Ο Παντοκράτορας στον τρούλο του Καθολικού
Μια σειρά κειμένων του Κώστα Παπαϊωάννου για την ιστορική περίοδο από την ελληνιστική εποχή που εγκαινιάστηκε από τον Μέγα Αλέξανδρο έως το Βυζάντιο και την πορεία του ελληνισμού σε αυτούς τους αιώνες. Τo κείμενo προέρχeται από τo βιβλίο του:
Βυζαντινή και Ρωσική ζωγραφική, που κυκλοφορεί από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις.
«Η Ανατολή είναι Ανατολή και η Δύση είναι Δύση. Ποτέ δεν θα συναντηθούν». Αυτή η περίφημη φράση ποτέ δεν υπήρξε τόσο ανακριβής όσο την περίοδο κατά την οποία το Βυζάντιο αναδύθηκε ως η μητρόπολη του χριστιανικού κόσμου. Από την εποχή των κατακτήσεων του Αλεξάνδρου, από τον Γάγγη έως την Αδριατική, από την Κριμαία έως την Αίγυπτο, συγκροτήθηκε για πρώτη φορά μία διεθνής πολιτισμική κοινότητα, η ελληνιστική «κοινή»*. Η Ελλάδα, η Εγγύς Ανατολή, ολόκληρη η Ασία νοτίως του δρόμου των τύμβων, που χρονολογείται από τη Λίθινη Εποχή και που οδηγεί από την Κασπία στο Σινικό Τείχος, μία τεράστια μάζα λαών, ετερογενών στον ύψιστο βαθμό, με ιδιαιτερότητες θεμελιωμένες σε χιλιόχρονες παραδόσεις, συγκεντρώθηκε γύρω από πόλεις, χαραγμένες με το ράμμα από τον Αλέξανδρο και τους διαδόχους του. Το τέλος της ελληνικής κυριαρχίας δεν επηρέασε καθόλου αυτή την εκτεταμένη «κοινή». Αντιθέτως, όπως οι Πάρθοι λειτούργησαν ως μεσολαβητές ανάμεσα στον ελληνισμό και την Ανατολή, έτσι και οι Ρωμαίοι μετέφεραν τον ελληνισμό στις ακτές του Ατλαντικού. Και εάν εκλατίνισαν τη Δύση, δεν έκαναν τίποτε άλλο από το να προσδώσουν μια νέα ορμή στον ελληνισμό όπως τον βρήκαν στα ανατολικά του Ιονίου Πελάγους. Ως όψιμη συνέπεια της εκστρατείας του Αλεξάνδρου, τα κείμενα της Καινής Διαθήκης θα γραφτούν στα ελληνικά, όπως και τα περισσότερα γραπτά των Πατέρων της Εκκλησίας…
Από τη ναρβονέζικη Γαλατία έως την Ινδία, απλωνόταν τότε το βασίλειο μιας τέχνης οικουμενικής, λίγο-πολύ ομογενοποιημένης από την ελληνική επιρροή. Στην εποχή του Μάρκου Αυρηλίου, ο ταξιδιώτης μπορούσε να συναντήσει τις κιονοστοιχίες, τις δημόσιες πλατείες και τους ναούς της γενέτειράς του στους Τρεβήρους (Trèves), στη Νέμαυσο (Nîmes), στην Τιμβριάδα (Timgad), στην Παλμύρα και στις αναρίθμητες Αντιόχειες*, Σελεύκειες* και Απάμειες* που οι Διάδοχοι είχαν διασπείρει από τις όχθες του Ορόντη έως τη θάλασσα του Αράλ. Οι ιωνικοί ναοί στις Ινδίες, που κατασκευάστηκαν τον 1ο αιώνα, πολύ αργότερα από την οριστική εξάλειψη των Ελλήνων της Βακτριανής*, και οι βορειο-αφρικανικοί ή οι προβηγκιανοί ναοί μοιάζουν μεταξύ τους μέχρις συγχύσεως. Ένας ελληνο-ινδός Μποντισάτβα[1] και ένας Απόλλων από την Τριπολίτιδα μετά δυσκολίας διακρίνονται μεταξύ τους. Έφτασαν μάλιστα να συσχετίσουν το ανάγλυφο της Γκαντάρα*, που παριστά τον Δούρειο Ίππο, με την ίδια σκηνή που εμφανίζεται πάνω σε μια πομπική ασπίδα στη Δούρα Ευρωπό* επί του Ευφράτη και σε ένα χειρόγραφο του Βιργιλίου στη Βατικανή* βιβλιοθήκη. Η παρθική λέξη για τον ζωγράφο είναι «zaghroub», και προέρχεται από την ελληνική λέξη…
Εν τούτοις, δεν πρέπει να θεωρήσουμε ότι η υιοθέτηση ενός κοσμοπολιτισμού ελληνιστικής χροιάς είχε σαν επακόλουθο την απορρόφηση των λαών της Ανατολής από το ελληνικό πνεύμα. Όπως άρεσε στον Ντρόυζεν (Droysen)* να επαναλαμβάνει, υπήρξε ένας «ελληνισμός» συριακός, ιρανικός, βαβυλωνιακός, ιουδαϊκός, αιγυπτιακός: κάθε λαός οδηγήθηκε, εξαναγκάστηκε θα τολμούσε να πει κανείς, να ξανασκεφτεί «στα ελληνικά» την ίδια του την υπόσταση –και να συναγάγει τις ανάλογες συνέπειες.
Η θρησκεία πέτυχε εκεί όπου απέτυχε ο εθνικισμός. Την ίδια στιγμή που η επίγεια Ιερουσαλήμ μεταβαλλόταν σε στάχτες, η εικόνα της επουράνιας Ιερουσαλήμ άπλωνε πάνω από την οικουμένη το μυστηριακό φως που ανέδιδαν τα καμωμένα από ίασπι τείχη της και οι μαργαριταρένιες πύλες της. Ιδού πώς περιγράφει την «Ἱερουσαλὴμ καινήν» η Αποκάλυψη του Ιωάννη, την πόλη όπου «νὺξ γὰρ οὐκ ἔσται ἐκεῖ»:
«Ὁ θεμέλιος ὁ πρῶτος ἴασπις, ὁ δεύτερος σάπφειρος, ὁ τρίτος χαλκηδών, ὁ τέταρτος σμάραγδος, ὁ πέμπτος σαρδόνυξ, ὁ ἕκτος σάρδιον, ὁ ἕβδομος χρυσόλιθος, ὁ ὄγδοος βήρυλλος, ὁ ἔνατος τοπάζιον, ὁ δέκατος χρυσόπρασος, ὁ ἑνδέκατος ὑάκινθος, ὁ δωδέκατος ἀμέθυστος. καὶ οἱ δώδεκα πυλῶνες δώδεκα μαργαρῖται· ἀνὰ εἵς ἕκαστος τῶν πυλώνων ἦν ἐξ ἑνὸς μαργαρίτου. Καὶ ἡ πλατεῖα τῆς πόλεως χρυσίον καθαρὸν ὡς ὕαλος διαυγής…»
Στο εξής, ο κόσμος θα αρχίσει να βλέπει τον εαυτό του μέσα από το πρίσμα αυτού του φωτός. Ο λαμπρός κόσμος της τάξης, του ορθολογισμού, του κάλλους, που οι Έλληνες θεωρούσαν ως τη μοναδική και αιώνια πραγματικότητα, μετατρέπεται τώρα σε μια ζοφερή φυλακή, σε έναν εφιάλτη από τον οποίο πρέπει να αφυπνισθούμε, ένα θέαμα φευγαλέο που υφίσταται μόνο όσο ο άνθρωπος απομακρύνεται από τον Θεό και εγκαταλείπεται στον εαυτό του. «Παράγει γὰρ τὸ σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου», λέει ο Απόστολος Παύλος[2] : ο κόσμος δεν είναι παρά ένα επεισόδιο στην ιστορία της σωτηρίας της ψυχής η οποία πρέπει να τελειώσει μέσα σ’ ένα βασίλειο «που δεν είναι του κόσμου τούτου». Είναι αυτή η καθαρή υπερβατικότητα, αυτή η πάγια «επίδειξη των αόρατων πραγμάτων» που συνιστά εφεξής το βασίλειο της πίστης. «Βαδίζομε με την πίστη, όχι με την όραση» : πρέπει να διαποτιστεί κανείς βαθιά από αυτό το αξίωμα εάν θέλει να κατανοήσει την εξέλιξη που οδηγεί από την αντινατουραλιστική ζωγραφική της Δούρας Ευρωπού στη βυζαντινή σχηματοποίηση.
Αυτή η νέα θεώρηση του σύμπαντος δεν αντιδιαστέλλει πλέον τον κόσμο με το χάος, την τάξη με την αταξία, όπως στους Έλληνες, αλλά το Φως με το Σκότος. Το φως αποτελεί το κυρίαρχο θέμα της αχανούς «παγανιστικής», ιουδαϊκής, χριστιανικής ή ζωροαστρικής γραμματείας της εποχής. Και αυτήν ακριβώς την «παρουσία ενόςασώματου φωτός, που δεσπόζει πάνω στη σκοτεινή ύλη», ο Πλωτίνος θα θεωρήσει ως έκφραση του κάλλους…
Σχετική με αυτή την εμπειρία του φωτός είναι και η καινούργια εικόνα της ψυχής. Η αρχαία εικόνα –το άρμα με τα δύο άλογα που οδηγείται από τη λογική, κατά τον Πλάτωνα– υποδηλώνει μια παράσταση πλαστική. Αντιθέτως, ο Πλωτίνος εγείρει μια αίσθηση εικονογραφική όταν ορίζει τα έμψυχα όντα ως «σώματα φωταγωγημένα» και αναλογίζεται κανείς τα «φώτα»[3] που διαπερνούν και κινητοποιούν τη φαινομενική ακινησία των βυζαντινών μορφών… Η γλυπτική εικόνα του πλατωνικού ηνίοχου υποκαθίσταται εφεξής από μία αινιγματική διαίρεση μεταξύ τριών ουσιών: το πνεύμα, την ψυχή και τη σάρκα, διαίρεση που συνεπιφέρει μια αυστηρή τριχοτόμηση ανάμεσα στους πνευματικούς, τους ψυχικούς και τους σαρκικούς ανθρώπους : ο άνθρωπος «κατέχει» ένα σώμα· «μπορεί» να ανυψωθεί ως την «ψυχή», αλλά δεν μπορεί παρά να «δεχτεί» την πνευματική πνοή η οποία, καθώς έρχεται από ψηλά σαν κύμα φωτεινό, θα τον καταστήσει έναν «νέο άνθρωπο», κοινωνό του «νέου Αδάμ». Η λέξη «ψυχή» αποκτά με αυτόν τον τρόπο μια απαξιωτική σημασία την οποία η Αρχαιότητα αγνοούσε : ο «ψυχικός» άνθρωπος που ζει κατά την «ψυχή», ο άνθρωπος ο περιορισμένος μονάχα στην ηθική εμπειρία, είναι το ίδιο απομακρυσμένος από τη θεία χάρη με τον σαρκικό άνθρωπο που έχει παραδοθεί στην επιθυμία. Ο Απόστολος Παύλος έφτασε στο σημείο να κάνει τη διάκριση ανάμεσα στο «ψυχικό σώμα» (το σώμα της «ψυχής») και το «πνευματικό σώμα» (το σώμα του «πνεύματος»): πρέπει να θυμόμαστε καλά αυτή τη διάκριση, ελάχιστα κατανοητή σήμερα, εάν θέλομε να καταλάβομε τη μεταρσιωτική τέχνη του Βυζαντίου.
Και αυτός ο κόσμος, που κοχλάζει από εικόνες, σύμβολα και καινούργιες έννοιες, έμελλε να ξεχυθεί σαν ανοιξιάτικος χείμαρρος πάνω στις πετρωμένες μορφές της Αρχαιότητας. «Ο συριακός Ορόντης χύνεται στον Τίβερη», έγραφε ο Ιουβενάλης στις αρχές του 2ου μ. Χ. αιώνα. Όταν, το 217 μ. Χ., ο Καρακάλας ήρε τη διάκριση ανάμεσα σε ρωμαϊκούς και ξένους θεούς, η Ρώμη είχε ήδη μεταβληθεί σε θρησκευτική επαρχία της Ανατολής. Και όταν, έναν αιώνα αργότερα, ο Κωνσταντίνος* ασπάστηκε τον χριστιανισμό, ήταν ιουδαιο-ελληνιστική η θρησκεία που κατέκτησε τον ρωμαϊκό κόσμο.
Η ίδρυση της Κωνσταντινούπολης, το 330, υπήρξε η επιβεβαίωση της οικονομικής, πολιτισμικής και θρησκευτικής υπεροχής της Ανατολής. Χωρίς αμφιβολία, ο όρος «Ανατολή» προσφέρεται στην ασάφεια. Από την εποχή του Αλεξάνδρου, η Ανατολή και ο ελληνισμός είχαν συμπήξει συμμαχία. Μέσα σ’ αυτό το, λιγότερο ή περισσότερο, εξελληνισμένο περιβάλλον, θα γεννηθεί η χριστιανική θεολογία και θα φιλοτεχνηθεί η πρώτη μορφή της ιερής τέχνης : όταν ο Άγιος Κλήμης ο Αλεξανδρεύς* τόλμησε να ανυψώσει την ελληνική φιλοσοφία στο επίπεδο μιας «δεύτερης Παλαιάς Διαθήκης» δεν έκανε τίποτε άλλο από το να μεταφράσει στη γλώσσα της θεολογίας αυτό που η χριστιανική τέχνη ήθελε κατά τον ίδιο τρόπο να συμβολίσει με τους Καλούς Ποιμένες της, τους έφηβους Χριστούς της και τους φιλοσόφους Αποστόλους της, οι οποίοι θα συνδυάζουν για καιρό τη θεϊκή μορφή με το ανθρώπινο κάλλος. Αλλά, παράλληλα με αυτή την ελληνιστική εικονογραφία, μια άλλη παράδοση άρχιζε να συγκροτείται στην ενδοχώρα της Αιγύπτου και της Συρίας : σε αυτήν οφείλομε την παγίωση της πλειοψηφίας των ιερών απεικονίσεων.
[1] Ο Βούδας (σ.τ.μ.)
[2] Προς Κορινθίους Α΄, Κεφ. Ζ,31 (σ.τ.μ.)
[3] Έχω οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι κάθε φορά που ο Κ. Π. αναφέρεται στις «touches de lumière» εννοεί τα λεγόμενα «φώτα» στη βυζαντινή ζωγραφική, δηλ. τις άσπρες πινελιές που «ξανοίγουν» τα γυμνά μέρη των μορφών (σ.τ.μ.).