Αρχική » Η κοινωνική πρόνοια  από την αρχαία Ελλάδα στο Βυζάντιο

Η κοινωνική πρόνοια  από την αρχαία Ελλάδα στο Βυζάντιο

από Γιώργος Καραμπελιάς

του Γιώργου Καραμπελιά, απόσπασμα από το βιβλίο του 1204, H διαμόρφωση του νεώτερου Ελληνισμού

Ίσως η σημαντικότερη διαφορά ανάμεσα στο Βυζάντιο και τη Δύση ήταν η ύπαρξη, στο πρώτο, ενός εκτεταμένου «κράτους πρόνοιας», με ένα οργανωμένο σύστημα από ορφανοτροφεία, πτωχοκομεία και νοσοκομεία, χωρίς ιστορικό προηγούμενο. Για τον καθηγητή του Πανεπιστημίου του Rutgers και της Ν. Υόρκης, π. Δημήτριο Κωνσταντέλο, συγγραφέα του βιβλίου Βυζαντινή φιλανθρωπία και κοινωνική πρόνοια, η παράδοση της «φιλανθρωπίας» και της «κοινωνικής πρόνοιας» «αναπτύχθηκε σαν άμεση κληρονομιά της αρχαίας ελληνικής φιλανθρωπίας ή αγάπης» και «η βυζαντινή φιλανθρωπία προήλθε ως επί το πλείστον από το πνεύμα και τη σκέψη του αρχαίου ελληνισμού»[1]. Στον Πρόλογό του, στην ελληνική έκδοση, τονίζει πως αναθεώρησε το σχετικό κεφάλαιο του βιβλίου του για τη σχέση της χριστιανικής φιλανθρωπίας με την αρχαία Ελλάδα: «είχα υπερτονίσει την μοναδικότητα της χριστιανικής αγάπης και την έμπρακτη εφαρμογή της», ενώ υπάρχει «περισσότερη συνέχεια ανάμεσα στο κοινωνικό ήθος του αρχαίου Ελληνισμού και σε εκείνο του Χριστιανικού Ελληνισμού από όσο ήμουν πρόθυμος να παραδεχθώ μερικά χρόνια πριν»[2]. Η σημασία της ελληνικής κληρονομιάς για την κοινωνική πολιτική του Βυζαντίου καταδεικνύεται κατ’ αντιπαράθεση προς την παράδοση του εβραϊσμού, που αποτελεί τη δεύτερη πηγή του χριστιανισμού. «Οι Εβραίοι, στις μεταγενέστερες περιόδους της ιστορίας τους, παρά το γεγονός ότι ήταν πάντα φιλόξενοι, περιόριζαν την αγαθοεργία και την φιλοξενία τους στα μέλη της δικής τους φυλής, ή σε εκείνους που ήταν στενά δεμένοι με αυτήν. Η απεριόριστη έκταση της ελληνικής φιλοξενίας κατανοείται καλύτερα μετά από μια προσεκτική μελέτη του Ομήρου»[3].

Στην αρχαία Ελλάδα, υπήρχαν πολλά φιλανθρωπικά ιδρύματα, ξενώνες και «καταγώγεια», δηλαδή πανδοχεία, προσαρτημένα σε ναούς. Το ιερό του Ασκληπιού στην Επίδαυρο διέθετε ένα «καταγώγειο» με εκατόν εξήντα δωμάτια για ασθενείς και επισκέπτες, ενώ ανάλογο Ασκληπιείο στη Γόρτυνα της Κρήτης μπορούσε να στεγάσει διακόσιους ασθενείς[4]. Σύμφωνα με τις επιταγές του Ιπποκράτη, ο γιατρός έπρεπε να παρέχει δωρεάν τις υπηρεσίες του αν χρειαζόταν, καθώς βέβαια ο ξένος ήταν ιερό πρόσωπο. Οι αρχαίοι Ακραγαντίνοι φημίζονταν για τη βοήθεια που προσέφεραν στους ξένους και τους πρόσφυγες, ενώ, στον Τάραντα, οι πλούσιοι μοιράζονταν την περιουσία τους με τους φτωχούς, ο δε Αριστοτέλης συμβούλευε τους Αθηναίους να τους μιμηθούν στην «κοινωνική πολιτική», διότι η φτώχεια προκαλεί επαναστάσεις: «ἡ πενία στάσιν ἐμποιεῖ καὶ κακουργίαν»[5].

Όλοι σχεδόν οι γιατροί του αρχαίου κόσμου, από τον Ιπποκράτη έως τον Σωρανό και από τον Γαληνό έως τον Ρούφο, ήταν Έλληνες, ενώ, σύμφωνα με την παράδοση, ο πρώτος γιατρός έφθασε στη Ρώμη από την Πελοπόννησο το 219 π.Χ. Οι Ρωμαίοι δεν ενδιαφέρθηκαν ποτέ για την ιατρική, την οποία, και στην ίδια τη Ρώμη, ασκούσαν σχεδόν αποκλειστικά Έλληνες γιατροί, όπως ο Γαληνός[6]. Ο εκπρόσωπος του συντηρητικού ρωμαϊσμού, ο Μάρκος Κάτων, που ήταν γενικότερα αντίθετος στην ελληνοποίηση της ρωμαϊκής κουλτούρας, απεχθανόταν ιδιαίτερα τους γιατρούς και έφθασε να απαγορεύσει στον γιο του να διατηρεί οποιαδήποτε σχέση μαζί τους, ενώ ακόμα και ο ελληνομαθής Κικέρων θεωρούσε την ιατρική δραστηριότητα απάδουσα προς τα ρωμαϊκά ήθη.

«Όταν τα δύο τμήματα του Ρωμαϊκού κόσμου άρχιζαν να αποχωρίζονται τον Δ΄ αιώνα, οι γιατροί δεν είχαν εξέχουσα θέσι στην λογία ζωή της Δύσεως. Οι ανατολικές ή Βυζαντινές επαρχίες, όμως, κληρονόμησαν όχι μόνον την δομή του αρχαίου Ελληνικού ιατρικού επαγγέλματος και την μεγάλη του γραμματεία, αλλά και τον ενθουσιασμό των Ελλήνων για σταδιοδρομία στην ιατρική»[7].

Το επιπλέον βήμα που επιχείρησε το Βυζάντιο έναντι της αρχαιοελληνικής παραδόσεως ήταν η δημιουργία και ανάπτυξη θεσμών και ιδρυμάτων έμπρακτης «φιλανθρωπίας» – των «ξενοδοχείων», των πτωχοκομείων, των γηροκομείων και, τέλος, των νοσοκομείων. Το Βυζάντιο, ως κληρονόμος του ελληνικού οικουμενισμού και της παράδοσης της «φιλανθρωπίας» –ο χριστιανισμός στηριζόταν, τουλάχιστον θεωρητικά, στις αρχές που έθεσε ο Απόστολος Παύλος: «οὐκ ἔ­νι Ἰ­ου­δαῖ­ος οὐ­δὲ Ἕλ­λην, οὐκ ἔ­νι δοῦ­λος οὐ­δὲ ἐ­λεύ­θε­ρος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ…» (Γαλ. 3,28)–, θα κατακλυστεί κυριολεκτικά από μια πληθώρα ιδρυμάτων εξαρτώμενων είτε από τους εκκλησιαστικούς θεσμούς και τις μονές είτε από το κράτος είτε, πολύ συχνά, και από τους δύο ταυτόχρονα, ή τέλος, και από ιδιώτες.

Στη χριστιανική Ανατολή, ο Χριστός και οι άγιοι αποκαλούνταν «ιατροί ψυχών» –ο Ωριγένης χαρακτήρισε τον Ιησού «Μεγάλο Ιατρό»–, ενώ οι θεμελιωτές της ορθοδοξίας Καππαδόκες πατέρες –ιδιαίτερα ο Μέγας Βασίλειος– μετασχημάτισαν τη «φιλανθρωπία» σε θεσμό. Ο Βασίλειος, ως βοηθός του επισκόπου Καισαρείας Ευσεβίου, στον μεγάλο λιμό του 368 δεν αρκέστηκε σε κηρύγματα κατά των πλεονεκτών και σκληρόκαρδων πλουσίων, αλλά οργάνωσε συσσίτια για όλους τους πτωχούς (ξένους, χριστιανούς, ειδωλολάτρες και Εβραίους), ενώ εκποίησε και το υπόλοιπο της μεγάλης πατρικής του κληρονομιάς για να τους βοηθήσει.

Για τον Βασίλειο, σε αντίθεση με τους ερημίτες πατέρες, η μοναστική ζωή πρέπει να συνδέεται με την κοινότητα και να διαπνέεται από αγάπη για τον πλησίον· στο εξής, μεγάλο μέρος της φιλοσοφίας του βυζαντινού μοναχισμού θα τονίζει την κοινωνική προσφορά και τη φροντίδα για τις κατώτερες τάξεις, ενώ τα μοναστήρια δεν θα κτίζονται μόνο σε απόμερες περιοχές αλλά πλησίον ή και στο εσωτερικό των πόλεων. Στην περιοχή της Πόλης, επί παραδείγματι, υπήρχαν 345 μοναστικές κοινότητες.

Μετά τη χειροτονία του σε επίσκοπο, το 370, ο Βασίλειος, με την κληρονομιά της μητέρας του καθώς και με δωρεές από πλούσιους φίλους και γνωστούς του, ακόμη και από τον αυτοκράτορα Ουάλη, κατασκεύασε ένα συγκρότημα –το οποίο περιλάμβανε ορφανοτροφείο, γηροκομείο, ξενώνα για άπορους ταξιδιώτες και επισκέπτες, καθώς και δύο νοσοκομεία, εκ των οποίων το ένα για την αντιμετώπιση των μεταδοτικών ασθενειών–, στο οποίο εγκαταστάθηκε και ο ίδιος. Τα ιδρύματα βρίσκονταν στα περίχωρα της Καισαρείας και έγιναν γνωστά ως «Βασιλειάς», το προσωπικό των οποίων ήταν λαϊκοί και κληρικοί. Το παράδειγμα του Μ. Βασιλείου αποτέλεσε την αφετηρία για τη διαμόρφωση της χριστιανικής φιλανθρωπίας στον ορθόδοξο κόσμο. Ο έτερος των Καππαδοκών, ο αδελφός του Βασιλείου, Γρηγόριος Νύσσης, θα αναλάβει τη θεωρητική και θεολογική θεμελίωση της φιλανθρωπίας, ως «χαρακτηριστικού γνωρίσματος» του Θεού, ο οποίος με την ενανθρώπηση προσέφερε τη σωτηρία στον άνθρωπο. Είναι συνώνυμη της αγάπης, ιδιαίτερα της θείας αγάπης για τον άνθρωπο[8].

Ωστόσο, η «φιλανθρωπία» στο Βυζάντιο δεν περιοριζόταν στην Εκκλησία, η οποία όντως δημιούργησε ένα τεράστιο δίκτυο ιδρυμάτων σε ολόκληρη τη βυζαντινή επικράτεια, αλλά αποτελούσε, κατ’ εξοχήν, κρατική μέριμνα, αφού, στις περισσότερες περιπτώσεις, τη διοίκηση των ιδρυμάτων αναλαμβάνουν από κοινού οι επισκοπές και το κράτος. Χρησιμοποιώντας μόνο τις γνωστές μέχρι τα τέλη του 17ου αιώνα πηγές, ο Σαρλ ντυ Κανζ πιστοποίησε 35 φιλανθρωπικά ιδρύματα μόνο στην Κωνσταντινούπολη[9]. Με ειδικούς νόμους, ιδρύθηκαν ορφανοτροφεία, όπου τα ορφανά δεν έβρισκαν μόνο στέγη και τροφή αλλά και μόρφωση, όπως μαθαίνουμε από την Άννα την Κομνηνή στην Αλεξιάδα. Χτίστηκαν ειδικά ιδρύματα για λεπρούς και φτιάχτηκαν πανδοχεία σε διάφορες πόλεις και δρόμους της αυτοκρατορίας, για να προσφέρουν δωρεάν τροφή και στέγη στους ταξιδιώτες, εκτός βέβαια των ιδιωτικών πανδοχείων[10].

Η Κομνηνή, περιγράφει διά μακρών την κοινωνική και φιλανθρωπική πολιτική του: Όταν επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη από την εκστρατεία του εναντίον των Τούρκων του Ικονίου, ασχολήθηκε με τη φροντίδα των αιχμαλώτων και των ξένων:

«Τα παιδιά που είχαν χάσει τους γονείς τους [ ] τα εμπιστεύτηκε σε συγγενείς του [ ] καθώς και σε ηγουμένους ιερών μοναστηριών, με την εντολή να τα αναθρέψουν όχι ως δούλους αλλά ως ελεύθερους ανθρώπους, παρέχοντάς τους ολόπλευρη παιδεία και διαπαιδαγωγώντας τα με τα διδάγματα των Γραφών. Ορισμένα τα δέχτηκε στο ορφανοτροφείο που ο ίδιος είχε ιδρύσει και που τώρα το είχε κάνει και εκπαιδευτήριο. [ ] Στην περιοχή της Ακρόπολης έχτισε μια δεύτερη πόλη μέσα στη βασιλεύουσα…. Πυκνά οικοδομήματα ανεγέρθηκαν εκεί κυκλικά ως κατοικίες για τους πτωχούς και –το φιλανθρωπικότερο– ως ενδιαιτήματα των αναπήρων. [ ] Τη στοά του Σολομώντος θα ’λεγες πως βλέπεις, γεμάτη ανθρώπους με σακατεμένα μέλη ή κι’ όλο το σώμα τους. Τα σπίτια, χτισμένα σε δύο ομόκεντρους κύκλους, είναι διώροφα. [ ] Όσο για το μέγεθος των κύκλων, αν κάποιος θέλει να τους δει, χρειάζεται να περπατάει από το πρωί έως το βράδυ για να τους περιέλθει. Έτσι λοιπόν είναι η πόλη και τέτοιοι οι άνθρωποι που την κατοικούν.»[11].

Και αν υποθέσουμε πως υπήρχε κάποιο στοιχείο υπερβολής της πριγκίπισσας για τη δράση του πατέρα της, διαθέτουμε παράλληλες πηγές που συγκλίνουν στις περιγραφές τους. Λέγει ο Ιωάννης Ζωναράς, στην Ἐπιτομὴν Ἱστοριῶν: «Αυτός ο βασιλιάς ανακαίνισε το ορφανοτροφείο που ήταν ακατοίκητο, το ενίσχυσε περιουσιακά και τοποθέτησε σ’ αυτό πολλούς ηλικιωμένους που είχαν ανάγκη φροντίδας. Ακόμη, μέσα στον χώρο του ορφανοτροφείου, έχτισε κατοικίες για μοναχούς και μοναχές καθώς και σχολείο για ορφανά και πτωχά παιδιά. Τοποθέτησε δασκάλους και παιδαγωγούς και τους χορήγησε τα απαραίτητα για τη συντήρησή τους»[12]. Ανάλογες είναι οι πληροφορίες του Μιχαήλ Γλυκά, που συνομολογεί ότι ο αυτοκράτορας δώρισε γαίες στο ίδρυμα αυτό, ενώ προσέθεσε και σχολείο για τη μόρφωση των οικοτρόφων του. Τέλος, ένας ανώνυμος συγγραφέας, στη Σύνοψιν Χρονικήν του, επιβεβαιώνει σχεδόν επί λέξει τα λεγόμενα της Κομνηνής: «Ο Αλέξιος Κομνηνός ανοικοδόμησε το ορφανοτροφείο και του παραχώρησε αρκετά μέσα, ώστε να αποτελέσει λιμάνι για πολλούς δυστυχισμένους αδελφούς, μαζεύοντάς τους κατά χιλιάδες, προσφέροντάς τους τροφή όλο το έτος και όλα τα αναγκαία για τη διαβίωσή τους. Έχτισε οικήματα γι’ αυτούς και τους προστάτεψε από κάθε δυστυχία»[13].


[1] Δ. Κωνσταντέλος, Βυζαντινή φιλανθρωπία και κοινωνική πρόνοια, εκδ. Φως, Αθήνα 1986, σ. 10.

[2] Δ. Κωνσταντέλος, Βυζαντινή, ό.π., σ. 10.

[3] W.C. Firebaugh, The Inns of Greece and Rome. A History of Hospitality from the Dawn of Time to the Middle Ages, Benjamin Bloom, Νέα Υόρκη 1928, σσ. 19-30.

[4] Δημήτριος Κωνσταντέλος, Βυζαντινή, ό.π., σσ. 33-46.

[5] Αριστοτέλους, Πολιτικά,Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1939, ΙΙ, 1265β 12-13, σ. 184.

[6] Το γεγονός επιβεβαιώνει και η παλαιοεπιγραφοποιία, διότι από τις επιγραφές που βρέθηκαν στην Όστια, τη Γαλατία, την Αφρική, την Ιταλία, μόνο ορισμένες επιθανάτιες αφιερώσεις σε γιατρούς ήταν γραμμένες στα ελληνικά.

[7] Timothy S. Miller, Η γέννησις του νοσοκομείου στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία, εκδ. Ι.Μ. Θηβών και Λεβαδείας – The John Hopkins University Press, σσ. 46-47.

[8] T.S. Miller, ό.π., σσ. 111-115· Δ. Κωνσταντέλος, Βυζαντινή…, ό.π., σσ. 110-112.

[9] Charles D. Du Cange, Historia Byzantina II: Constantinopolis Cristiana, Παρίσι 1680, bk. 4, no 9, σσ. 163-166· Timothy S. Miller, ό.π.,σ. 11.

[10] Δημήτριος Κωνσταντέλος, Βυζαντινή…, ό.π., σ. 214.

[11] Άννα Κομνηνή, Αλεξιάς, απόδοση στη δημοτική από την Αλόη Σιδέρη, εκδ. Άγρα, Αθήνα 1990, Β΄ τόμ., ΙΕ, VII, σσ. 229-230.

[12] Βλ. Ιωάννης Ζωναράς, Επιτομή Ιστοριών, εκδόσεις Κανάκη, Αθήνα 1998.

[13] Ανωνύμου, Σύνοψις Χρονική, εκδ. από τον Κ. Σάθα, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, VII, σσ. 177-178· Δ. Κωνσταντέλος, Βυζαντινή, ό.π., σσ. 189-190.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ