Αρχική » Ο Κοραής, και ο… Παπατρέχας (B΄ μέρος)

Ο Κοραής, και ο… Παπατρέχας (B΄ μέρος)

από Άρδην - Ρήξη

Η Δύση και η μετακένωση

Απόσπασμα (σσ. 267-279) από το βιβλίο του Γιώργου Καραμπελιά, Εκκλησία και γένος εν αιχμαλωσία (Εναλλακτικές Εκδόσεις).

Η φω­τι­σμέ­νη Δύ­ση «με­τα­κέ­νω­νε» στην Α­να­το­λή τα «φώ­τα» που εί­χε προ­σλά­βει α­πό την αρ­χαί­α Ελ­λά­δα, και μάλιστα από τους Έλληνες του θνήσκοντος Βυζαντίου, και τα ο­ποί­α, κα­τά κά­ποιον τρό­πο, «ό­φει­λε» στους νε­ώ­τε­ρους Έλ­λη­νες. Αυ­τό το κοραϊκό σχή­μα κυ­ριάρ­χη­σε ρη­τά ή υ­πόρ­ρη­τα στη σύγχρονη Ελλάδα για δύ­ο σχε­δόν αιώ­νες. Και παρ’ ό­λο που συ­νέ­δε­ε στενά την Ελ­λά­δα με τη Δύ­ση, καθιστώντας την πρώτη  ταυτόχρονα… γιαγιά και κόρη της δεύτερης, συνιστούσε και έ­να στοι­χεί­ο ε­θνι­κής υ­πε­ρη­φά­νειας και οιο­νεί αυ­το­νο­μί­ας, αρ­κεί να ξα­να­βρί­σκα­με την αρ­χαί­α μας πα­ρά­δο­ση…

Ἂς μὲ συγ­χω­ρη­θῇ νὰ ἐ­ξη­γή­σω τὶ ση­μαί­νει ἡ Με­τα­κέ­νω­σις.[­…] Ἡ ἐ­ξά­πλω­σις καὶ δι­ά­δο­σις τῆς παι­δεί­ας εἰς τὸ γέ­νος μας, φίλ­τα­τοι Χῖ­οι, δὲν ὁ­μοιά­ζει τὴν κα­τά­στα­σιν τῆς δε­κά­της πέμ­πτης ἑ­κα­τον­τα­ε­τη­ρί­δος, ὁ­πό­ταν ἄρ­χι­σαν οἱ Εὐ­ρω­παῖοι νὰ φω­τί­ζον­ται. Αὐ­τοὶ ἐ­χρει­ά­σθη­σαν 350 χρό­νους διὰ νὰ κα­ταν­τή­σω­σιν ὅ­που ἔ­φθα­σαν τὴν σή­με­ρον. Δί­α τι; δι­ό­τι ἔ­λα­βαν τὰς ἐ­πι­στή­μας ἀ­πὸ τὸ Ἑλ­λη­νι­κὸν γέ­νος, ὅ­ταν τὸ γέ­νος ἦτον εἰς δυ­στυ­χί­αν, καὶ ἀ­κο­λού­θως τὰς ἔ­λα­βαν ἀ­τε­λεῖς.­(­…) Ἀλ­λὰ τὴν σή­με­ρον τῶν τελειωμένων τούτων ἐπιστημῶν ἡ μετάδοσις ὁμοιάζει ἀληθινὸν μετακένωμα[1].

Κατά συνέπεια, η μετακένωση δεν αποτελεί παρά την «επιστροφή» των φώτων –ανεπτυγμένων εν τω μεταξύ από τη δυτική επιστήμη και φιλοσοφία– στην κοιτίδα τους. Ο σοφός των Παρισίων κατηγορεί όσους στρέφονται κατά της «φιλοσοφίας», διότι το μόνο που μπορούν να επιτύχουν δεν είναι παρά η καθυστέρηση της Ελλάδας και η υποταγή της σε ξένους οι οποίοι θα αναλάβουν αυτοί τον «φωτισμόν» της: 

Εἰς τοὺς ὀ­λί­γους τού­τους χρό­νους, ἀ­φοῦ ἔ­λαμ­ψεν ἡ Φι­λο­σο­φί­α εἰς ἡ­μᾶς, οἱ Ἕλ­λη­νες ἐ­τι­μή­θη­σαν, ὄ­χι μό­νον δι­ό­τι ἀ­νοῖ­ξαν τοὺς ὀ­φθαλ­μοὺς εἰς τὸ φῶς αὐ­τῆς, ἀλ­λὰ πρὸς τού­τοις ὅ­τι καὶ τὸ ἄ­να­ψαν αὐ­τοὶ εἰς τὴν πα­τρί­δα των, οὐ­δ’ ἐ­πρό­σμει­ναν νὰ τὸ φέ­ρω­σι ξέ­ναι χεῖ­ρες. [ ] Τῆς Ἑλ­λά­δος πα­λαι­ὸν προ­τέ­ρη­μα ἦ­το νὰ φω­τί­ζη ἄλ­λους, ὄ­χι νὰ φω­τί­ζε­ται πα­ρ’ ἄλ­λων αὐ­τή. Ταύ­της πρέ­πει νὰ ἤ­ναι καὶ νὰ ἀ­νε­γεί­ρε­ται ἀ­πὸ τὴν πτῶ­σιν της μὲ τῶν ἰ­δί­ων τέ­κνων τὴν βο­ή­θειαν καὶ ὄ­χι νὰ προ­σμέ­νῃ χεῖ­ρας ἀλ­λο­τρί­ας νὰ τὴν ση­κώ­σω­σι…[2]

Οι ίδιοι οι Έλληνες λόγιοι, ο ίδιος ο ελληνικός λαός, «ανάπτει» τα φώτα στη γενέθλια γη, ακόμα και αν τα «επανεισάγει» από τη Δύση. Ο Κοραής, με όλες τις αντιφάσεις του σχήματος της μετακένωσης, τάσσεται υπέρ της δημιουργικής πρόσληψης των δυτικών φώτων και όχι μιας απλής μεταφοράς τους. Στον Παπατρέχα ορίζει ευκρινέστερα το ιδεώδες του: Όχι μόνο να «ἀναβῶμεν» τον πύργο του πολιτισμού αλλά «καὶ νὰ τὸν ὑ­ψώ­σω­μεν με­γα­λύ­τε­ρον».

Κ – ἐ­συμ­πέ­ρα­να [  ] ὅ­τι χω­ρὶς τῶν Ἑλ­λή­νων τὴν βο­ή­θειαν, ὁ πο­λι­τι­σμὸς τῶν Εὐ­ρω­παί­ων ἐ­κιν­δύ­νευ­ε ν’­ ἀρ­γή­σῃ εἰς πολ­λὰς ἀ­κό­μα ἑ­κα­τον­τα­ε­τη­ρί­δας.… ὅ­σον και­ρὸν ἐ­δα­πά­νη­σαν, καὶ ὅ­σους κό­πους ἐ­κο­πί­α­σαν οἱ πρό­γο­νοί μας νὰ ὑ­ψώ­σω­σι τοῦ πο­λι­τι­σμοῦ τὸν πύρ­γον, τό­σους κό­πους ἐ­χρε­ώ­στει νὰ κο­πιά­σῃ καὶ τό­σον και­ρό­ν νὰ τρί­ψῃ, ἔως ὅ­του ἀ­να­βῆ εἰς τὸν ὁ­ποῖ­ον εὑ­ρί­σκε­ται τὴν σή­με­ρον πο­λι­τι­σμοῦ βαθμὸν ἡ Εὐ­ρώ­πη. [ ]

Π – Έ­μει­νε τώ­ρα νὰ ἀ­να­βῶ­μεν καὶ ἠ­μεῖς τὸν πύρ­γον;

Κ – Ὄ­χι μό­νον νὰ ἀ­να­βῶ­μεν ἀλ­λὰ καὶ νὰ τὸν ὑ­ψώ­σω­μεν με­γα­λή­τε­ρον[3].

Οι Έλληνες δεν πρέπει να μαϊμουδίζουν τους Ευρωπαίους, στρέφεται μάλιστα ενάντια σε όσους διαπνέονται από ξενομανία, και προειδοποιεί, όπως ο «Ανώνυμος» της Νομαρχίας ενάντια σε όσους θέλουν να συνδεθούν με δεσμούς γάμου με ξένους:

Π – νο­μί­ζε­τε, ὅ­τι δὲν εἶ­ναι παν­τε­λὴς ἀ­νο­η­σί­α, ἀν­τὶ νὰ ἀ­πο­κτή­σε­τε τὰς πο­λυ­ει­δεῖς γνώ­σεις, τὴν εὐ­τα­ξί­αν, τὴν χρη­στο­ή­θειαν τῶν ἀλ­λο­γε­νῶν, νὰ μι­μῆ­σθε τὰ ἐ­λατ­τώ­μα­τά των, διὰ νὰ πε­ρι­πα­τ­ῆ­τε εἰς τὰς ὁ­δοὺς τῆς πα­τρί­δος ὡς γε­λοῖ­οι πί­θη­κοι τῶν Γερ­μα­νῶν, πί­θη­κοι τῶν Ἰ­τα­λῶν ἢ πί­θη­κοι τῶν Γάλ­λων; [  ] Νὰ μὴ δε­λε­ασθῇ τὶς ἐξ αὐ­τῶν ἀ­πὸ ἐ­πι­θυ­μί­αν γά­μου ξέ­νου τῆς Ἑλ­λά­δος, νὰ μὴ λη­σμο­νή­σῃ, ὅ­τι γεν­νη­μέ­νος ἀ­πὸ Ἕλ­λη­νας, χρω­στᾶ νὰ γεν­νή­σῃ ὄ­χι Ἰ­τα­λούς, ὄ­χι Γάλ­λους, Ἄγ­γλους ἢ Γερ­μα­νούς, γνη­σί­ους Ἕλ­λη­νας εἰς αὐ­τὴν τὴν πα­τρι­κὴν φω­λεάν, τὴν Ἑλ­λά­δα. [  ]

Κ – Μὴν ἀμ­φι­βάλ­λῃς δέ­σπο­τά μου πε­ρὶ τού­του. Οἱ ση­με­ρι­νοί μας νέ­οι δὲν ὁ­μοι­ά­ζου­σι τοὺς πρὸ πεν­τή­κον­τα χρό­νων νέ­ους· οἱ ὁ­ποῖ­οι ἐ­τα­ξί­δευ­αν εἰς τὴν Εὐ­ρώ­πην χω­ρὶς τὰ ὅ­πλα τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς παι­δεί­ας[4].

Το σχήμα της μετακενώσεως, που συνιστά κατά κάποιον τρόπο μια «μέση οδό», σύμφωνη με τα κοραϊκά πρότυπα της μεσότητος, παραμένει, mutatis mutandis, εδραίο στην ελληνική λογιοσύνη για ενάμιση αιώνα, επιδεχόμενο διαφορετικές ερμηνείες, λιγότερο ή περισσότερο ελληνοκεντρικές ή ευρωπαϊστικές. Ω­στό­σο, τα τελευταί­α χρόνια, υ­πο­χω­ρεί προς χάριν ακραίων α­ντι­θε­τι­κών προ­σεγ­γίσεων. Μια πρώ­τη θεωρεί πως οι νεοέλληνες δεν έχουν καμία σχέση με την αρχαία Ελλάδα, ή ακόμα και με το Βυζάντιο, ώστε να υπάρχει κάποια βάση στην κοραϊκή εκδοχή της μετακενώσεως, ενώ ο δια­φω­τι­σμός υ­πήρ­ξε αυ­τό­νο­μο δη­μιούρ­γη­μα της Δύ­σε­ως και ει­σή­χθη στην Ελ­λά­δα α­πό τους Έλ­λη­νες λο­γί­ους, πα­ρά την α­ντί­θε­ση της Εκ­κλη­σί­ας. Η δεύ­τε­ρη –η οποία συν­δέ­ε­ται με τα πρό­σφα­τα ρεύ­μα­τα της κοινωνικής ε­πι­στή­μης, για τα ο­ποί­α δεν μπο­ρεί να υ­πάρ­ξει ορ­γα­νι­κή πρό­σλη­ψη ι­δε­ών χω­ρίς ε­σω­τε­ρι­κή δυ­να­μι­κή και πα­ρα­γω­γή– ε­πι­μέ­νει πλέ­ον ό­χι στη «με­τα­κέ­νω­ση» αλ­λά στην ι­διαι­τε­ρό­τη­τα του φαι­νο­μέ­νου της ελ­λη­νι­κής αναγέννησης, και του ­«φω­τι­σμού», ως αυ­τό­νο­μης εγ­χώ­ριας δη­μιουρ­γί­ας.

Ὅ­ταν ὁ σε­βα­σμι­ώ­τα­τος ἡ­μῶν Πα­τριά­ρχης κα­τα­γί­νε­ται ὅ­λως δι­ό­λου εἰς τὴν ἀ­να­γέν­νη­σιν τῆς Ἑλ­λά­δος· ὅ­ταν οἱ Ἀρ­χι­ε­ρεῖς χο­ρη­γοῦ­σιν εἰς πολ­λοὺς νέ­ους τὴν ἀ­ναγ­καί­αν δα­πά­νην εἰς τὴν μά­θη­σιν τῶν ἐ­πι­στη­μῶν· ὅ­ταν οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι δι­δά­σκα­λοι τῶν Εὐ­ρω­πα­ϊ­κῶν μα­θη­μά­των εἶ­ναι ἱ­ε­ρω­μέ­νοι· ὅ­ταν με­τα­ξὺ τῶν πε­ρι­ερ­χο­μέ­νων τὴν φω­τι­σμέ­νην Εὐ­ρώ­πην, διὰ τῶν ἐ­πι­στη­μῶν τὴν ἀ­πό­κτη­σιν, νέ­ων εὑ­ρί­σκων­ται καὶ ἱ­ε­ρεῖς καὶ δι­ά­κο­νοι πολ­λοί…[2]

Γιώργος Καραμπελιάς, «Εκκλησία και Γένος εν Αιχμαλωσία»

Η πρώτη αντίληψη, όσο και αν φαίνεται παράδοξο, υποστηρίζεται από δύο διαμετρικά αντίθετες αξιολογήσεις του φαινομένου του νεοελληνικού «διαφωτισμού». Τόσο από τη λεγόμενη διαφωτιστική και «ευρωκεντρική» όσο και από την ανταγωνιστική με αυτήν, «αντιδιαφωτιστική». Οι μεν αξιολογούν μονοδιάστατα θετικά την «εισαγωγή» των ευρωπαϊκών ιδεών, οι δε άλλοι εξίσου μονοδιάστατα αρνητικά.

Στην εμπροσθοφυλακή των αγώνων του Διαφωτισμού τάχθηκε η νέα «φωτισμένη» διανόηση, η οποία αντιλαμβανόταν την κοινωνική της αποστολή πέρα από επιμέρους παραδόσεις και εθνικά σύνορα, ως στράτευση στην υπηρεσία της ανθρωπότητας… Τα κινήματα των ιδεών που έφτασαν στην κορύφωσή τους κατά την περίοδο του Διαφωτισμού, εμφανίστηκαν και ωρίμασαν στις κοινωνίες της Βορειοδυτικής Ευρώπης… Από την γενέθλιά του περιοχή, ο Διαφωτισμός, στην πορεία του δέκατου όγδοου αιώνα, μεταδόθηκε σε άλλους γεωγραφικούς και κοινωνικούς χώρους στην περιφέρεια του ευρωπαϊκού κόσμου… Στόχος της παρούσας προσπάθειας όμως είναι η αναπαράσταση των διαδικασιών της διανοητικής αλλαγής, οι οποίες προέκυψαν από την εισδοχή των ιδεών του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού στο συγκεκριμένο κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο της Ελληνικής Ανατολής[5].

Έτσι, ο ελληνικός φωτισμός δεν είναι τίποτε άλλο παρά η απλή «μετακένωσις» όχι πλέον των ελληνικών φώτων δια μέσου της Δύσεως –σύμφωνα με το σχήμα του Κοραή και των Ελλήνων διαφωτιστών και ρομαντικών του 18ου-19ου αιώνα– αλλά ενός οικουμενικού διαφωτισμού, που είχε παραχθεί στη βορειοδυτική Ευρώπη, «στο συγκεκριμένο κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο της Ελληνικής Ανατολής». Και μάλιστα οι φορείς της, η «φωτισμένη» διανόηση, δεν «ανάπτουν» πλέον τα φώτα με στόχο της απελευθέρωση –την ανέγερση από την πτώση, κατά τον Κοραή– της Ελλάδος, αλλά αντιλαμβάνονται την αποστολή τους «ως στράτευση στην υπηρεσία της ανθρωπότητας» (sic).

Πρόκειται για το «σχήμα» του Διαφωτισμού που φαίνεται να κυριαρχεί, τα τελευταία χρόνια, στους ακαδημαϊκούς κύκλους: ο νεοελληνικός διαφωτισμός δεν υπήρξε παρά αντανάκλαση του δυτικού και ήρθε να εξοβελίσει το παραδοσιακό «ανατολίτικο πνεύμα».

Το ίδιο σχήμα, με αντεστραμμένα τα πρόσημα, φαίνεται να κυριαρχεί κάποτε και στο στρατόπεδο της διαρρήδην απόρριψης του Διαφωτισμού:

1. Τον 18ο αιώνα συντελείται νέα περιπετειώδης συνάντηση της Ορθόδοξης Ανατολής με τη Δύση, που στα βασικά της σημεία συνιστά επανάληψη της ανάλογης διαδικασίας του 14ου αιώνα. Συνεχιστές άλλωστε των ησυχαστών του φθίνοντος Βυζαντίου ήσαν οι αγιορείτες Κολλυβάδες πατέρες, ενώ τη θέση του Καλαβρού «Λατινοέλληνος» Βαρλαάμ, του φορέα δηλαδή και εκφραστού της «ευρωπαϊκής» συνειδήσεως, κατέλαβαν οι επισημότεροι εκπρόσωποι του Ελληνικού Διαφωτισμού…

2. Οι Έλληνες φορείς του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού εξέφραζαν κατά κανόνα μια στάση ζωής, που συνιστούσε ριζοσπαστική ανανοηματοδότηση σύνολης της κοινωνικής πραγματικότητας, στα όρια μιας νέας κοσμοθεωρίας (Weltanschauung), με την αυτούσια μεταφύτευση («μετακένωση») ιδεών, αρχών και πρακτικών, που παρήγαγε σε μια μακρά διαλεκτική διαδικασία –άγνωστη στην καθ’ ημάς Ανατολή– ο ευρωπαϊκός χώρος[6].

Εδώ, μια «ορθόδοξη αντιδιαφωτιστική» αντίληψη φαίνεται να συναντάει τις διαπιστώσεις του «ευρωκεντρισμού». Και για τους δύο πρόκειται για τη μεταφύτευση εντελώς αγνώστων σε μας «ιδεών, αρχών και πρακτικών» και όχι για μία επανάκαμψη στην κοιτίδα τους, μέσω μιας δυτικοευρωπαϊκής παρακάμψεως, των ελληνικών –αρχαιοελληνικών και βυζαντινών– ιδεών. Για τους οπαδούς της μεταφυτεύσεως αρκεί αυτή η ιδεολογικά φορτισμένη δυτικοευρωπαϊκή «παράκαμψη» για να μεταβάλει τον διαφωτισμό σε ένα εισαγόμενο ρεύμα στην Ελλάδα και ο ορθολογισμός να ταυτιστεί με τον εργαλειακό ορθολογισμό, ενώ, αντίθετα, το ανατολικό πνεύμα, στην παράδοση του ησυχασμού[7], των Κολλυβάδων, του Παπουλάκου[8], απορρίπτει τον ορθό λόγο και τα «φώτα» ως ξενόφερτα και απάδοντα στην ελληνική ορθόδοξη παράδοση. Στο ίδιο ζήτημα θα αναφερθεί και ο Χρήστος Γιανναράς:

Το γεγονός είναι ότι η διένεξη Παρίου και Κοραή, Κολλυβάδων και Διαφωτιστών, δεν αντιπροσώπευε, απλά και μόνο, μιαν αντίθεση συντηρητικών και προοδευτικών – όπως προσπάθησε να την παρουσιάσει η νεώτερη «φωταδιστική» ιστοριογραφία. Ήταν αντιπαράθεση δυο διαφορετικών πολιτικών οραμάτων, που το καθένα αντιπροσώπευε μιαν άλλη αντίληψη της ελληνικότητας: Την εμμονή στον ρεαλισμό του τρόπου, δηλαδή του πολιτισμού, όπως τον ενσάρκωνε η βυζαντινή καθολικότητα του Γένους (πέρα από τα φυλετικά όρια) των ελληνορθοδόξων. Ή την εμμονή στην εξανάσταση μιας φαντασιώδους εθνοφυλετικής ελληνικότητας, που θα αντλούσε ταυτότητα απευθείας από τον αρχαιοκλασσικό ιδεότυπο, με αυθαίρετο άλμα διασκελισμού των βυζαντινών αιώνων. Έτσι η σύγκρουση Κολλυβάδων και Διαφωτιστών αντιπροσωπεύει το κρίσιμο σταυροδρόμι ή δίλημμα στο οποίο βρέθηκε ο Νέος Ελληνισμός στα τέλη του 18ου-αρχές του 19ου αι., την τελευταία μάλλον δυνατότητα για τη διάσωση ή την οριστική του αλλοτρίωση. Και άρχισε το βραδύ ψυχορράγημα –μετά και από τους αλλεπάλληλους ακρωτηριασμούς του πλουτοφόρου κόσμου της ελληνικής οικουμένης– που συνεχίζεται οδυνηρά και αδιέξοδα ως σήμερα[9].

Έτσι, και οι δύο αυτές αντιλήψεις αντιπαρατίθενται στο πλαίσιο μιας κοινής παραδοχής, αγνοώντας ή υποβαθμίζοντας τις απόπειρες για μια συνθετική πρόταση, η οποία θα έπαιρνε υπόψιν τόσο τις εξελίξεις στην ευρύτερη νέα οικουμένη, που διαμόρφωνε ο ανερχόμενος δυτικός καπιταλισμός, όσο και την ιδιοπροσωπία του ελληνικού κόσμου. Και όμως, ο τελευταίος δεν μπορούσε να αγνοήσει τις κοσμοϊστορικές αλλαγές στο πεδίο της επιστήμης, της τεχνικής, της υλικής παραγωγής, του τρόπου ζωής και των ιδεολογιών που, με επιταχυνόμενο ρυθμό και αφετηρία τη Δυτική Ευρώπη, εισέβαλλαν στην καθ’ ημάς Ανατολή. Καθώς μάλιστα ο ελληνικός κόσμος ήταν πολιτικά υποταγμένος και κατακερματισμένος μεταξύ Φραγκοκρατίας και Τουρκοκρατίας, χωρίς να διαθέτει και το προνόμιο της απόστασης και της πολιτικής αυτεξουσιότητας, όπως π.χ. η Ιαπωνία.

Μια καθολική αμυντική αναδίπλωση έναντι αυτής της νέας, υπό διαμόρφωση, παγκόσμιας οικουμένης του καπιταλιστικού τρόπου δεν μπορούσε να οδηγήσει παρά στη συντριβή του ελληνισμού, που θα έμενε τόσο καθυστερημένος, τουλάχιστον στο υλικό πεδίο, ώστε θα κινδύνευε με οριστική εξαφάνιση. Για πρώτη φορά μετά από 2.500 χρόνια ιστορίας του ελληνισμού, μια μεγάλη επιστημονικο-τεχνική και ιδεολογική επανάσταση δεν είχε πλέον αφετηρία την ελληνική οικουμένη –φθίνουσα και σε αιχμαλωσία– αλλά τη «φραγκική» Δύση. Ο ελληνικός κόσμος απώλεσε τη δυνατότητα μιας αυτόνομης εισόδου στον νεώτερο κόσμο, στην περίοδο 1204-1453, και οι έσχατες απόπειρες του Κύριλλου Λουκάρεως κατά τον 17ο αιώνα και του Κυρίλλου Καράκαλου τον 18ο ήρθαν μάλλον πολύ αργά. Έτσι, η ελληνική Αναγέννηση του 18ου και 19ου αιώνα ήταν υποχρεωμένη να επιδιώξει την ταχύτερη δυνατή προσαρμογή στον νέο κόσμο που ανεδύετο, επί ποινή θανάτου. Το μόνο πραγματικό ερώτημα που ετίθετο –και εξακολουθεί εν μέρει να τίθεται– είναι εάν αυτή η προσαρμογή θα πραγματοποιούνταν με δημιουργικό τρόπο, δηλαδή με αναχώνευση των επήλυδων και εισαγόμενων στοιχείων στον ελληνικό τρόπο, με τον τρόπο του Δημητράκη Καταρτζή και του «διαφωτισμένου» ρομαντισμού του Ρήγα, ή με τον βαυαρικό, δηλαδή το ξερίζωμα της ελληνικής παράδοσης. Τόσο μια αναδίπλωση ενταγμένη σε έναν νοσταλγικό ρομαντισμό όσο και η άκριτη εισαγωγή του δυτικού διαφωτισμού –όπως εν πολλοίς συνέβη–, καθώς και η μακρόχρονη αδιέξοδη πόλωση ανάμεσά τους, θα οδηγούσε στη συρρίκνωση του ελληνισμού.

Το ελληνικό γένος, για να επιτύχει την επιβίωσή του στις νέες ιστορικές και ιδεολογικές συνθήκες, θα έπρεπε να αναδιατυπώσει τις υπαρκτικές του προτάσεις. Δεν αρκούσε πλέον –όσο και αν παρέμενε θεμελιώδης– η ορθόδοξη υπαρκτική ιδεολογία μιας αγροτικής κοινωνίας, και θα απαιτούνταν ένας εκσυγχρονισμός βασισμένος στην ορθόδοξη παράδοση, ικανός να προσφέρει έναν ελληνικό δρόμο στη νεωτερικότητα. Οι Κολλυβάδες έβλεπαν τον κίνδυνο μιας δυτικότροπης αδιέξοδης έκβασης της ελληνικής Αναγέννησης, αλλά αγκιστρώνονταν στην αποκλειστικά θρησκευτική πρόσληψη της ησυχαστικής παράδοσης, αποκλείοντας οποιαδήποτε επαφή με τον νέο εκκοσμικευμένο κόσμο που αναδυόταν – και έτσι αδυνατούσαν, όσο και οι δυτικοπαθείς διαφωτιστές, να προσφέρουν μια συνθετική πρόταση.

Ο π. Γεώργιος Μεταλληνός, σε ορισμένα σημεία του έργου του, έχει συνείδηση του αδιεξόδου του διχασμού μεταξύ «διαφωτισμού» και παράδοσης. Ενώ στο προηγούμενο παράθεμα φαίνεται να αποδέχεται το αξίωμα πως ο διαφωτισμός αποτελεί μια «μεταφύτευση» από τη Δύση, ωστόσο, αλλού δείχνει να κατανοεί το αδιέξοδο της αντιπαράθεσης φωταδισμού-σκοταδισμού. «…Έτσι, αναπόφευκτα, η εθνική συνείδηση διχάζεται σε μια ανεπιφύλακτα φιλοδυτική (ή δυτικόπληκτη, πολλές φορές) τάση και σε μια παραδοσιακή (όχι όμως και πάντοτε αμιγή πατερική αλλά) έντονα συντηρητική-αντιδραστική, που αγωνίζεται να φυλάξει την ορθόδοξη πνευματικότητα και τη χριστοκεντρικότητα του φρονήματός της»[10]. Η «εμφάνιση» του ελληνικού διαφωτισμού με δυτικό ένδυμα τροφοδοτεί και σπρώχνει την παράδοση σε έναν αντιδραστικό δρόμο. «Πρόκειται για μια νέα φάση του μακραίωνος εθνικού διχασμού μας, του μακρόσυρτου δηλαδή “πνευματικού δυϊσμού”, που κατατρώγει μόνιμα την εθνική μας σάρκα»[11].

Ο Κοραής, με τη μετακένωση, όπως έδειξε και ο Αλέξανδρος Παπαδερός, επιχειρεί όντως μια απόπειρα σύνθεσης, μόνο που είναι αλυσιτελής διότι το άνυσμα κατευθύνεται από τη Δύση προς την Ανατολή, από τον δυτικό διαφωτισμό στην ελληνική Αναγέννηση. Εξ άλλου, η παραμονή του για σχεδόν εξήντα χρόνια στη Δύση (στην Ολλανδία και τη Γαλλία) έπαιξε προφανώς σημαντικό ρόλο σε αυτή την επιλογή του. Γράφει ο Παπαδερός:

Ἡ ἐπίγνωση τῆς πολιτισμικῆς καθυστέρησης τοῦ Ἑλληνισμοῦ εἶναι τὸ πρῶτο καὶ σημαντικότερο σημεῖο. [ ] Ὅλες οἱ κατευθύνσεις συμφωνοῦν στὴ θέληση νὰ ξεπεράσουν τὸ décalage ποὺ δημιουργήθηκε ὡς συνέπεια τῆς ὑστεροβυζαντινῆς παρακμῆς καὶ κατὰ τὴν Τουρκοκρατία καὶ νὰ φθάσουν τὸ ὑψηλότερο πολιτισμικὸ ἐπίπεδο τῆς «Εὐρώπης».

Ἡ διάσταση καὶ ἀντιθετικότητα τῶν διαφόρων ὁμάδων ἀφορᾶ στὸ χρονολογικὸ καὶ ποιοτικὸ μέγεθος τοῦ décalage. Ἐκτείνεται σὲ πολλὲς ἑκατονταετίες ἢ σὲ λίγες μόνο δεκαετίες; Ἁπλώνεται ὣς τὸ ἠθικό-πνευματικὸ πεδίο ἢ ἀφορᾶ μόνο στὴν ποιοτική, ἐπιστημονική, τεχνικὴ καὶ ὑλικὴ ὑπεροχὴ τῆς Δύσης; Ἐὰν ἐκτιμᾶται τὸ décalage ὡς χρονικὰ περιορισμένο και ποσοτικό, τότε πιστεύεται ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ γεφυρωθεῖ τὸ χάσμα μὲ τὴ δύναμη τοῦ ἰδίου, τοῦ παλαιοῦ. Ἡ ὁμάδα ποὺ ἀπέρριπτε κατ᾽ αὐτὸ τὸν τρόπο τὴν ἐξιδανίκευση τῆς Δύσης…, ἀναζητοῦσε ἕνα νέο πολιτισμικὸ πρότυπο στὴν κλασικὴ ἀρχαιότητα ἢ στὸν βυζαντινὸ πολιτισμό. Ἡ σύγκριση αὐτὴ ἀφήνει νὰ διαφανεῖ ἡ παρακμὴ καὶ ἐγείρει τὴν ἀπαίτηση γιὰ ἀναγέννηση, γιὰ τὴν ὁποία ἡ ἴδια παρέχει καὶ τὰ μέσα.

Χρησιμοποιώντας τὸν ὅρο Μετακένωση ποὺ προτάθηκε ἀπὸ τὸν Κοραῆ, χαρακτηρίζουμε αὐτὴ τὴν τάση ὡς κεντρομόλο Μετακένωση. Ὁ χαρακτηρισμὸς ὑπονοεῖ ὅτι ἡ πολιτισμικὴ «ἀναγέννηση» τῆς Ἑλλάδας θὰ πρέπει νὰ πραγματοποιηθεῖ ὄχι μὲ ξένες, ἀλλὰ μὲ ἴδιες δυνάμεις.

Ὅταν –σὲ ἀντίθεση πρὸς αὐτὴ τὴν ὁμάδα– τὸ décalage ἑρμηνεύεται ὡς μακρὰ καθυστέρηση τῆς Ἑλλάδας καὶ ἡ Δύση τίθεται ὡς πρότυπο, σχηματίζεται ἡ τάση, τὴν ὁποίαν ὀνομάζουμε φυγόκεντρο Μετακένωση, [η οποία] δὲν ἐπιδιώκει τὴν ἀφομοίωση καὶ τὸν ἐξελληνισμὸ τῶν τυχὸν ὑπὸ υἱοθέτηση «εὐρωπαϊκῶν» πολιτισμικῶν στοιχείων, ἀλλὰ μᾶλλον κατὰ βάση ἕναν ἐκδυτικισμὸ τοῦ ἑλληνορθόδοξου πολιτισμοῦ.

Μεταξὺ αὐτῶν τῶν δύο ὁμάδων, οἱ ὁποῖες δὲν μπόρεσαν νὰ ἀποφύγουν τὶς ἀκραῖες ἐκδηλώσεις, ἀκολουθεῖ ὁ Κοραῆς τὴ δική του «μέση ὁδό». Παραμένει ἀνοικτὸς ἀπέναντι στὴ Δύση, ἀφοῦ τὸν καθοδηγοῦσε σταθερά ἡ ἰδέα τῆς ἑνότητας τῆς Εὐρώπης. Δὲν ἀντιλαμβάνεται ὅμως ἐπ᾽ οὐδενὶ αὐτὴ τὴν ἑνότητα ὡς ὁμοιομορφία· πολὺ περισσότερο, ἐπιθυμεῖ νὰ προωθήσει τὴν ἑνότητα μέσω τῆς διατήρησης τῆς ἰδιαιτερότητας τῶν εὐρωπαϊκῶν λαῶν καὶ ἐθνῶν. Περιορίζει γι᾽ αὐτὸ τὴ Μετακένωση στὰ στοιχεῖα ποὺ διακονοῦν τὴν ἑνότητα, χωρὶς νὰ βλάπτουν τὴν οὐσία τοῦ κάθε λαοῦ[12].

Κάτι ανάλογο διαπιστώνεται σε όλους σχεδόν τους τομείς· ο Κοραής συνειδητοποιεί την ανάγκη της σύνθεσης, μόνο που τη βλέπει να πραγματοποιείται από τα «πάνω» ή από τα «έξω». Βλέπει την ανάγκη της επαναστατικής ανατροπής της Τουρκοκρατίας, αλλά τη φαντάζεται να έρχεται από τα έξω –τον Ναπολέοντα– ή από τα πάνω, από την εκπαίδευση του γένους. Στο γλωσσικό ζήτημα δεν βλέπει μια γλώσσα στηριγμένη στην ομιλούμενη ελληνική με τον γλωσσικό εμπλουτισμό της από λέξεις και εκφράσεις των παλαιότερων μορφών της γλωσσικής διαχρονίας – όπως και θα γίνει εν τέλει μετά από περιπέτειες εκατόν πενήντα χρόνων· επιμένει αντίθετα στη «διόρθωση» της καθομιλουμένης, με χρήση καταλήξεων της αρχαίας και με φτιαχτές λέξεις και εκφράσεις: θα απορρίψει το «ιχθύς» των «καθαρολόγων» για να περάσει στο κατασκευασμένο «οψάριον». Σωστά υποστηρίζει πως η γλώσσα μας θα διαμορφωθεί εν τέλει από τη λογοτεχνία μας, αλλά δεν βλέπει πως αυτή βρίσκεται ήδη μπροστά του και υποτιμά εντελώς τον Ερωτόκριτο ή το δημοτικό τραγούδι. Ο Κοραής παραμένει στην ψυχοσύνθεσή του ένας Σμυρναίος «πατρίκιος», που υποτιμά το λαϊκό σώμα και τις εκφράσεις του, υποτιμά τον λαϊκό πολιτισμό, αλλά παραμένει ταυτόχρονα τόσο βαθιά ταυτισμένος με το γένος και την τύχη του, ώστε παρά τις ταλαντεύσεις του, δεν θα έλθει σε αντίθεση με τα συμφέροντά του.


[1] Αδαμαντίου Κοραή, Προλεγόμενα εις τους Αρχαίους…, τ.  Α΄, ό.π., σ. 561.

[2] Πρβλ. Αδαμαντίου Κοραή, Στοχασμοί αυτοσχέδιοι Περί της Ελληνικής Παιδείας και γλώσσης. Πρτθ. από τον Ν. Ψημμένο, Η ελληνική φιλοσοφία από το 1453 έως το 1821, Γνώση, Αθήνα 1988, τ.  β΄, σ. 233.

[3] Αδ. Κοραής, Ο Παπατρέχας, ό.π., σσ. 59-60.

[4] Αδ. Κοραής, Ο Παπατρέχας, ό.π., σσ. 91-92.

[5] Πασχάλης Κιτρομηλίδης, Νεοελληνικός διαφωτισμός, ό.π., σσ. 16-19.

[6] Βλ. π. Γεωργίου Μεταλληνού, Σχέσεις και αντιθέσεις, ό.π.,σσ. 14-15.

[7] Βλ. Β.Ν. Τατάκη, ό.π., σσ. 243-261˙ Ιωάννου Μέγεντορφ, Η βυζαντινή κληρονομιά στην Ορθόδοξη Εκκλησία, Αρμός, Αθήνα 1990, σσ. 207-240.

[8] Κω­στής Μπα­στιάς, Πα­που­λά­κος,Εκ­δο­τι­κή Α­θη­νών, Α­θή­να 1984.

[9] Χρ. Γιανναράς, Ορθοδοξία και Δύση στη Νεώτερη Ελλάδα, Δόμος, Αθήνα 1992, σ. 185.

[10] π. Γεώργιος Μεταλληνός, Παράδοση και Αλλοτρίωση, Δόμος, Αθήνα 1986, σ. 88.

[11] Του ιδίου, Σχέσεις και Αντιθέσεις, ό.π., σ. 14.

[12] Αλέξανδρος Παπαδερός, Μετακένωσις,Ακρίτας,Αθήνα 2009.

ΣΧΕΤΙΚΑ

1 ΣΧΟΛΙΟ

Απ. 23 Μαρτίου 2024 - 15:57

Έχουμε μπει σε μια νέα ιστορική περίοδο, ορισμένα πράγματα έχουν πλέον ιστορική και μόνο αξία. Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης ο ρόλος και η επιρροή της Εκκλησίας είναι προφανώς αμελητέος και διαρκώς φθίνει ενώ γίνεται όλο και περισσότερο παρωχημένη σε σχέση με τις αξίες του σύγχρονου δυτικού κόσμου. Ακόμη και στη δυτική Ευρώπη, κάποιοι παραδοσιακοί καθολικοί το συνειδητοποιούν (μιλούν για μετάλλαξη του καθολικισμού που έχει ήδη ξεκινήσει από τη δεκαετία του 1960, ο “πάπας της παγκοσμιοποίησης”, αντιχριστιανικές και ανοιχτά βλάσφημες σύγχρονες αξίες).
Μια άλλη οπτική θα μπορούσε να ήταν ο χριστιανισμός, καθολικός ή ορθόδοξος ως ιστορική θρησκεία της Ευρώπης, αναπόσπαστο μέρος, μέχρι πρότινος, της ευρωπαϊκής ταυτότητας.

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ