Αρχική » Η ελληνική ναυτοσύνη το 1821: Η «πλουτοκρατική» Ύδρα

Η ελληνική ναυτοσύνη το 1821: Η «πλουτοκρατική» Ύδρα

από Γιώργος Καραμπελιάς

του Γιώργου Καραμπελιά, απόσπασμα από το βιβλίο του, Μια υπονομευμένη Άνοιξη, στις ρίζες της οικονομικής εξάρτησης, Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2013.

Η στρατηγική του Γαλαξειδίου, που κρύβει ζηλότυπα τον πλούτο του στον κόλπο της Ιτέας, τριγυρισμένο από βουνά και πίνοντας βρόχινο νερό, αποκαλύπτει τη φύση της οθωμανικής κυριαρχίας. Η Βοστίτζα(Αίγιο) και η Πάτρα, τα μεγάλα εμπορικά κέντρα του Κορινθιακού, δεν μπορούσαν να δημιουργήσουν την ανάλογη ναυτιλία, όπως θα κάνουν οι πόλεις της Ιταλίας, η Μασσαλία, η Φλάνδρα. Αντιθέτως, η ναυτοσύνη θα πρέπει να βρίσκεται μακριά από τα μεγάλα κέντρα, μακριά από τους Τούρκους αγάδες και φοροεισπράκτορες, μακριά από τις τουρκαλβανικές συμμορίες. Οι πατρινοί έμποροι επενδύουν στο ναυτικό του Γαλαξειδίου και δεν δημιουργούν ναυτιλιακές επιχειρήσεις στην Πάτρα. Το ίδιο θα κάνουν, σε ακόμα μεγαλύτερη κλίμακα, οι έμποροι της Σμύρνης και της Χίου με τα Ψαρά και τα άλλα ξερονήσια του Αιγαίου. Τηρουμένων των αναλογιών, το ίδιο θα συμβεί και με τη βιοτεχνική και βιομηχανική δραστηριότητα Ζαγοροχώρια, Ζαγορά, Αμπελάκια.

Κάτι ανάλογο θα συμβεί και στο Αιγαίο: Όντως μετά τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774) και τον ναπολεόντειο αποκλεισμό, το κέντρο βάρους της παραγωγής και του εμπορίου του ελληνικού χώρου, μετακινείται προς τα ανατολικά και τα νησιά του Αιγαίου γνωρίζουν μεγάλη οικονομική, ναυτική και πληθυσμιακή ανάπτυξη. Καθώς οι εμπορευματικές σχέσεις διεισδύουν στις μεγάλες πεδιάδες της Μικράς Ασίας, της Κεντρικής και της Βόρειας Ελλάδας, στη Θράκη και τη Μαύρη Θάλασσα, τροφοδοτώντας το εισαγωγικό και το εξαγωγικό εμπόριο, Σμύρνη, Χίος, Βόλος, Θεσσαλονίκη, Οδησσός, Γαλάτσι εξελίσσονται σε μεγάλα εμπορικά, εξαγωγικά και εισαγωγικά κέντρα. Και όμως οι νέοι μεγάλοι ναυτικοί τόποι του ελληνισμού που εξυπηρετούν αυτά τα νέα κέντρα θα δημιουργηθούν σε περιοχές απομακρυσμένες από τα κέντρα της οθωμανικής κυριαρχίας –Ύδρα, Σπέτσες, Ψαρρά, Κασσος– με πλήρη απουσία τουρκικού πληθυσμού.

Όπως υπογραμμίζει ο Κωστής Μοσκώφ, τα πλουσιότερα νησιά, εκείνα της μικρασιατικής ακτής, «η Λέσβος της αιολικής ποίησης και του αθηναϊκού λαδιού», η Σάμος, η Ρόδος, είχαν γνωρίσει μια γενικευμένη κρίση η Σάμος κατοικείται από ελάχιστους βοσκούς, στα χρόνια του Σουλεϊμάν, η Λέσβος και η Ρόδος είχαν «από 10.000 η καθεμιά τους πενόμενους αγρότες», η ιερή Δήλος, άλλοτε το μέγιστο σκλαβοπάζαρο της Μεσογείου, καταντά για πολλούς αιώνες βοσκοτόπι της Μυκόνου. Μόνο η Χίος –«χάρη στα προνόμιά της και στην εύνοια της Γαλλίας»– και η Τήνος –εξαιτίας της βενετσιάνικης κατοχής ως τα 1715, που της επέτρεψε να έχει έναν πυκνό πληθυσμό, 28.000 στα 1780– αποφεύγουν την παρακμή. Ωστόσο, δεν είναι τα πλούσια ελαιοφόρα νησιά που βγαίνουν στο προσκήνιο, αλλά τα μικρά ξερονήσια –η λειτουργία τους προσομοιάζει με τα βουνά της Ηπείρου και της Θεσσαλίας– τα οποία, μετά τα 1700, γίνονται καταφύγια των αγροτών:

Η Ύδρα, οι Σπέτσες, τα Ψαρά, αλλά και ο Πόρος, η Μύκονος, η Κάσος, η Σύμη, η Σκιάθος, βράχια του Μυρτώου και του Αιγαίου ακατοίκητα, συγκεντρώνουν έναν πληθυσμό που φτάνει τις 15.000-20.000, ήδη την εποχή των Ορλωφικών οι μετά τα 1774 ευνοϊκές συνθήκες θα αυξήσουν παραπέρα τον πληθυσμό τους, που θα φτάσει στα 1820 στις 20.000 για την Ύδρα, 8.000 για τις Σπέτσες, 6.000 για τα Ψαρά, κάπου 100.000 για όλα τα μη γεωργικά νησιά του Αρχιπελάγους. Το ειδικό βάρος του νησιωτικού αυτού χώρου δεν φαίνεται μόνο από τη δημιουργημένη μέσα σε 30 χρόνια κραταιή ναυτιλία του ‒πάνω από 300 καράβια άνω των 100 τόννων, συνολικού εκτοπίσματος 61.500 τόννων στα 1819‒, αλλά από την εμπορική και τραπεζιτική λειτουργία, που ασκεί για το σύνολο του ελλαδικού χώρου η συσσώρευση του ναυτιλιακού κεφαλαίου στα κυριότερα από αυτά, κάπου 50.000.000 χρ. φράγκα σε νομίσματα, ένα ανάλογο ποσό επενδυμένο σε καράβια[1].

Κατά το τελευταίο τρίτο του 18ου αι. και στις αρχές του 19ου, το Αιγαίο γίνεται πλέον το επίκεντρο της ελληνικής ναυτοσύνης και η Ύδρα υποσκελίζει το Γαλαξείδι και το Μεσολόγγι. Τα νησιά είχαν πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες αυτόνομης ανάπτυξης, μακριά από τους Τούρκους, ενώ ενισχύονται διαρκώς πληθυσμιακά λόγω της καταφυγής σε αυτά πολλών καταδιωκόμενων από όλη την Ελλάδα. Η Ύδρα και οι Σπέτσες κατέχουν μάλιστα μια προνομιακή θέση, που τους επιτρέπει να χρησιμοποιούν τη γεωγραφία και τις πολιτικές/πολεμικές συγκυρίες με τον πιο επωφελή τρόπο. Βρίσκονται στο όριο δύο «κόσμων», του ενετικού/δυτικού και του τουρκικού, αρκετά κοντά στην Πελοπόννησο, ώστε να εκμεταλλεύονται αυτή τη γειτνίαση, και αρκετά μακριά για να μην υποφέρουν από επιδρομές, ενώ στην ουσία εποικίζονται από νέους πληθυσμούς, κατά τον 18ο αι., μετά την οριστική ενσωμάτωση της Πελοποννήσου στην οθωμανική Αυτοκρατορία.

Το σημαντικότερο από αυτά τα νέα κέντρα υπήρξε η Ύδρα, ακατοίκητη σχεδόν στα τελευταία χρόνια του Βυζαντίου. Οι πρώτοι καταδιωκόμενοι –Έλληνες και Αρβανίτες– φτάνουν στο νησί από τη Μονεμβασιά, κυρίως μετά την ήττα των Ενετών, κατά το 1479. Σύντομα, ο τόπος δεν επαρκεί και στρέφονται στη θάλασσα – το πρώτο πλοίο ναυπηγήθηκε το 1657, από έναν αυτοδίδακτο ναυπηγό. Στην Ύδρα καταφεύγουν Έλληνες από την Αττική, την Πάργα, την Άρτα, την Τήνο, την Ήπειρο – όπως οι αδελφοί Λάζαρος και Zέρβας, από τους οποίους κατάγονται οι Kουντουριώτηδες. Οι Kριεζήδες και οι Bουδούρηδες έρχονται από την Εύβοια, οι Tομπάζηδες από τα Bουρλά της Σμύρνης, οι Οικονόμου από την Αργολίδα. Η λεηλασία του νησιού από Αλγερινούς πειρατές και η αιχμαλωσία ενός μέρους των κατοίκων, το 1656, υποχρέωσε τους Υδραίους να αρχίσουν να οπλίζουν με κανόνια τα σκάφη τους, που, μέχρι τα μέσα του 18ου αι., ταξιδεύουν κυρίως στις γύρω περιοχές[2].

Κατά τη διάρκεια των Ορλωφικών, οι Υδραίοι πρόκριτοι –σε αντίθεση με τις Σπέτσες που μετείχαν στην Επανάσταση– αρνήθηκαν να ξεσηκωθούν και οι αδελφοί Ορλώφ επέβαλαν Ρώσο διοικητή. Έτσι, μετά το τέλος των συγκρούσεων, ενώ οι Σπέτσες θα αντιμετωπίσουν τις επιδρομές των Τουρκαλβανών, οι Υδραίοι θα αποσπάσουν προνομιακό καθεστώς αυτοδιοίκησης, εκμεταλλευόμενοι παράλληλα τη σημαντικότερη συνέπεια του πολέμου, τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, που επέτρεψε τη χρήση της ρωσικής σημαίας και τη διείσδυση στη Μαύρη Θάλασσα! Σύντομα, και άλλα γεγονότα θα ευνοήσουν την ελληνική ναυτιλία: το 1789, ξεσπά η γαλλική Επανάσταση και θα ακολουθήσουν οι ναπολεόντειοι πόλεμοι και ο αγγλικός αποκλεισμός της Ευρώπης, τον οποίο παραβιάζουν οι Έλληνες, μεταφέροντας σιτοφορτία από τον Εύξεινο στη Μασσαλία, στο Λιβόρνο και στη Γένουα. Πολλοί πλοιοκτήτες γίνονται βαθύπλουτοι και, σε αντίθεση με την «κρυπτεία» του Γαλαξειδίου, τα αρχοντικά τους αποκτούν τη μεγαλοπρέπεια και τον εσωτερικό πλούτο μεγάρων, μια και οι Υδραίοι νιώθουν ασφαλείς ώστε να επιδεικνύουν το βιός τους. Οι πλοίαρχοι, ακόμα αν και δεν είναι ιδιοκτήτες πλοίων, έχουν μεγάλα μερίδια στα κέρδη, ενώ με σχετική άνεση ζουν και οι ναύτες, χάρη στο σύστημα των μεριδίων.

Ήταν, όμως, τόσο σημαντική η συσσώρευση κερδών και πλούτου στην Ύδρα ώστε ακόμα και το αρχικά «εταιριστικό» σύστημα διανομής των κερδών δεν μπόρεσε να αποτρέψει τις αυξανόμενες κοινωνικές αντιθέσεις, δεδομένου ότι πολλοί καραβοκύρηδες συγκεντρώνουν αρκετά σκάφη και έτσι δεν αντλούν πια τα μεγαλύτερα εισοδήματά τους από τη ναυτική τους δεξιότητα αλλά από την κατοχή του κεφαλαίου μεταβάλλονται σε «εφοπλιστές». Η Ύδρα καθίσταται μια «πλουτοκρατική» ναυτική πολιτεία στην οποία διαμορφώνονται τρεις κοινωνικές τάξεις: των προκρίτων ή νοικοκυραίων, των καραβοκύρηδων και των ναυτών. Μετά το 1802, μάλιστα, εξ αιτίας εσωτερικών διχονοιών, η παραδοσιακή αυτοδιοίκηση αντικαθίσταται με ένα οιονεί δικτατορικό καθεστώς και ο Γεώργιος Βούλγαρης (1767-1812), ευνοούμενος του Καπουδάν Πασά, τοποθετείται από τον Σουλτάνο, στα 1802, ως Μιτάς Κοτζαμπάσης (διοικητής) και Ναζίρης (επόπτης) της Ύδρας – για ένα διάστημα και του Πόρου και των Σπετσών.

Ο Βούλγαρης σύστησε πολιτοφυλακή από εκατόν πενήντα άνδρες «της μεσαίας τάξεως»[3], επέβαλε απαγόρευση της κυκλοφορίας μετά την 9η βραδινή, ώστε να αποκαταστήσει την τάξη, και πήρε δρακόντεια μέτρα καταστολής, ενώ ένα συμβούλιο από δέκα «συνδίκους» (επιγενέστερα είκοσι) αποφάσιζε για τα πάντα υπό την προεδρία του. Το 1807, εξεδιώχθη προσωρινά, κατά τον ρωσο-τουρκικό πόλεμο, διότι αρνήθηκε να συνταχθεί με τους Ρώσους, και οι Υδραίοι, με επικεφαλής τον Ανδρέα Κουντουριώτη, επαναστάτησαν και δέχτηκαν στην Ύδρα τον ναύαρχο Σινιάβιν. Ο Ανδρέας Μιαούλης, τότε, ακολούθησε τον Βούλγαρη, ο οποίος επανήλθε στη διοίκηση, για να πεθάνει από ασθένεια το 1812. Ο Βούλγαρης υπήρξε για πολλά χρόνια μπας-ρείζης, δηλαδή αρχηγός των Ελλήνων ναυτών που υπηρετούσαν, ναυτολογημένοι υποχρεωτικά, στον τουρκικό στόλο και βασικός εκπρόσωπος των Υδραίων στην Κωνσταντινούπολη. Στην ίδια θέση τον διαδέχτηκαν και άλλοι Υδραίοι, όπως ο Νικόλαος Κοκοβίλης – διοικητής του νησιού, μετά τον Βούλγαρη, που καθαιρέθηκε από την Επανάσταση– ενώ ο τελευταίος, ο Κωνσταντίς Γκιούστος, απαγχονίστηκε στην Κωνσταντινούπολη.

Οι Υδραίοι καραβοκύρηδες και εφοπλιστές είναι ναυτικοί και μεταφορείς, έμποροι –διότι τα φορτία που μεταφέρουν ανήκουν καθ’ ολοκληρίαν ή κατά μεγάλο μέρος στους ίδιους– και ταυτόχρονα «βιομήχανοι», μια και κατασκευάζουν ή επιδιορθώνουν οι ίδιοι μέρος των σκαφών τους. Σχεδόν σε κάθε όρμο του νησιού υπήρχε κι ένα ναυπηγείο – στο Mαντράκι βρίσκονταν τα Ναυπηγεία του Μιαούλη, που μετατράπηκαν σε Πολεμικό Ναύσταθμο, το ’21, ενώ, δυτικά της πόλης, τα Ναυπηγεία του Τσαμαδού[4]. Ωστόσο, χρησιμοποιούν και δανειακά κεφάλαια για να διευρύνουν τον κύκλο εργασιών τους, ιδιαίτερα στις περιόδους ταχείας ανάπτυξης –απ’ ό,τι φαίνεται, οι Χίοι έμποροι και τραπεζίτες, εκτός από τη ναυτιλία των Ψαρών, επενδύουν και σε εκείνη της Ύδρας και των Σπετσών.

Η Ύδρα, που γνωρίζει μια εκρηκτική πληθυσμιακή επέκταση –ο πληθυσμός της, μερικές εκατοντάδες, στις αρχές του 18ου αι., 5.000 στα τέλη του, θα φτάσει τις 28.000 λίγο πριν την Επανάσταση–, τείνει να μεταβληθεί σε μια ολιγαρχική ναυτική και εμπορική «δημοκρατία», ανάλογη με εκείνες της Βενετίας και της Γένουας. Και απολύτως φυσιολογικά, οι αγράμματοι Αρβανίτες, χθεσινοί κουρσάροι και προχθεσινοί τσοπάνηδες, αρχίζουν να ενδιαφέρονται και για την εκπαίδευση και τους λοιπούς αστικούς θεσμούς μιας αναπτυσσόμενης πολιτείας. Ήδη, το 1749, ιδρύεται το πρώτο σχολείο από το οποίο θα περάσουν, έστω για μικρά διαστήματα, πνευματικά αναστήματα όπως οι Bενιαμίν Λέσβιος, Άνθιμος Γαζής, Νεόφυτος Bάμβας, Θεόκλητος Φαρμακίδης. Στα 1816, στο πρόγραμμα του Σχολείου, περιλαμβάνονταν, εκτός από τα απαραίτητα «γραμματικά» και φιλοσοφικά μαθήματα, η γεωμετρία, η φυσική και τα ιταλικά. Η διοίκηση, με την άνοδο των εσόδων (5% των εισπράξεων των πλοίων), μεταβάλλεται σε οιονεί κυβέρνηση, με σημαντικούς πόρους και δημόσιες δαπάνες – ιδρύονται λοιμοκαθαρτήρια, ενώ μετακαλούνται «βατσινάρηδες» για να εμβολιάζουν τους κατοίκους, και ιδιαίτερα τα μικρά παιδιά, κατά της ευλογιάς.

Οι Υδραίοι ίδρυσαν ναυτική σχολή η οποία λειτούργησε τις δύο τελευταίες δεκαετίες της Τουρκοκρατίας με Ιταλούς και Πορτογάλους δασκάλους, που δίδασκαν ναυτική θεωρία, τεχνική, και ξένες γλώσσες ο Ιταλός Φελίτσε Kαζέρτα, δάσκαλος από το 1817 μέχρι το 1821, πολιτογραφήθηκε Υδραίος πολίτης, ενώ ο Ιταλός επαναστάτης, Γκιουζέπε Kιάππε, διδάκτορας της Νομικής, δάσκαλος ξένων γλωσσών και εκδότης της εφημερίδας, O φίλος του Νόμου, πολιτογραφήθηκε Υδραίος πολίτης στις 18 Απριλίου 1821, μια ημέρα μετά την επίσημη ανακήρυξη της Επανάστασης στην Ύδρα!

Η εκρηκτική ανάπτυξη του νησιού προκάλεσε τη διεύρυνση των ταξικών ανισοτήτων –μαρτυρείται, ίσως καθ’ υπερβολήν, ότι στους Κουντουριωταίους ανήκαν τα μισά σκάφη του νησιού– που δημιούργησε, μέσα σε πενήντα χρόνια, πατρικίους και πληβείους, παρότι εξακολουθούσε να ισχύει το σύστημα των συντροφοναυτών. Σε περιόδους κρίσης, όταν λιγότερα πλοία βρίσκονται στη θάλασσα, οι ναύτες έμεναν παραδομένοι στην ανεργία, χωρίς άλλη δυνατότητα απασχόλησης. Και, πράγματι, μετά το 1813, αρχίζει μια περίοδος κρίσης, που συνεχίζεται μέχρι τις παραμονές της Επανάστασης, ενώ τα ποσοστά κέρδους, που την πρώτη δεκαετία του 19ου αιώνα ξεπερνούσαν συχνά το 100%, πέφτουν σε 18% και 20% το 1820 και το 1821.

Παρά την κρίση, οι πρόκριτοι και οι μεγαλοκαραβοκυραίοι της Ύδρας θα αντιδράσουν στην κήρυξη της Επανάστασης – εξάλλου, εκτός από τον Ιάκωβο Τομπάζη, που μυήθηκε από τον Σέκερη, κανένας από τους πιο γνωστούς Υδραίους πρωτοκαπεταναίους δεν ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Ηγέτης της επανάστασης στην Ύδρα θα αναδειχτεί ο Αντώνης Οικονόμου, καπετάνιος «Β΄ τάξεως». Πράγματι, όταν η σκούνα του ναυάγησε στο Γιβραλτάρ και ταξίδεψε στην Πόλη, αναζητώντας δάνειο για νέο πλοίο, συνάντησε τον Παπαφλέσσα, ο οποίος τον μύησε στην Εταιρεία. Όταν ξέσπασε η Επανάσταση στον Μοριά, σε συνεργασία με τον Γ. Αγαλλόπουλο από τον Μυστρά, τον Π. Μαρκέζη από την Κυνουρία, τον Σπ. Σπηλιωτόπουλο από τη Δημητσάνα, στρατολόγησε 500 άνεργους ναύτες (ανάμεσα σε 10.000 άνεργους ναύτες, σύμφωνα με τον Φωτόπουλο), δήθεν για να πολεμήσουν στον Μοριά. Όμως, το βράδυ της 27ης Μαρτίου, σε συνεργασία με τον νεαρό γόνο της οικογένειας Γκίκα, Θεόδωρο[5],κατέλαβε τα πλοία των προκρίτων, ενώ σύσσωμος ο λαός τάχθηκε στο πλευρό του. Στις 28 Μαρτίου, οι επαναστάτες κατέλαβαν την καγκελαρία –το διοικητήριο– και εκδίωξαν τον διορισμένο από την Πύλη κυβερνήτη, Νικ. Κοκοβίλα.

Οι μεγαλοκαπεταναίοι υποχρεώθηκαν να ακολουθήσουν, και εν τέλει η επίσημη δοξολογία για την έναρξη της Επανάστασης πραγματοποιήθηκε στις 15 Απριλίου, αφού είχαν ήδη επαναστατήσει τα άλλα δύο ναυτικά νησιά, οι Σπέτσες και τα Ψαρά. Βέβαια, από τη στιγμή που τα μεγάλα τζάκια μπήκαν στην Επανάσταση, δεν επρόκειτο να αφήσουν την ηγεσία στον «οχλοκράτη» Οικονόμου. Στις 12 Μαΐου, επιτέθηκαν στην καγκελαρία, επιχειρώντας να τον δολοφονήσουν, αλλά αυτός κατέφυγε στο Κρανίδι. Όμως, οι Υδραίοι πρόκριτοι και οι Κουντουριώτηδες εξεβίασαν τους Πελοποννήσιους κοτζαμπάσηδες να δολοφονήσουν τον Οικονόμου, διότι διαφορετικά δεν θα κινητοποιούσαν τα σκάφη τους για τις ανάγκες του Αγώνα, και θα αποχωρούσαν και από την εθνοσυνέλευση του Άργους. Έτσι, με μία καλοστημένη πλεκτάνη, οργανώθηκε η δολοφονία του[6]: χρησιμοποιώντας και τον Νεόφυτο Βάμβα, γραμματέα του Υψηλάντη, έπεισαν τον τελευταίο να υπογράψει τη διαταγή για τη σύλληψη και τον περιορισμό του Οικονόμου. Οι «δύο Ανδρέηδες», ο Λόντος και ο Ζαΐμης, έστειλαν 70 υποτακτικούς τους να τον σκοτώσουν, όπως και έκαναν, παρ’ ότι ο Κολοκοτρώνης επεχείρησε να τον σώσει, και έστειλε τον Τσώκρη να προλάβει τους δολοφόνους, αλλά ήταν πλέον αργά[7].

Οι Υδραίοι πρόκριτοι, αφού ανέκτησαν την εξουσία στο νησί, θα συμμετάσχουν ενεργά και συχνά ηρωικά στην Επανάσταση, προσφέροντας μεγάλο μέρος της περιουσίας τους (λέγεται πως ο Λάζαρος Κουντουριώτης διέθεσε μόνος του πάνω από 2 εκατ. χρυσά φράγκα), στη συνέχεια όμως, θα επιχειρήσουν να ποδηγετήσουν τις πολιτικές εξελίξεις και να προσδέσουν την επανάσταση στο άρμα της Αγγλίας.

Μια υπονομευμένη Άνοιξη, στις ρίζες της οικονομικής εξάρτησης


[1] Κωστής Μοσκώφ, Η εθνική και κοινωνική…, ό.π., σσ. 85-86.

[2] Για την ιστορία και την αυτοδιοίκηση της Ύδρας, βλ.: Αντ. Λιγνός (εκδ.), Αρχείον της κοινότητος Ύδρας, τόμοι Α’-ΙΣΤ΄, Πειραιεύς 1921-1932, και του ίδιου, Ιστορία της νήσου Ύδρας, 2 τ., Πειραιεύς 1946-1953 Ι. Β. Λυκούρης,Η διοίκησις και δικαιοσύνη των τουρκοκρατούμενων νήσων : Αίγινα – Πόρος – Σπέτσαι – Ύδρα κλπ., επί τη βάσει εγγράφων του ιστορικού αρχείου Ύδρας\ή και άλλων, Αθήνα 1954 Φιλία Ζουρντού-Λεούση, Ευρετήριο «Αρχείου της κοινότητας Ύδρας», δημοσιευμένου υπό Αντωνίου Λιγνού, Ιστορικό Αρχείο Ύδρας, Αθήνα 1990. Επίσης, Νίκος Καραγιάννης, «H ιστορία του νησιού. H ανάπτυξη της ναυτιλίας και η προσφορά των Yδραίων στην Επανάσταση του 1821», Καθημερινή 19-9-1993, Ύδρα: Το δοξασμένο νησί.

[3] Αν. Ν. Γούδα, «Γεώργιος Βούλγαρης», Βίοι Παράλληλοι, τ. Στ΄, Πολιτικοί Άνδρες, Αθήνα 1874, σ. 93.

[4] «Τα υδραίικα ναυπηγεία. H ανάπτυξη της ναυπηγικής και η Σχολή Εμπορικής Ναυτιλίας», Καθημερινή 19-9-1993, Ύδρα.

[5] Γ. Φ. Φωτόπουλος, Συνοπτική ναυτική ιστορία του κατά θάλασσαν υπέρ εθνικής αυτονομίας αγώνος των τριών νήσων Ύδρας, Αθήνα 1873, σ. 37.

[6] Μόνον ο Ανδρέας Μιαούλης (1769-1835), παρότι αντίθετος στην κήρυξη της Επανάστασης, προσχώρησε αμέσως σε αυτήν και, στις 31 Μαρτίου, συνυπέγραψε στην εκλογή του Οικονόμου ως διοικητή του νησιού, προσέφερε για τις ανάγκες του αγώνα 3.625 ισπανικά τάληρα, ενώ στη συνέχεια κράτησε ουδετερότητα, χωρίς να εμπλακεί στη δολοφονία του Οικονόμου.

[7] Βλέπε Γ. Λαμπρινός, «Αντώνης Οικονόμου», στο Μορφές του εικοσιένα, Τοξότης, Αθήνα 1956, σσ. 87-101.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ