Αρχική » Τὸ λάθος τοῦ Δεκαπενταύγουστου

Τὸ λάθος τοῦ Δεκαπενταύγουστου

από Χρίστος Δάλκος

τοῦ Χρίστου Δάλκου, frear.gr

«Ὑπέρτατοι» ἢ «ὑπέρταται δυνάμεις»; Τὸ δίλημμα ἀπασχόλησε γιὰ λίγο τὸν συνταξιοῦχο φιλόλογο Χριστόφορο Π.· λέω γιὰ λίγο, γιατί, τόσα χρόνια καθηγητὴς στὰ σχολεῖα τῆς ἐπαρχίας καὶ τῆς πρωτεύουσας, κάτι γραμματάκια τά ᾿ξερε, δὲν κόλλαγε μπρίκια ἐδῶ ποὺ τὰ λέμε.

Παρ᾿ ὅλ᾿ αὐτά, συμβουλεύθηκε ὅσα λεξικὰ μπόρεσε νὰ «κατεβάσῃ» ἀπὸ τὸ διαδίκτυο, μέχρι καὶ τὸ Thesaurus Linguae Graecae. Ὅλοι συμφωνοῦσαν πώς, ἀφοῦ τὸ θηλυκὸ τοῦ ἐπιθέτου ἦταν «ὑπερτάτη», ὁ πληθυντικὸς δὲν μποροῦσε παρὰ νὰ κάνῃ «αἱ ὑπέρταται δυνάμεις», κατὰ τὰ θηλυκὰ οὐσιαστικὰ τῆς πρώτης κλίσεως.

Ὁ Χριστόφορος Π. ἀποροῦσε πῶς στὸ κείμενο τοῦ ὀκτάηχου δοξαστικοῦ ποὺ ψαλλόταν στὸν Ἑσπερινὸ τῆς Παναγίας, τὸ περίφημο καὶ περιζήτητο ἀπὸ τοὺς ψαλτάδες «Θεαρχίῳ νεύματι», ὅλες μὰ ὅλες οἱ ἐκδοχὲς ἐπέμεναν: «Αἱ δὲ ὑπέρτατοι δυνάμεις…». Βέβαια δὲν ἦταν ἡ πρώτη φορά. Μήπως καὶ τώρα ἀκόμα, παρ᾿ ὅλο ποὺ ἀπ᾿ ὅ,τι θυμᾶται τό ᾿χε ἐπισημάνει κι ὁ Παπαδιαμάντης, δὲν γίνεται τὸ λάθος «Ἐπελθὼν γὰρ ὁ θάνατος, πάντα ταῦτα ἐξηφάνισται…» ἀντὶ «Ἐπελθὼν γὰρ ὁ θάνατος, πάντα ταῦτα ἐξηφάνισε…»; Μιὰ φορά, σὲ μιὰ κηδεία προσφιλοῦς του προσώπου, δὲν κρατήθηκε καὶ τὸ φώναξε: «Ἐξηφάνισε, πάτερ! Δὲν εἶναι ὀνομαστικὴ ἀπόλυτος!»

Τότε, ὁ ἄγνωστός του παπᾶς δὲν τοῦ ἔδωσε καὶ πολλὴ σημασία, καὶ κάποιοι ἀπὸ τοὺς παρόντες στὴν κηδεία, γνῶστες καὶ μή, μειδίασαν μὲ τὴν παραξενιὰ τοῦ φιλολόγου: τέτοια ὥρα, τέτοια λόγια!

Τώρα ὅμως δὲν ἦταν τὸ ἴδιο. Οὔτε ὁ παπᾶς ἦταν ἀπόλυτα ἄγνωστος, οὔτε ἐπρόκειτο γιὰ κηδεία ἑνὸς κοινοῦ θνητοῦ. Ἡ χριστιανοσύνη κήδευε μὲ κατάνυξη καὶ θλίψη τὴν μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, καὶ μιὰ περίεργη συγκυρία τά ᾿φερε νά ᾿ναι αὐτὸς ποὺ θὰ ψάλῃ, ἀπ᾿ τὴν ἀρχὴ μέχρι τὸ τέλος, τὸ «Θεαρχίῳ νεύματι», κάτι ποὺ οὔτε στ᾿ ὄνειρό του δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τὸ φανταστῇ.

Τὸ πῶς ἦρθαν ἔτσι τὰ πράγματα, κι ὁ ἐρασιτέχνης ἱεροψάλτης φιλόλογος προβιβάστηκε ἐν μιᾷ νυκτὶ σὲ δεξιὸ πρωτοψάλτη, εἶναι ὁλόκληρη ἱστορία ποὺ βαριέσαι νὰ τὴ διηγηθῇς λεπτομερῶς κι ἀκόμα περισσότερο νὰ τὴν ἀκούσῃς. Ἐν ὀλίγοις λοιπόν, ὁ συνταξιοῦχος φιλόλογος εἶχε ἀποφασίσει μετὰ ἀπὸ καμμιὰ πενηνταριὰ χρόνια νὰ περάσῃ τὶς διακοπὲς τοῦ Αὐγούστου στὴν γενέτειρά του, ἕνα κεφαλοχώρι τῆς ὀρεινῆς Ἀρκαδίας ποὺ τό ᾿χε ἐγκαταλείψει παιδὶ ἀμούστακο σχεδόν, ρίχνοντας, κατὰ τὸ κοινῶς λεγόμενον, «μαύρη πέτρα πίσω του».

Θυμόταν ἀμυδρὰ τὰ σοκάκια, τὰ πλατάνια τῆς πλατείας, τὴν μαρμάρινη βρύση μὲ τὸ γάργαρο νερό, καὶ τὸ λιθόστρωτο μονοπάτι ποὺ ὡδηγοῦσε στὸ σπίτι ποὺ γεννήθηκε, προικῶο τῆς μακαρίτισσας τῆς μάννας του, ποὺ ὁ μακαρίτης ὁ πατέρας του τὸ δώρισε στὴν ἐκκλησία, ὑπὸ τὸν ὅρο νὰ φιλοξενοῦνται ἐκεῖ δωρεὰν ἄπορα παιδιὰ ἀπὸ τὰ γύρω χωριά, ποὺ ἔρχονταν στὸ κεφαλοχώρι γιὰ νὰ σπουδάσουν στὸ Γυμνάσιο.

Τὸ πρῶτο ράγισμα στὴν καρδιά του τό ᾿φερε ἡ ἐρημιὰ τῆς ἀνεμοδαρμένης πλατείας, ὀρφανῆς ἀπὸ πλατάνια. Καὶ τὸ ράγισμα μεγάλωσε, φτάνοντας λὲς μέχρι τὰ μάτια, ὅταν ἕνας ἀργόσχολος τοῦ καφενείου τοῦ ἐξήγησε γιατί ἔκοψαν τὰ πλατάνια: Γιόμαγε φύλλα…

Ἀποῦσα κι ἡ μαρμάρινη βρύση, ἄφαντο καὶ τὸ γάργαρο νερό. Ἕνας καταφερτζὴς ἐργολάβος ἀνέλαβε μὲ τὴ συνδρομὴ τῆς περιφέρειας νὰ τὴν «ἀναβαθμίσῃ» μὲ τὸ ἀζημίωτο. Ἀποτέλεσμα: τὸ νερὸ χάθηκε καὶ στὴ θέση του ἔχασκε μιὰ στεγνὴ μεταλλικὴ σωλήνα σφηνωμένη σὲ κάτι γυμνοὺς τσιμεντόλιθους.

Τὸ σπίτι τρόμαξε νὰ τ᾿ ἀναγνωρίσῃ. Ἔτσι ποὺ οἱ ντόπιοι μαθητές, πόσῳ μᾶλλον τῶν γύρω χωριῶν, λιγόστεψαν τόσο ὥστε νὰ τοὺς μετρᾷς στὰ δάχτυλα τοῦ ἑνὸς χεριοῦ, εἶδε κι ἀπόειδε ὁ παπᾶς καὶ τό ᾿δωσε γιὰ ἕνα κομμάτι ψωμἰ στὸν γείτονα, ὄχι γιὰ νὰ τὸ κατοικήσῃ, ἀλλὰ γιὰ νὰ χτίσῃ χωρὶς νομικὲς ἐπιπλοκὲς μιὰ ἀκαλαίσθητη ἐπέκταση τῆς δικιᾶς του οἰκοδομῆς.

Ἔτσι, κρυμμένο ἀπ᾿ τὴν κοινὴ θέα, χωμένο λὲς στὰ βάθη τῆς ρημαγμένης παιδικῆς του μνήμης, στάθηκε καὶ τὸ κύτταζε μὲ μάτια στεγνά, ἀνήμπορα νὰ ξεσπάσουν, στερεμένα σὰν καὶ τὸν σωλῆνα μὲ τοὺς τσιμεντόλιθους: Φευγάτα τὰ κουφώματα τῶν δύο παραθύρων, φευγάτη ἡ κεραμοσκεπή, φευγάτο τὸ ξύλινο πάτωμα ποὺ χώριζε τὸ χειμωνιάτικο ἀπ᾿ τὸ κατώι, μισογκρεμισμένες οἱ πέτρες ἀπὸ τὰ σκαλοπάτια τῆς μικρῆς αὐλῆς, καρτεροῦν ὑπομονετικὰ αὐτὸν ποὺ θὰ τὶς διαγουμίσῃ στὸ μέλλον.

Μόνη παρηγοριὰ στάθηκε ἡ ἐκκλησία. Ἐκεῖ ὅλα ἔμοιαζαν νὰ εἶναι στὴ θέση τους: Νά τὸ ἀναλόγιο ὅπου μικρὸ παιδὶ συλλάβιζε τὰ πρῶτα πρῶτα δόξα σοι, περιστοιχισμένος ἀπὸ τὰ ἰσοκρατήματα τῆς ὑπερεικοσαμελοῦς χορωδίας τῶν ἀδελφῶν Κ…, νά ὁ ἄμβωνας ποὺ τὸν εἶχε ἀνεβάσει ὁ κὺρ Γιῶργος γιὰ νὰ ἐκφωνήσῃ τὸν Ἀπόστολο ἀνήμερα τῶν Χριστουγέννων. Εἶχε χλομιάσει θυμᾶται κι ἡ φωνή του κοβόταν ἀπὸ τὴν ταραχή, σκόνταψε μάλιστα πάνω στὸ ράσο του κι ἔτσι δὲν πῆγε νὰ φιλήσῃ τὸ χέρι τοῦ παπᾶ ποὺ τὸν περίμενε στὴν Ὡραία Πύλη.

Τί τὰ θυμᾶται τώρα ὅλ᾿ αὐτά, καὶ γιατί κλαίει βουβὰ στὸ στασίδι γιὰ ὅλ᾿ αὐτά, ποὺ πιὰ δὲν ὑπάρχουν, ποὺ ἔχουν ρημάξει σὰν τὸ μητρικό του σπίτι, σὰν τὴ βρύση μὲ τοὺς τσιμεντόλιθους, σὰν τὸ ἄσπρο του κεφάλι, σὰν ὅλα τ᾿ ἄσπρα κεφάλια ποὺ ἀποτελοῦν τὴν ἀπόλυτη πλειοψηφία στὶς τάξεις τοῦ γερασμένου ἐκκλησιάσματος…

Κάπως ἡμέρωσε ἡ καρδιά του μὲ τὶς καθημερινὲς παρακλήσεις στὴν Παναγία. Τὰ ἄσπρα κεφάλια ἦταν πάντα ἐκεῖ, νὰ τοῦ θυμίζουν πὼς ὁ κόσμος ποὺ γνώρισε παιδὶ τρεμόσβηνε σὰν κατελυμένο κερί, ἀλλὰ ὑπῆρχε ὁ παρηγορητικὸς λόγος ποὺ γαλήνευε κάπως τὴ φουρτουνιασμένη του ψυχή:

Ἐκύκλωσαν αἱ τοῦ βίου με ζάλαι,
ὥσπερ μέλισσαι κηρίον Παθένε,
καὶ τὴν ἐμὴν κατασχοῦσαι καρδίαν,
κατατιτρώσκουσι βέλει τῶν θλίψεων·
ἀλλ᾿ εὕροιμί σε βοηθὸν
καὶ διώκτην καὶ ρύστην, Πανάχραντε.

Ὁ βασικὸς ψάλτης τῆς ἐκκλησίας, ἕνας ἑβδομηνταπεντάχρονος γιατρός, ἤξερε βυζαντινὴ μουσικὴ καθὼς καὶ τὸ λειτουργικὸ τυπικό, καί –τὸ σπουδαιότερο– δὲν ἦταν μοναχοφάης, ἔδινε συχνά-πυκνὰ ψαλτικὲς «πάσσες» στοὺς παρατρεχάμενους, στὸν περὶ οὗ ὁ λόγος φιλόλογο καὶ σ᾿ ἕναν ὀγδοηκοντούτη ἐρασιτέχνη ἀπόδημο, ἀγνώστων λοιπῶν στοιχείων.

Ὁ τελευταῖος αὐτὸς πάσχιζε φιλότιμα νὰ σταθῇ στὸ ὕψος τῶν περιστάσεων, ἀλλὰ εἶχε καὶ τὴν εἰλικρίνεια νὰ ὁμολογῇ τὴν ἀδυναμία του νὰ ἀνταποκριθῇ στὶς ἀπαιτήσεις μελωδιῶν ποὺ ξέφευγαν ἀπὸ τὴν πεπατημένη. Ὅταν στὸν Μεγάλο Παρακλητικὸ Κανόνα –ἤ «μεγαλούλα» πού ᾿λεγε ὁ πρωτοψάλτης– ἔφταναν στὸ «Φῶς ἡ τεκοῦσα, Θεοτόκε», ποὺ ἔπρεπε νὰ ἀλλάξουν τὴ βάση τοῦ Πλαγίου Τετάρτου, ἐκ τοῦ Γὰ στὸν Νή, ὁ ἀπόδημος ἔγερνε ταπεινὰ τὸ κεφάλι στὸ αὐτὶ τοῦ ἔμπειρου πρωτοψάλτη καὶ ψιθύριζε λίγο ντροπαλά: «Αὐτὸ ἄρχισέ το ἐσύ, γιατὶ ἐγὼ δὲν ἔχω ἰδέα πῶς πάει…»

Ἔτσι κυλοῦσαν ὁμαλὰ οἱ Παρακλήσεις, μαζὶ καὶ τὸ διάλειμμα τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, ὅταν αἴφνης, ἐκεῖ γύρω στὶς 11 τοῦ μηνὸς Αὐγούστου, ὁ ἀπόδημος πληροφόρησε μὲ λαχανιασμένη φωνὴ τὸν συμψάλτη καθηγητὴ πὼς ὁ κύριος Γιῶργος ἔπαθε κόβιντ: «Τὸν πέρασε κάπως βαριά, τὸν ἔχουν στὸ Παναρκαδικό, εὐτυχῶς φαίνεται πὼς θὰ τὴν σκαπουλάρῃ, ἀλλὰ ἀλλοῦ εἶναι τὸ πρόβλημα…»

Ποιό ἦταν τὸ πρόβλημα; Τὸ πρόβλημα ἦταν πὼς ἐντάξει, θὰ τὰ κατάφερναν οἱ δυό τους μὲ τὶς Παρακλήσεις, ἄντε καὶ στὸν Ἑσπερινὸ κι ἀνήμερα, εἶχε αὐτὸς ἕναν πάκο φωτοτυπίες κι ἤξερε τσάτρα-πάτρα τὰ ὑπόλοιπα, μερικὰ θὰ τά ᾿ξερε κι ὁ κύριος καθηγητάς, ἀλλὰ ἐκεῖ ποὺ σκόνταφτε ἦταν στὸ ὀκτάηχο Δοξαστικὸ τοῦ Ἑσπερινοῦ, αὐτὸς δὲν εἶχε ἰδέα ἀπὸ ἤχους, ἐδῶ δὲν τὰ κατάφερνε μὲ τὸ «Φῶς ἡ τεκοῦσα, Θεοτόκε», θά ᾿βγαζε πέρα τὸ «Θεαρχίῳ νεύματι»; Κι εἶναι κι αὐτὸς ὁ παπα-Βασίλης ποὺ εἶναι τζόρας, μιὰ φορὰ ποὺ ἔψελναν ἐκτὸς ἤχου δυὸ ἀδέρφια ὀνόματι Ντραλαῖοι, εἶχε βγῆ στὴν Ὡραία Πύλη κι εἶπε φωναχτά, εἰς ἐπήκοον ὅλων: «Τί νὰ λέτε ρὲ Ντραλαῖοι!» Κι εἶχε μείνει ἀπὸ τότε στὸ χωριό, κι ἅμα ἔλεγες καμμιὰ κουταμάρα ἢ ποὺ νόμιζε ὁ ἄλλος ὅτι εἶναι κουταμάρα, σοῦ λέγανε: «Τί νὰ λέτε ρὲ Ντραλαῖοι!». Τόσο πολὺ τὸν εἴχανε ψηλὰ τὸν παπα-Βασίλη. Γι᾿ αὐτὸ σοῦ λέω, κάτι πρέπει νὰ γίνῃ, εἰδικὰ μὲ τὸ «Θεαρχίῳ νεύματι», γιατὶ μᾶς βλέπω γιὰ τὸ γάιδαρο καβάλλα, δὲν ξὲς τί τζόρας εἶναι, Παναγία βόηθα…

Ὁ καθηγητὴς τὸν καθησύχασε. Βέβαια, μιὰ λαχταροκαρδία τὴν εἶχε κι αὐτός, ἀλλὰ θά ᾿μπαινε στὸ διαδίκτυο, εἶχε τρεῖς μέρες καιρό, θὰ τὸ μάθαινε ἐν ἀνάγκῃ ἀπέξω, κάτι κάτεχε κι ἀπὸ ἤχους, ὄχι σπουδαῖα πράματα, ἀλλὰ τέλος πάντων δὲν ἦταν ὁλότελα ἄσχετος, θὰ τὰ κατάφερναν, κι ἐπειδὴ ὁ ἄλλος ἔδειχνε νὰ πνίγεται μ᾿ αὐτὸν τὸν πληθυντικὸ τοῦ «θὰ τὰ κατάφερναν», «ἄσ᾿ το πάνω μου», κατέληξε, «θὰ τὸ ἀναλάβω ἐγώ».

Κάπως ἔτσι κατέληξε ὁ καθηγητὴς φιλόλογος Χριστόφορος Π. νὰ ξημεροβραδιάζεται στὸ You Tube μὲ ὅλες τὶς παραλλαγὲς τοῦ «Θεαρχίῳ νεύματι» ποὺ δὲν ἦταν καὶ λίγες. Ἀπ᾿ ὅλες τὶς ἐκτελέσεις ξεχώριζε αὐτὴ τοῦ Θρασύβουλου Στανίτσα, τοῦ πάλαι ποτὲ πρωτοψάλτη τοῦ Πατριαρχείου, ἔκανε ὁ ἄτιμος κάτι κόλπα ποὺ θύμιζαν τὴν ἀτάκα τοῦ Φέρμα στὸ «Καλῶς ἦλθες δολλάριο»: «Αὐτό, κύριε, γιὰ νὰ τὸ πῇς, πρέπει νὰ γυρίσῃ ἡ γλῶσσα σου κοτσίδα!»

Συμβιβάστηκε, λοιπόν, μὲ λιγώτερο ἀπαιτητικὲς ἐκτελέσεις, ἀφοῦ στὸ κάτω κάτω ἐκεῖνο ποὺ προεῖχε ἦταν κατὰ πρῶτον νὰ κάνῃς σωστὰ τὶς ἀλλαγὲς ἀπὸ τὸν ἕνα ἦχο στὸν ἄλλον, π.χ. ἀπὸ τὸν Πρῶτο στὸν Πλάγιο τοῦ Πρώτου, καὶ κατὰ δεύτερον νὰ ἀποδίδῃς σωστὰ τὰ διαστήματα τοῦ κάθε ἤχου, φερ᾿ εἰπεῖν τοῦ Δευτέρου ἢ τοῦ Πλαγίου τοῦ Δευτέρου, πού ᾿ναι καὶ περισσότερο ἰδιόμορφοι.

Στὸν Δεύτερο ἦταν ποὺ κόλλησε σ᾿ αὐτὸ τὸ «Αἱ δὲ ὑπέρτατοι τῶν οὐρανῶν Δυνάμεις…» ποὺ ὅλοι τὸ ἔλεγαν «ὑπέρτατοι», ἐνῷ ἦταν «ὑπέρταται», δὲν χώραγε ἀμφιβολία, ὁ φιλόλογος γι᾿ αὐτὸ ἦταν σίγουρος, τοῦ ᾿γινε ἔμμονη ἰδέα αὐτὸ τὸ «ὑπέρταται», τό ᾿λεγε καὶ τὸ ξανάλεγε, «ὑπέρταται», «ὑπέρταται», καμμιὰ φορὰ μὲ θυμό, ἐνίοτε καὶ μ᾿ ἀγανάκτηση, «ὑπέρταται, ὑ – πέρ – τα – ται!», γιὰ νὰ τὸ χωνέψῃ καὶ γιὰ νὰ τὸ χωνέψουν καὶ οἱ φανταστικοὶ ἀγράμματοι ἢ ἡμιμαθεῖς ποὺ ἐπέμεναν στὴν πλάνη τους, σὲ πεῖσμα αἰώνων γραμματικῆς ὀρθότητος: «Ὑπέρταται ρέ! Κατὰ τὰ πρωτόκλιτα θηλυκά: Ἡ ὑπερτάτη, τῆς ὑπερτάτης! Αἱ ὑπέρταται, τῶν ὑπερτάτων! Ἀμὰν πιά!»

Ἦταν καλὰ στὸν Ἑσπερινό. Λίγο τὸ χαμηλὸ φῶς κεριῶν καὶ καντηλιῶν, λίγο μιὰ ἀδιόρατη συγκίνηση γιὰ τὴν Κεκοιμημένη Θεοτόκο νὰ πλανιέται στὸ χῶρο, οὔτε ποὺ τὸ κατάλαβε πότε καὶ πῶς ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ Δοξαστικοῦ. Ὅμως ὅλη ἡ μαγεία καὶ ἡ συγκίνηση τῆς ἑσπερινῆς δέησης θρυμματίστηκε ξαφνικὰ ἀπὸ τὴν σπηλαιώδη φωνὴ τοῦ παπα-τζόρα, ποὺ στὸ ἄκουσμα τοῦ – σωστοῦ– «ὑπέρταται» ἔγρουξε ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ ἱεροῦ: «Ὑπέρτατοι, κύριε καθηγητά! Δέ σᾶς τὸ μάθανε στὸ Πανεπιστήμιο;;!»

Τά ᾿χασε μὲ τὴν προσβολή, ὅπως τά ᾿χασε καὶ τὸ λευκασμένο ἀκροατήριο. Τοῦ ᾿ρθε νὰ πῇ: «Ὑπέρταται, πάτερ! Κλίνεται κατὰ τὰ πρωτόκλιτα θηλυκά!» Γιατί δὲν τό ᾿πε; Σὰν ἀστραπὴ πέρασαν στὸ μυαλό του νηφάλιες, ἀγαπητικὲς σκέψεις: Τί ἦταν αὐτὸς γιὰ τοὺς χωριανούς; Ἕνας μυστήριος ποὺ ἔκανε μιὰ ἐπαρχιακὴ περατζάδα τὸν Δεκαπενταύγουστο καὶ μετὰ ἐπέστρεφε στὸ πρωτευουσιάνικό του καβούκι. Ὅπως τό ᾿λεγε συχνὰ ἡ γιαγιά του: «Τὰ χελιδόνια φέγουνε!» Ἄξιζε γιὰ μιὰ στιγμιαία προσωπικὴ δικαίωση νὰ κατεδαφίσῃ στὰ μάτια τῶν συγχωριανῶν του τὸ κῦρος ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ἔμενε μόνιμα ἐδῶ, συμπαραστάτης καὶ ποδηγέτης τοῦ ἔστω καὶ ἀποψιλωμένου ποιμνίου του; Θυμήθηκε τὴν ἀποστροφὴ τοῦ ἀποδήμου συμψάλτη του: «Παναγία βόηθα!» Ἀναζήτησε τὸ βλέμμα της, ὄχι στὰ κλειστὰ βλέφαρα τῆς Κεκοιμημένης, ἀλλὰ στὰ στοργικὰ τῆς Βρεφοκρατούσας τοῦ τέμπλου, καὶ τοῦ φάνηκε σὰν νὰ τοῦ ᾿κλεισε μισοκατεργάρικα τὸ μάτι. Κι ἄλλες φορὲς φαντάστηκε τὴν Παναγία, ποτὲ ὅμως μ᾿ αὐτὴν τὴν μισο-εύθυμη, μισο-κατεργάρικη ἔκφραση, κι ἦταν σὰν νὰ τοῦ ᾿λεγε, ἴδια μὲ τὴ φωνὴ τῆς μακαρίτισσας τῆς γιαγιᾶς του: «Ἄφ᾿ τονε ρὲ μάτια, μὴ τὸν ξεσυνερίζεσαι ρὲ γιούλη! Τράβα χέρι σὰ μεγαλύτερος!»

Δὲν εἶπε τίποτα. Κατάπιε ἄφωνος τὸν κόμπο τῆς προσβολῆς, καὶ συνέχισε στὸ «θεοδόχον καὶ ἀκραιφνέστατον σῶμα» τοῦ Πλαγίου Δευτέρου, σὰν νὰ μὴν εἶχε συμβῆ τίποτα. Μπορεῖ μετὰ τὸν Ἑσπερινὸ νά ᾿λεγε κάτι κατ᾿ ἰδίαν στὸν παπα-τζόρα, τώρα ὅμως προεῖχε τὸ δοξαστικὸ τῆς Παναγίτσας. Κι αὐτή, σοβαρὴ τώρα, ἴσως καὶ λίγο στενοχωρημένη ἀλλὰ πάντως μὲ μιὰ ἀδιόρατη ἱκανοποίηση, τοῦ ᾿γνεφε ἀπὸ τὸ τέμπλο πὼς μπορεῖ νὰ μὴν ἔκανε τὸ ὀρθὸ ἀλλὰ ἔκανε σίγουρα τὸ σωστό.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του δωδέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ