Αρχική » Συνέντευξη Γ. Καραμπελιά: «Η Κύπρος κείται μακράν»

Συνέντευξη Γ. Καραμπελιά: «Η Κύπρος κείται μακράν»

από Άρδην - Ρήξη

Συνέντευξη του Γιώργου Καραμπελιά στον Χρύσανθο Ξάνθη και στο έντυπο Η Πόλη Ζει

Με αφορμή τη μαύρη επέτειο της Τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, μιλήσαμε με τον εκδότη και συγγραφέα Γιώργο Καραμπελιά, βαθύ γνώστη του Κυπριακού ζητήματος.

Με ιδιαίτερη και ξεκάθαρη άποψη που διαφοροποιείται θαρρετά τόσο από τη «λησμονιά» όσο και από την επικρατούσα άποψη που δεν θέλει να ακούει για την πατρίδα, το έθνος, την Κύπρο…
Τον ευχαριστούμε θερμά.

Το Κυπριακό σαν ζήτημα έχει μια μεγάλη ιστορία, με πολλούς πρωταγωνιστές, ηρωισμούς αλλά και προδοσίες, κρίσιμες χρονικές στιγμές και πολλές γκρι ζώνες. Μπορείτε να μας δώσετε ένα αρχικό περίγραμμα;

Το Κυπριακό Ζήτημα αποτελούσε από τον 19ο αιώνα μια χαίνουσα πληγή για την εθνική ολοκλήρωση της Ελλάδας, πόσο μάλλον που η παραχώρησή του από τους Τούρκους στην Αγγλία το 1878, μετέβαλε το ζήτημα της ένωσης της μεγαλονήσου με την Ελλάδα σε μια αντιπαράθεση με τον αγγλικό ιμπεριαλισμό, που χρησιμοποιούσε επιτήδεια και την τουρκοκυπριακή μειονότητα του 18% για να διαιωνίζει την Κατοχή. Και παρότι οι Βρετανοί είχαν δηλώσει διατεθειμένοι να παραχωρήσουν το νησί στην Ελλάδα ως αντάλλαγμα για τη συμμετοχή της στον Α.Π.Π. κατά το 1915, αυτό δεν κατέστη δυνατό εξαιτίας των καταστροφών που προκάλεσε ο διχασμός. Άλλωστε το ίδιο θα συμβεί και με τον Εμφύλιο, μετά τον Δεκέμβρη του 1944, που θα επιτρέψει και πάλι στους Βρετανούς να ενταφιάσουν το αίτημα της Ένωσης που είχε και πάλι ανακύψει εντονότερα κατά την περίοδο 1940-1944/45. Το γεγονός άλλωστε της βρετανικής κατοχής, θα λειτουργεί αποτροπαϊκά για τη πρόταξη των όποιων εθνικοαπελευθερωτικών διεκδικήσεων από την πλευρά των ελληνικών κυβερνήσεων, καθώς μέχρι τη δεκαετία του 1950 εξαρτιόνταν γεωπολιτικά από τη βρετανική πολιτική. Μία από τις πλέον μελανές σελίδες στην πολιτική σταδιοδρομία του Ελευθερίου Βενιζέλου υπήρξε η καταδίκη της εξέγερσης των Ελλήνων της μεγαλονήσου εναντίον της αγγλικής αποικιοκρατίας, στα «Οκτωβριανά» του 1931. Πόσο μάλλον στη διάρκεια του Εμφυλίου 1945-49 όταν η Αγγλία ήταν η βασική σύμμαχος μαζί με τις ΗΠΑ ης ελληνικής κυβέρνησης.

Το ζήτημα της ένωσης πότε μπήκε τελευταία φορά με ρεαλιστικούς όρους; Και ποια ήταν η στάση ειδικά της Αγγλίας;

Μετά τον πόλεμο και ιδιαίτερα μετά το 1950, οι Κύπριοι εγκαινιάζουν μια απελευθερωτική πορεία που θα κορυφωθεί με τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ, το 1955-1958, τη μαζική βάση του οποίου αποτελούσε η αγροτιά και η μαθητική νεολαία. Η ίδια η ελληνική κυβέρνηση υποχρεώνεται, παρά τις νατοϊκές της δεσμεύσεις και την αιματηρή καταστολή των διαδηλώσεων των Ελλήνων φοιτητών και μαθητών σε όλες τις ελληνικές πόλεις, να διεκδικήσει έστω και χλιαρά την ικανοποίηση του εθνικού αιτήματος. Οι Εγγλέζοι ωστόσο χρησιμοποιούν και πάλι το τουρκικό χαρτί και υποδαυλίζουν τις τουρκικές αντιδράσεις, ώστε με τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, τον Φεβρουάριο του 1959, να αρχίσει η μαρτυρική πορεία της Κύπρου που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Όχι μόνο δεν ικανοποιείται το αίτημα της Αυτοδιάθεσης-Ένωσης αλλά, αντίθετα, η Αγγλία και προπαντός η Τουρκία αναγνωρίζονται, από κοινού με την Ελλάδα, ως εγγυητές της λειτουργίας του νέου υπό επιτροπεία κράτους. Γι’ αυτή την κατάληξη ήταν υπεύθυνες τόσο οι κυβερνήσεις της Δεξιάς στην Ελλάδα κατ’ εξοχήν όσο και δευτερευόντως και η κυπριακή ηγεσία. Πάντως αποτελεί ένα ανεξίτηλο στίγμα στη σταδιοδρομία του Κωνσταντίνου Καραμανλή, πρωθυπουργού τότε της Ελλάδας.

Ποια ήταν η στάση των αρχουσών δυνάμεων της Κύπρου;

Οι συντηρητικές ελίτ της Κύπρου, στο σύνολό τους σχεδόν, υποστήριζαν το αίτημα της Αυτοδιάθεση-Ένωσης. Όμως, στα τελευταία χρόνια της Αγγλοκρατίας, και ακόμα περισσότερο όταν υλοποιείται η «ανεξαρτησία», ένα μέρος της βλέπει τον εαυτό της ως τον ενδιάμεσο μεταξύ της Δύσης, κατ’ εξοχήν της Αγγλίας, και της εγχώριας αγοράς, και παύει να επιδεικνύει την ίδια σταθερή προσήλωση στο αίτημα της Ένωσης. Η Εκκλησία, που κατείχε ηγετική θέση στο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα, μετά τη Ζυρίχη και την ανακήρυξη του Μακαρίου σε πρόεδρο, δείχνει και αυτή τάσεις προσαρμογής στην «ανεξαρτησία» της Ζυρίχης. Άλλωστε, η άρση των τετελεσμένων ήταν πλέον αρκετά δύσκολη. Συνεπώς, το «ανεξάρτητο κράτος» κατέστη πλέον μια αποδεκτή, αν όχι και επιθυμητή, λύση και προσέδιδε στον Μακάριο ένα τεράστιο διεθνές κύρος· εξ ου και η στρατηγική συμμαχία με το ΑΚΕΛ – ανθενωτικό μετά το 1965, όπως επέτασσαν τόσο οι αγγλικές δεσμεύσεις του όσο και η σοβιετική πολιτική που, αντιστρατευόταν την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, η οποία θα «νατοποιούσε» το νησί του «Φιντέλ της Μεσογείου».

Ποιος ο ρόλος του κομμουνιστικού κινήματος της Κύπρου;

Δυστυχώς, το κομμουνιστικό κίνημα της Κύπρου όχι μόνο αποτέλεσε τον βασικό θιασώτη της «Ανεξαρτησίας» μετά το 1965 αλλά, μετά το 1974, θα μεταβληθεί και στον κυριότερο υποστηρικτή της απομάκρυνσης της Κύπρου από την Ελλάδα, ακόμα και πολιτιστικά. Άλλωστε, δεν συμμετείχε στον ένοπλο εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα και πρότασσε διαρκώς το «κοινό σπίτι ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων».

Δυστυχώς, η διαμόρφωση μιας α-εθνικής, ανθενωτικής ιδεολογίας σφραγίζει τον κυπριακό κομμουνισμό από τα πρώτα του βήματα. Ήδη κατά το 1923, το Κυπριακό Εργατικό Κόμμα υπογράμμιζε πως η ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα θα σημάνει «…αλλαγή της Αγγλικής Εκμεταλλεύσεως από Ελληνικήν Εκμετάλλευσιν εξ ίσου σκληρή, εξ ίσου ανήθικην και άδικην». Και κατέληγε επιγραμματικά: «Η “Μητέρα Ελλάδα” επέθανε και τώρα ζη μια “στρίγγλα Μητρυιά”…» (Γ. Καμηλάρης, Η Αριστερά στη Σύγχρονη Κυπριακή Ιστορία).

Επιγενέστερα βέβαια, η προσπάθεια προσαρμογής στη συντριπτικά ενωτική ιδεολογία του κυπριακού ελληνισμού θα υποχρεώσει σε σημαντικές αναδιπλώσεις, που θα οδηγήσουν μάλιστα στη δημιουργία ενός νέου κόμματος στη θέση του ΚΚΕ, του ΑΚΕΛ, τον Απρίλιο του 1941. Το ΑΚΕΛ, έστω και δειλά στην αρχή, θα ταχθεί υπέρ της Ένωσης αλλά, με μια φιλοαγγλική στροφή στα 1947, θα αποδεχτεί την περιβόητη «Διασκεπτική», δηλαδή την προσπάθεια των Εγγλέζων Εργατικών να ομαλοποιήσουν την Κατοχή μέσω της παραχώρησης μιας μορφής αποικιακής αυτοδιοίκησης.

Και η στάση των υπολοίπων δυνάμεων;

Οι υπόλοιπες ελληνοκυπριακές πολιτικές δυνάμεις και η Εκκλησία θα απορρίψουν τη συμμετοχή στη «Διασκεπτική», στην οποία συμμετείχαν μόνο το ΑΚΕΛ και οι Τουρκοκύπριοι. Η εμφύλια διαμάχη που ακολούθησε στο εσωτερικό των Ελληνοκυπρίων –ακόμα και με νεκρούς μεταξύ των αντιμαχομένων–, υπήρξε καθοριστική για την ιστορία της Κύπρου, με τραγικές συνέπειες για τη συνέχεια. Αυτή η εμφυλιοπολεμική διετία έβαλε τις βάσεις μιας αγεφύρωτης διαίρεσης, που προετοίμασε για τον μετέπειτα αποκλεισμό-αποχή της Αριστεράς από τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα και παράλληλα δημιούργησε το υπόστρωμα του αβυσσαλέου αντικομμουνισμού που θα κυριαρχήσει στην ενωτική παράταξη.

Τελικώς, το δημοψήφισμα του 1950 θα επισφραγίσει την ηγεμονία της Εκκλησίας και της Δεξιάς στο ενωτικό κίνημα καθώς η συλλογή των υπογραφών έγινε έξω από τις εκκλησίες, στις 15 και 22 Ιανουαρίου 1950, συνολικά, δε, υπέγραψαν 215.108 άτομα επί συνόλου των 224.757 Ελλήνων της Κύπρου που είχαν δικαίωμα υπογραφής, δηλαδή ποσοστό 95,7%.

Η στάση του ΑΚΕΛ όχι απλώς διαίρεσε βαθύτατα τον ελληνισμό της Κύπρου αλλά οδήγησε, εν τέλει, στην αποτυχία του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος καθώς η εγκατάλειψή του στα χέρια της κυπριακής Δεξιάς, αποκλειστικά, με όλες τις εξαρτήσεις της τελευταίας από τις δυτικές μεγάλες δυνάμεις και τις ελληνικές κυβερνήσεις, δεν διασφάλιζε την αίσια έκβασή του. Αντίθετα, η συμμετοχή μιας εθνικοαπελευθερωτικής Αριστεράς σε αυτό θα απέτρεπε πιθανώς λύσεις τύπου Ζυρίχης. Η απουσία της Αριστεράς που αντιπροσώπευε ένα μεγάλο ποσοστό του κυπριακού ελληνισμού πάντοτε 30 έως 40%, ιδιαίτερα την εργατική τάξη των ορυχείων και των βρετανικών βάσεων, έπαιξε αποφασιστικό ρόλο και στη μειωμένη παρουσία της εργατικής τάξης στον εθνικό απελευθερωτικό αγώνα.

Αλλά και η Σοβιετική Ένωση, παρότι ενίσχυε στα πλαίσια της αντινατοϊκής της πολιτικής τις κινητοποιήσεις στην Ελλάδα, εντούτοις, δεν παρότρυνε τους Κυπρίους κομμουνιστές να συμμετάσχουν στον ένοπλο αγώνα. Αυτή τη στάση άλλωστε η Σοβιετική Ένωση θα την διατηρήσει καθόλη τη διάρκεια του κυπριακού, καθώς η ένωση της Ελλάδας με την Κύπρο θα σήμαινε και την νατοποίηση της Κύπρου, κάτι που δεν ήθελε καθόλου η σοβιετική τότε και η ρωσική πολιτική σήμερα.

Ακούμε και για τη συμφωνία της Ζυρίχης. Εκεί τι συμβαίνει;

Μετά την υπογραφή των Συμφωνιών της Ζυρίχης, η τρίχρονη λειτουργία του κυπριακού «κράτους», μέχρι το 1964, κατέδειξε πως το κράτος της Ζυρίχης ήταν ένα τεχνητό κατασκεύασμα χωρίς δυνατότητα επιβίωσης.

Απέναντι στην εδραίωση του κράτους της Ζυρίχης θα αντιδράσει μόνο μια μερίδα των παλιών «ενωτικών», με τον Γρίβα επικεφαλής, καθώς και ο νεαρός Τάσσος Παπαδόπουλος, που είχε αρνηθεί να υπογράψει τις συμφωνίες της Ζυρίχης. Η εσωτερική αντιπαράθεση μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων στην Κύπρο θα οδηγήσει στον βομβαρδισμό ελληνικών χωριών από την τουρκική αεροπορία και στην αποστολή ελληνικού στρατού από τον Γεώργιο Παπανδρέου σε ύψος μεραρχίας.

Ποιος ήταν ο ρόλος των Αμερικανών;

Η κυβέρνηση Τζόνσον στις ΗΠΑ, μπροστά στον κίνδυνο ρήξης στη Συμμαχία, και εξαιτίας της στρατιωτικής παρουσίας της Ελλάδας στην Κύπρο, προτάθηκε και το περίφημο «σχέδιο Άτσεσον» που κατέληγε σε ένα σχήμα ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, με ταυτόχρονη «ενοικίαση»-παραχώρηση, ουσιαστικά, στους Τούρκους μιας βάσης στην Καρπασία και πιθανώς την παραχώρηση του Καστελόριζου. Αντίθετοι ήταν βέβαια οι Άγγλοι, που φοβούνταν για τις βάσεις που τους είχε αναγνωρίσει η Ζυρίχη, αλλά εν τοις πράγμασι και ο Μακάριος. Ταυτόχρονα, οι Σοβιετικοί θα κινητοποιήσουν την Αριστερά σε Ελλάδα και Κύπρο ενάντια στο «ξεπούλημα» του σχεδίου Άτσεσον. Η τουρκική κυβέρνηση, που είχε συναινέσει κάτω από τις πιέσεις των Αμερικανών, θα το απορρίψει τελικώς, ενώ και ο Γεώργιος Παπανδρέου υπαναχωρεί, καθώς το σχέδιο Άτσεσον ταυτίζεται πλέον στη λαϊκή συνείδηση με ένα νέο «ξεπούλημα» της Κύπρου.

Και ο ρόλος της Χούντας;

Μετά το πραξικόπημα του 1967 η πρώτη καταστροφική κίνηση της στρατιωτικής χούντας υπήρξε η ανάκληση της ελληνικής μεραρχίας από την Κύπρο, τον Δεκέμβριο του 1967, ενώ εν συνεχεία θα ακολουθήσουν οι προσπάθειες ανατροπής και δολοφονίας του Μακαρίου, που κατέληξαν στο εγκληματικό πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974. Ο αρχιεπίσκοπος θα διασωθεί ως εκ θαύματος και θα διαφύγει στη Νέα Υόρκη. Εκεί σπρωγμένος από την εμφύλια διαμάχη θα προβεί σε ένα ατόπημα. Από το βήμα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, θα χαρακτηρίσει το πραξικόπημα «εξωτερική επέμβαση της Ελλάδας», «που αφορά και τους Τούρκους κατοίκους της Κύπρου», προσφέροντας εν μέρει στην Τουρκία το άλλοθι που αναζητούσε, καθώς η Τουρκία είχε ήδη αποφασίσει την εισβολή από την 15η Ιουλίου, ημέρα του πραξικοπήματος.

Δηλαδή, ο παροξυσμός της εμφύλιας αντιπαράθεσης θα έχει ανάλογες καταστροφικές συνέπειες με τον Διχασμό του 1915-1922. άλλωστε, όλες οι μεγάλες δυνάμεις θα δώσουν το πράσινο φως στον Ετσεβίτ για την επέμβασή του: οι Αμερικανοί διότι θα θεωρήσουν πως ήταν ευκαιρία να μοιράσουν την Κύπρο· οι Βρετανοί και οι Σοβιετικοί για να αποφύγουν τον οποιοδήποτε κίνδυνο Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα.

Σήμερα φαίνεται στους Ελλαδίτες πολύ μακρινό το ζήτημα της ένωσης αλλά ακόμα και το «οι Κύπριοι είναι αδελφοί μας» ως φράση μάλλον αδιαφορία προκαλεί και ίσως και να ξενίζει. Στην Κύπρο τι τάσεις επικρατούν;

Πριν πενήντα χρόνια, η κατοχή και ο διαμελισμός της Κύπρου συνέτριψαν τα τελευταία ακροδεξιά υπολείμματα στο κράτος και τον στρατό στην Ελλάδα και εγκαινιάστηκε η μεταπολίτευση. Ωστόσο, η κατάκτηση των δημοκρατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, εμπεριείχε εγκυστωμένη στο συλλογικό μας υποσυνείδητο μια βαθύτατη ενοχή, μια χαίνουσα πληγή, την πιθανή απώλεια του τελευταίου μέρους του ευρύτερου ελληνισμού που ερχόταν από μια ιστορία μερικών χιλιετιών. Μια ενοχή που μεταφράστηκε όχι απλώς σε μία απώθηση («φτάνει πια με την Κύπρο») αλλά και σε μία στρατηγική αποσύνδεσης του κοινωνικού και δημοκρατικού στοιχείου από το εθνικό: «Μια και η χούντα με τους εθνικοπατριωτισμούς της κατέστρεψε την Κύπρο, κάθε αναφορά σε πατριωτισμό, ταυτότητα, εθνικοαπελευθερωτικά ιδεώδη συνιστά εθνικισμό και πατριδοκαπηλεία». Και όλα αυτά ξεχνώντας πως η χούντα καταπρόδωσε την Κύπρο – αποσύροντας τη μεραρχία το 1967 και πραγματοποιώντας το πραξικόπημα ως πρελούδιο της εισβολής. Σε ένα βαθμό το ίδιο συνέβη και στην Κύπρο, όπου η διεκδίκηση της Ένωσης ή ακόμα και της προσέγγισής με την Ελλάδα ταυτίστηκε με τους πραξικοπηματίες και τους Γριβικούς.

Ως συνέπεια αυτού του κλίματος μετά το 1977 η ελληνική και η κυπριακή ηγεσία έκαναν μια εγκληματική πολιτική επιλογή, με την αποδοχή συνομιλιών με τους Τουρκοκυπρίους, δηλαδή στην πραγματικότητα με τους Τούρκους, για τη «λύση» του κυπριακού, την ίδια στιγμή που συνεχιζόταν η κατοχή και πάνω από διακόσιες χιλιάδες Κύπριοι είχαν μεταβληθεί σε πρόσφυγες στην πατρίδα τους. Αυτή η ενέργεια αποτέλεσε στην ουσία τη συνέχεια της Ζυρίχης, η οποία είχε ήδη αποδεχθεί την ανάμιξη της Τουρκίας στην Κύπρο ως εγγυήτριας δύναμης. Έτσι, το σατανικό σχέδιο των Άγγλων να αποτρέψουν την Αυτοδιάθεση της Κύπρου και την Ένωσή της με την Ελλάδα, την οποία είχαν ήδη αποδεχθεί στη διάρκεια του πολέμου, χρησιμοποιώντας την τουρκοκυπριακή μειονότητα, απεδείχθη απολύτως αποδοτικό γι’ αυτούς και θανατηφόρο για μας. Εβδομήντα χρόνια μετά το 1955, οι Άγγλοι συνεχίζουν να βρίσκονται στην Κύπρο, σε βάσεις 252 τ.χλ. οι δε Τούρκοι κατέχουν το 38% της μεγαλονήσου και απειλούν και την υπόλοιπη.

Τελικά η Κύπρος κείται μακριά; Το Καστελόριζο κείται και αυτό μακριά; Και τελικά μήπως είναι ήδη πολύ αργά; Πόσο αισιόδοξος είστε για το μέλλον του Ελληνισμού και της κοινωνίας μας;

Η αποτελεσματική αντίσταση προϋποθέτει μία βαθύτατη αλλαγή στην ιδεολογία και στον τρόπο ζωής των Ελλήνων, προϋποθέτει την εγκατάλειψη του βολικού σχήματος Ελληνική αριστερά-Ελληνική δεξιά, αναγνωρίζοντας πως παρά τις όποιες θυσίες και αγώνες, δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες της επιβίωσης του ελληνισμού, γιατί είναι βαθύτατα μικροελλαδικές.

Αν δούμε τη γεωγραφική μας θέση, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, από εδώ περνάνε όλα τα μεγάλα ρεύματα, εδώ δίνονται όλες οι μεγάλες συγκρούσεις· όλες οι μεγάλες θρησκείες εδώ συναντώνται, συγκρούονται και πολεμούν η μία με την άλλη. Και, οι Έλληνες, ακόμη και στην Τουρκοκρατία, διέθεταν αυτό το υψηλό επίπεδο, αλλά το έχουν απωλέσει στα χρόνια της παρακμής.

Και επειδή βρισκόμαστε μεταξύ Ανατολής και Δύσης και η πνευματική μας παράδοση είναι συνθετική, δηλαδή οι Έλληνες έχουν και την καρδιά και το νου, τη στιγμή που η ανατολική οπτική εκφυλίζεται σε έναν απόλυτο ανορθολογισμό, σαν τον τζιχαντισμό, η δε Δύση βυθίζεται σε μια γενικευμένη απώλεια νοήματος, εμείς έχουμε να προσφέρουμε αυτή τη συνθετική οπτική, σε μια εποχή που και οι δύο άλλες εκδοχές βρίσκονται σε κρίση.

Το ερώτημα είναι αν θα μπορέσουμε αυτή την τρίτη συνθετική πρόταση να την κάνουμε πράξη και πρόταση οικουμενικών διαστάσεων.

Ακούω συχνά να μου αντιτείνουν πως το σχετικό όραμα δεν έχει διατυπωθεί. Δεν είναι αλήθεια. Όλη η ιστορική μας διαδρομή μάς έχει δείξει ποιο είναι και πού βρίσκεται. Το χειρότερο πρόβλημα ανακύπτει όταν το όραμα δεν μπορεί να συνειδητοποιηθεί από τους κατά τεκμήριο φορείς του, δηλαδή τον ελληνικό λαό, και να γίνει κίνημα, όταν δηλαδή δεν υπάρχουν οι αντιστασιακές δυνάμεις που θα το φέρουν στους ώμους τους.

Έχετε ακούσει το «σιγά μην σκοτωθώ για το κωλόνησο». Πώς προέκυψε;

Θα πρέπει να κατανοήσουν οι Έλληνες και προπαντός οι πολιτικές ηγεσίες των δύο ελληνικών κρατών, πως παρότι το αίτημα της εδαφικής Ένωσης ενταφιάστηκε, είναι δυνατή μια πολιτική, αμυντική και πολιτιστική Ένωση χρησιμοποιώντας και το πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα δύο ελληνικά κράτη αποτελούν γεωπολιτικό σύνολο μεγάλης ισχύος και σημασίας για την ανατολική Μεσόγειο. Και αν η Κύπρος δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς την Ελλάδα, το ίδιο, τηρουμένων των αναλογιών, συμβαίνει με την Ελλάδα, η οποία εάν χαθεί η Κύπρος θα μεταβληθεί σε ευκολότερη λεία για την νέο-οθωμανική Τουρκία. Επομένως το να υπερασπιστεί κάποιος «το κωλόνησο», είναι εξίσου σημαντικό με την υπεράσπιση της Κρήτης.

Οι Έλληνες, στην Ελλάδα και στην Κύπρο, αποτελούν την πρώτη γραμμή, ή μάλλον το σύνορο μεταξύ δυτικής Ευρώπης και ισλαμικής Ανατολής, με την επιπλέον επιβαρυντική συνθήκη ότι αυτή η ισλαμική Ανατολή εκπροσωπείται από την Τουρκία, μια χώρα που δεν υπήρξε αποικία του δυτικού κόσμου αλλά μια επεκτατική ιμπεριαλιστική χώρα. Και εδώ και πενήντα χρόνια περίπου, μετά την εισβολή στην Κύπρο, η Τουρκία θα επανεμφανιστεί στο προσκήνιο των γεωπολιτικών εξελίξεων στην Ανατολική Μεσόγειο όχι πλέον ως η αποσυντιθέμενη οθωμανική Αυτοκρατορία του 19ου αιώνα αλλά ως ένας ανανεωμένος και επιθετικός τουρκικός εθνικισμός.

Με ευχές δεν γίνεται τίποτα, αλλά κάντε μία αν θέλετε!

Εύχομαι, λοιπόν, να ξαναβρούμε «τα φτερά» που είχαμε το 1940. Δύσκολο, γιατί βρισκόμαστε σε παρακμή – αυτό μας λέει η απαισιοδοξία της λογικής· αλλά όχι αδύνατο – μας λέει η αισιοδοξία της βούλησης.


ΣΧΕΤΙΚΑ

1 ΣΧΟΛΙΟ

Θεοφάνης Ι. Βορεινάκης 20 Ιουλίου 2024 - 18:03

Γιατί κριτικάρετε τόσο αρνητικά τον Βενιζέλο για την στάση του στο κυπριακό το 1931, και ο Πλαστήρας 20 χρόνια μετά την ίδια στάση κράτησε, σε αντίθεση με τον ηρωικό στρατάρχη που έφερε το θέμα στον ΟΗΕ και ιδού τα αποτελέσματα (Ο πόλεμος είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να την εμπιστευθούμε στους στρατιωτικούς!-Ζωρζ Κλεμανσώ).

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ