Νοσοκομείο ελληνικής κοινότητας Ουκρανίας “Άγιος Ευγένιος’’ στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, από τη Γεννάδιο Βιβλιοθήκη. Πηγή
Του Κωνστατίνου Β. Μπαλαμπάνωφ * από το Άρδην τ. 125
Αγαπητοί μου φίλοι και φίλες! Σήμερα θα ήθελα να σας παρουσιάσω σύντομα την ηρωική και τραγική ιστορία των Ελλήνων της Ουκρανίας που αποτελεί κρίκο και ισχυρό παράγοντα των διακρατικών σχέσεων Ουκρανίας-Κύπρου και Ουκρανίας-Ελλάδας.
Η ελληνική διασπορά της Ουκρανίας είναι μία από τις πιο πολυάριθμες και αρχαίες στην Ευρώπη. Οι Έλληνες έχουν κάνει σημαντική συνεισφορά στην ανάπτυξη της οικονομίας, της εκπαίδευσης και της επιστήμης και του πολιτισμού της Ουκρανίας.
Η παρουσία των Ελλήνων στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας αρχίζει από τον 8ο-6ο αιώνα π.Χ. Την εποχή που είναι γνωστή ως η εποχή του Μεγάλου Ελληνικού Εποικισμού σε μια εκτεταμένη περιοχή της Βόρειας Μαύρης Θάλασσας, η οποία σήμερα ως επί το πλείστον αποτελεί έδαφος της Ουκρανίας. Οι Έλληνες, γενναίοι και έμπειροι ναυτικοί, συνήθως εγκαθίσταντο δίπλα στη θάλασσα. Αν ρίξουμε μια ματιά στον χάρτη των αρχαίων ελληνικών αποικιών, τότε, κινούμενοι από το Στενό του Βοσπόρου κατά μήκος των ακτών, μπορούμε να δούμε πολλές πόλεις-κράτη που ιδρύθηκαν από τους Έλληνες. Ανάμεσα σε αυτές τις πόλεις διακρίνονταν για τη σημασία και το μέγεθός τους η Ολβία, ο Τύρας, το Παντικάπαιον, η Χερσώνα και άλλες. Συνολικά είναι γνωστοί περισσότεροι από 100 ελληνικοί οικισμοί στη Βόρεια Μαύρη Θάλασσα και την Αζοφική.
Οι Έλληνες απέκτησαν τεράστια εδάφη, κατέκτησαν τον κόσμο με έναν πιο αξιόπιστο τρόπο από ό,τι τα όπλα – με τον αναπτυγμένο πολιτισμό τους, τον οποίο μοιράστηκαν γενναιόδωρα με τους ντόπιους πληθυσμούς.
Το επόμενο στάδιο της διείσδυσης των Ελλήνων στα ουκρανικά ανάγεται στην εποχή του μεσαιωνικού κράτους των ανατολικών Σλάβων – της Ρως του Κιέβου (τον 9ο-μέσα του 11ου αιώνα).
Χάρη στον ελληνικό πληθυσμό, τα ουκρανικά εδάφη είχαν την τύχη να βιώσουν τη θετική επίδραση του αρχαίου πολιτισμού, και αργότερα του βυζαντινού πολιτισμού και της ορθοδοξίας. Το 988, η Ρως του Κιέβου υιοθετεί τον χριστιανισμό. Η εδραίωση της χριστιανικής ορθόδοξης θρησκείας συνοδεύεται από τη δημιουργία της μητρόπολης, στην οποία οι Έλληνες διαδραματίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο.
Στη Ρως του Κιέβου, από 23 μητροπολίτες, 19 ήταν Έλληνες. Οι Έλληνες ήταν επικεφαλής των επισκοπών, ήταν συγγραφείς των εκκλησιαστικών κειμένων, συμμετείχαν ενεργά στην κατασκευή ναών και μοναστηριών, δίδασκαν, φώτιζαν τον κόσμο, αγωνίζονταν. Η ελληνική γραφή αποτέλεσε τη βάση του σλαβικού αλφάβητου που χρησιμοποιήθηκε στο Κίεβο.
Κατά τον 15ο-16ο αι., ενισχύεται η ομοιότητα των ιστορικών πεπρωμένων των σοφών, ταλαντούχων, εργατικών και φιλικών λαών, των Ουκρανών και των Ελλήνων. Και οι δύο χάνουν την κρατικότητά τους και αναπτύσσονται στο πλαίσιο άλλων κρατών: οι Ουκρανοί, στο πλαίσιο της καθολικής Πολωνίας, οι Έλληνες, υπό τον ζυγό της μουσουλμανικής οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι Έλληνες, στην περιοχή της δυτικής Ουκρανίας εκείνη την εποχή –η εμπορική και η διανοητική ελίτ–, βοηθούσαν με κάθε τρόπο τις αδελφότητες των ορθόδοξων Ουκρανών, υποστήριζαν το πνεύμα της ορθόδοξης οικουμένης.
Οι πιο γνωστές ελληνικές κοινότητες στο έδαφος της σύγχρονης Ουκρανίας σχηματίστηκαν τον 17ο-18ο αιώνα. Το 1657, ο αταμάνος των Ουκρανών – Καζάκων– Μπογντάν Χμελνίτσκι, με το διάταγμά του, προσκάλεσε τους Έλληνες να εγκατασταθούν στο Νεζίν. Οι Έλληνες, στους οποίους χορηγήθηκαν πολλά προνόμια, συνέβαλαν στο γεγονός ότι σύντομα έγινε μια από τις πιο ευημερούσες πόλεις της Ουκρανίας. Στο Νεζίν οι Έλληνες δημιούργησαν μια εμπορική κοινότητα, ένα όργανο αυτοδιοίκησης –το μαγιστράτο–, είχαν δικό τους δικαστήριο, δύο εκκλησίες, καθώς και μια βιβλιοθήκη.
Σημαντική ελληνική κοινότητα υπήρχε στο Κίεβο. Στο Κίεβο πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο πρώην ηγεμόνας της Μολδαβίας και της Βλαχίας, Κωνσταντίνος Υψηλάντης. Το 1807 αγόρασε ένα κτήμα κοντά στη Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου, ιδρυθείσα το 1050 από τον Αντώνιο, έναν μοναχό από το Άγιο Όρος.
Γρηγόριος Μαρασλής, εθνικός ευεργέτης και αναμορφωτής της Οδησσού
Εδώ ακριβώς πέρασαν τα παιδικά τους χρόνια και οι γιοι του, οι μελλοντικοί ηγέτες του εθνικού απελευθερωτικού αγώνα του ελληνικού λαού, ο Αλέξανδρος και ο Δημήτριος Υψηλάντης.
Μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα, η Ρωσική Αυτοκρατορία είχε υποτάξει το μεγαλύτερο μέρος των ουκρανικών εδαφών. Επιδιώκοντας να αξιοποιήσει τα εδάφη της Νότιας Ουκρανίας, η τσαρική κυβέρνηση ενθάρρυνε τη μετανάστευση των Ελλήνων, παρέχοντας στους εποίκους κάθε είδους προνόμια.
Οι Έλληνες αποτελούσαν σημαντικό μέρος του πληθυσμού της Οδησσού (10-15%), από την ίδρυση της πόλης, το 1794. Ήταν κυρίως μεγαλέμποροι, επιχειρηματίες, εκπρόσωποι ισχυρών εμπορικών οίκων – Ράλλη, Μαρασλή, Ροδοκανάκη, Σεβαστόπουλου. Οι εμπορικές τους εταιρείες είχαν ηγετικές θέσεις στην παραδοσιακή για την περιοχή της Βόρειας Μαύρης Θάλασσας εξαγωγή σιτηρών.
Στο πλαίσιο της κοινότητάς τους, οι Έλληνες της Οδησσού ανέπτυξαν σημαντική θρησκευτική, εκπαιδευτική και φιλανθρωπική δραστηριότητα. Το 1808, εγκαινιάστηκε στην πόλη ο ελληνικός ναός της Αγίας Τριάδος και λειτουργούσαν 23 ελληνικά σχολεία με 2778 μαθητές. Η Οδησσός ήταν τότε το κέντρο του ελληνικού πολιτισμού και της ελληνικής διασποράς.
Μια εξέχουσα θέση στην ιστορία της Οδησσού κατέχει ο Γρηγόριος Μαρασλής, ο οποίος, από το 1878 έως το 1895, διετέλεσε δήμαρχος της πόλης. Στο διάστημα αυτό, ο Γ. Μαρασλής έχτισε περίπου 40 δημόσια εκπαιδευτικά και πολιτιστικά ιδρύματα.
Το 1814, οι τρεις Έλληνες έμποροι –Νικόλαος Σκουφάς, Αθανάσιος Τσακάλωφ και Εμμανουήλ Ξάνθος– ίδρυσαν μια μυστική οργάνωση τη Φιλική Εταιρεία, η οποία έπαιξε τον κύριο ρόλο στην προετοιμασία του απελευθερωτικού αγώνα. Το 1820, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης έγινε αρχηγός της εταιρείας.
Η ανάδυση στην Οδησσό των οργανωτικών μορφών του εθνικού αγώνα τονίζει για άλλη μια φορά τη σημασία που είχε η ελληνική διασπορά στην αναβίωση της εθνικής συνείδησης και τη διαμόρφωση της πολιτικής και πολιτιστικής ταυτότητας της νέας ανεξάρτητης Ελλάδας.
Ο λαός της Ελλάδος ήταν ο πρώτος από τους βαλκανικούς λαούς που κέρδισε την ανεξαρτησία του και αυτό συνέβη με την ενεργό συμμετοχή της ελληνικής διασποράς στην Ουκρανία.
Με την Ουκρανία συνδέονταν οι εκπαιδευτικές δραστηριότητες του διάσημου εγκυκλοπαιδιστή και παιδαγωγού Ευγένιου Βούλγαρη και του διακεκριμένου παιδαγωγού και επιστήμονα Νικηφόρου Θεοτόκη.
Το διάταγμα της Αικατερίνης Β΄ για τη μετακίνηση ελληνικών πληθυσμών από την Κριμαία στη Μαριούπολη. Πηγή: ΜΤΙΜ. Πηγή
Ξεχωριστή θέση ανάμεσα στον ελληνικό πληθυσμό της Ουκρανίας κατείχαν οι Έλληνες της περιοχής της Αζοφικής Θάλασσας. Η ελληνική κοινότητα της Αζοφικής περιλάμβανε κυρίως αγροτικό πληθυσμό και σχηματίστηκε ως αποτέλεσμα της αναγκαστικής μετοίκησης από την Κριμαία, την οποία ξεκίνησε η ρωσική κυβέρνηση το 1778.
Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, στην επιστημονική βιβλιογραφία κυριαρχούσε η θέση της σοβιετικής ιστοριογραφίας για την εθελοντική μετοίκηση, που ήταν αποτέλεσμα της αφόρητης εθνικής, κοινωνικής και θρησκευτικής καταπίεσης από την πλευρά του μουσουλμανικού χανάτου της Κριμαίας.
Η άνιση θέση των Ελλήνων στην Κριμαία ήταν πραγματικότητα. Αλλά δεν ήταν αυτός ο κυριότερος λόγος. Βασικό ρόλο έπαιξε το ενδιαφέρον της Ρωσίας για την ανάπτυξη νέων εδαφών και η επιθυμία της να υπονομεύσει την οικονομία του χανάτου της Κριμαίας. Είναι γεγονός ότι οι Έλληνες ήταν καλοί νοικοκύρηδες, ήλεγχαν σημαντικό μέρος του εμπορίου της Κριμαίας, ασχολούνταν με τη γεωργία και, γενικά, ήταν ως επί το πλείστον ευκατάστατοι. Επομένως, η έξοδος του οικονομικά ενεργού και φίλεργου πληθυσμού θα έπρεπε, κατά τη γνώμη της Ρωσίας, να αποδυναμώσει το χανάτο. Ταυτόχρονα, πολλοί Έλληνες δεν ήθελαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και τα νοικοκυριά τους. Γενικά, ήταν ικανοποιημένοι με την οικονομική τους κατάσταση στην Κριμαία. Πρέπει επίσης να σημειωθεί και ένας σημαντικός ψυχολογικός παράγοντας που τους απέτρεπε από τη μετοίκηση από την Κριμαία. Ήταν δύσκολο να φύγουν από τα μέρη όπου είχαν ζήσει μια ζωή, όπου είχαν χτίσει με τα δικά τους χέρια τα σπίτια τους, όπου είχαν μεγαλώσει παιδιά και εγγόνια, όπου βρίσκονταν οι τάφοι των προγόνων τους.
Η τσαρική κυβέρνηση υποσχέθηκε στους Έλληνες πολυάριθμα προνόμια στα νέα εδάφη, αλλά πολλές από αυτές τις υποσχέσεις δεν τηρήθηκαν. Η έξοδος από την Κριμαία ξεκίνησε το φθινόπωρο του 1778, υπό την ηγεσία του κόμη Α. Σουβόροφ και με συνοδεία των στρατιωτών του. Ήταν μια στρατιωτικοπολιτική, βίαιη δράση. Συνολικά μετοίκησαν 31 χιλιάδες άνθρωποι, χριστιανοί, εκ των οποίων περισσότεροι από 18.000 ήταν Έλληνες και οι υπόλοιποι ήταν Γεωργιανοί, Αρμένιοι, Βλάχοι.
Άποψη της πόλης της Μαριούπολης από την προβλήτα. Πηγή: Κεντρικό Κρατικό Αρχείο Ταινιών, Φωτογραφιών και Ηχογραφήσεων του Γ. Σ. Πσενίτσνιι, αρχ. σειρά ar.2-77418(1). Πηγή
Υπό τον έλεγχο των στρατιωτών του Σουβόροφ, η έξοδος των χριστιανών συνεχίστηκε όταν έπεσε το κρύο. Παιδιά, γυναίκες, γέροι, άνδρες, άλλοι με κάρα, άλλοι με τα πόδια, διήνυσαν την απόσταση των 600 περίπου χιλιομέτρων. Η εκστρατεία ήταν κακώς προετοιμασμένη και μετατράπηκε σε σκληρή δοκιμασία για τους εποίκους, με έλλειψη μεταφορικών μέσων και τροφίμων. Στα νέα εδάφη δεν τους παραχωρήθηκαν σπίτια, όπως τους είχαν υποσχεθεί. Δεν ήταν συνηθισμένοι σε τόσο κρύες καιρικές συνθήκες. Γι’ αυτό πολλοί Έλληνες αρρώστησαν και πέθαναν. Σύμφωνα με τους ερευνητές, περισσότεροι από 4 χιλιάδες Έλληνες πέθαναν κατά τη διάρκεια της μετοίκησης. Όσοι επέζησαν ίδρυσαν την πόλη Μαριούπολη και 21 ελληνικά χωριά. Οι Έλληνες έχτισαν εκκλησίες, σπίτια, σχολεία στην πόλη και σε κάθε χωριό. Χάρη στην εργατικότητά τους, οι έποικοι έστησαν την οικονομική ζωή τους, άρχισαν να αναπτύσσουν με επιτυχία το εμπόριο και τη γεωργία.
Παρά τις κολοσσιαίες δυσκολίες και τις σκληρές δοκιμασίες που δημιούργησε η τσαρική κυβέρνηση, για πολλούς Έλληνες η Ουκρανία έγινε δεύτερη πατρίδα, για την οποία ήταν περήφανοι και εργάστηκαν προς όφελός της με τον ίδιο ζήλο σαν να ήταν για χάρη της Ελλάδας. Ένα ιδιαίτερα λαμπρό παράδειγμα αυτού του ζήλου αποτελεί η δραστηριότητα του Νικολάου Αρκά, ενός από τους εμπνευστές και ιδρυτές της κοινότητας «Prosvita», στόχος της οποίας ήταν η αναβίωση του πνευματικού πολιτισμού της Ουκρανίας.
Τεράστια συνεισφορά στην πολιτιστική και οικονομική ανάπτυξη της Ουκρανίας είχε ο εξαιρετικός ζωγράφος από τη Μαριούπολη, Αρχίπ Κουίντζη, ο κυβερνήτης του Κιέβου κατά το 1839-1852, επιστήμονας Ιβάν Φουντουκλέι, ο πρώτος πρύτανης του Πανεπιστημίου του Χάρκοβου, Βασίλιι Καράζιν, εκπαιδευτικός, επιστήμονας και δημόσιο πρόσωπο, ο ιδρυτής του πρώτου γυμνασίου στη Μαριούπολη, Θεόκτιστος Χαρταχάι, και πολλοί άλλοι.
Η μοίρα των Ελλήνων της Ουκρανίας, κατά την περίοδο του κομμουνιστικού καθεστώτος, ήταν ιδιαίτερα δραματική. Ως αποτέλεσμα της βάρβαρης πολιτικής της κολεκτιβοποίησης των κατοίκων της υπαίθρου, με σκοπό τη δημιουργία των κολχόζ –συλλογικών αγροκτημάτων–, καταστράφηκαν ισχυρά αγροτικά κτήματα και οι αγρότες, μεταξύ των οποίων υπήρχαν πολλοί Έλληνες, κηρύχθηκαν κουλάκοι και εκτοπίστηκαν στο Ουζμπεκιστάν, Καζαχστάν, στα Ουράλια Όρη και στη Σιβηρία. Ο Στάλιν και η συνοδεία του προκάλεσαν τεχνητό λιμό στην Ουκρανία στα 1932-1933. Εκείνη την εποχή, περίπου 7-8 εκατομμύρια άνθρωποι πέθαναν από την πείνα στην Ουκρανία, ανάμεσά τους και πολλοί Έλληνες. Ο λιμός στην Ουκρανία αναγνωρίστηκε ως γενοκτονία από τις κυβερνήσεις ή τα κοινοβούλια πολλών χωρών.
Οι δοκιμασίες των Ελλήνων δεν τελείωσαν σε αυτό το σημείο. Στα τέλη της δεκαετίας του 1930, στη Σοβιετική Ένωση, οργανώθηκε μαζική τρομοκρατία, η οποία είχε σοβαρές πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες κατά του ιδίου λαού.
Περισσότεροι από τέσσερις χιλιάδες Έλληνες που ζούσαν στην περιοχή του Ντόνιετσκ, μόνο επειδή ήταν Έλληνες, αβάσιμα κηρύχθηκαν εχθροί του λαού και κατάσκοποι και καταδικάστηκαν σε θάνατο. Ελληνικά σχολεία, ελληνική τεχνική σχολή, ελληνικό θέατρο, εφημερίδες, έκλεισαν. Καταστράφηκαν οι ναοί, οι ιερείς γνώρισαν καταπιέσεις και διωγμούς. Ήταν μια τρομερή τραγωδία. Οι άνθρωποι είχαν παραλύσει από φόβο, πολλοί από αυτούς, φροντίζοντας τα παιδιά τους, έκρυβαν την καταγωγή τους.
Πρέπει να σημειωθεί ότι, δυστυχώς, όλοι οι λαοί που ζούσαν στην επικράτεια της τότε Σοβιετικής Ένωσης υπέφεραν από μαζική τρομοκρατία, εκατομμύρια άνθρωποι υπέστησαν διωγμούς και εκτελέστηκαν. Όμως, παρά τις κολοσσιαίες δυσκολίες, τις δοκιμασίες, τις διώξεις και τον τρόμο, οι Έλληνες μπόρεσαν σε μεγάλο βαθμό να διατηρήσουν τον πολιτισμό τους, τις παραδόσεις, την εθνική τους συνείδηση και το φιλελεύθερο πνεύμα τους.
Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν μια καταστροφή σε παγκόσμια κλίμακα. Οι Έλληνες μαζί με άλλους λαούς ξεσηκώθηκαν για να υπερασπιστούν την πατρίδα τους. Στις μάχες με τους φασίστες εισβολείς, οι Έλληνες, γεννημένοι στην Ουκρανία, μαζί με άλλους λαούς, επέδειξαν ηρωισμό και θάρρος, πολλοί από αυτούς βραβεύτηκαν με παράσημα και μετάλλια. Η υψηλότερη διάκριση –ο τίτλος του Ήρωα της Σοβιετικής Ένωσης– απονεμήθηκε στους Γρηγόρη Μπαχτσιβαντζή, Ηλία Μούρζα, Σπυρίδωνα Γιεγόροβ, Ηλία Ταχτάροφ και πολλούς άλλους.
Η φιλελευθεροποίηση των δεκαετιών του 1950 και του 1960 στη Σοβιετική Ένωση σταμάτησε τα κύματα τρομακρατίας και διωγμών, αλλά δεν δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την εθνική αναγέννηση. Μόνο με την απόκτηση της ανεξαρτησίας από την Ουκρανία και τις δημοκρατικές αλλαγές στην κοινωνία, άνοιξαν πραγματικές ευκαιρίες για την ελεύθερη ανάπτυξη των Ελλήνων της Ουκρανίας. Σύμφωνα με την απογραφή του 2001, στην Ουκρανία ζούσαν 92 χιλ. άτομα ελληνικής καταγωγής, εκ των οποίων οι 78.000 διέμεναν στην περιοχή της Αζοφικής. Ωστόσο, δεν είναι πλήρη στοιχεία. Η Ομοσπονδία Ελληνικών Συλλόγων Ουκρανίας αναφέρει διπλάσιο αριθμό: περίπου 200 χιλιάδες άτομα. Με σκοπό την εκπαίδευση και την κατάρτιση νέων Ουκρανών διανοουμένων, και την πνευματική αναγέννηση των Ελλήνων της Ουκρανίας, το 1991, δημιουργήθηκε στη Μαριούπολη Κολέγιο Ανθρωπιστικών Σπουδών ως παράρτημα του Κρατικού Πανεπιστημίου του Ντονιέτσκ.
*Το παρόν κείμενο αποτελεί διάλεξη που δόθηκε την Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2023 στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. Ο Κωνσταντίνος Β. Μπαλαμπάνωφ είναι τέως Πρύτανης του Κρατικού Πανεπιστημίου της Μαριούπολης, αντεπιστέλλον μέλος της Εθνικής Ακαδημίας Παιδαγωγικών Επιστημών της Ουκρανίας, διδάκτορας πολιτικών επιστημών, καθηγητής στο Κρατικό Πανεπιστήμιο της Μαριούπολης και Επίτιμος Γενικός Πρόξενος της Κυπριακής Δημοκρατίας στη Μαριούπολη.