Αρχική » Κώστας Κουλουφάκος: Τα δημοσιευμένα έργα

Κώστας Κουλουφάκος: Τα δημοσιευμένα έργα

από Σπύρος Κουτρούλης

«Ήρθαμε, κάναμε το καθήκον μας και φύγαμε»

Κ. Κουλουφάκος

τόμος Α΄: Πρωτότυπα, τόμος Β΄: Μεταφρασμένα

Επιμέλεια – επίμετρο: Γιώργος Ανδρειωμένος, εκδόσεις Κίχλη, Αθήνα 2022

του Σπύρου Κουτρούλη* από τον νέο Λόγιο Ερμή τ. 26

Οι παραπάνω από 2.400 σελίδες από το έργο του Κώστα Κουλουφάκου μας αποκαλύπτουν έναν άοκνο, χαρισματικό στοχαστή, του οποίου η γραφή επεκτείνεται στην ποίηση, στο διήγημα, στην κριτική του θεάτρου αλλά και στην κριτική του πεζού και ποιητικού λόγου, όσο και στην επιτυχή μετάφραση μυθιστορημάτων, ποίησης και δοκιμιακού λόγου.

Η περιπέτεια του Κ. Κουλουφάκου ξεκινά με τη συμμετοχή του στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα κατά των δυνάμεων Κατοχής και τη δημιουργία της οργάνωσης «Αδούλωτοι Έλληνες». Τα ιταλικά δικαστήρια, μετά τη σύλληψή του, τον καταδικάζουν σε 30 χρόνια φυλακή. κλείνεται  αρχικά στις φυλακές Αβέρωφ, κατόπιν σε στρατόπεδο στη Λάρισα, και στη συνέχεια στην Ιταλία, απ’ όπου δραπετεύει, για να φτάσει με περιπετειώδη τρόπο και να καταταγεί στο ελληνικό ναυτικό. Η συμμετοχή του στο κομμουνιστικό κίνημα υπήρξε η αιτία για τις πρώτες διώξεις του, που θα συνεχιστούν κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, με εξορίες στη Μακρόνησο και στον Άγιο Ευστράτιο. Εκεί όμως θα γνωρίσει την ομάδα που θα αναλάβει την έκδοση της Επιθεώρησης Τέχνης, δηλαδή του ημιεπίσημου περιοδικού πολιτισμού της Αριστεράς. Πρόκειται για ένα επιτυχημένο εκδοτικό εγχείρημα, που δεν οφείλει την ύπαρξη και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, κυρίως ή αποκλειστικά, στην κομματική υποστήριξη. Αντίθετα, την επιτυχία του θα πρέπει να την αναζητήσουμε στη φρεσκάδα, στη γνησιότητα, στην πρόθεσή του να επικοινωνήσει με τα ρεύματα του σύγχρονου δυτικού μαρξισμού, αλλά και να δημοσιεύσει σημαντικά έργα μη αριστερών στοχαστών, όπως το «Άξιον εστί» του Οδ. Ελύτη. Ακόμη περισσότερο, θα δημοσιεύσει το έργο του σοβιετικού Ντ. Γκράνιν, που αποτελούσε μια μετρημένη κριτική των γραφειοκρατικών παραμορφώσεων του σοβιετικού μοντέλου, που όμως κατέληγε: «αντισταθείτε σε κάθε περιορισμό του ελέγχου και της κριτικής … αντισταθείτε και τσακίστε τον θανάσιμο και πολυκέφαλο εχθρό που λέγεται γραφειοκρατία και κονφορμισμός» (Α΄ τομ., σ. 1206). Πρόκειται βέβαια για πράξη υψηλού ρίσκου, αφού ο κύριος εργοδότης της Επιθεώρησης Τέχνης ήταν το ΚΚΕ, το οποίο υπεράσπιζε σταθερά τη «σοβιετική πατρίδα». Το αποτέλεσμα  ήταν να οδηγηθεί η συντακτική ομάδα της Ε.Τ.  σε κομματικό δικαστήριο με δικαστές παλαιότερους κομματικούς διανοούμενους, όπως τον Μ. Αυγέρη και τον Θ. Κορνάρο, αλλά και τον Λ. Κύρκο. Ενδιαφέρον είναι ότι φύλακες της κομματικής πειθαρχίας το διάστημα αυτό ήταν στελέχη τα οποία στη συνέχεια θα απαρτίσουν το «αναθεωρητικό» ΚΚΕ εσωτ., όπως ο Μ. Δεσποτίδης, ο Α. Μπριλλάκης, ο Μ. Δρακόπουλος, ο Λ. Κύρκος. Τα περιστατικά κριτικής του σοβιετικού μοντέλου, που θεωρούνται παρέκκλιση από το θεωρητικό πρότυπο, ώστε το τελευταίο να διασωθεί αλώβητο, έγιναν εφικτά χάρη στο 20ό Συνέδριο και την κριτική προς τον σταλινισμό. Παρότι ο κριτικός λόγος περιορίστηκε στην κριτική προς την προσωπολατρία, αφήνοντας ανέγγιχτα τα βασικότερα χαρακτηριστικά του σοβιετικού μοντέλου, σταδιακά, άνοιξε ο χώρος για να διατυπωθούν βαθύτερες και πιο ολοκληρωμένες κριτικές προσεγγίσεις προς αυτό.

Ο ποιητικός λόγος του Κ. Κουλουφάκου εμπνέεται βέβαια από τα καθοριστικά γεγονότα της Κατοχής και του εμφύλιου, που έζησε με έντονο τρόπο, δίχως να απουσιάζουν οι πιο προσωπικές-υποκειμενικές  στιγμές. Όπως και άλλοι ποιητές της Αριστεράς, χρησιμοποιεί εικόνες που προέρχονται από την εκκλησιαστική ζωή. Στο ποίημα με τον τίτλο Εκκλησία, γράφει: «Μισοσκόταδο / Τα καντήλια ανοιγοκλείνουν / τα βλέφαρα. / Κέρινη μελαγχολία περιρρέει / της Παναγίας τα χέρια / Αυστηρός / από ψηλά ο ψηφιδωτός / Παντοκράτορας / απειλεί / και υπόσχεται. / Σ’ ένα παλιό εικόνισμα / ένας γέρος άγιος με φύκια στα γένια» (Α΄ τ., σ. 31). Αλλά και στο ποίημα Μυστράς γράφει: «τούτος ο τόπος είναι μια κραυγή / γιομάτη μακρινούς αντίλαλους και με καλεί κοντά του. / Κοίταξε τον ανήφορο! / Δίψα θα σ’ εύρει και λιγοθυμιά / σαν κάνεις να τον πάρεις! / Τούτος ο τόπος είναι μια πηγή / μ’ εφτά κρουνούς και με ποτίζει. / Πού θες να πας; Δεν έχει φως! / Το κάστρο είναι λαμπάδα ακοίμητη / και φέγγει μου στη σκοτεινή σπηλιά του χρόνου… Κάτω από τις κωδωνοκρουσίες των γκρεμισμένων τοίχων / Προχώρα! / Κ’ έτοιμος για δόξα και θάνατο / κοινώνησε απ’ το σώμα και το αίμα της Πατρίδας» (Α΄ τομ., σ. 46). Στο ποίημα Εξόριστοι καταλήγει: «Μάνα, σαν θα ξανάρθουμε μην παραξενευτείς / που δε θ’ αναγνωρίσεις τα χέρια μας / Πλατιά κι αδέξια και σκληρά από τις γροθιές που σφίγγαμε / σαν αποχαιρετούσαμε όσους παίρναν για στρατοδικείο / Μια χρονιά κι άλλη χρονιά… Μην παραξενευτείς! Ακόμα κ’ η φωνή / κ’ η μυρουδιά του κορμιού μας θάχουν αλλάξει / μια κι ο καθένας έχει ζήσει τη ζωή πολλών / μια κι ο καθένας από μας σκοτώνονταν / μαζί με κάθε εκτελεσμένο» (Α΄ τομ., σ. 51). Στο ποίημα Η  Κυριακή των Βαΐων, τα σύγχρονα πολιτικά γεγονότα μεταγράφονται στην εκκλησιαστική γλώσσα, ώστε να τονιστεί η δραματική τους διάσταση: «… Και σ’ όλα τα μέτωπα λάμπει η εξαγγελία της Ανάστασης / Καταντίκρυ του εχθρού / ιερούργησε η πόλη / Θανάτω πατήσασα Θάνατον / Με την πίστη στου δίκιου τη δύναμη / μεταβάλλει το νερό σε αγίασμα – Μονάχη της προσφέρει / το σώμα της άρτον / το αίμα της οίνον / Μετά θάρρους και πίστεως και αγάπης προσέρχεστε / οι γενιές των Ελλήνων» (Α΄ τομ., σ. 70).

Τα διηγήματα του Κ. Κουλουφάκου είναι ολιγάριθμα, αλλά ο δοκιμιακός και κριτικός λόγος είναι εκτενής και εύστοχος. Γράφει για τον Λόρκα, για τον Βάρναλη, για τον Ρίτσο, για το θέατρο στο Βυζάντιο, για τον Σικελιανό, για τον Σινόπουλο, για τον Πικάσο, για τον Θερβάντες, για τη ρωσική λογοτεχνία. Στο δοκίμιο για τον Ν. Βρεττάκο  επισημαίνει ιδιαίτερα εύστοχα: «και μόνο το γεγονός ότι οι καινούργιοι ποιητικοί τρόποι επιβλήθηκαν σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα αποτελεί την καλύτερη επιβεβαίωση. Έτσι η Ελληνική ποίηση, δίχως να χάσει την Ελληνικότητά της, σ’ ό,τι πιο ουσιαστικό είχε να πει, ευθυγραμμίστηκε, και, κατά τη γνώμη μερικών ξένων όπως ο André Gide ή ο Jack Linday, ξεπέρασε τα πιο προχωρημένα τμήματα της παγκόσμιας και βρέθηκε στην πρώτη σειρά» (Α΄ τομ., σ. 178). Αλλά δεν περιορίζεται σε αυτά και γράφει για την λιγότερο οικεία κινέζικη ποίηση.

Σημαντικό είναι «Το χρονικό της λευτεριάς στο Μωριά», όπου εξιστορεί και αναλύει την επανάσταση του 1821 με κέντρο τον Μωριά. Ορθότατα επισημαίνει: «Τα έθνη σφυρηλατούνται και διαμορφώνονται χάρη στις μεγάλες πράξεις που τις επιτελεί όλος ο λαός εμπνεόμενος από ένα υψηλό ιδανικό. Πάνω στην εκτέλεσή τους αποχτάει ο λαός συνείδηση του εαυτού του, των δυνάμεων που κλείνει μέσα του, της ικανότητάς του να καθορίζει ο ίδιος τα πεπρωμένα του. Αυτές οι μεγάλες συλλογικές πράξεις στέκουν σαν φάροι και ορόσημα στη ροή του χρόνου. Συγκροτούν την Ιστορία. Κι αυτή, με τη σειρά της, εξασφαλίζει τη συνέχεια του έθνους, γαλουχώντας τις νέες γενιές με το παράδειγμα των παλαιότερων και παροτρύνοντάς τες σε ανώτερα ή τουλάχιστον ισάξια επιτεύγματα. Φυσικά, ανάμεσα στις μεγάλες αυτές συλλογικές πράξεις που διαμορφώνουν και στηρίζουν τα έθνη, την πρώτη θέση την έχουν οι αγώνες για την ελευθερία. Η Νεώτερη Ελληνική Ιστορία είναι εξαιρετικά πλούσια σε τέτοιους αγώνες. Αρχίζοντας απ’ την ηρωϊκή παράδοση της Κλεφτουργιάς, η πορεία της νεώτερης Ελλάδας καταυγάζεται από τη λάμψη μιας σειράς εθνικών-παλλαϊκών εξάρσεων. Η επανάσταση του ’21, οι ξεσηκωμοί της Κρήτης, οι Βαλκανικοί, και στα χρόνια μας το Έπος της Αλβανίας, η Αντίσταση και ο σημερινός επικός αγώνας της Κύπρου είναι οι καλύτερες αποδείξεις που μας βεβαιώνουν για τη ζωτικότητα του έθνους μας, για την ικανότητα του λαού μας να επιβάλλει τα δικαιώματά του, να δημιουργεί το παρόν του και να βλέπει μ’ αισιοδοξία προς το μέλλον του» (Α΄ τομ., σ. 204).

Ένα άλλο σημαντικό κεφάλαιο του έργου του είναι οι πρόλογοι σε έργα όπως αυτός στο βιβλίο του Γ. Κοτζιούλα, Όταν ήμουν με τον Άρη, αλλά και οι εξαιρετικά αναλυτικές κριτικές σε έργα ποίησης όπως αυτά των Θ. Φραγκόπουλου, Β. Λεοντάρη, Τ. Πατρίκιου, Γ. Θέμελη, Μ. Αναγνωστάκη, Ν. Φωκά, Γ. Ρίτσου, Δ. Δούκαρη, Τ. Βαρβιτσιώτη, Κ. Κοβάνη, Μ. Σαχτούρη, Ν. Καρούζου, Α. Καραντώνη, Ζ. Καρέλλη, Κ. Κύρου, Οδ. Ελύτη, Δ. Σολωμού, Γ. Σεφέρη, Τ. Λειβαδίτη  και πολλών ακόμη. Όλο αυτό το κριτικό έργο δίνει αναμφίβολα στον Κ. Κουλουφάκο μια εξέχουσα θέση στον μεταπολεμικό ελληνικό κριτικό λόγο.

Βέβαια, οι πολυπληθείς κριτικές θεάτρου δεν τεκμηριώνουν μόνο τις γνώσεις του συγγραφέα, αλλά αποτελούν και μια αποκαλυπτική μαρτυρία για τη ζωή και τη δράση του μεταπολεμικού ελληνικού θεάτρου, αξιέπαινου οπωσδήποτε, αφού δημιουργήθηκε σε μια εποχή όχι μόνο με πενία οικονομικών μέσων αλλά  και ένα κοινό το οποίο διαβιούσε κάτω από ποικιλία δυσκολιών, που δεν ήταν αποκλειστικά, ούτε ίσως κύρια, οικονομικές. Οι κριτικές, για παράδειγμα, στη θεατρική απόδοση των έργων του Ιονέσκο αποτελούν συγχρόνως σημαντική εισαγωγή σε αυτά.

Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα  για τον χαρακτήρα και την εξέλιξη της ελληνικής πεζογραφίας είναι η συζήτηση ανάμεσα στους: Α. Αργυρίου, Α. Ζήρα, Α. Κοτζιά, Κ. Κουλουφάκο. Ειδικότερα για τις επιδράσεις του μαρξισμού στην ελληνική πεζογραφία πολλά έχει να μας προσφέρει –ειδικά ως προς την κριτική ερμηνεία του μαρξισμού– η συζήτηση μεταξύ των Κ. Κουλουφάκου, Α. Αργυρίου, Μ. Αναγνωστάκη, Λακαφώση, Μιχαηλίδη, Μ. Λαμπρίδη, Χ. Προκοπάκη, Τ. Πατρίκιου. Ο Α. Αργυρίου τονίζει ότι ο πρώτος που μίλησε για τη διαταξικότητα της τέχνης ήταν ο Μ. Λαμπρίδης από τις στήλες της Επιθεώρησης Τέχνης. Ο Τ. Πατρίκιος συμπεραίνει ότι «ο Τρότσκι, παρά τη μεγαλύτερη κουλτούρα που είχε, ήταν συχνά εξίσου δογματικός με τον Στάλιν» (Α΄ τόμ., σ. 1158).

Σημαντική είναι η διάλεξη του Κ. Κουλουφάκου για το δημοτικό τραγούδι. Για παράδειγμα, επισημαίνει ότι «το Δημοτικό Τραγούδι τηρεί με θρησκευτική θα έλεγα ευλάβεια τον αισθητικό κανόνα της αρχαίας τραγωδίας, να μην παρουσιάζονται ποτέ πράξεις φόνου ή θανάσιμου τραυματισμού επί σκηνής, αλλά να γίνονται αυτά στα παρασκήνια και μόνο να εξαγγέλλονται ενώπιον των θεατών» (Α΄ τόμ., σ. 1119), και συμπληρώνει ότι σε αυτό διασώζονται «η υψηλή φιλοσοφική και ανθρωπιστική παράδοση του Ελληνισμού, αφομοιωμένες ως καθημερινά περίπου βιώματα» (Α΄ τόμ., σ. 1121).

Για τον Άρη Αλεξάνδρου, έναν οξύτατο κριτικό των πεπραγμένων της κομμουνιστικής Αριστεράς, ο Κ. Κουλουφάκος συμπεραίνει ότι «ήταν φοβερά ακέραιος άνθρωπος» και με μεγάλη ευσυνειδησία όταν μετέφραζε στον Γκοβόστη το έργο του Ντοστογιέφσκι.

Ο δεύτερος τόμος περιέχει τις μεγάλου εύρους μεταφράσεις του Κ. Κουλουφάκου. Διαβάζουμε Θερβάντες, Φλωμπέρ, Μωρουά, Ι. Βερν, αλλά και Μαρκούζε, Μ. Κόρνφορθ, Αραγκόν, Λούκατς, Ντέλλα Βόλπε, Μπρεχτ, Ρ. Μιλλιέξ, Χ. Σεμπρούν, Φ. Κοέν, Α. Γκράμσι, Ι. Καμαρινέα, όπως και θεατρικά έργα του Ν. Χικμέτ και του Μ. Μπρεχτ. Πιο δύσκολη είναι η μετάφραση της ποίησης των Λόρκα, Μαγιακόφσκυ, Αραγκόν, Νερούντα, Κινέζων ποιητών.

Ο Κ. Κουλουφάκος ανήκε στη γενιά που διαμορφώθηκε από τον αγώνα για την εκδίωξη του ξένου κατακτητή και την εθνική απελευθέρωση. Ακολούθησε τα πάθη της μεταπολεμικής Αριστεράς: τους διωγμούς, τις φυλακίσεις, τις εξορίες. Συμμετείχε πρωταγωνιστικά στην Επιθεώρηση Τέχνης, που πέτυχε γιατί, ξεφεύγοντας από τα κομματικά ιερατεία, διαμόρφωσε ένα ύφος και μια εικόνα αυθεντική, γνήσια, φρέσκια, ζωντανή, με κριτικό λόγο και ελεύθερο φρόνημα. Μετά τα σιδερένια χρόνια του εμφυλίου, πλέον διαμορφωνόταν μια νεοελληνική συνείδηση που επιδίωκε να ξεφύγει από τις μιζέριες και τις αθλιότητες των εμφύλιων δουλείες που τις γέννησαν, προς έναν ελεύθερο, ακηδεμόνευτο κριτικό λόγο. Ορθά λοιπόν, στο Επιμέτρο, ο Γ. Ανδρειωμένος τον χαρακτηρίζει «αγνό-αδογμάτιστο ιδεολόγο, συνειδητοποιημένο ενεργό πολίτη, ασυμβίβαστο κοινωνικό αγωνιστή, ανοιχτόμυαλο διαλλακτικό στοχαστή, ρομαντικό πολιτικό οραματιστή, ευαίσθητο και ανεξίγνωμο διανοούμενο» (Β΄ τόμ., σ. 1007).

*Από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις κυκλοφορεί το νέο βιβλίο του Σπύρου Κουτρούλη, Ο Γιώργος Σεφέρης & οι παλινωδίες της κριτικής

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ