Αρχική » Ο νεοελληνιστής Τζούλιο Καΐμη (Β΄ μέρος)

Ο νεοελληνιστής Τζούλιο Καΐμη (Β΄ μέρος)

από Σπύρος Κουτρούλης

Ο Τζούλιο Καΐμη ζωγραφίζει. (Αστεροσκοπείο 1927)

του Σπύρου Κουτρούλη

Τα «Ελληνικά Τοπία» δεν είναι μια απλή περιγραφή του τόπου από έναν ευαίσθητο οδοιπόρο. Η ύλη γίνεται πνεύμα και ο χώρος αναμειγνύεται με τον μύθο, την ιστορία, τον φιλοσοφικό λόγο. Ο Καΐμη αναφέρεται σε μια άλλη Ελλάδα, με πενιχρό οδικό δίκτυο, με ελάχιστο τουρισμό, πού συμμετείχε περιορισμένα σε ό,τι ονομάστηκε νεωτερικός
πολιτισμός. Συγκρίνει όμως την πατρική του γη, την Κέρκυρα, με την μεγαλούπολη – δηλαδή την Αθήνα της εποχής του- και γράφει: «Φεύγοντας παιδί ακόμα απ’ εκεί, έπεσα στη νεκρική ερημιά μιας μεγαλουπόλεως, κι αντίκρισα στα περίχωρά της το απονεκρωμένο σαν πτώμα χώμα της, αισθάνθηκα ευθύς, με κάποια ανέκφραστη απογοήτευση, κάτι που μου έλεγε ότι πέρα από την Κέρκυρα δεν υπάρχει βλάστηση και ζωή»30. Ο Καΐμη επισκέπτεται την Κέρκυρα, την Σαντορίνη, την Μύκονο, την Αρκαδία, τα Μετέωρα, την Τήνο. Συναντά τον Γιαννούλη Χαλεπά, αναφέρεται σε ιστορίες τής επανάστασης του 1821 και σε βυζαντινά παραμύθια.
Για την Μύκονο γράφει: «Τη Μύκονο τη λένε νησί καλλιτεχνικό. Και πράγματι σαν βρεθείς εκεί γίνεσαι καλλιτέχνης. Μια αίσθηση γαλήνης απλώνεται πάνω σ’ αυτό το νησί, πού δε τη συναντάς πουθενά αλλού σε τέτοιο βαθμό. Άνεμοι το χαϊδεύουν λες και φέρνουν αγγέλματα χαράς»31. Για τα σπίτια των νησιών του Αιγαίου επισημαίνει: «Η ομορφιά βγαλμένη από το χρήσιμο είναι ο χαρακτηρισμός τής Τέχνης του Αιγαίου, όπως αποκαλύπτεται από τα διάφορα αρχαιολογικά ερείπια. Μήπως όμως φεύγει από τούτη την αρχή ή κλασσική αρχιτεκτονική; Η δωρική κολώνα μήπως δεν είναι όμορφη και στερεά μαζί; Και με την ίδια απλότητα πού βάλει ο χωρικός τις πέτρες του δεν είναι τοποθετημένο και το κιονόκρανο; Και επειδή το αληθινό αίσθημα του ρυθμού είναι λεπτότατο, για τούτο εξηγείται γιατί φθείρεται και σπάει σαν κρύσταλλο εκεί πού μπαίνουν οι κακές επιδράσεις όπως λ.χ. στην Αττική, ενώ από την άλλη μεριά διατηρείται γερά στα νησιά του Αιγαίου πού τα γαλανά νερά εμποδίζουνε να εισχωρήσει ή κακή μόλυνση. Πόσο άραγε μπορούν να εμπνεύσουν τον μορφωμένο αρχιτέκτονα τα ακηλίδωτα νησιώτικα σπίτια, τα κάτασπρα αυτά σπιτάκια με τις ηλιόλουστες σταχτιές ταράτσες, τις αυλές με την κληματαριά τους, με τη χάρη των παραθυριών και τής εισόδου, με τις σκάλες και τα πηγάδια τους; Έρημα και μοναχικά σπίτια θα μιλήσουν σαν τα πεύκα και τις ελιές και τα βουνά, σαν τον ήλιο και σαν τ’ αρχαία
αγάλματα του Αιγαίου, θα μιλήσουν για να μας πούνε πώς το στολίδι κι ή ομορφιά είναι ή δεύτερη όψη τοο χρήσιμου κι ακόμη πώς όταν υπάρχει κακό γούστο για το χρήσιμο υπάρχει το ίδιο και για το ωραίο»32.


Στα Ελληνικά Τοπία, εκτός των σημαντικών σχεδίων πού βλέπουμε, φτιαγμένα από τον Καΐμη, τον Τσαρούχη, τον Γλιάτα, τον Λουκόπουλο, τον Χαρίδημο, αποτυπώνεται το έντονο ενδιαφέρον του Καΐμη για τα θέματα τής τέχνης, από την ζωγραφική των αγγείων ως την τραγωδία. Σημειώνει δε: «Και όταν σαν λαμπρό όνειρο χάθηκε ο πολιτισμός του Αιγαίου, και όταν μετά από τον Τρωϊκό πόλεμο εδημιουργήθηκαν νέες συνθήκες και νέες σκέψεις, τότε ανεπήδησε ο νέος ελληνικός πολιτισμός, πού μπορούμε να τον χαρακτηρίσομε ηρωϊκό, γιατί εισάγει το ανθρώπινο στοιχείο, το οποίον επικρατεί πάνω απ’ όλα τ’ άλλα»33.
Αν και ετερόδοξος, ο Καΐμη περπάτησε στις περιοχές των Μετεώρων και του Αγίου Όρους και περιγράφει με αγάπη τα μοναστηριακά συγκροτήματα και την φύση πού τα περιβάλλει. Βαδίζοντας ανάμεσα στους υποβλητικούς βραχώδεις όγκους των Μετεώρων, ο Καΐμη τρομάζει: «Σε μια στιγμή η καρδιά σου αρχίζει και δειλιά, γιατί βράδιασε κιόλας, και το μαύρο φάσμα της νύχτας αρχίζει ν’ απλώνεται ολόγυρά σου. Γιατί κανένα καταφύγιο δε φαίνεται πουθενά, έτσι πού νιώθεις τον εαυτό σου έρμο και μοναχό, ανάμεσα σε τόσα πέτρινα δαιμόνια. Αυτή την τρομάρα την αισθάνεται κανείς επίσης όταν βρίσκεται μέσα στα απάτητα δάση του Αγίου Όρους, πεζοπορώντας από μοναστήρι σε μοναστήρι. Όταν όμως σε μια στροφή του δρόμου θα παρουσιασθεί ευθύς στα μάτια του καμιά σκήτη σκαρφαλωμένη στην άκρη ενός βράχου, τότε μόνον η καρδιά του γαληνεύει»34.
Με θαυμασμό εκφράζεται για την εκκλησιαστική τέχνη πού είδε στα μοναστήρια των Μετεώρων: «Και σαν τέλειωσες λοιπόν τη σκάλα κι έφτασες απάνω, νάσου τον ο ίδιος καλόγερος πού σε περιμένει ολομόναχος, στην είσοδο του μοναστηριού για να σε οδηγήσει μέσα, για να σε πάρει να προσκυνήσεις και να θαυμάσεις τις λαμπρότατες εκκλησίες, τις στολισμένες με την ωραία τέχνη τους, πού χρονολογείται από τα πιο πρόσφατα χρόνια του Μεσαίωνα και μαρτυρά έναν περασμένο πολιτισμό. Θα βρεις εκεί μέσα επίσης την πατροπαράδοτη φιλοξενία και το ρυθμό τής ζωής, πού εξελίσσεται μέσα σε μια ατμόσφαιρα πολλών εκατοντάδων χρόνων»35.
Στην Αρκαδία «συνάντησε» τον Πάνα: «Και ο μέγας Παν βασιλεύει ακόμη από τα παμπάλαια εκείνα χρόνια πέρα, πάνω στους υπερήφανους τούτους ψυχρούς όγκους του κορμιού της Αρκαδίας απ’ όπου ξεφύτρωναν τα σπέρματα τής τραγωδίας, με ένα δυνατό ειδυλλιακό ρυθμό. Εκεί πάνω σ’ ένα ψηλό οροπέδιο, στην Τρίπολη, την πρωτεύουσά της πού στέκεται στο ανατολικό μέρος του Μαινάλου όρους, βρήκε την καρδιά του και το Εικοσιένα»36.
Γενικότερο φιλοσοφικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι σκέψεις του Καΐμη για τούς «τόπους της τραγωδίας». Γράφει: «Η γη η ελληνική είναι η γη του μύθου, και σαν τέτοια είναι φημισμένη σε όλους τούς λαούς. Η ελληνική τραγωδία, έκφραση του μύθου αυτού, δεν κλείνει μονάχα τα χαρίσματα τής μεγάλης ποιήσεως, άλλά και μιας αρχιτεκτονικής και συμμετρικής συνθέσεως, πού λίγοι ίσως το έχουν καταλάβει, ώστε να καθρεφτίζει μέσα στην ψυχή του σύμπαντος τα πάθη του ανθρώπου, και να φανερώνει με τη δύναμη τής τέχνης κατά ένα τρόπο πού παίρνει πότε ηρωική και πότε ηθική σημασία»37. Ενώ όταν συναντά αρχαία ερείπια στο Άργος και στις Μυκήνες ,γράφει: «Μήπως την ταξιδιάρα ψυχή τής ελληνικής φυλής πού προκόβει όπου πατεί το πόδι της και οδηγεί και ανυψώνει την τέχνη του κάθε λαού; Πού έδωσε ξακουσμένους βασιλιάδες στη χώρα του Νείλου, κι οι απόγονοί τους γύρισαν με αρχηγό τους το Δαναό, στην πρωτόγονη πατρίδα τους, κι αφού νίκησαν τούς Πελασγούς ξύπνησαν ένα νέο λαμπρότατο πολιτισμό»38.
Ο Καΐμη διανθίζει το κείμενο για τούς «τόπους τής τραγωδίας» με φιλοσοφικές σκέψεις. Διαστέλλει την εσωτερικότητα του ανθρώπου προς ό,τι τον περιβάλλει: «Το δόγμα του “Γνώθι σαυτόν” πού οι δελφικοί προφήτες σκοπεύανε να το διδάξουν διαφορετικά, δια τής τραγωδίας, προϋποθέτει ότι: οι θεοί πού μας περιζώνουν απ’ έξω μας, και κανονίζουν τη μοίρα μας, είναι πιο κοντά μέσα μας, στον απόκρυφο κόσμο μας. Εκεί μέσα μας μιλάνε πιο καθαρά παρά απ’ έξω»39. Ενώ, ριψοκινδυνεύοντας, ισχυρίζεται ότι «ίσως και το δόγμα του Γνώθι σαυτόν να έχει εμβολιασθεί στους προφήτες της σημερινής μας θρησκείας»40.
Πολλά από τα θέματα πού περιλαμβάνονται στο βιβλίο του Καΐμη Ελληνικά Τοπία τα ξανασυναντούμε στα άρθρα και στα δοκίμια πού δημοσίευσε στα διάφορα περιοδικά με τα οποία κατά καιρούς συνεργάστηκε. Φαίνεται ότι ορισμένα θέματα τον απασχόλησαν διαχρονικά.
Ορισμένα άρθρα του όπως «Η τέχνη στα εβραικά χειρόγραφα του Μεσαίωνα – επί τη βάσει νέων ερευνών» και «Η πεντάτευχος και ή αισθητική» αναφέρονται στον εβραϊκό πολιτισμό και στην εξέλιξή του, ενώ άλλα αναφέρονται στην βυζαντινή τέχνη και στην νεώτερη ελληνική αισθητική, στον Χαλεπά, στον Κόντογλου, στον Σικελιώτη, στον Τσαρούχη, στον Παπαλουκά, στον Πικιώνη. Άλλα άρθρα του πραγματεύονται την αισθητική των σπιτιών του Αιγαίου, τής Μακεδονίας και τής Ηπείρου.


Σημαντικό είναι το άρθρο πού δημοσίευσε στην Νέα Εστία (τ. 527, 15/6/1949) για την ζωγραφική του Καραγκιόζη, που αναφέρεται συγκεκριμένα σε έκθεση ζωγραφικής του Ευγένιου Σπαθάρη στην αίθουσα του Αγγλοελληνικού Συνδέσμου. Σημειώνει ο Τ. Καΐμη: «Τα εκθέματα του νέου Σπαθάρη είναι μια εκπληκτική πρόοδος τής λαϊκής
αυτής τέχνης, πού προμηνύει λαμπρό μέλλον. Καθώς εξηγήσαμε, δεν υπάρχει παρά μία μόνη τέχνη, μία πηγαία ευαισθησία εξελιγμένη μέσα στην πείρα του δημιουργού, στο στάδιο της λογικής του δύναμης.
Άρα ή Λαϊκή Τέχνη είναι ο πρώτος σπόρος τής πλαστικής αυτής αλήθειας. Το άτομο σε επαφή με τη φύση πλάθει τον ατομικό ρυθμό, αλλά η φύση δεν του προσφέρει το σύστημα τής κατασκευής. Μόνο από την παράδοση πού συντηρείται στο λαό (λαϊκή ή αγιογραφική) θα τα μάθει… Από την παραπάνω άποψη τής λαϊκής αλήθειας, ο Σπαθάρης μοιάζει με τον Θεόφιλο στη σύλληψη, αλλά διαφέρει στο είδος. Οι φιγούρες του Σπαθάρη είναι άμεσα πρωτόγονες, δηλαδή πλάγιες (ως επί το πλείστον) ενώ του Θεόφιλου είναι ανάγλυφες (χώρος σε επιφάνεια). Εξάλλου ο Θεόφιλος έχει μυστικισμό. Ο Σπαθάρης, το αντίθετο, έχει δυναμικό ύφος»41.
Στον Πικιώνη αναγνωρίζει την αξιοσύνη να δημιουργεί εμπνεόμενος από ό,τι αυθεντικά νεοελληνικό. Οι σκέψεις αυτές αποκτούν ιδιαίτερη σημασία στην εποχή τής αμερικάνικης παγκοσμιοποίησης, όπου κάθε τι τοπικό θα πρέπει να εξουδετερωθεί ή να ξεπέσει σε ανώδυνο φολκλόρ: «Μέσα στο σημερινό χάος τής κοσμοπολίτικης οικοδομικής αρχιτεκτονικής, υπάρχει κι ένας αρχιτέκτων, απόμαχος, με ενεργητικό παρελθόν, ο οποίος επιμένει με έργα να δίνει στον τόπο μας τον φυσιολογικό αρχιτεκτονικό ρυθμό. Να δημιουργεί κάτι πού να συμβιβάζεται με το αττικό κλίμα, πού το λαϊκό μοτίβο των διαφόρων απόμακρων τόπων (λουλούδι του κλίματος) εμπνέει τα αρχικά παραδοσιακά στοιχεία. Ίσως αυτή η προσπάθεια του Πικιώνη να θεωρηθεί από μερικούς μοντέρνους αναχρονιστική και μάταιη. Ο σημερινός κοσμοπολιτισμός, αλήθεια, απορροφάει κάθε τοπικό χαρακτήρα στην τέχνη, αλλά μέχρις ενός ορίου όμως. Υπάρχουνε ήθη των διαφόρων λαών πού επιβάλλονται και μένουν παρά το κοσμοπολίτικό αυτό ρεύμα. Μήπως μπορεί αυτό το ρεύμα να σβήσει τη γλώσσα κάθε λαού; Μα ούτε καν μπορεί να χαλάσει διόλου τις λαϊκές παραδόσεις. Και ακόμη η λαϊκή αρχιτεκτονική των σπιτιών μένει ανέγγιχτη από τούτο το κακό και ζει και θριαμβεύει σε κάθε μέρος τής Ελλάδος, στους φυσικούς τόπους της. Θυμάμαι τώρα όσα μου έλεγε ο Πικιώνης σ’ ένα ταξίδι μας στην Αίγινα, όταν μου χαρακτήρισε τη διαφορά τής λαϊκής ελληνικής αρχιτεκτονικής: ξεχώριζε το βορεινό ρυθμό από το νησιώτικο τέτοιο. Το νησιώτικο έχει κάτι της δωρικής απλότητας, όπως το μακεδονικό της ιωνικής χάρης»42.
Η τέχνη για τον Καΐμη έχει χαρακτήρα εθνικό, λαϊκό, εμπνέεται από την λαϊκή παράδοση κάθε τόπου: «Ο αληθινός καλλιτέχνης πού έχει συνείδηση τής ευημερίας του τόπου δεν μπορεί να είναι μόνον ερασιτέχνης μα εκτιμά την βιομηχανία του τόπου του σαν πνευματικό ψωμί του λαού του και όπως είναι αμαρτία να πωλήσει το αγνό ψωμί πιο ακριβά από την ορισμένη άξία του, έτσι και μια απλή ζωγραφιά δεν μπορεί να έχει αξία επιστημονική για να πάει σε μουσεία και συλλογές, μα να είναι χρήσιμο αντικείμενο του Λαού. Φτιαγμένη από το λαό για το λαό. Ο ερασιτέχνης δεν θα θαυμάζει τα λαϊκά έργα αλλά θα τα ανυψώσει. Έτσι η ερασιτεχνία υπάρχει για την βιοτεχνία και η βιοτεχνία για την ερασιτεχνία. Θα ανακαλύψει τότε με μεγάλη του έκπληξη ότι μέσα στην ακαλλιέργητη τέχνη του λαού του θα βρει κάτι αρετές μιας γερής και αληθινής κατασκευής, πού σε κανένα μεγάλο ξένο καλλιτεχνικό έργο μπορεί να το βρει, γιατί θα βρει μέσα στη λαϊκή τέχνη τη ράτσα του, την ιδιοσυγκρασία του και τη πλούσια ύλη πού θα την επεξεργασθεί… Με το έργο μου «Καραγκιόζης» κάνω αυτό πού πολλοί το θεωρούνε μία υπερβολή – να ανυψώνω ένα ξεπεσμένο θέατρο. Και όμως με το έργο αυτό δεν κάνω παρά να το φανερώσω την ιδιοσυγκρασία μου, να δώσω την αξία πού πρέπει σε κάτι ξεπεσμένο, μα πού έχει βάθος και ουσία και επί πλέον εκφράζει την ιδιοσυγκρασία της ελληνικής φυλής. Αν έμενα στο επίπεδο του θαυμαστού ενός πρωτόγονου θεάτρου, θα έκανα έργο σκέτο επιστημονικό, δίχως ποιητική σύλληψη, δίχως σκοπό, όπως με πλαστά αρώματα δεν μπορεί κανείς να αποδώσει τη γοητεία πού έχει το αγριολούλουδο, το ίδιο μεταφράζοντας στην επίσημη γλώσσα τα λαϊκά παραμύθια δεν κάνουμε παρά να τα χαλάμε. Εγώ ανεκάλυψα το σκελετό τής κάθε κωμωδίας, όπου ο καθένας μπορεί να την διαμορφώνει όπως θέλει. Ο Αισχύλος παίρνει το ταπεινό λαϊκό θέατρο, το ανυψώνει με τη μεγάλη του φαντασία, και έτσι το θέατρό του γενόμενο προσιτό στο λαό, δίχως να απογυμνωθεί από τις μεγάλες ιδέες του, γίνεται παραδειγματική τέχνη για το λαό»43.
Άλλα άρθρα του τονίζουν ότι στον Καραγκιόζη αναδεικνύεται ή διαχρονία του ελληνισμού: «Ο Καραγκιόζης μου ήτανε γνωστός από τα πρώτα μου χρόνια, στο πατρικό μου νησί την Κέρκυρα, όπου ο Ρούλιας μάζευε όλα τα παιδάκια στο μόλο και τα διασκέδαζε. Τώρα πού βρισκόμουνα στην Αθήνα και μελετούσα την αρχαία τραγωδία, έβρισκα μια ομοιότητα με τον Καραγκιόζη, πού δεν μου άφηνε καμιά αμφιβολία πώς είναι μια συνέχεια τής παράδοσης. Η σκέψη ότι ο ελληνικός λαός έμεινε πολλά χρόνια στα πάτρια βουνά, όταν Ρωμαίοι, Φράγκοι, Τούρκοι χτυπούσαν την Ελλάδα, με οδήγησε στο συμπέρασμα πώς ήταν πολύ φυσικό να κρατήσει την αρχαία παράδοση. Η αρχαία τραγωδία ήταν λαϊκή, με τον ίδιο τρόπο πού είναι σήμερα ο Καραγκιόζης. Παρ’ όλη την σημερινή πρόοδο, βλέπομε ότι ο ελληνικός λαός κρατάει αυτή την πανάρχαιη παράδοση αμόλευτη, ανάμεσα σε άλλες μορφές. Αν παραβάλλομε τον σατιρικό και ηρωο-λατρικό χαρακτήρα της, με την αρχαία τραγωδία, θα δούμε τις ομοιότητές τους. Αναπαριστά τα δημοτικά τραγούδια πού είναι η συνέχεια της αρχαίας Τραγικής παράδοσης, μεταμορφωμένα κατά την περίοδο τής Σκλαβιάς, οπότε ή ιδέα της ελευθερίας έγινε θρησκεία. Εξ άλλου, οι ελληνικές φυλές ζούσαν πρωτόγονα στα ελεύθερα βουνά τους, κι ο πρωτόγονος ήρωας του τραγουδιού έμεινε μεταμορφωμένος από την πραγματικότητα του πονεμένου λαού μας, πού δεν ήθελε να πεθάνει. Μέσα στο τραγούδι αυτό φανερώνεται η πίστη τής αιώνιας φυλής. Η εποχή μας, φυσικά,
με την πρόοδο (του Κινηματογράφου, της Τηλεόρασης) σκέπασε το πρωτόγονο στοιχείο, το λαϊκό, αλλά δεν το σκότωσε. Μένει ζωντανό, σαν τη σπίθα κρυμμένη στη στάχτη, έτοιμο να ξαναλάμψει πάλι. Γιατί ή πρόοδος του χρόνου μας ξαναφέρνει πάντα στις πηγές, όπου η Τέχνη ανανεώνεται. Ό Καραγκιόζης διατηρεί όλα τα στοιχεία πού μπορούν ν’ αναπτυχθούν αύριο, σε καλύτερες εποχές, σε εθνικό θέατρο, αναστημένο από ιδεολόγους της μεγάλης δραματουργίας»44.
Ανεξάρτητα αν συμμεριζόμαστε την αισιοδοξία του Τζούλιο Καΐμη, θα πρέπει μαζί με αυτόν να υποστηρίξουμε ότι τίποτα σημαντικό δεν μπορεί να δημιουργηθεί στην τέχνη, δίχως ο λαός να δει κατάματα τον εαυτό του, να τον αξιολογήσει σωστά, να κοινωνήσει την αλήθεια, το αυθεντικό. Η γνώση κάθε τοπικής παράδοσης είναι η προϋπόθεση για την γνώση του κόσμου. Είναι χαρακτηριστικό, την γνώση του νεοελληνισμού την επιτέλεσαν όσοι κατανόησαν την αλληλουχία εθνικού-διεθνικού: ο Τεριάντ με τον Θεόφιλο, ο Γ. Σεφέρης με τον Μακρυγιάννη, ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας και ο Πικιώνης με την λαϊκή αρχιτεκτονική, ο Τσαρούχης με τον ζεϊμπέκικο χορό, ο Μάνος Χατζιδάκης με το ρεμπέτικο τραγούδι, ο Τζούλιο Καΐμη με τον Καραγκιόζη.

30. Τζουλιο Καΐμη: Ελληνικά Τοπία (Με σχέδια Καΐμη, Τσαρούχη, Γλιάτα, Λουκόπουλου, Χαρίδημου), έκδ. Γαβριηλίδης, 1993, σ. 15.
31. Όπως προηγούμενα, σ. 22.
32. Όπως προηγούμενα, σ. 40, 41.
33. Όπως προηγούμενα, σ. 45.
34. Όπως προηγούμενα, σ. 58.
35. Όπως προηγούμενα, σ. 58.
36. Όπως προηγούμενα, σ. 70.
37. Όπως προηγούμενα, σ. 85.
38. Όπως προηγούμενα, σ. 86.
39. Όπως προηγούμενα, σ. 91.
40. «Τζούλιο Καΐμη: ένας αποσιωπημένος», σ. 98, 99.
41. Όπως προηγούμενα, σ. 193, 194.
42. Όπως προηγούμενα, σ. 206, 207.
43. Όπως προηγούμενα, σ. 218, 219.
44. Όπως προηγούμενα, σ. 222, 223.

Ενισχύστε την προσπάθειά μας κάνοντας μια δωρεά στο Άρδην πατώντας ΕΔΩ.

Γνωρίστε τα βιβλία των Εναλλακτικών Εκδόσεων

Ακολουθήστε το Άρδην στο Facebook

Ακολουθήστε το Άρδην στο twitter

Εγγραφείτε στο κανάλι του Άρδην στο Youtube

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ