Αρχική » Η πνευματική τρωτότητα του woke

Η πνευματική τρωτότητα του woke

από Άρδην - Ρήξη

Απόσπασμα από το βιβλίο του Ματιέ Μποκ-Κοτέ, Η φυλετιστική επανάσταση και άλλα ιδεολογικά ζιζάνια, που κυκλοφορεί από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις .

Αυτή η λογική, που θέλει να λειτουργεί ως μία μόνιμη φυλετιστική αυτοκριτική, είναι στενά συνδεδεμένη με τη woke νοοτροπία, η οποία πριν από λίγο μόλις καιρό φάνταζε εξωτική. Έκτοτε έχει γίνει ηγεμονική. Τα τελευταία χρόνια, συγγραφείς όπως ο Douglas Murray, ο Rob Dreher, ο Bret Easton Ellis και η Caroline Fourest έχουν προσπαθήσει να κατανοήσουν τους ψυχολογικούς μηχανισμούς αυτής της «θιγμένης γενιάς», που ξαναχύνει το δηλητήριο του φανατισμού στην πολιτική ζωή[1]. Ποιοι είναι οι wokes, οι αφυπνισμένοι; Το Radio-Canada δίνει έναν ορισμό του όρου κατά βάση θετικό: «Λέξη αγγλική. Στην κυριολεξία της σημαίνει «αφυπνισμένος». Σε ένα πλαίσιο αγώνα για κοινωνική δικαιοσύνη, αυτή η λέξη προσδιορίζει κάποιον που είναι σε εγρήγορση σχετικά με τις αδικίες που μπορεί να λάβουν χώρα γύρω του. Αυτή η έκφραση χρησιμοποιείται συχνά σε αντίθεση με τον «αποκοιμισμένο», δηλαδή εκείνον που δεν έχει εκπαιδευτεί σχετικά με τα κοινωνικοοικονομικά και τα φυλετικά ζητήματα»[2]. Η Judith Lussier προτείνει αντ’ αυτού τον εξής ορισμό: «Είναι εκείνος που έχει βιώσει μια αφύπνιση συνείδησης σχετικά με τα κοινωνικά διακυβεύματα και είναι σε θέση να αναγνωρίζει τον ρατσισμό, τον σεξισμό, την τρανσφοβία και όλες τις άλλες μορφές μίσους σε κάθε περίπτωση»[3]. Επομένως υπάρχουν, από τη μία πλευρά, οι ξύπνιοι, και από την άλλη οι κοιμισμένοι. Θα μπορούσαμε λοιπόν να ορίσουμε τον γουοκισμό ως μια μορφή υπερευαισθησίας που διεκδικεί τη χειραφέτηση και τα αιτήματα των μειονοτήτων μέσω της παραπομπής σε δίκη του Λευκού. Πρόκειται, για την ακρίβεια, για μια κουλτούρα αφύπνισης που ενθαρρύνει τη νέα λευκή γενιά να συνειδητοποιήσει τα προνόμιά της ώστε να τα αποδομήσει καλύτερα: ο woke είναι εκείνος που κατάλαβε τη φρίκη του δυτικού κόσμου, που έχει γνωρίσει την Αποκάλυψη της διαφορετικότητας και, για τον λόγο αυτό, δεν μπορεί πλέον να τον βλέπει με τον ίδιο τρόπο[4].

Ο γουοκισμός μεταβάλλεται τελικώς σε ένα κριτήριο για τη διάκριση εκείνων που ανήκουν στη νέα ανθρωπότητα από εκείνους που ανήκουν στα απομεινάρια του παλαιού. Επανενεργοποιεί έτσι τη φιγούρα του καινούργιου ανθρώπου, ο οποίος επιδιώκει να αναγεννηθεί εξαγνιζόμενος από τις προκαταλήψεις του, νομιμοποιώντας ταυτόχρονα μια νέα αδιαλλαξία: από τη στιγμή που συνειδητοποιείς τις δομές που καταπνίγουν τις μειονότητες, θα σου είναι αδύνατο να μη θελήσεις να συμμαχήσεις μαζί τους. Ο «Λευκός προνομιούχος» θα πρέπει να θέσει στον εαυτό του ορισμένα σοβαρά ερωτήματα: «Είμαι προνομιούχος; Αν ναι, ποιοι είναι οι παράγοντες που συνέβαλαν σε αυτό; Σε τι συνίσταται ένα προνόμιο; Πώς μπορώ να χρησιμοποιήσω αυτό το προνόμιο για να βοηθηθούν όσοι υστερούν; Αυτά είναι σημαντικά ερωτήματα που πρέπει να τεθούν σε μια εποχή όπου ο ρατσισμός και οι φυλετικές εντάσεις λειτουργούν πιο διχαστικά από ποτέ. Ειδικά για τους Λευκούς, η υποβολή τέτοιων ερωτήσεων συνεπάγεται την αποδυνάμωση βαθιά εδραιωμένων πεποιθήσεων. Είμαστε έτοιμοι άραγε;»[5] Αυτές είναι οι ερωτήσεις που η δημόσια καναδική ραδιοτηλεόραση ωθεί τους ακροατές της να θέσουν στον εαυτό τους. Πώς γίνεσαι woke; Ζητούν να μάθουν οι μεγάλες επιχειρήσεις που προσλαμβάνουν τους πιο σφοδρούς ρήτορες, χρυσοπληρώνοντάς τους, για να τους διδάξουν. Τα μεγάλα συγκροτήματα[6], τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, οι μεγάλες εφημερίδες του παγκοσμιοποιημένου νεοφιλελευθερισμού ή τα γυναικεία περιοδικά δανείζονται πλέον από τον γουοκισμό το λεξιλόγιο και τις απόψεις τους.

Συστημικός ρατσισμός, λευκή υπεροχή, λευκό προνόμιο, ταυτοτική ρευστότητα: με αυτές τις έννοιες η γενιά woke χτίζει τη δική της εμπειρία του κόσμου και μαθαίνει να αντιλαμβάνεται τις κοινωνικές, ακόμη και στις ερωτικές, σχέσεις. Καταλήγει να καθορίζει την προσωπική της ταυτότητα και την ψυχολογική της δομή μέσα από το πρίσμα μιας μόνιμης ιδεολογικής επαγρύπνησης. Κάθε καθεστώς, όποιο και αν είναι αυτό, τείνει μακροπρόθεσμα να διαμορφώσει ψυχικά τον πληθυσμό που εξελίσσεται στο εσωτερικό των παραμέτρων του. Πλάθει έναν τύπο προσωπικότητας με βάση την αντίληψή του για την ανθρώπινη ταυτότητα. Το καθεστώς της διαφορετικότητας ωθεί έτσι μεγάλα τμήματα του πληθυσμού να αυτοπροσδιορίζονται μέσα από μια φαντασιακή και ψυχολογική θυματοποίηση. Ο woke είναι ο Homo sovieticus του διαφοροποιητικού καθεστώτος. Δεν μας εκπλήσσει ιδιαίτερα, δεδομένου ότι ο αγώνας, που διεξάγεται από τα πρώτα χρόνια της σχολικής εκπαίδευσης, για την επιβολή του μοντέλου της ταυτοτικής ρευστότητας, συμβάλλει στην ανθρωπολογική αποδιάρθρωση των νεότερων γενεών, οι οποίες οδηγούνται στην αμφισβήτηση των πιο στοιχειωδών φυσικών και πολιτισμικών αναφορών. Η θιγμένη γενιά υπήρξε, κατ’ αρχήν, μια γενιά πειραματόζωων, σε μια κοινωνία που θέλησε να διακόψει τη μετάδοση της πολιτιστικής κληρονομιάς –δεδομένου ότι η δυτική ιστορική κληρονομιά κρίθηκε βαθιά τοξική– και που εξομοίωνε την ατομική χειραφέτηση με την πολιτισμική αποσύνδεση. Εμφανιζόμενος ως το θύμα ενός συστήματος διακρίσεων, μικρής ή μεγάλης κλίμακας, και συνδέοντας την κατάστασή του με εκείνη άλλων υποτίθεται θυμάτων διακρίσεων –στο πλαίσιο της φυλετικής θεωρίας της διατομεακότητας, της Αμερικανίδας, φιλόσοφου και δικηγόρου πολιτικών δικαιωμάτων, Kimberlé Crenshaw–, αποκτάς πρόσβαση στον δημόσιο χώρο και γίνεσαι φορέας δικαιωμάτων ή, έστω, νόμιμων διαμαρτυριών που απευθύνονται στους θεσμούς που συνδέονται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, με τον κόσμο του χθες. Τουλάχιστον, με αυτόν τον τρόπο, εντάσσεται κάποιος σε μια ακτιβιστική δυναμική, ευνοημένη μηντιακά, και αφήνεται να παρασυρθεί από αυτό που φαντάζεται ότι είναι το νόημα της Ιστορίας.

Ο δυτικός κόσμος, βαθύτατα εχθρικός προς τις μειονότητες, ζούσε «υπό το καθεστώς της αρσενικής κυριαρχίας», το οποίο επιδίδεται σε «αυτόν τον συνηθισμένο πόλεμο, τον καθημερινό πόλεμο, που είναι ο πόλεμος που διεξάγουν οι άντρες κατά των γυναικών και ενάντια σε όλους εκείνους και εκείνες που δεν αντιστοιχούν σε αυτό που είναι “ο άνδρας”», για να δανειστούμε τα λόγια της δυναμικής φεμινίστριας Martine Delvaux[7].

Στην καρδιά αυτής της νέας ψυχολογίας βρίσκεται η έννοια της μικροεπιθετικότητας: όλοι οι κοινωνικοί κανόνες είναι εν δυνάμει προσβλητικοί ή μεροληπτικοί, στον βαθμό που μπορούν να επιβάλουν την εικόνα που πρέπει να διαμορφώνει ένα άτομο για την ταυτότητά του, κυρίως αν ανήκει, αντικειμενικά ή υποκειμενικά, σε μια μειονοτική κοινότητα – εμβληματικό παράδειγμα της μικροεπιθετικότητας προς ένα άτομο είναι το να το χαρακτηρίσεις με ένα φύλο διαφορετικό από εκείνο με το οποίο νιώθει ταυτισμένο. Στον πυρήνα της κοινωνικής μηχανής υπάρχει ένας «κώδικας» που θα πρέπει να σπάσει ώστε να επιτραπεί στον καθένα να ξεδιπλώσει πλήρως την αυθεντικότητά του. Το θέμα τίθεται ιδιαίτερα για τους μεταναστευτικούς πληθυσμούς, αν και όχι αποκλειστικά: όλες οι μειονότητες καλούνται εν δυνάμει να επαναπροσδιορίζονται σε αυτή την κλίμακα.

Ο «φυλετικοποιημένος», για να επιβιώσει στην κοινωνία στην οποία έχει εγκατασταθεί, εκτός κι αν πρόκειται για την κοινωνία όπου οι γονείς του είχαν επιδιώξει να ριζώσουν, οφείλει πολύ περισσότερο να υποταχθεί σε έναν «κώδικα», πράγμα το οποίο θα αντιλαμβάνεται ως μια αδιάκοπη βία[8]. Το γεγονός ότι οφείλει να σέβεται τους κώδικες της κοινωνίας υποδοχής για να γίνει αποδεκτός συνιστά σοβαρή συμβολική βία, και ανυπόφορο αποκλεισμό. Ακόμη και οι στοιχειώδεις κώδικες ευγενείας είναι κατά βάση προϊόν διακρίσεων και μπορούν να κοστίσουν μια δίωξη σ’ εκείνον που τους σέβεται. Έτσι, το απλό γεγονός του να ρωτήσεις κάποιον την προέλευση του ονόματός του μπορεί να κοστίσει κάποια καταδίκη από το δικαστήριο[9], εάν η ερώτηση γίνει στη διάρκεια μιας συνέντευξης για πρόσληψη – η ευγένεια θα έκρυβε εδώ μια φυλετική διάκριση, μια διεστραμμένη επιθυμία να μειωθεί ένα άτομο για την καταγωγή του, δίνοντάς του να καταλάβει ότι θα είναι τελεσίδικα αποκλεισμένος από την εθνική κοινότητα[10].

Οι μικροεπιθετικότητες αντλούν την καταγωγή τους από την έκφραση της «πλειοψηφικής» κουλτούρας, διόλου ευαίσθητης στις ιδιαίτερες συνθήκες των μειονοτικών ταυτοτήτων και της διαφορετικότητας. Θα μπορούσε επίσης να θεωρηθεί ως το σημάδι να καταστεί εύθραυστη η υποκειμενικότητα που δεν καταφέρνει πλέον να χτιστεί σε στέρεα πολιτισμικά θεμέλια και αμφιταλαντεύεται μέσα στην εμμονή της αυθεντικότητας. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα ώστε να αναγνωρίζει κανείς τον εαυτό του στον μυστικισμό της αυτογένεσης που κατάγεται από τη θεωρία του κοινωνικού φύλου, η οποία επιδίωξε να κάνει απολύτως τεχνητή την ανθρώπινη ταυτότητα. Ο woke φθάνει στο σημείο να διεκδικεί την ίδια την πνευματική του τρωτότητα: αισθάνεται ότι φέρει το βάρος του κόσμου στους ώμους του και διηγείται με άνεση το πώς κατέρρευσε ψυχολογικά όταν συνειδητοποίησε τις αδικίες του[11]. Από αυτήν τη σκοπιά, ο γουοκισμός μπορεί να ιδωθεί ως ένας εξισωτικός φανατισμός ώστε να δομηθεί μια ταυτότητα η οποία, χωρίς αυτόν, θα χανόταν μέσα στην απροσδιοριστία.

Πάντα, σε όλες τις περιστάσεις, ο woke αισθάνεται ότι δέχεται επίθεση. Ο κόσμος τού είναι ανυπόφορος: γεμάτος από κατηγορίες και πολιτιστικά πλαίσια που θεωρεί καταπιεστικά, και από τα οποία, όπως υποστηρίζει, θέλει να απαλλαγεί οριστικά. Αυτή η υπερευαισθησία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τα κοινωνικά δίκτυα που μεταβάλλουν τις συνθήκες διαμόρφωσης της υποκειμενικότητας. Η ψυχολογία της γενιάς woke δομείται μέσα από την υπερέκθεσή της στο κοινωνικό βλέμμα, η οποία την σπρώχνει στην ενάρετη επιδειξιομανία και την ηθικιστική πλειοδοσία. Παρασυρμένος, όπως και άλλοι, από ένα εικονικό σύμπαν που τον αναγκάζει να εκθέτει μόνιμα την ύπαρξή του στο κοινό, με τον τρόπο μιας ενάρετης περιγραφής, ο woke αισθάνεται υποχρεωμένος να στέλνει, σε κάθε περίπτωση, επιδεικτικά σημάδια αφοσίωσης στο διαφοροποιητικό καθεστώς και, ειδικότερα, στην εμπροσθοφυλακή του: πρέπει να ακολουθεί τον ρυθμό που ορίζουν οι ακτιβιστικές μειονότητες, ακόμη και όταν πρόκειται για γκρουπούσκουλα. Όταν εμφανίζεται ένα συλλογικό κύμα ενθουσιασμού, αισθάνεται υποχρεωμένος να συμμετέχει. Πάντα τον παρακολουθούν, πάντα πρέπει να προσέχει τον εαυτό του. Τον έχουν πείσει ότι έχει διαμορφωθεί ολοκληρωτικά από μια ρατσιστική, σεξιστική και τρανσφοβική κουλτούρα, από την οποία πρέπει να απαλλαγεί. Δημιουργείται έτσι, από τις περιστάσεις, μια υποχρέωση δημόσιας αγανάκτησης – η διαρκής επανάσταση παίρνει τη μορφή της διαρκούς αγανάκτησης. Η δυτική κοινωνία γίνεται ένα περιβάλλον απόλυτα αγχωτικό για τις διάφορες μειοψηφικές κοινότητες, καλούμενες να δημιουργήσουν ένα γενικευμένο σύστημα προστασίας για να επιβιώσουν, περιορίζοντας παράλληλα τις αλληλεπιδράσεις με την κυρίαρχη πλειοψηφία. Γεγονός που ωθεί στον πολλαπλασιασμό των «safe spaces» (προστατευμένων χώρων) μέσα στο πανεπιστήμιο ή αλλού– ενώ ακόμα περισσότερο, θα πρέπει να επανεκπαιδεύσουν σχετικά και την πλειοψηφία.

Οι μειονότητες έχουν τραυματιστεί τόσο πολύ από την εμπειρία τους σε μια «λευκή» αποικιοκρατική και ιμπεριαλιστική κοινωνία, ώστε είναι υποχρεωμένες να εκπολιτίσουν τη γλώσσα, καταργώντας λέξεις και εικόνες που τους θυμίζουν τις προηγούμενες εμπειρίες τους. Στη διαμόρφωση των κοινωνικών σχέσεων, επιβάλλεται η πρωτοκαθεδρία του βιωμένου γεγονότος: αν το μέλος μιας μειονότητας αισθάνεται ότι υφίσταται διακρίσεις ή ρατσισμό, οφείλουν οι άλλοι να δεχτούν το αφήγημα και το βίωμά του και ποτέ να μην το αρνηθούν: αυτός που θεωρεί ότι είναι θύμα της λευκαρχιακής τάξης διαθέτει συναφώς ένα επιστημολογικό προνόμιο στην περιγραφή της κοινωνίας. Από τη σκοπιά της ιστορίας του προοδευτισμού, αντιπροσωπεύει το νέο πρόσωπο του επαναστατικού υποκειμένου.

Η woke αριστερά αναπτύσσεται –με τη μεγαλύτερη δυνατή ψυχολογική και σωματική βιαιότητα– κατ’ εξοχήν στο πανεπιστήμιο. Σε έναν διαρκώς αυξανόμενο αριθμό πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, η ένταξη στην ορθοδοξία αποτελεί ήδη έναν από τους επίσημους όρους πρόσληψης και, σε ορισμένα από αυτά, όπως στο περίφημο UCLA (University of California, Los Angeles), οι φοιτητές καλούνται στο πρώτο έτος να εξεταστούν για να ανιχνευτούν οι προκαταλήψεις τους – στο βορειοαμερικανικό πανεπιστήμιο, η γραφειοκρατία της διαφορετικότητας, η οποία θεωρείται ότι προάγει τη συμπερίληψη στο ίδρυμα, διαδραματίζει έτσι έναν όλο και σημαντικότερο ρόλο[12].

Δεν είναι πλέον καθόλου σπάνιο να ακούμε συνηγορίες για την ένταξη, στο πρόγραμμα των υποχρεωτικών σπουδών, ιδεολογικών μαθημάτων, που υποτίθεται ότι μαρτυρούν την οπτική των μειονοτήτων στον δυτικό κόσμο, στο όνομα της αποαποικιοποίησης των γνώσεων[13], η οποία μπορεί επίσης να αφορά, παραδόξως, και τα τμήματα της Φυσικής και των Μαθηματικών[14] .Το πανεπιστήμιο δεν αποτελεί πλέον μόνο ένα θεσμικό και πνευματικό πεδίο μάχης, αλλά και σωματικό. Ο αγώνας των woke κατά της λευκής ανωτερότητας και της δυαδικής ετεροφυλοφιλικής τάξης επιτρέπει την πολιτική βία. Από το αμερικανικό Evergreen ως τη γαλλική Λιλ, περνώντας από το UQAM και το κολέγιο του Μίντλμπερι, οι σκηνές, όπου φανατισμένοι φοιτητές κινητοποιήθηκαν για να αποτρέψουν την πραγματοποίηση μιας διάλεξης που κρίθηκε ότι ήταν προσβλητική, αν όχι και βίαιη, απέναντι στις μειονότητες, έχουν πολλαπλασιαστεί σε τέτοιο σημείο μέσα σε λίγα χρόνια, ώστε να έχουν μεταβληθεί σε καθημερινότητα. Δεν είναι πλέον ασυνήθιστο να βλέπουμε ακτιβιστές φοιτητές να παρενοχλούν καθηγητές κατηγορώντας τους πως θίγουν ευαίσθητα ή προσβλητικά θέματα, και αυτοί οι τελευταίοι να καλούνται, μέσα στο μάθημα, να ανακοινώσουν ότι θα δώσουν το δικαίωμα στους φοιτητές να μη παρακολουθούν μαθήματα, ή διαλέξεις, που θα αποτελούν ψυχολογική βία[15].

Πρόκειται για τη μετατροπή των πανεπιστημιουπόλεων σε απελευθερωμένες περιοχές, όπου τοποθετήσεις που εμπλέκονται με την αναπαραγωγή της πατριαρχικής, αποικιοκρατικής, σεξιστικής, έμφυλης και ταυτοφυλικής τάξης πραγμάτων δεν θα είναι πλέον ανεκτές. Οι ομάδες που υφίστανται διακρίσεις βρίσκονται σε έναν προνομιακό χώρο για να εκφράσουν την υποκειμενικότητά τους και να απαλλαγούν από τους κώδικες της κυρίαρχης κοινωνίας. Και καθώς το επίσημο δόγμα διεκδικείται και από ορισμένες διοικητικές αρχές, η κανονικοποίηση και η διοικητική νομιμοποίηση αυτής της επιθετικής υπερευαισθησίας, δίνουν στους φοιτητές woke το δικαίωμα να ενεργούν ως ερυθροφρουροί της διαφοροποιητικής επανάστασης[16]. Οι πανεπιστημιακές αρχές υποχωρούν συστηματικά στα κινήματα διαμαρτυρίας και καλούν κάποιους ομιλητές να αυτολογοκριθούν, ή ακόμη και αρνούνται να τους δεχτούν, με το πρόσχημα ότι θα τους ήταν αδύνατο να εγγυηθούν την ασφάλειά τους υποκύπτοντας έτσι στους woke πολιτοφύλακες που είναι αποφασισμένοι να διαταράξουν τη διάλεξή τους, ακόμη και να την αποτρέψουν. Όπως το βλέπουμε, κατ’ εξοχήν στο πανεπιστήμιο του Μόντρεαλ, οι πανεπιστημιακές αρχές φτάνουν να υιοθετούν πολιτικές ελέγχου της ελευθερίας της έκφρασης, υποστηρίζοντας ότι «είναι ανάγκη να ασχοληθούμε με την ισορροπία που πρέπει να τηρείται στις οργανωμένες δραστηριότητες της πανεπιστημιούπολης, μεταξύ της ελευθερίας της έκφρασης των διοργανωτών και, ενδεχομένως, εκείνης των προσκεκλημένων ομιλητών και τη σημασία της συνεκτίμησης της ευαισθησίας ορισμένων ομάδων φορέων της διαφορετικότητας, που βίωσαν και συχνά εξακολουθούν να βιώνουν τον αποκλεισμό και την καταπίεση»[17]. Συνεπώς, είναι απαραίτητο να «εξισορροπηθεί» η ελευθερία έκφρασης των διανοουμένων που έχουν προσκληθεί στην πανεπιστημιούπολη με την ευθιξία αυτών των μαχητικών ομάδων, που ισχυρίζονται ότι έχουν το δικαίωμα να μην αισθάνονται προσβεβλημένες, δηλαδή να μην ακούσουν κάτι άλλο από εκείνο που θέλουν να ακούσουν.


[1] Douglas Murray, La Grande Déraison. Race, genre, identité, L’Artilleur, Παρίσι 2020﮲ Rob Dreher, Live Not by Lies. A Manual for Christian Dissidents, Sentinel, 2020﮲ Bret Easton Ellis, White, Robert Laffont, Παρίσι, 2019﮲ Caroline Fourest, Génération offensée, Grasset, Παρίσι, 2020.

[2] Sophie Leclerc, Radio-Canada, 10 Ιουλίου 2018.

[3] Judith Lussier, On peut plus rien dire, Μοντρεάλ, Cardinal, 2019.

[4] Anthony Cortes, «Blanchité, privilèges, alliés… Pourquoi les jeunes adhèrent-ils tant à «l’antiracisme” racialiste ?», Marianne, 11 Ιουνίου 2020.

[5] Kevin Sweet, «L’éveil du blanc privilégié et sa fragilité», Radio-Canada, 8 Φεβρ. 2020.

[6] «An American Awakening is Prying at Racism’s Gap: “Systemic” Enters Lexicon in Boardrooms, Classrooms, Streets and Stadiums», New York Times, 14 Ιουνίου 2020.

[7] Martine Delvaux, Le Boys Club, Les éditions du remue-ménage, Μόντρεαλ, 2019, σ. 20.

[8] David Santarossa, « Réparer le code », Argument, 24 Ιουνίου 2020.

[9] Mathieu Bock-Côté, « La courtoisie est-elle raciste?», Journal de Montréal, 11 Απριλίου 2018﮲ Valérie Martin, «Se sentir étranger en son pays», Actualités UQAM, 16 Φεβρουαρίου 2021.

[10] Elise Karlin, «A l’opéra, la diversité entre en scène», Le Monde, 25 Σεπτεμβρίου 2020.

[11] Judith Lussier, ό.π.

[12] Heather Mac Donald, The Diversity Delusion, St. Martin’s Press, Νέα Υόρκη 2018.

[13] Wally Bordas, «A Sciences Po, des étudiants veulent créer un cours sur “l’intersectionnalité raciale”», Le Figaro, 2 Δεκεμβρίου 2020.

[14] Βλέπε: A Pathway to Equitable Math Instruction Dismantling Racism in Mathematics Instruction, 2020. https://equitablemath.org/wp- content/uploads/sites/2/2020/11/1_STRIDE1.pdf﮲ Το New Frontiers in Research Fund, του Ερευνητικού Συμβουλίου Κοινωνικών και Ανθρωπιστικών Επιστημών του Καναδά, χρηματοδοτεί έρευνα στο Πανεπιστήμιο Concordia σχετικά με την αποαποικιοποίηση της φυσικής και του φωτός. «Decolonizing light: tracing and countering colonialism in contemporary physics», http://decolonizinglight.com/. in contemporary physics, http://decolonizinglight.com/.

[15] Μπορεί κανείς να διαβάσει πάνω στο θέμα τη σειρά των άρθρων της Isabelle Hachey, που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα La Presse τον Ιανουάριο και Φεβρουάριο του 2021.

[16] Στο Πανεπιστήμιο McGill, θα αμφισβητηθεί το καθεστώς ενός ομότιμου καθηγητή o οποίος κατηγορήθηκε ότι καταδικάζει την «πολυπολιτισμικότητα, τη μετανάστευση, την ισότητα των φύλων, την πολιτισμική ισότητα, την κοινωνική δικαιοσύνη και το κίνημα Black Lives Matter, ενώ παράλληλα απορρίπτει την ύπαρξη της κουλτούρας του βιασμού και του συστημικού ρατσισμού». Ο Φοιτητικός Σύλλογος θα εξηγήσει ότι «είναι δικαίωμα των μουσουλμάνων και των έγχρωμων ανθρώπων να αισθάνονται προστατευμένοι» το οποίο και διακυβεύεται από τη δυνατότητα που παρέχεται σε αυτόν τον πρώην καθηγητή να προωθεί τις δικές του θέσεις. Louise Leduc, «McGill accusée de cautionner à la fois la censure et le racisme», La Presse, 12 Δεκεμβρίου 2020.

[17] Marie McAndrew, Equité, diversité et inclusion à l’université de Montréal: diagnostic, 2020, https://nouvelles.umontreal.ca/article/2020/05/20/un-grand-portrait-de-la-diversite-a-l-udem/.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ