την Ελλάδα στο ίδιο στρατόπεδο με την Τουρκία και τη Βουλγαρία…
Εν τέλει, η ουδετερότητα των αντιβενιζελικών δεν μπόρεσε να αποφύγει ούτε την αντιπαράθεση με τους Ιταλούς, καθώς φρόντισαν να επέμβουν στη Βόρεια Ήπειρο το 1916 και να αποστείλουν στρατεύματα και στην Κέρκυρα, όταν την κατέλαβε η Γαλλία για να σταθμεύσει εκεί τα υπολείμματα του σερβικού στρατού. Αντιθέτως, ο Βενιζέλος μπόρεσε αργότερα να εκμεταλλευθεί τις ενδοσυμμαχικές αντιθέσεις και να προλάβει τους Ιταλούς στη Σμύρνη.
Ο ρεαλισμός και η αντίληψη του Βενιζέλου φαίνονται και από τα ανταλλάγματα που επιδίωκε να αποσπάσει για τη συμμετοχή της χώρας στον πόλεμο. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι είχε εστιάσει στη Σμύρνη και την ευρύτερη περιοχή της Ιωνίας. Αυτή θα έδινε στον ελληνισμό τα απαραίτητα δημογραφικά, οικονομικά και στρατηγικά εφόδια για να επιτύχει την εξουδετέρωση της Τουρκίας και την εθνική του ολοκλήρωση. Αντιθέτως, οι διαπραγματεύσεις των βασιλικών κυβερνήσεων είχαν πάντα τη διάσταση της επέκτασης προς Βορρά και τα ανταλλάγματα που ζητούσαν περιστρέφονταν γύρω από το Μοναστήρι, τη Δοϊράνη-Γευγελή και τη Βόρειο Ήπειρο. Για την «Παλαιά Ελλάδα» και τους παλαιοκομματικούς, μια πολιτική προσανατολισμένη στην επέκταση προς τον ημιαγροτικό Βορρά ήταν προτιμότερη από την απελευθέρωση της αστικής και εμπορικής Σμύρνης. Ίσως γι’ αυτό καταφέρονταν συχνά ενάντια στην εμπορική και επιχειρηματική τάξη, που στήριζε τον Βενιζέλο.
Ήδη πριν τη ρήξη Κωνσταντίνου-Βενιζέλου, η αντιβενιζελική Ἐφημερίς (9 Φεβρουαρίου 1915) έγραφε:
Μὲ τὸ νὰ ζητοῦν διάφοροι νὰ ὠθήσουν τὴν Ἑλλάδα πρὸς τὴν Μικράν Ἀσίαν […] δὲν θὰ γίνῃ ποτὲ τίποτε. Οὐδὲ εἶναι δυνατὸν νὰ ἐξιππασθῶμεν μὲ δῶρα ἄδωρα, οὔτε σκοπὸς ἡμῶν καὶ τῶν ἀγώνων ἡμῶν εἶνε ἡ θυσία τοῦ ὅλου διὰ τὸ μέρος, καὶ ἡ ἀποδοχὴ ἐδαφῶν τῶν ὁποίων ἡ ἀπόκτησις εὔκολος μέν δύναται νὰ θεωρηθῇ οὕτω πῶς γινομένη, ἀλλ’ ἡ διατήρησις, δυσχερεστάτη ἄν μὴ ἀδύνατος[9].
Ήδη από την αρχή του Διχασμού, η αντίθεση στη Μεγάλη Ιδέα μπορεί να εκφράζεται πολύ σπάνια, καθότι αντιδημοφιλής, αλλά σε κάθε περίπτωση είναι παρούσα στον αντιβενιζελικό Τύπο. Ίσως γι’ αυτό οι αντίπαλοί τους, έκαναν λόγο για «μικροελλαδίτες» ήδη από πολύ νωρίς. Έτσι, ήδη από τις 14 Σεπτεμβρίου 1914, η βενιζελική Πατρίς στηλιτεύει τις αντιβενιζελικές εφημερίδες που (ως συνήθως) κινδυνολογούσαν, αυτή τη φορά για το ενδεχόμενο απώλειας των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου:
Ἀλλ’ εἰς τὴν κακοπιστίαν καὶ τὴν περιωρισμένην ἀντίληψιν τῶν μ ι κ ρ ο ε λ λ α δ ι τ ῶ ν, τῶν ὁποίων ὁ πατριωτισμός εἶχε πάθει ἐπιληψίαν, ἐκ φόβου δῆθεν μὴ ἀπωλέσωμεν τὰς νήσους, ἦτο ἀναγκαῖον νὰ δοθῇ χθὲς τὸ προσῆκον μάθημα.
Η λέξη «μικροελλαδίτης» είναι γραμμένη με αραιά γράμματα, δίνοντας το πολιτικό στίγμα της «γερμανόφιλης μερίδας του Τύπου», όπως αποκαλούσε η Πατρίς τις αντιβενιζελικές εφημερίδες. Και όλα αυτά πολύ πριν υπάρξει η διάσταση Βενιζέλου-Κωνσταντίνου, που οδήγησε στον Διχασμό. Επιπλέον, σχολιάζοντας την πρόταση των Άγγλων για παραχώρηση της Κύπρου, το αντιβενιζελικό Ἐμπρός έγραφε:
Ἐάν ἡ Ἑλλὰς ἀπανθρακωθῇ καὶ ἀπομείνη ἐξ’ αὐτῆς τέφρα, τί σημαίνει; Θὰ γίνει κατά τὸ πλεῖστον νησιωτικόν Κράτος, ὅπερ θὰ ἐπιτρέπῃ εἰς τὴν Ἀγγλίαν νὰ τὸ γρονθοκοπῇ εἰς τὸ μέλλον ἀσφαλέστερα[10].
Επηρεασμένος ο κύκλος του Κωνσταντίνου από τη Γερμανία, αντιπαρέθετε στη «νησιωτική» πολιτική της αστικής Αγγλίας την «ηπειρωτική» πολιτική του πρωσικού μιλιταρισμού. Η γεωγραφική θέση της χώρας, όμως, δεν μπορούσε να αλλάξει. Η προς Βορράν επέκταση δεν προσέφερε επαρκή αναβάθμιση της Ελλάδας, ενώ άφηνε την Τουρκία άθικτη. Αντιθέτως, εάν κατοχύρωνε την Ιωνία, η Ελλάδα θα αποκτούσε τα υλικά μεγέθη που θα της επέτρεπαν να απελευθερώσει και τα υπόλοιπα ελληνικά εδάφη. Ο προσανατολισμός προς την Ιωνία ήταν μονόδρομος για την εκπλήρωση της Μεγάλης Ιδέας.
Άλλωστε, και τα ανταλλάγματα που ζητούσαν οι αντιβενιζελικές κυβερνήσεις από τη Γερμανία ήταν δεδομένο ότι δεν είχαν πολλές ελπίδες να πραγματοποιηθούν, ακόμη και αν κέρδιζαν τον πόλεμο οι Κεντρικές Δυνάμεις. Χαρακτηριστική των «εγγυήσεων» του Κάιζερ προς τον Κωνσταντίνο, αλλά και των ελπίδων γενικώς που μπορούσε να διατηρεί ο αντιβενιζελικός κόσμος, υπήρξε το γεγονός ότι, σε όλο το διάστημα της ελληνικής επαμφοτερίζουσας πολιτικής ανωμαλίας, η Γερμανία δεν μπόρεσε να κάνει την παραμικρή κίνηση καλής θέλησης απέναντι στην Ελλάδα. Δεν μπορούσε να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις του Κωνσταντίνου, ούτε θέλησε να παράσχει τις εγγυήσεις εδαφικής ακεραιότητας που εκείνος ζητούσε. Αλλά –το ελάχιστο– δεν μπόρεσε καν να σταματήσει τις σφαγές ελληνικών πληθυσμών, στις οποίες προέβαιναν τόσο οι Τούρκοι όσο και οι Βούλγαροι[11]. Πέραν ενός μικρού δανείου, που πέρασε στα «ψιλά», ο Κάιζερ δεν έδωσε τίποτε στον Κωνσταντίνο, ώστε να το χρησιμοποιήσει έναντι των αντιπάλων του. Εάν η Γερμανία, την ώρα που «διαπραγματευόταν» με την ελληνική κυβέρνηση, δεν μπορούσε να σταματήσει έστω τη συντελούμενη από τους συμμάχους της εθνοκάθαρση εις βάρος των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, της Θράκης και της Μακεδονίας, μπορούμε να φανταστούμε ποια οφέλη θα είχε να προσμένει από αυτήν η Ελλάδα μεταπολεμικά.
***
Το «κατηγορητήριο» κατά των αντιβενιζελικών είναι συντριπτικό. Μιλούσαν για περήφανη ανεξαρτησία, την ώρα που ο Κωνσταντίνος υπάκουε δουλικά στον Κάιζερ. Κατηγόρησαν τον Βενιζέλο ότι παζάρευε την Καβάλα και τελικά την έδωσαν οι ίδιοι στη Βουλγαρία. Κατηγόρησαν τον Βενιζέλο ότι θα αφάνιζε μία ελληνική μεραρχία στα Δαρδανέλια, και τελικά έστειλαν ένα Σώμα Στρατού στο Γκέρλιτς της Γερμανίας. Κινδυνολογούσαν ότι θα βυθιζόταν ο ελληνικός στόλος στα Δαρδανέλια και τελικά τον παρέδωσαν στην Αντάντ. Μιλούσαν για τον αρχιστασιαστή Βενιζέλο που ήθελε εμφύλιο πόλεμο και τελικά ήταν αυτοί που οργάνωσαν πογκρόμ εναντίον των πολιτικών τους αντιπάλων.
Αν αφήσουμε κατά μέρος τη γερμανοφιλία ορισμένων και τον «κοτζαμπασισμό» κάποιων άλλων, θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε ότι κατ’ αρχήν απεδείχθησαν κατώτεροι των περιστάσεων. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος αποτελούσε ένα γεγονός κατακλυσμιαίων διαστάσεων. Τρεις Αυτοκρατορίες κατέρρευσαν, ο ευρωπαϊκός χάρτης άλλαξε για πάντα και ο ελληνισμός βρέθηκε σε ένα σταυροδρόμι, που οδηγούσε είτε στην οριστική του αποκατάσταση είτε στη δραματική του συρρίκνωση. Στην κρίσιμη αυτή στιγμή, ο ελληνικός πολιτικός κόσμος δεν ήταν σε θέση να αντιληφθεί το μέγεθος των διακυβευμάτων. Δικαίως οι βενιζελικοί έκανα λόγο για «μικροπολιτική των μικροελλαδιτών»[12]. Η χώρα κυβερνήθηκε από σπιθαμιαίες προσωπικότητες, ανίκανες να διαχειριστούν μία κοσμοϊστορική συγκυρία, από την έκβαση της οποίας κρινόταν το ίδιο το μέλλον του ελληνισμού. Προσκολλήθηκαν στον Βασιλιά, προκειμένου να επιβιώσουν πολιτικά. Ο ενταφιασμός της Μεγάλης Ιδέας, πέραν των άλλων δεινών που προξένησε, καταδίκασε και την πολιτική ζωή της χώρας: στράφηκε οριστικά προς το εσωτερικό, προς την ομφαλοσκόπηση και τον διχασμό. Κατάσταση από την οποία δεν έχει καταφέρει να βγει, μέχρι σήμερα.
[1] Σκρίπ, 20 Νοεμβρίου 1916
[2] Όπως συνέβη και σε άλλες στιγμές της νεώτερης ιστορίας μας (π.χ. Κυπριακό), οι πολιτικοί απόγονοι του αντιβενιζελισμού, παρά την εθνικόφρονα ρητορική τους, επικεντρώνουν τον δυναμισμό τους περισσότερο στον «εσωτερικό εχθρό» παρά στον εξωτερικό.
[3] Βεντήρης Γεώργιος, Η Ελλάς του 1910-1920, τ. Β΄,χ.χ., εκδ. Ίκαρος, σσ. 299-300.
[4] Βεντήρης Γ., ό.π., σ. 61.
[5] Μαυρογορδάτος Γιώργος, Εθνικός Διχασμός και μαζική οργάνωση, Αλεξάνδρεια, 1996, σ. 74.
[6] Νέα Ἡμέρα, 13 Ιουνίου 1915.
[7] Σκριπ, 6 Νοεμβρίου 1916.
[8] Διαπίστωση της Νέας Ημέρας (1 Μαΐου 1915) στο άρθρο «Σαθρὰ τὰ ἐπιχειρήματα τῶν φιλοπολέμων».
[9] Παπαδημητρίου Δέσποινα, Ο τύπος και ο Διχασμός 1914-1917, Αθήνα, 1990, διδακτορική διατριβή, σσ. 60-61.
[10] Εμπρός, 11 Οκτωβρίου 1915.
[11] Ο Βεντήρης δικαιολογεί σαρκαστικά: «Ὁ μοναδικὸς Γερμανὸς Λοχαγός, ὅστις ὡρίσθῃ νὰ προστατεύσει τὴν Ἑλλάδα ἐκ τῶν βουλγαρικῶν περιφρονήσεων, δὲν ἦτο βέβαια πανταχοῦ παρών»… Βεντήρης, ό.π., σ. 129.
[12] Ἀστήρ, 23 Μαρτίου 1915.
Ενισχύστε την προσπάθειά μας κάνοντας μια δωρεά στο Άρδην πατώντας ΕΔΩ.
Γνωρίστε τα βιβλία των Εναλλακτικών Εκδόσεων
Ακολουθήστε το Άρδην στο Facebook
Ακολουθήστε το Άρδην στο twitter
Εγγραφείτε στο κανάλι του Άρδην στο Youtube
3 ΣΧΟΛΙΑ
Αυτή την εγκληματική νοοτροπία την αναπαράγουν και σήμερα κάποιοι κύκλοι: “….Ο Γεώργιος Βλάχος, μέσω του Χρόνου (15 Νοεμβρίου), προέτρεπε: «Θάρρος! Ἕνας ὡραῖος θάνατος εἶναι πάντα προτιμότερος ἀπὸ μίαν οἰκτρὰν ζωήν». Και το Σκρίπ (16/11/1916) συμπλήρωνε: «Ἀλλὰ καὶ θνήσκουσα θὰ μεγαλουργήσει»…”
Κάθε ομοιότητα με τα γεγονότα του 2015 είναι εντελώς τυχαία.
Στην Αθήνα μόνο με πέντε ανθρώπους μπορείς να μιλήσεις.Τον Βασιληά,τον Βενιζέλο ,τον Δούσμανη ,τον Στρέιτ και ΕΜΕΝΑ .ΙΩΑΝ ΜΕΤΑΞΑΣ.απομνημονεύματα του.Στην μεγαλύτερη και κρισιμώτερη ώρα κυριάρχησε το ΕΓΩ ΚΑΙ ΟΧΙ ΑΥΤΟΣ.Περισσότερα στην συνομιλία Πρωτοπαπαδάκη ,Γούναρη ,Μεταξά το 1921. Προτιμήσαμε την ΔΙΑΡΚΗ ΑΝΑΠΗΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ανευ λόγου ΠΡΟΣΩΠΙΚΌ ΜΙΣΟΣ.